ΤΕΥΧΟΣ 58 ΤΡΙΠΟΛΙΣ
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2008
Η ΚΑΙΝΗ
ΔΙΑΘΗΚΗ
ΚΑΙ ΟΙ
ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ «ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ»
Μιά
σύγχρονη αἵρεση στά βήματα τῶν ἀρχαίων αἱρετικῶν
Εἶναι
γνωστό, ὅτι ἀπό τούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες,
οἱ ἀρχαῖοι αἱρετικοί διακρίνονταν γιά τήν ὑπερβολική
«προσήλωσή» τους στό κείμενο τῆς Ἁγίας
Γραφῆς. Ἔφθαναν, μάλιστα, σέ σημεῖο νά κατηγοροῦν
τούς ἐκπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας
(μεγάλους Πατέρες καί Ἁγίους), γιά χρήση ὅρων «καινῶν»
(νέων) καί «ἀγράφων» (μή περιεχομένων στήν Ἁγ.
Γραφή). Συνήθως δύσκολα γινόταν ἀντιληπτό ὅτι
αὐτή ἡ «προσήλωση» στή Γραφή ἦταν, τελικά, ἕνα
ψεῦδος, μιά ἀπάτη: ἄλλοτε
συνειδήτη (κατ’ ἐξοχήν περίπτωση ἀπάτης) καί ἄλλοτε
ἀσυνείδητη (περίπτωση πλάνης. Οἱ
αἱρετικοί αὐτοί, ἀφοῦ
πρῶτα ἐπλανήθησαν οἱ ἴδιοι
καί ἔσφαλαν, στή συνέχεια πλανοῦσαν καί ἄλλους,
τούς ὁπαδούς τους, ὅσους τούς ἀκολουθοῦσαν).
Τό ἔργο τῶν μεγάλων Πατέρων ἦταν
ἀκριβῶς νά ἀποδείξουν, μέ ἕνα
πλῆθος χωρίων ἀπό τήν Ἁγ.
Γραφή, ὅτι οἱ ἀντιλήψεις τῶν αἱρετικῶν
ἐκείνων δέν εἶχαν καμμία σχέση οὔτε
μέ τό γράμμα οὔτε μέ τό νόημα τῆς Ἁγ.
Γραφῆς. Κάπως ἔτσι ἀντιμετωπίστηκαν
οἱ ἀρχαῖες αἱρέσεις. Οἱ ἅγιοι
Πατέρες ἔδειξαν σαφῶς ὅτι
οἱ αἱρετικοί εἶχαν μόνο ἐπιφανειακή
σχέση μέ τήν Ἁγ. Γραφή ἤ μᾶλλον
τήν χρησιμοποιοῦσαν ὡς ὄργανο προβολῆς δικῶν
τους ἀντιλήψεων. Ὁ δῆθεν
σεβασμός δέν ἦταν τίποτε ἄλλο ἀπό
μιά ἄκρως ἀσεβῆ
χρήση ἤ κακοποίηση τῆς Ἁγ.
Γραφῆς.
Κάτι ἀνάλογο
συμβαίνει καί μέ κάποιες χριστιανικές αἱρέσεις τῆς
ἐποχῆς μας, πού κινοῦνται στά βήματα τῶν
ἀρχαίων αἱρετικῶν:
ἐνῶ διακηρύσσουν ἀπόλυτη προσήλωση στήν Ἁγ.
Γραφή, δέν διστάζουν νά κακοποιήσουν ἀκόμη καί τό κείμενό
της, μέ προσθῆκες, ἀφαιρέσεις καί ἀλλοιώσεις.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα εἶναι ἡ
γνωστή αἵρεση τῶν Μαρτύρων τοῦ
Ἰεχωβᾶ. Ἡ αἵρεση, ἀκολουθώντας τόν ἀρχαῖο
Ἀρειανισμό, τή μεγαλύτερη χριστιανική πλάνη, ὑποτιμᾶ
τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ (δέν δέχεται ὅτι
εἶναι Θεός, ὅπως ὁ
Πατήρ). Ἐπίσης ἀρνεῖται
τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, διδάσκει ὅτι
ὁ Κύριος «σταυρώθηκε» πάνω σ’ ἕναν
πάσαλλο!, ἀρνεῖται ὅτι ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι
πραγματικό Σῶμα καί Αἷμα τοῦ
Χριστοῦ, ἀπορρίπτει τήν Ἱερωσύνη, τήν Ἐκκλησία,
τά Μυστήρια, τήν αἰωνιότητα τῆς Κόλασης, τήν ἐπιβίωση
τῆς ψυχῆς μετά τόν θάνατο καί,
γενικά, δέχεται ἕνα πλῆθος αἱρετικῶν
ἀντιλήψεων, τίς ὁποῖες
ἐπιχειρεῖ νά προβάλλει μέσα ἀπό
τήν Ἁγ. Γραφή, προσαρμόζοντας τό κείμενό της στίς πλανημένες ἀντιλήψεις
της.
Στήν Ὀρθόδοξη
ἀντίληψη περί τῆς Ἁγ.
Γραφῆς ἔχουμε ἀναφερθεῖ
σέ ἄλλο τεῦχος τοῦ
ἐντύπου μας (ἀρ. 52). Ὑπενθυμίζουμε
μόνο ὅτι, κατά τήν Ὀρθόδοξη πίστη, ἡ
Ἁγ. Γραφή στό σύνολό της εἶναι θεόπνευστη («πᾶσα
Γραφή θεόπνευστος», Β' Τιμ. 3,16). Ὅ,τι ἀναφέρει,
τό ἀποδεχόμεθα πλήρως, ὡς προερχόμενο ἀπό
τόν Θεό. Ἡ Ἁγ. Γραφή εἶναι ἔργο
ἁγίων ἀνθρώπων, ἐμπνευσμένων
ἀπό τό Ἅγ. Πνεῦμα
(«ὑπό Πνεύματος Ἁγίου φερόμενοι ἐλάλησαν
ἅγιοι Θεοῦ ἄνθρωποι»,
Β' Πέτρ. 1,21). Παρά ταῦτα ἡ Ἁγ. Γραφή δέν εἶναι τό μόνο θεόπνευστο
κείμενο. Ὑπάρχουν καί ἄλλα θεόπνευστα
κείμενα, αὐτά πού συνιστοῦν τήν Ἱερά
Παράδοση. Ἡ Ἁγ. Γραφή δέν ἑρμηνεύεται κατά τίς ἐπιθυμίες
τοῦ καθενός, ἀλλά ὅπως
ὑπαγορεύει ἡ Ἱ.
Παράδοση, καί συγκεκριμένα ὅπως τήν ἑρμηνεύουν
οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Θεόπνευστο κείμενο εἶναι τό πρωτόπυπο τῆς Ἁγ.
Γραφῆς καί ὄχι οἱ
μεταφράσεις του. Στίς μεταφράσεις ὑπεισέρχεται ἀναγκαστικά
ὁ προσωπικός παράγοντας τοῦ μεταφραστῆ
καί ἀλλοιώνεται ὁ χαρακτῆρας
τῆς θεοπνευστίας.
Διευκρινίσεις
περί τῶν ἱερῶν κειμένων
Τό κείμενο τῆς
Ἁγ. Γραφῆς ἔχει
φτάσει σέ μᾶς ἀπό ἕνα πλῆθος χειρογράφων, