ΤΕΥΧΟΣ 59 ΤΡΙΠΟΛΙΣ
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2008
Η
ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΕΙΣ ΤΗΣ
Τό
πρόβλημα τοῦ «ἱστορικοῦ Ἰησοῦ»
Θεμέλιο τῆς
χριστιανικῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξε
ἀνέκαθεν τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ. Ἡ πίστη στόν Χριστό, ἀποτελεῖ
ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν ἔνταξη
καί τήν παραμονή μας στήν Ἐκκλησία. Ἡ
πίστη αὐτή πηγάζει ἀπό τήν βεβαιότητα ὅτι
ὁ Ἰησοῦς εἶναι πρωτίστως ἕνα ἱστορικό
πρόσωπο, κάποιος πού ἔζησε σέ συγκεκριμένο τόπο καί χρόνο. Ἡ
ἀντίληψη αὐτή, συμπληρωμένη μέ
τήν πεποίθηση, ὅτι τό ἱστορικό αὐτό
πρόσωπο εἶναι ὁ «Υἱός τοῦ Θεοῦ
τοῦ ζῶντος», δηλ. ὁ ἴδιος
ὁ Θεός, πού ἦλθε στόν κόσμο γιά τή
σωτηρία μας, ἀποτελεῖ τήν «πέτρα», πάνω
στήν ὁποία ἔχει θεμελιωθεῖ
ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ,
ὥστε «πύλαι ἅδου οὐ
κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. 16, 16-18). Ἄν κλονισθεῖ
ἡ ἱστορική αὐτή βάση, ὁλόκληρο
τό οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας
καταρρέει καί ἡ χριστιανική πίστη μεταβάλλεται σ’ ἕναν
μῦθο, ἤ ἀκόμη χειρότερα, σέ μιά ἀπάτη!
Στά νεότερα χρόνια
πολλές αἱρέσεις (ἀκόμη καί
χριστιανικές!) ἐπιχείρησαν νά ἀμφισβητήσουν τήν ἱστορικότητα
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κάποιες ἰσχυρίσθηκαν
ὅτι ὁ Ἰησοῦς δέν ὑπῆρξε
κἄν ὡς ἱστορικό πρόσωπο καί ὅτι αὐτό
πού ἀποκαλεῖται στά Εὐαγγέλια
«Χριστός» εἶναι μόνο μιά «ἀνώτερη» κατάσταση τοῦ
ἀνθρώπου (ἡ λεγόμενη «χριστική
κατάσταση»), τήν ὁποία μπορεῖ νά φθάσει (ἤ
καί νά ξεπεράσει!) καθένας ἀπό μᾶς,
ἐφαρμόζοντας κάποιες εἰδικές τεχνικές.
Τέτοιες ἀντιλήψεις συναντᾶμε συνήθως σέ αἱρέσεις
τοῦ κινήματος τῆς Νέας Ἐποχῆς.
Ὅπως εἶναι φυσικό, ἐκπρόσωποι
καί «ἐπιστήμονες» τοῦ χώρου τῆς
ἀθεΐας ἐπιστρατεύουν κατά καιρούς σωρεία «ἐπιχειρημάτων»
γιά νά πείσουν ὅτι ὁ Ἰησοῦς δέν ὑπῆρξε
ἤ ὅτι ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ὅμοιος μέ μᾶς.
Ἄλλες αἱρέσεις ἰσχυρίζονται
ὅτι ἡ πραγματική εἰκόνα τοῦ
Ἰησοῦ εἶναι πολύ διαφορετική ἀπ’ αὐτήν
πού παρέχουν τά ἱερά Εὐαγγέλια. Ἄλλες
ὁμάδες, τέλος, ἀνατολικῆς
ἤ ἀποκρυφιστικῆς προελεύσης, ἰσχυρίζονται
ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν ἕνας συνήθης ἄνθρωπος, ὁ
ὁποῖος στό διάστημα μεταξύ τῶν 12 καί 30 ἐτῶν
τῆς ζωῆς Του κατέφυγε στίς Ἰνδίες, μυήθηκε στήν τέχνη
τῶν γκουρού καί ἀπέκτησε δυνάμεις, ὥστε
νά ἐπιτελεῖ θαυμαστά σημεῖα
(στό θέμα αὐτό, δηλ. στά λεγόμενα «κεκρυμμένα χρόνια» τοῦ
βίου τοῦ Ἰησοῦ, θά ἀναφερθοῦμε
σέ ἰδιαίτερο τεῦχος τοῦ
ἐντύπου μας).
Ἀπό
τήν ἐποχή τοῦ Διαφωτισμοῦ
(18ος αἰ.) κι ἔπειτα Προτεστάντες
κυρίως «θεολόγοι» καί ἱστορικοί ἐπιχείρησαν μιά
προσέγγιση τοῦ Ἰησοῦ μέ καθαρά ἱστορικά κριτήρια, μέ ἀποτέλεσμα
νά προέλθουν ὀγκώδεις βιογραφίες τοῦ Ἰησοῦ,
ὅπως αὐτές τῶν
Reimarus, Strauss, Renan, Schweitzer κ.ἄ. Οἱ
παραπάνω ἀπέρριψαν ἀπό τά ἱερά
Εὐαγγέλια κάθε ὑπερφυσικό στοιχεῖο,
κάθε τι ἀσυμβίβαστο μέ τήν ἀνθρώπινη λογική, ὅπως
τά θαύματα, ἀκόμη καί τήν Ἀνάσταση. Κατασκεύασαν,
λοιπόν, μιά τραγικά ἀλλοιωμένη εἰκόνα τοῦ
Χριστοῦ, τήν ὁποία ὀνόμασαν
«Ἰησοῦ τῆς ἱστορίας» ἤ «ἱστορικό
Ἰησοῦ». Τήν εἰκόνα πού ἔχει
ἡ χριστιανική Ἐκκλησία γιά τόν Ἱδρυτή
της τήν ὀνόμασαν «Χριστό τῆς πίστεως» καί ἰσχυρίσθηκαν
ὅτι μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν
«εἰκόνων» ὑπάρχει μιά ἀσυμφωνία,
μιά ἀντίφαση. Ἔτσι προέκυψε τό
πρόβλημα τοῦ «ἱστορικοῦ Ἰησοῦ»
στά νεότερα χρόνια. Ποιά εἶναι, ὅμως,
ἡ ἱστορική ἀλήθεια γιά τό πρόσωπο
τοῦ Ἰησοῦ;
Οἱ ἐξωβιβλικές μαρτυρίες
περί τοῦ Ἰησοῦ
Ἡ
ἱστορία καί γενικά ἡ ἐπιστήμη
δέν λειτουργεῖ μέ συνθήματα, οὔτε βασίζεται σέ ἰδεολογικές
(ἤ ἀκόμη καί σέ θρησκευτικές) προκαταλήψεις. Ἡ
ἱστορία βασίζεται σέ πηγές καί ἔχει
σαφῆ ἐπίγνωση τῶν ὁρίων
της. Ἀναγνωρίζει τά ὅριά της καί δέν τά ὑπερβαίνει.
Ἕνα πρόσωπο θεωρεῖται ἱστορικό,
ὅταν μαρτυρεῖται ἀπό
ἀξιόπιστες πηγές. Οἱ ἱστορικές
πηγές γιά τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ διακρίνονται σέ βιβλικές (Καινή Διαθήκη) καί ἐξωβιβλικές
(συγγραφείς ἄσχετοι μέ τήν Ἁγ. Γραφή καί τόν
Χριστιανισμό). Οἱ ἀρνητές τῆς ἱστορικότητας
τοῦ Ἰησοῦ ἰσχυρίζονται ὅτι οἱ
πηγές γιά τό πρόσωπό Του εἶναι κυρίως βιβλικές
καί ὅτι οἱ ἐξωβιβλικές μαρτυρίες εἶναι ἐλάχιστες.
Ὅμως, ἐλάχιστες
ἤ λίγες μαρτυρίες δέν σημαίνει ἀνύπαρκτες
μαρτυρίες. Τέτοιες μαρτυρίες ὄντως ὑπάρχουν.
Γιά τή σπανιότητά τους ἄς ληφθεῖ ὑπ’
ὄψιν ὅτι ἡ προσοχή τῶν ἱστορικῶν
κάθε ἐποχῆς εἶναι στραμμένη συνήθως στά πολιτικά καί ὄχι
στά θρησκευτικά γεγονότα, ὅτι ὁ
Χριστιανισμός στά πρῶτα βήματά του θεωρήθηκε ὡς θρησκευτική ὁμάδα
στούς κόλπους τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ ἤ
τό πολύ ὡς ἰουδαϊκή αἵρεση καί ὅτι
ὁ Ἰησοῦς θεωρήθηκε ὡς ἕνας
ἀπό τούς Ἰουδαίους διδασκάλους, πού
θανατώθηκε χωρίς νά ἔχει κἄν σχηματίσει κάποιο ὀργανωμένο
θρησκευτικό ἤ πολιτικό κίνημα.
Ἡ
σημαντικότερη καί ἐκτενέστερη ἐξωβιβλική μαρτυρία
περιέχεται στήν «Ἰουδαϊκή Ἀρχαιολογία» τοῦ
ἱστορικοῦ Ἰωσήπου,
καί ἀναφέρει χαρακτηριστικά τά ἑξῆς
(σέ μετάφραση): «Ἐκείνη τήν ἐποχή ὑπῆρξε
ὁ Ἰησοῦς, ἕνας σοφός ἄνθρωπος - ἄν
εἶναι θεμιτό νά ἀποκαλεῖται
ἄνθρωπος, ἀφοῦ
ἐπιτελοῦσε θαυμαστά ἔργα
- ἕνας διδάσκαλος τῶν ἀνθρώπων
πού δέχονται εὐχάριστα τήν ἀλήθεια. Προσέλκυσε
πολλούς ἀπό τούς Ἰουδαίους καί πολλούς ἀπό
τούς Ἐθνικούς. Αὐτός ἦταν
ὁ Χριστός. Καί ὅταν ὁ
Πιλᾶτος, μετά ἀπό πρόταση τῶν
ἐξεχόντων ἀπό μᾶς,
τόν καταδίκασε στόν σταυρό, ἐκεῖνοι
πού πρῶτα τόν ἀγαποῦσαν
δέν τόν ἐγκατέλειψαν, διότι ἐμφανίστηκε σ’ αὐτούς
καί πάλι τήν τρίτη μέρα ζωντανός, ὅπως εἶχαν
προαναγγείλει οἱ θεῖοι προφῆτες αὐτά
καί πολλά ἄλλα θαυμαστά γι’ αὐτόν. Ἡ
δέ φυλή τῶν Χριστιανῶν, ὅπως
ὀνομάστηκε ἀπό αὐτόν,
δέν ἔχει ἐκλείψει μέχρι σήμερα» (XVIII, 3,63).
Ὁ Ἰώσηπος ἦταν Ἰουδαῖος.
Ἀνῆκε στήν τάξη τῶν Φαρισαίων καί γεννήθηκε
στά Ἱεροσόλυμα τό 37 ἤ 38 μ.Χ. Στό ἔργο
του ἐκθέτει τήν ἱστορία τῶν
Ἑβραίων ὡς τό 66 μ.Χ. Ἡ
παραπάνω μαρτυρία, γνωστή διεθνῶς ὡς
«φλαβιανή μαρτυρία», ἐπιβεβαιώνει τήν ὕπαρξη τοῦ
Ἰησοῦ, τή διδασκαλία Του, τά θαύματα, τή Σταύρωση ἀπό
τόν Πιλᾶτο, τήν Ἀνάσταση, τήν ἐμφάνιση
στούς Μαθητές, τήν ἐκπλήρωση τῶν προφητειῶν
στό πρόσωπό Του καί τήν ὕπαρξη τῶν Χριστιανῶν
τήν ἐποχή πού γράφεται τό ἔργο («ἔτι
τε νῦν»). Κάποιοι ἐπιχείρησαν νά τήν ἀμφισβητήσουν,
ὡς μεταγενέστερη προσθήκη. Δυστυχῶς,
ὅμως, γι’ αὐτούς, τό παραπάνω ἀπόσπασμα
ὑπάρχει σέ ὅλους τούς κώδικες τῆς
«Ἰουδαϊκῆς Ἀρχαιολογίας»!
Ἀλλά, καί σέ ἄλλο σημεῖο
τοῦ ἴδιου ἔργου ἀναφέρεται
ὅτι «ὁ Ἄνανος … συγκροτεῖ συνέδριο δικαστῶν
καί ὁδηγεῖ σ’ αὐτό τόν ἀδελφό
τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ λεγομένου Χριστοῦ, τοῦ
ὁποίου τό ὄνομα εἶναι
Ἰάκωβος, καί κάποιους ἄλλους» (XΧ, 9,1). Ἐδῶ,
ἐκτός ἀπό τήν ἔμμεση
ἀναφορά στόν Ἰησοῦ,
μαρτυρεῖται ἡ ἱστορική ὕπαρξη τοῦ
ἁγ. Ἰακώβου τοῦ «Ἀδελφόθεου».
Μιά ἄλλη
ἐξωβιβλική μαρτυρία προέρχεται ἀπό
τόν Ρωμαῖο ἱστορικό Τάκιτο, πού γεννήθηκε τό 56 μ.Χ. Στό ἔργο
του «Annales» (115 μ.Χ.) γράφει σχετικά μέ τήν πυρπόληση τῆς
Ρώμης ἐπί Νέρωνος: «Ὁ Νέρων ὑπέδειξε
ἄλλους ὡς ἐνόχους
καί ὑπέβαλε σέ ἰδιαίτερες τιμωρίες ἐκείνους
τούς ὁποίους ὁ λαός, μισώντας τους
γιά τίς ἀνομίες τους, ὀνόμαζε Χριστιανούς. Ἐκεῖνος
ἀπό τόν ὁποῖον
προῆλθε τό ὄνομα, εἶναι
ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος
θανατώθηκε ἐπί τῆς βασιλείας τοῦ Τιβερίου, ὅταν
ἐπίτροπος ἦταν ὁ
Πόντιος Πιλᾶτος. Ἡ προσωρινῶς
κατασταλεῖσα ὀλέθρια δεισιδαιμονία ἐμφανίστηκε πάλι ὄχι
μόνο στήν Ἰουδαία, τήν ἐστία αὐτοῦ
τοῦ κακοῦ, ἀλλά
καί στήν πόλη (τή Ρώμη), ὅπου ἀπό παντοῦ μαζεύονται καί ἀκούγονται
ὅλα τά κακά καί τά αἰσχρά» (XV,
44).
Ὁ
Ρωμαῖος νομικός καί ρήτορας Πλίνιος ὁ
Νεότερος (61-113 μ.Χ.) σέ ἐπιστολή του πρός τόν αὐτοκράτορα
Τραϊανό γράφει γιά τούς Χριστιανούς (111 ἤ 112 μ.Χ.): «Συνήθιζαν
νά συνέρχονται καθωρισμένη μέρα πρίν τήν ἀνατολή τοῦ
ἥλιου καί νά ἀναπέμπουν ὕμνο
στόν Χριστό, ὅπως σέ Θεό, καί ἐδένοντο μέ ἀμοιβαῖο
ὅρκο, ὄχι γιά κάποιο ἔγκλημα,
ἀλλά γιά τό ὅτι δέν θά διέπρατταν ἀπάτη,
ληστεία ἤ μοιχεία, δέν θά παρέβαιναν τήν πίστη τους, οὔτε
θά ἀρνοῦνταν τήν ἱερή τους παρακαταθήκη,
ἀκόμη κι ἄν τούς δίκαζαν» (Epistularum
liber, X,96).
Ἀναφορές
στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ, ἔμεσσες ἤ ἄμεσες,
ὑπάρχουν καί σέ ἄλλους συγγραφεῖς
τῶν δύο πρώτων αἰώνων, ὅπως
στούς Σουετώνιο (Vitae XII Caesarum, XXV, 4),
Κέλσο (Ἀληθής Λόγος, 1,28 καί 2,35), Λουκιανό (Περί τῆς
Περεγρίνου τελευτῆς) καί στό Ἰουδαϊκό Ταλμούδ. Ὅμως,
ὁ χῶρος δέν μᾶς ἐπιτρέπει
νά τίς παραθέσουμε ἤ νά τίς σχολιάσουμε.
Ἡ
ἱστορική ἀξιοπιστία τῶν
βιβλικῶν κειμένων
Οἱ
σημαντικότερες ἱστορικές μαρτυρίες περί τοῦ Ἰησοῦ
εἶναι, βέβαια, οἱ βιβλικές, δηλ. τά
κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης, στά ὁποῖα
γίνεται συνεχῶς λόγος καί παρέχεται πλῆθος πληροφοριῶν
γιά τό πρόσωπό Του. Πόσο ἀξιόπιστα εἶναι, ὅμως,
αὐτά τά κείμενα;
Τά κείμενα αὐτά
δέν ἀποτελοῦν, βέβαια, βιογραφίες
τοῦ Ἰησοῦ, οὔτε ἔχουν σκοπό νά δώσουν πληροφορίες ἱστορικοῦ
χαρακτῆρος γιά τό πρόσωπό Του. Οἱ ἱστορικές
πληροφορίες πού περιέχουν, παρέχονται περιστασιακά, καί δέν ἔχουν
συγκροτημένη δομή καί ὀργάνωση. Ἡ Κ. Διαθήκη εἶναι
συλλογή ἰερῶν κειμένων, πού σκοπό ἔχουν νά διακηρύξουν ὅτι
ὁ Χριστός εἶναι ὁ
Υἱός τοῦ Θεοῦ,
ὁ ἀληθινός Θεός, ὁ Ὁποῖος
«ἀνέστη ἐκ νεκρῶν».
Ἐκτός, ὅμως, ἀπό
ἱερά ἤ ἐκκλησιαστικά, τά κείμενα αὐτά εἶναι
καί ἱστορικά. Γράφηκαν σέ συγκεκριμένο τόπο καί χρόνο καί ἀπό
συγκεκριμένα πρόσωπα. Ἡ ἐπιστήμη τά κρίνει καί τά ἀξιολογεῖ,
τά χρονολογεῖ μέ αὐστηρά κριτήρια καί ἔχει
καταλήξει στό συμπέρασμα ὅτι ὅλα ἔχουν γραφεῖ μεταξύ τῶν
ἐτῶν 49 καί 95 μ.Χ., δηλ. μέσα στόν α' μ.Χ. αἰ.
Αὐτό ἀποτελεῖ ἰσχυρό
στοιχεῖο ἀξιοπιστίας. Εἶναι κείμενα περίπου
σύγχρονα τοῦ Κυρίου, ἀνήκουν στήν ἴδια
ἐποχή, γράφηκαν ἐν ὅσῳ
ζοῦσε ἡ συντριπτική τουλάχιστον πλειοψηφία ὅσων
γνώρισαν τόν Ἰησοῦ, καί κάθε ἀνακρίβεια ἤ
ὑπερβολή, θά προκαλοῦσε τή φυσική ἀντίδραση
αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων.
Δέν εἶναι
μόνο σύγχρονα τοῦ Ἰησοῦ τά κείμενα τῆς Κ. Διαθήκης, ἀλλά
προέρχονται καί ἀπό αὐτόπτες καί αὐτήκοους μάρτυρες. Ὅπως
εἶναι φυσικό, σέ κάθε περίπτωση οἱ
πιό ἀξιόπιστες μαρτυρίες εἶναι αὐτές
τῶν αὐτοπτῶν καί αὐτήκοων μαρτύρων, ὅσων
εἶδαν μέ τά μάτια τους ἕνα γεγονός καί ἄκουσαν
μέ τ’ αὐτιά τους, ὄχι ὅσων
μεταφέρουν πληροφορίες τρίτων. Αὐτό ἀκριβῶς
τονίζει καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης: «ὅ,τι
ὑπῆρξε ἀπό τήν ἀρχή, ὅ,τι
ἀκούσαμε, ὅ,τι εἴδαμε
μέ τά μάτια μας, ὅ,τι παρατηρήσαμε, ὅ,τι ἐψηλάφησαν
τά χέρια μας ... αὐτό σᾶς ἀναγγέλομε» (Α' Ἰω. 1, 1-3). Ἀπό
τούς συγγραφεῖς τῆς Κ. Διαθήκης ὁ Πέτρος, ὁ
Ἰωάννης, ὁ Ματθαῖος,
ἀνῆκαν στούς στενούς Μαθητές τοῦ Ἰησοῦ
(στόν κύκλο τῶν «Δώδεκα») καί ἡ μαρτυρία τους ἔχει
ἰδιαίτερη βαρύτητα. Ἄλλοι πάλι ὑπῆρξαν
μαθητές κορυφαίων Ἀποστόλων.
Μήπως, ὅμως,
ὑπερέβαλλαν οἱ Ἀπόστολοι
στίς ἐκτιμήσεις τους; Μήπως ὡραιοποίησαν τά
πράγματα; Μήπως ἀλλοίωσαν ἐπίτηδες τά γεγονότα; Μά
ἦταν δυνατό νά συμβεῖ κάτι τέτοιο; Οἱ
ἅγιοι Ἀπόστολοι δέν κήρυτταν
δημόσια; Δέν ἀπευθύνονταν σέ ἀνθρώπους πού ἤδη
γνώριζαν καλά τά γεγονότα; Δέν χρησιμοποιοῦσαν ἐκφράσεις
τοῦ τύπου «ὅπως καί σεῖς
καλά γνωρίζετε» κ.λ.π. (Πραξ. 2, 22); Τολμοῦσαν νά χρησιμοποιήσουν
ἀνακρίβειες σέ τέτοια ἀκροατήρια; Μεταξύ τῶν
ἀκροατῶν τους ἦσαν
μόνο φίλοι; Δέν ἦσαν καί οἱ φανατικοί ἀντίπαλοι
τῆς νέας θρησκείας, πού ἀναζητοῦσαν
ἐπιμόνως ἀνακρίβειες στόν λόγο ἤ
στά γραπτά τῶν Ἀποστόλων γιά νά τούς «τινάζουν στόν ἀέρα»;
Ἐξιδανικεύουν οἱ ἅγιοι
Ἀπόστολοι γεγονότα καί καταστάσεις, ὅταν
δέν ἀποκρύπτουν περιστατικά, ὅπως ὁ
πόθος κάποιων Μαθητῶν νά καταλάβουν μεγάλα ἀξιώματα ἤ
ἡ ἄρνηση τοῦ Πέτρου, τό ὅτι
ὁ Κύριος τούς ὀνόμασε κάποτε «ἀνοήτους
καί βραδεῖς τῇ καρδίᾳ» καί πολλά ἄλλα;
Συμπερασματικά, κατά τόν R. Parente, διαπρεπῆ ἐρευνητή
τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου, «σήμερα κανένας ἄνθρωπος μέ μόρφωση καί
σοβαρότητα δέν ἀρνεῖται τήν ἐγκυρότητα καί ἀξιοπιστία
τῶν Εὐαγγελίων. Τά Εὐαγγέλια ἄντεξαν
σέ ὅλες τίς μορφές τῆς πιό ἀπαίσιας
κριτικῆς» (βλ. Μητρ. Νικοπόλεως Μελετίου, Τί εἶναι
ὁ Χριστός, Πρέβεζα 1989, σ. 48).
Κριτική καί παράδοση τῶν
ἱερῶν κειμένων
Κάποιοι ἐπιχείρησαν
νά ἀμφισβητήσουν τή γνησιότητα αὐτῶν
τῶν ἴδιων τῶν κειμένων τῆς
Κ. Διαθήκης, μέ τό ἐπιχείρημα ὅτι τά χειρόγραφα τῶν
ἴδιων τῶν συγγραφέων της ἔχουν
ἀπωλεσθεῖ καί σώζονται μόνο
μεταγενέστερα χειρόγραφα. Τό πειστικό ἐκ πρώτης ὄψεως
ἐπιχείρημα, ὑποβαθμίζεται πλήρως ἄν
ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν ὅτι τό ἴδιο ἀκριβῶς
ἰσχύει γιά ὅλα ἀνεξαιρέτως
τά ἀρχαῖα κείμενα, τῶν ὁποίων
ἡ γνησιότητα δέν ἀμφισβητεῖται.
Γι’ αὐτό ἄλλωστε ὑπάρχει ἡ
ἐπιστήμη τῆς κριτικῆς
τῶν κειμένων, ἡ ὁποία
ἐρευνᾶ τήν γνησιότητα μέ τά ἑξῆς
κριτήρια: α) πόσοι χειρόγραφοι κώδικες παραδίδουν ἕνα
κείμενο καί β) πόσο ἀρχαῖοι εἶναι οἱ σωζόμενοι κώδικες.
Τί ἰσχύει
ἐν προκειμένῳ γιά τήν Ἁγ.
Γραφή; Σέ 2.500 κώδικες περιέχεται ὁλόκληρη καί 25.000
κώδικες περιέχουν μεγάλα τμήματά της (συνήθως μόνο τήν Κ. Διαθήκη). Ὡς
πρός τούς ἄλλους ἀρχαίους συγγραφεῖς,
ὑπάρχουν μόνο 50 κώδικες τοῦ Αἰσχύλου,
τοῦ Σοφοκλῆ 100, τοῦ
Θουκιδίδη μόνο 8, τοῦ Πλινίου 200, τοῦ Ὁρατίου
500 (Μητρ. Νικοπόλεως Μελετίου, μνημ. ἔργ., σ. 31). Κατά
συνέπειαν, ἀπό πλευρᾶς ἀριθμοῦ
κωδίκων ἡ Ἁγ. Γραφή ὑπερτερεῖ
σέ ἀσύγκριτο βαθμό ἀπ’ ὅλα
τά ἀρχαῖα κείμενα.
Ἀλλά
καί ἀπό πλευρᾶς ἀρχαιότητος
τῶν κωδίκων ὑπερτερεῖ
σέ ἀσύγκριτο βαθμό. Π.χ. ἡ Ἱστορία
τοῦ Θουκιδίδη ἐγράφη περί τό 400 π.Χ.
Οἱ κώδικές της χρονολογοῦνται μετά τό 900 μ.Χ.,
δηλ. εἶναι τουλάχιστον 1.300 χρόνια μεταγενέστεροι! Ἡ
Ποιητική τοῦ Ἀριστοτέλη ἐγράφη τό 343 π.Χ. Ὁ
ἀρχαιότερος κώδικας εἶναι τοῦ
1.100 μ.Χ. (1.400 χρόνια μεταγενέστερος!). Ἡ Κ. Διαθήκη ἐγράφη
μεταξύ 49-95 μ.Χ. Οἱ ἀρχαιότεροι κώδικές της (Σιναϊτικός, Ἀλεξανδρινός
καί Βατικανός) χρονολογοῦνται περί τό 250 μ.Χ., δηλ. μόνο 150-200 χρόνια
μεταγενέστεροι. Μετά τήν Ἁγ. Γραφή γνησιότερο κείμενο θεωρεῖται
ἡ Ἰλιάδα τοῦ Ὀμήρου.
Σώζονται 643 κώδικες, γραμμένοι ὅλοι μετά τό 1.200
μ.Χ., δηλ. τουλάχιστον 1.800 χρόνια μεταγενέστεροι (αὐτόθι
σ. 32-33)! Συμπερασματικά, ἡ Κ. Διαθήκη εἶναι
τό γνησιότερο βιβλίο στόν κόσμο. Αὐτή εἶναι
ἡ ἀλήθεια, ὅπως προκύπτει ἀπό
ἀδιάψευστα πραγματικά δεδομένα.
Παρατηρήσεις
καί συμπεράσματα
Ἡ
ἱστορικότητα τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ ἀμφισβητήθηκε τά τελευταῖα χρόνια ἀπό
πολλές πλευρές: ἀπό αἱρέσεις τῆς Νέας Ἐποχῆς
ἀπό ἀποκρυφιστικές καί ἀνατολικές θρησκεῖες,
ἀπό τήν ἄθεη «προοδευτική»
διανόηση κ.λ.π. Ἡ ἀμφισβήτηση αὐτή σέ καμιά περίπτωση
δέν στηρίχθηκε σέ γνήσια ἐπιστημονικά κριτήρια, δηλ. στίς πηγές καί στήν ἐπιστημονική
ἀξιολόγησή τους. Ἀντίθετα, στηρίχθηκε σέ
προσωπικές ἰδεολογικές προκαταλήψεις, δηλ. σέ ἰδεολογική
χρήση τῆς ἐπιστήμης, ἡ ὁποία
σχεδόν πάντοτε ὁδηγεῖ σέ διαστροφή τῆς ἱστορικῆς
ἀλήθειας, πού ἀποτελεῖ
τό ἑκάστοτε ζητούμενο. Ἡ ἀπόρριψη
τῆς ἱστορικότητος τοῦ Ἰησοῦ
ποτέ δέν ἔγινε κοινός τόπος τῆς ἐπιστήμης,
ἡ ὁποία γενικά ἀποδέχεται ὅτι
ὁ Ἰησοῦς ἦταν ἕνα ἱστορικό πρόσωπο, πού ἔζησε σέ συγκεκριμένο
τόπο καί χρόνο καί σταυρώθηκε «ἐπί Ποντίου Πιλάτου». Λίγοι
μόνο ἀμφισβητοῦν τά παραπάνω ἱστορικά
δεδομένα.
Ἡ
νεότερη προτεσταντική ἔρευνα διέκρινε ἀνάμεσα στόν «ἱστορικό
Ἰησοῦ» (τόν Χριστό, ὅπως τόν δέχεται ἡ
ἐπιστήμη) καί στόν «Χριστό τῆς πίστεως» (τόν
Χριστό, ὅπως τόν πιστεύει ἡ Ἐκκλησία),
ἰσχυρίσθηκε μάλιστα ὅτι ἀνάμεσα
στίς δυό αὐτές «εἰκόνες» τοῦ
Ἰησοῦ ὑπάρχει ἕνα χάσμα, μιά ἀντίθεση.
Τά παραπάνω ἰσχύουν καί ἀληθεύουν, ἀλλά
μόνο ἐν μέρει. Ὄντως ὑπάρχει
διάκριση μεταξύ τοῦ «ἱστορικοῦ Ἰησοῦ»
καί τοῦ «Χριστοῦ τῆς
πίστεως», ὄντως ἄλλη εἰκόνα
ἔχει γιά τόν Χριστό ἡ ἱστορική
ἐπιστήμη καί ἄλλη ἡ
χριστιανική Ἐκκλησία. Ὅμως, ἀπό
Ὀρθόδοξη ἄποψη οἱ
δύο αὐτές εἰκόνες δέν εἶναι
ἀντιτιθέμενες, ἀλλά ἀλληλοσυμπληρούμενες,
ἡ μία συμπληρώνει τήν ἄλλη, γιά τήν ἀκρίβεια
ἡ δεύτερη συμπληρώνει τήν πρώτη. Μέ ἄλλα
λόγια, ἡ διάκριση αὐτή ἐκφράζει
δύο ὄψεις ἑνός καί τοῦ
αὐτοῦ Προσώπου, τό Ὁποῖο
στήν πρώτη περίπτωση θεωρεῖται μέ τήν ψυχρή ματιά
τοῦ ἐπιστήμονα καί στή δεύτερη μέ τήν ματιά τοῦ
ἀγαπῶντος τόν Θεό καί ἀγωνιῶντος
γιά τή σωτηρία του πιστοῦ.
Ὁ
ἐπιστήμων μόνο μιά ἐπί μέρους ὄψη,
ἕνα μικρό μέρος αὐτοῦ
τοῦ Προσώπου δύναται νά ἀντιληφθεῖ.
Θά μιλήσει προφανῶς γιά ἀλήθειες, ὅπως
ποῦ γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς,
πότε γεννήθηκε, ποῦ ἔδρασε, ποῦ καί πότε συνέβη τό
τάδε ἤ τό τάδε περιστατικό τοῦ βίου Του, μέ ποιά ἄλλα
πρόσωπα συνδέεται, πότε καί πῶς σταυρώθηκε, ποιοί ἦσαν
οἱ Μαθητές Του, τί πίστευαν γι’ Αὐτόν
οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς
Του κ.λ.π. Μόνο γιά τέτοιες ἀλήθειες μπορεῖ
νά μιλήσει. Μέχρι αὐτοῦ τοῦ σημείου φθάνουν τά ὅριά του. Δέν μπορεῖ
νά ἀπαντήσει σέ ἐρωτήματα, ὅπως
ἄν ὁ Χριστός εἶναι ὄντως
«Υἱός τοῦ Θεοῦ
τοῦ ζῶντος», μέ ποιά δύναμη ἐπιτελοῦσε
τά θαύματα, ἄν ὄντως «ἀνέστη ἐκ
νεκρῶν», πῶς ἀνέστη
κ.λ.π. Αὐτές εἶναι ἄλλης
τάξεως ἀλήθειες. Δέν προσεγγίζονται μέ τήν ἐπιστήμη,
ἀλλά μόνο μέ τήν πίστη, ἀφοῦ
μέ τήν ἐπιστήμη καί τή «σοφία» του «ὁ κόσμος» οὔτε
γνώρισε, οὔτε πρόκειται ποτέ νά γνωρίσει τόν Θεό (Α' Κορ. 1,21).
Διαφορετικά ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες
θά ἦσαν πιστοί, Θεολόγοι, Ἅγιοι. Ἀπό
τίς πρῶτες ἀλήθειες κρίνεται μόνο ἡ ἐπιστημονική
μας ἐπάρκεια, ἀπό τίς δεύτερες, ὅμως,
κρίνεται ἡ αἰώνια σωτηρία μας. Οἱ δεύτερες ἀλήθειες
καθιστοῦν τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ
«σημεῖον ἀντιλεγόμενον», πού «κεῖται εἰς
πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν»
(Λουκ. 2,34), «εἰς πτῶσιν» ὅσων ἀρνοῦνται
τή θεότητά Του καί τόν ἀπορρίπτουν καί «εἰς ἀνάστασιν»
ὅσων τό, δέχονται ὡς Θεό καί Σωτῆρα
τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου