ΤΕΥΧΟΣ 60 ΤΡΙΠΟΛΙΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ – ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2009
ΤΟ
ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ
ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ
ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Αἱρέσεις καί νομικός προβληματισμός γιά τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν
Ὅπως
εἶναι γνωστό, στή χώρα μας δρᾶ ἕνα
μεγάλο πλῆθος αἱρέσεων καί
παραθρησκευτικῶν ὁμάδων, οἱ περισσότερες ἀπό
τίς ὁποῖες δέν ἀναγνωρίζονται ὡς
«γνωστές θρησκεῖες», ἀφοῦ
δέν πληροῦν τίς προϋποθέσεις, πού θέτει τό Σύνταγμα καί ἡ
ἑλληνική νομοθεσία. Οἱ ὁμάδες
αὐτές εἶναι γνωστές διεθνῶς
ὡς «σέκτες» («αἱρετικές ὁμάδες»
ἤ «νέες θρησκευτικές κινήσεις» ἤ
«ὁμάδες θρησκευτικοῦ ἤ
ἐσωτεριστικοῦ ἤ
πνευματικοῦ χαρακτῆρα», κατά τήν ὁρολογία
τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης).
Στή χώρα μας ἐπιχειροῦν νά κάνουν αἰσθητή
τήν παρουσία τους, θέτοντας συνήθως ἕνα πλῆθος
νομικῶν προβλημάτων, γιά δῆθεν παραβίαση τῆς
θρησκευτικῆς ἐλευθερίας καί τῶν ἀτομικῶν
δικαιωμάτων, γιά δῆθεν ἀναχρονιστική νομοθεσία κ.λ.π. Θεωροῦν
ὅτι ἡ ἑλληνική νομοθεσία εἶναι ἀσύμβατη
μέ τά εὐρωπαϊκά δεδομένα καί ἰσχυρίζονται ὅτι
ἡ χώρα μας ἔχει δῆθεν
καταδικασθεῖ ἀπό διεθνῆ δικαστήρια γιά τή
σχετική της νομοθεσία, παραποιώντας, μάλιστα, δικαστικές Ἀποφάσεις.
Ἕνα
ἀπό τά θέματα, πού βρίσκονται συνεχῶς
στό στόχαστρο τῶν σύγχρονων αἱρέσεων, εἶναι
τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν. Οἱ
ὁμάδες αὐτές, προφανῶς
γιά νά δημιουργήσουν ἐντυπώσεις καί ὄχι γιά πραγματικούς
λόγους, ἰσχυρίζονται ὅτι μέσῳ
αὐτοῦ ἀσκεῖται προσηλυτισμός στά μέλη τους ὑπέρ
τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἐπειδή
τό μάθημα εἶναι, δῆθεν, ὁμολογιακό
καί διδάσκεται μέ πρωτοβουλία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ
πραγματικότητα, βέβαια, εἶναι ἐντελῶς διαφορετική. Τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν
δέν ἔχει σέ καμιά περίπτωση ὁμολογιακό χαρακτῆρα
καί δέν διδάσκεται, φυσικά, ἀπό τήν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία. Διδάσκεται ἀπό τήν Ἑλληνική
Πολιτεία, ἡ ὁποία διαχειρίζεται γενικά τό σύστημα τῆς
παιδείας στή χώρα μας. Ὅταν ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νά ἐκφράσει
τή γνώμη της γιά κάποιο ζήτημα, ἡ γνώμη αὐτή
ἔχει μόνο συμβουλευτικό χαρακτῆρα.
Ἐκείνη πού τελικά ἀποφασίζει, εἶναι
ἡ Πολιτεία, ἡ ὁποία
πολλές φορές δέν διαπνεέεται ἀπό εὐνοϊκές
διαθέσεις ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας
καί βλέπει μέ περισσότερη συμπάθεια τίς «θρησκευτικές μειονότητες». Οἱ
καθηγητές τῶν Θρησκευτικῶν δέν εἶναι
ἀπαραίτητα Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί
καί κανείς δέν τούς ρωτᾶ γιά τίς θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, ὅταν
ἀναλαμβάνουν τά καθήκοντά τους. Αὐτό
σημαίνει ὅτι μπορεῖ νά εἶναι
καί μουσουλμάνοι καί μέλη διαφόρων αἱρέσεων ἤ
θρησκειῶν ἤ καί ἄθεοι ἀκόμη.
Ἀπόδειξη τῶν παραπάνω εἶναι
τό κωμικοτραγικό φαινόμενο τῆς ὕπαρξης
ἄθεων «θεολόγων»! στά σχολεῖα, οἱ
ὁποῖοι ἐκφράζουν ἐλεύθερα μέσα στίς τάξεις
τίς ἀθεϊστικές τους πεποιθήσεις καί τή ριζική διαφωνία τους μέ
τό περιεχόμενο τοῦ μαθήματος πού διδάσκουν, ὅπως πολλές φορές καταγγέλλουν
οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές. Ἡ
ὕλη τοῦ μαθήματος δέν περιορίζεται
ἀποκλειστικά στην Ὀρθόδοξη πίστη. Παρέχει
πληροφόρηση (ἀνάλογη, βέβαια, με τόν πληθυσμό τῶν
θρησκευτικῶν ὁμάδων, πού ὑπάρχουν στή χώρα μας)
γιά ὅλες τίς μεγάλες θρησκεῖες, ἀλλά
καί γιά τίς σπουδαιότερες αἱρετικές παραφυάδες
τους.
Παρά ταῦτα
ἡ συστηματική προπαγάνδα, πού ἀσκεῖται
ἀπό τίς σύγχρονες αἱρέσεις σέ διάφορα ἐπίπεδα,
ἔχει πείσει τήν Πολιτεία νά ἀποδεχθεῖ
στήν πράξη τήν ἄποψη τῶν ὁμάδων
αὐτῶν, ὅτι μέσω τῶν Θρησκευτικῶν
ἡ Πολιτεία δέν παρέχει ἀντικειμενική
πληροφόρηση γιά τίς θρησκεῖες, ἀλλά
ἀσκεῖ εἰς βάρος τους προσηλυτισμό! Ἔτσι, μέ μιά ἁπλή
δήλωση τῶν θρησκευτικῶν του πεποιθήσεων, ἕνας
μαθητής ἄλλου δόγματος ἤ θρησκείας μπορεῖ
νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό
τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν. Ἡ
πρόσφατη ἀπόπειρα τοῦ Ὑπουργείου
Παιδείας νά μεταβάλλει οὐσιαστικά τό μάθημα σέ προαιρετικό, ἦταν
ἕνα βῆμα προσέγγισης στίς ἀντιλήψεις τῶν
αἱρέσεων, τίς ὁποῖες
καί χαροποίησε ἰδιαίτερα. Ὁ λόγος εἶναι
προφανής: Τό περιεχομένου τοῦ μαθήματος ἀναφέρεται
περισσότερο, ὅπως εἶναι φυσικό, στήν Ὀρθόδοξη
πίστη, δεδομένου, ὅτι αὐτή ἐνδιαφέρει τή συντριπτική πλειοψηφία τῶν
Ἑλλήνων καί ἐκπροσωπεῖ
μιά παράδοση εἴκοσι αἰώνων Χριστιανισμοῦ
στόν τόπο μας (τήν ὁποία, ὡς ἱστορία
τοῦ παρελθόντος μας τουλάχιστον, ὀφείλουμε
ὅλοι νά γνωρίζουμε, Ὀρθόδοξοι καί μή). Εἶναι
προφανές ὅτι στόχος τῶν αἱρέσεων
εἶναι ἡ ἄγνοια ἐκ μέρους τῶν
Ὀρθοδόξων τῶν βασικῶν
στοιχείων τῆς πίστης τους καί ἡ σταδιακή ἐξάλειψη
κάθε στοιχείου τῆς Παραδόσεώς μας ἀπό τή σύγχρονη
κοινωνία, ἐνῶ παράλληλα προσπαθοῦν νά ἀποφύγουν
καί τή σύγκριση τῶν δικῶν τους «παραδόσεων» μέ
τή μακραίωνη Παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ
προπαγάνδα τῶν αἱρέσεων ἀσκεῖται
στή χώρα μας μέ τήν ὑποστήριξη τῆς λεγόμενης
«προοδευτικῆς διανόησης», ἑνός περιορισμένου κύκλου
ἀνθρώπων μέ ἔντονα ἐχθρικές
διαθέσεις γιά τήν Ἐκκλησία. Συνήθως γίνεται μέ τή χρήση ἀνέντιμων
μέσων, ὅπως ἡ ψευδολογία, ἡ ἀπάτη,
ἡ συκοφαντία, ἡ λασπολογία κ.ἄ.
(Μιά γενική εἰκόνα τῶν μεθοδεύσεων τῶν
αἱρέσεων στήν Ἑλλάδα, τῶν
διασυνδέσεων καί τῆς ἐν γένει διαπλοκῆς τους παρέχει τό ἀποκαλυπτικό
βιβλίο τοῦ π. Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου, Ναζισμός μέ ἄλλο πρόσωπο. Μεθοδεύσεις
ὁλοκληρωτικῶν αἱρέσεων
καί παραθρησκευτικῶν ὁμάδων,
Ἀθῆναι 1996). Ἔτσι, βλέπουμε νά ἐπαναλαμβάνονται
συνεχῶς οἱ ἰσχυρισμοί ὅτι ἡ
Ἑλλάδα εἶναι τό μόνο κράτος πού
διατηρεῖ τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν
στό ἐκπαιδευτικό σύστημα, ὅτι ἡ
κατάργηση τοῦ μαθήματος εἶναι ἀπαίτηση
τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης
κ.λ.π. Πόσο ἀληθεύουν, ὅμως, οἱ
παραπάνω ἰσχυρισμοί;
Τό
μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στίς εὐρωπαϊκές χῶρες
Πλήρη εἰκόνα
τῆς κατάστασης, πού ἐπικρατεῖ
στήν Εὐρώπη σχετικά μέ τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν,
μᾶς παρέχει ἡ εἰδική
μελέτη τοῦ κ. Γ. Κρίππα, Δρ. Συνταγματικοῦ
Δικαίου, μέ τίτλο Ἡ συνταγματική κατοχύρωσις τοῦ μαθήματος τῶν
Θρησκευτικῶν παρ’ ἡμῖν
καί ἐν τῇ ἀλλοδαπῇ, Ἀθῆναι
2001. Ἡ εἰκόνα αὐτή εἶναι
ἐντελῶς ἀντίθετη μέ ὅ,τι παρουσιάζουν οἱ
αἱρέσεις καί οἱ «προοδευτικοί» στήν Ἑλλάδα.
Τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν διδάσκεται μέ
διάφορες μορφές σέ ὅλα τά ἀνεπτυγμένα κράτη. Στά
κράτη αὐτά ἐδῶ καί 100 χρόνια δέν ἔχει ἐκδοθεῖ
νόμος, πού νά καταργεῖ τό μάθημα. Μόνο στίς χῶρες τῆς
ἀνατολικῆς Εὐρώπης
εἶχε καταργηθεῖ ἀπό
τά ἀθεϊστικά καθεστῶτα, τώρα, ὅμως,
καί ἐκεῖ ἐπανέρχεται σταδιακά.
Σύμφωνα μέ τήν
παραπάνω μελέτη, στή Γερμανία, κατά τό ἰσχῦον
Σύνταγμα (ἄρ. 7, παρ. 3) τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν
στά δημόσια σχολεῖα «εἶναι τακτικό μάθημα, προστατευμένο ἀπό
τήν κρατική ἐποπτεία, καί γίνεται σύμφωνα μέ τίς ἀρχές
τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων». Ἡ
νομολογία δέχεται ὅτι οἱ βαθμοί πρέπει νά ἀναγράφονται στό ἀπολυτήριο
ἤ τό ἐνδεικτικό, ὅπως τῶν
ἄλλων μαθημάτων, ἐνῶ
ἡ ὕλη τοῦ μαθήματος καθορίζεται
σέ συμφωνία μέ τήν κάθε «ἐκκλησία» (Προτεσταντική, Ρωμαιοκαθολική, Ὀρθόδοξη).
Στήν Ἀγγλία τό μάθημα εἶναι ὑποχρεωτικό,
σύμφωνα μέ τόν ἐκπαιδευτικό νόμο τοῦ 1944 καί μέ τόν νόμο
περί σχολικῆς προσευχῆς τοῦ
1988. Στήν Αὐστρία τό ἄρ. 14 πάρ. 10 τοῦ
Συντάγματος προβλέπει ὅτι τό μάθημα εἶναι ὑποχρεωτικό
στά δημόσια καί ἰδιωτικά σχολεῖα καί δέν προβλέπεται ἀπαλλαγή
γιά κανέναν, ἐφόσον ἀνήκει σέ ὁρισμένη
«ἐκκλησία». Στίς αἴθουσες τῶν
σχολείων προβλέπεται ἡ ἀνάρτηση τοῦ Σταυροῦ,
χωρίς αὐτό νά θεωρεῖται παραβίαση τῆς
θρησκευτικῆς ἐλευθερίας τρίτων. Στό Βέλγιο τό μάθημα εἶναι
«κατηχητικό», δηλαδή διδάσκεται στά σχολεῖα ἀπό
τήν «Καθολική Ἐκκλησία» καί εἶναι ὑποχρεωτικό.
Στήν Ἰταλία τό Σύνταγμα (ἄρ. 8) προβλέπει νά
διδάσκεται τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν δύο ὧρες
τήν ἑβδομάδα στά δημοτικά σχολεῖα καί στά γυμνάσια καί
μιά ὥρα στά λύκεια. Ἡ ὕλη
τῶν μαθημάτων καθορίζεται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ τοῦ
Ὑπουργείου Παιδείας καί τῆς «Καθολικῆς
Ἐκκλησίας». Στήν Ἰσπανία τό μάθημα
διδάσκεται στά σχολεῖα καί κατοχυρώνεται εὐθέως ἀπό
τό Σύνταγμα (ἄρ. 16). Στήν Πορτογαλία ἰσχύει Κονκορδᾶτο,
πού ἔχει ὑπογράψει ἡ χώρα μέ τό Βατικανό
(7/5/1940), καί Νομ. Διάταγμα (407/89), τό ὁποῖο
εἰσάγει τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν
στά σχολεῖα. Κατά τό Κανκορδᾶτο (ἄρ.
ΧΧΙ), ἡ διδασκαλία στά δημόσια σχολεῖα
πρέπει νά καθοδηγεῖται ἀπό τίς ἀρχές τοῦ
Καθολικισμοῦ. Στήν Ἰρλανδία τό μάθημα εἶναι
«κατηχητικό», δηλαδή γίνεται μέ τήν ἐποπτεία τῆς
«Καθολικῆς Ἐκκλησίας», διδάσκεται ἀπό κληρικούς καί εἶναι
ὑποχρεωτικό γιά ὅλους τους μαθητές. Ἐπίσης
κάθε συνεδρίαση τῆς Βουλῆς ἀρχίζει
μέ προσευχή, καί τό ἀκαδημαϊκό καί δικαστικό ἔτος κάθε χρόνο ἀρχίζει
μέ τέλεση Θ. Λειτουργίας. Στό Λουξεμβούργο τό μάθημα, βάσει τοῦ
Συντάγματος (ἄρ. 126), εἶναι ὑποχρεωτικό
στά δημόσια σχολεῖα, διδάσκεται καί ἀπό κληρικούς καί τήν ὕλη
τήν καθορίζει ἡ «ἐκκλησία». Στή Δανία, κατά τό ἄρ.
4 τοῦ Συντάγματος, «ἡ Εὐαγγελική
Λουθηρανή Ἐκκλησία εἶναι ἡ
Δανική Ἐθνική Ἐκκλησία και, ὡς
τέτοια, ὑποστηρίζεται ἀπό τό Κράτος». Σέ ὅλα
τά σχολεῖα διδάσκεται τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν
ὡς ὑποχρεωτικό (Νόμ. 8/6/1966). Στή Σουηδία τό μάθημα
διδάσκεται ὡς εὑρύτερη γνώση τῶν θρησκειῶν,
ὅμως, καί ἐδῶ
τήν ὕλη του καθορίζει ἡ «ἐκκλησία»
καί ὄχι τό κράτος.
Στά παραπάνω
παραδείγματα ἄς προσθέσουμε καί τήν εἰδική περίπτωση τῆς
«ἄθεης» Γαλλίας. Κατά τό Σύνταγμα τῆς
χώρας (ἀρ. 2), ἡ Γαλλία εἶναι
κράτος «λαϊκό». Ἀπό τό 1880 ἀπαγορευόταν στά
δημόσια σχολεῖα κάθε ἀναφορά σέ ὁποιαδήποτε
θρησκεία. Πρό λίγων ἐτῶν ἡ σοσιαλιστική κυβέρνηση Ζοσπέν ἀποφάσισε
νά ἐπαναφέρει, ἔπειτα ἀπό
πολλά χρόνια, τά Θρησκευτικά στά δημόσια σχολεῖα, ἔστω
καί μέ τή μορφή τοῦ θρησκειολογικοῦ μαθήματος. Τήν ἴδια
περίπου ἐποχή (2002) ὁ τότε Ὑπουργός
Παιδείας Λίκ Φερί δήλωνε ὅτι ἦταν λάθος ἡ ἀποκοπή
τῶν παιδιῶν ἀπό
τή θρησκευτική τους ἱστορία, γιατί, «εἴτε εἶναι
κανείς θρῆσκος εἴτε ἄθρησκος,
... δέν μπορεῖ νά ἀντιληφθεῖ τήν πνευματική,
καλλιτεχνική καί πολιτική ζωή καί παράδοση, ἄν δέν μάθει ὅτι
αὐτή εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς χριστιανικῆς
κυριαρχίας 15 αἰώνων» (βλ. Γ. Παπαθανασόπουλου, Τό μάθημα τῶν
Θρησκευτικῶν στίς χῶρες τῆς
Εὐρώπης, ἐν «Ὀρθοδοξία
καί Ἑλληνισμός», ἔνθετο ἐφημ.
«Ἐλεύθερος Τῦπος», 24/11/2002).
Στίς χῶρες
τῆς ἀνατολικῆς Εὐρώπης
τό μάθημα ἐπανέρχεται, ὅπως προαναφέραμε, μετά
τήν κατάργησή του ἀπό ὁλοκληρωτικά καθεστῶτα. Στή Ρωσία ἔχουν
ἐπανέλθει τά Θρησκευτικά στίς περισσότερες περιοχές, ἀλλά
δέν ἔχουν ἀκόμη κατοχυρωθεῖ
νομοθετικά, δεδομένου ὅτι δέν ὑπάρχουν καί καθηγητές
γιά νά διδάξουν τόν πολύ μεγάλο ἀριθμό μαθητῶν.
Στή Βουλγαρία ἐπανῆλθαν, τό ἴδιο στή Σερβία, στή Ρουμανία,
στήν Πολωνία καί τήν Οὐγγαρία.
Ἀπό
τά παραπάνω καταδεικνύεται ὅτι οἱ
ἰσχυρισμοί τῶν σύγχρονων αἱρέσεων
ὅτι στήν Εὐρώπη καταργεῖται
τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν εἶναι
μόνο προπαγάνδα καί ἀπόπειρα παραπλάνησης. Ἡ σύγχρονη Εὐρώπη
τουλάχιστον ἀναγνωρίζει τήν ἀξία τοῦ
μαθήματος. Ἡ χώρα μας, καθώς φαίνεται, δέν τήν ἀνα
γνωρίζει, κάνοντας βήματα πρός τήν κατάργησή του, καί στό θέμα αὐτό,
βέβαια, ἀπομακρύνεται ἀπό τήν εὐρωπαϊκή
πρακτική.
Οἱ κατεύθνσεις τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης
Κάποιοι ὑποστηρίζουν
ὅτι ἡ σταδιακή κατάργηση τοῦ μαθήματος εἶναι
ἀπαίτηση τῆς Εὐρωπαϊκῆς
Ἕνωσης. Ὅμως, οἱ
«ἀπαιτήσεις» τῆς Ε.Ε. ἐκφράζονται
πάντοτε μέ ἐπίσημα κείμενα, μέ Ἀποφάσεις κοινοτικῶν
ὀργάνων, γραπτές Ὁδηγίες κ.λ.π. Τέτοιο
κείμενο δέν ἔχουν νά ἐπιδείξουν ὅσοι
ἐκφράζουν τούς παραπάνω ἰσχυρισμούς, διότι ἁπλούστατα
τέτοιο κείμενο δέν ὑπάρχει. Ἄλλωστε, εἶναι
ἀδύνατο νά ὑπάρχει, ἀφοῦ
εἶναι ἀδιανόητο τά εὐρωπαϊκά κράτη ἄλλα
νά ἀποφασίζουν τό καθένα ξεχωριστά καί ἄλλα
νά ἀποφασίζουν ὡς ἕνωση
ἤ συνασπισμός κρατῶν.
Τό πρόβλημα τῶν
αἱρέσεων ἔχει ἀπασχολήσει
τήν Ε.Ε. ἀπό πολλῶν ἐτῶν,
μέ ἀποτέλεσμα νά προέλθει μιά σειρά ἐπίσημων
κειμένων, πού ἀναφέρονται στό φαινόμενο. Ἀφορμή δόθηκε ἀπό
παράνομες ἤ ἐγκληματικές δραστηριότητες κάποιων σύγχρονων αἱρέσεων,
πού προκάλεσαν διεθνεῖς ἀντιδράσεις, ὅπως ὁμαδικές
αὐτοκτονίες, τρομοκρατικές ἐνέργειες, «κακομεταχείριση,
σεξουαλική βία, ἐγκλεισμοί, σωματεμπόριο, ἐνθάρρυνση ἐπιθετικῆς
συμπεριφορᾶς ... προπαγάνδα ρατσιστικῶν ἰδεολογιῶν,
φορολογικές ἀπάτες, μεταφορές κεφαλαίων, ἐμπόριο
ὅπλων, διακίνηση ναρκωτικῶν ... παράνομη ἄσκηση
τῆς ἰατρικῆς» κ.α. (βλ. Ψήφισμα
τοῦ Εὐρ. Κοινοβουλίου γιά τίς σέκτες τῆς
29/2/1996).
Ἡ
Ε.Ε. διαπιστώνει ὅτι οἱ αἱρέσεις «ἀποτελοῦν
φαινόμενο σέ πλήρη ἄνθιση, ὑπό πολυποίκιλες
μορφές, σ' ὁλόκληρο τόν κόσμο» (αὐτόθι), πού χρήζει ἄμεσης
ἀντιμετώπισης. Πολύ σωστά ἐπισημαίνει ὅτι
ἡ ἀντιμετώπιση αὐτή δέν πρέπει νά θίγει
τή θρησκευτική ἐλευθερία, πού ἀποτελεῖ
θεμελιῶδες δικαίωμα τοῦ ἀνθρώπου,
ἀπόλυτα σεβαστό στή χώρα μας, τόσο ἀπό
τήν Πολιτεία ὅσο καί ἀπό τήν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία
μας, ἀκουλουθώντας τούς λόγους τοῦ Κυρίου «ὅστις
θέλει ὀπίσω μου ἀκουλουθεῖν»
(Μαρκ. 8,34) καί «ἰδού ἔστηκα ἐπί τήν θύραν καί
κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ
τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ
τήν θύραν, εἰσελεύσομαι» (Ἀποκ. 3,20), σέβεται ἀπόλυτα
τό δικαίωμα κάθε ἀνθρώπου νά πιστεύει ὅ,τι θέλει καί νά ἐπιλέγει
ὅποια θρησκεία θέλει, τό δέ Σύνταγμά μας ὁρίζει
ὅτι «ἡ ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς
συνείδησης εἶναι ἀπαραβίαστη» (ἀρ. 13, παρ. 1). Ἡ
Ε.Ε., ὅμως, ὑπό τό βάρος τῶν
καταστάσεων, ἐξαναγκάζεται νά κάνει λόγο ἀκόμη καί γιά
περιορισμούς τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας,
ὅπου ἀπαιτεῖται: «Ἡ
Ἐπιτροπή ὑπενθυμίζει ὅτι
βάσει τῆς Συνθήκης (τῆς Εὐρωπαϊκῆς
Συμβάσεως τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου),
ἡ ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως καί τῆς
θρησκείας καί ἕνας ἀριθμός ἄλλων ἐλευθεριῶν
πού ἐξασφαλίζονται ἀπό τήν Συνθήκη ΕΙΝΑΙ
δυνατόν νά περιορισθοῦν καί ὅτι οἱ
ἁρμόδιες ἐθνικές Ἀρχές
ἔχουν διακριτική εὐχέρεια ἐπί
τοῦ θέματος» (Συμπληρωματική Ἀπάντηση Κοινοβουλευτικῆς
Συνέλευσης Συμβουλίου Εὐρώπης στή Σύσταση 1178/1992).
Οἱ
αἱρέσεις, λοιπόν, δημιουργοῦν προβλήματα στήν
παγκόσμια κοινωνία, προβλήματα πολλά καί μεγάλα. Γιά νά ἀντιμετωπισθοῦν,
ἀπαιτεῖται εὐρύτατη
πληροφόρηση, καί τό προσφορότερο μέσο γι’ αὐτήν εἶναι
τό σχολεῖο καί τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν.
Ἔτσι σέ ἐπίσημα κείμενα τῆς
Ε.Ε. ἀναφέρεται: «Ἐκπαιδευτικά,
νομοθετικά καί ἄλλα μέτρα θά πρέπει νά ληφθοῦν γιά τήν ἀντιμετώπιση
τῶν προβλημάτων πού τίθενται ἀπό ὁρισμένες
δραστηριότητες αἱρετικῶν ὁμάδων
ἤ νέων θρησκευτικῶν κινήσεων» (Σύσταση
1178/1992 Κοιν. Συνέλευσης Συμβουλίου Εὐρώπης). «Τό πρόγραμμα
τοῦ συστήματος παροχῆς γενικῆς
παιδείας πρέπει νά περιλαμβάνει συγκεκριμένη καί ἀντικειμενική
πληροφόρηση ἐπί τῶν μεγάλων θρησκειῶν καί ἐπί
τῶν σπουδαιοτέρων ἀποκλίσεων ἀπό
αὐτές, ἐπί τῶν
ἀρχῶν πού προϋποθέτει ἡ μελέτη τῆς
συγκρίσεως τῶν θρησκειῶν» (αὐτόθι).
«Ἡ Συνέλευση ἐπανέρχεται
ἐπί τῆς ἀναγκαιότητος μιᾶς
ἐξειδικευμένης δράσεως
πληροφορήσεως ἐπί
τῆς ἱστορίας καί τῆς
φιλοσοφίας τῶν μεγάλων ρευμάτων
τῆς σκέψεως καί τῶν
θρησκειῶν, ἡ ὁποία θά ἀπέβλεπε κυρίως πρός
τούς νέους στό πλαίσιο
τῶν σχολικῶν προγραμμάτων»
(Σύσταση 1412/1999 Κοιν. Συνέλευσης Συμβουλίου Εὐρώπης). Τά κράτη μέλη προτρέπονται
«νά προβλέψουν στά προγράμματα
γενικῆς ἐκπαιδεύσεως πληροφόρηση
ἐπί τῆς ἱστορίας καί τῆς
φιλοσοφίας τῶν μεγάλων ρευμάτων
τῆς σκέψεως καί τῶν
θρησκειῶν» καί «νά ἐφαρμόζουν
χωρίς καμία παράλειψη
τή νομοθεσία περί
ὑποχρεωτικῆς ἐκπαιδεύσεως
καί, ἐν περιπτώσει μή
τηρήσεως τῆς ὑποχρεώσεως
αὐτῆς νά προκαλοῦν τήν
παρέμβαση τῶν ἁρμοδίων
ὑπηρεσιῶν» (αὐτόθι).
Τά παραπάνω προϋποθέτουν, βέβαια, τήν ἐνίσχυση καί ὄχι
τήν κατάργηση τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν
καί πρός τήν κατεύθυνση αὐτή προτρέπει ἡ Ε.Ε.
Πρός τήν
ὀρθή ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος
Ζοῦμε
σέ μιά ἐποχή μέ πολλαπλά προβλήματα, μιά ἐποχή
πού χαρακτηρίζει ἡ κατάρρευση τῶν ἀξιῶν,
ἡ κρίση ταυτότητος, ὁ πνευματικός ἀποροσανατολισμός,
ἡ ἐπέλαση τῆς ἰσοπεδωτικῆς
παγκοσμιοποίησης. Πρός ὑπέρβασιν αὐτῆς
τῆς κρίσης ἀρχίζει νά συνειδοποιεῖται
ἀπό πολλές πλευρές ἡ ἀξία
τῶν θρησκευτικῶν ἀξιῶν
γιά τήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου
καί τήν καλή λειτουργία τῆς κοινωνίας. Στή χώρα μας οἱ ἀξίες
αὐτές ἐκπροσωποῦνται ἀπό
τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί ζωή, στοιχεῖα
διαχρονικά καί ἀναλλοίωτα, μέ τά ὁποῖα
ἐπιβιώσαμε γιά εἴκοσι αἰῶνες
καί μάλιστα κάτω ἀπό ἐξαιρετικά δυσμενεῖς συνθῆκες.
Εἶναι ἀνάγκη οἱ ἀξίες
αὐτες νά κληροδοτηθοῦν στίς ἑπόμενες
γενεές καί γι’ αὐτό ἡ ἐνίσχυση τοῦ μαθήματος τῶν
Θρησκευτικῶν πρός τήν Ὀρθόδοξη κατεύθυνση εἶναι
περισσότερο ἀπό ἄλλοτε ἀπαραίτητη.
Παράλληλα ζοῦμε
σέ μιά πολυπολιτισμική κοινωνία, ὅπου καθημερινά
συναναστρεφόμεθα ἀνθρώπους διαφορετικῶν πολιτιστικῶν
καταβολῶν καί θρησκευτικῶν ἀντιλήψεων
(οἰκονομικούς μετανάστες κ.λ.π.), τούς ὁποίους
ὀφείλουμε νά κατανοήσουμε κι αὐτοί
νά κατανοήσουν ἐμᾶς, ὥστε νά ἐνταχθοῦν
σωστά στήν ἑλληνική κοινωνία. Αὐτό δέν θά γίνει μέ τήν
περιφρόνηση τῶν βαθύτατα ριζωμένων στήν ἀνθρώπινη συνείδηση
θρησκευτικῶν στοιχείων τοῦ πολιτισμοῦ
τους. Περισσότερο ἀπαραίτητο εἶναι γι’ αὐτούς,
παράλληλα μέ τίς δικές τους θρησκευτικές ἀντιλήψεις, νά
γνωρίζουν καί τίς θρησκευτικές ἀντιλήψεις τῆς
πλειοψηφίας τῶν κατοίκων τῆς χώρας στήν ὁποία
ζοῦν καί ἐργάζονται. Διαφορετικά
οὔτε προσέγγιση θά ὑπάρξει οὔτε
ἀλληλοκατανόηση καί οἱ παραπάνω συνάνθρωποί
μας θά ἐξαναγκασθοῦν νά ὀργανωθοῦν
σέ κάστες (κλειστές ὁμάδες), μέ εὐνόητες συνέπειες. Γι’
αὐτό θεωροῦμε ὅτι
εἶναι ἐσφαλμένη ἡ ἀπαλλαγή
τῶν ἑτεροδόξων ἀπό τό μάθημα τῶν
Θρησκευτικῶν.
Βέβαια τό μάθημα, ὅπως
γίνεται σήμερα, παρουσιάζει πολλά προβλήματα. Ἴσως εἶναι
ἀναγκαία μιά ριζική ἀναμόρφωσή του, στή
διδασκόμενη ὕλη, στή μεθοδολογία διδασκαλίας, στήν ἐπιλογή
καί ἀξιολόγηση τῶν διδασκόντων κλ.π. Ἡ
Πολιτεία θά πρέπει νά τά ἐπιλύσει, ἄν θέλει νά ἔχει
ὑψηλοῦ ἐπιπέδου μάθημα καί ἄν ἀναμένει
ἀπ’ αὐτό θετικά ἀποτελέσματα. Γιά νά τό
ἐπιτύχει ἀπαιτεῖται
ἡ οὐσιαστική συμβολή τῆς Ἐκκλησίας
καί ἡ εἰλικρινής συνεργασία μ’ αὐτήν (καθώς καί μέ τίς ἄλλες
θρησκευτικές κοινότητες, ὅπου συντρέχουν εἰδικές συνθῆκες),
ὅπως ἄλλωστε διδάσκει ἡ
εὐρωπαϊκή πρακτική καί ὅπως συμβαίνει στά ἀνεπτυγμένα
κράτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου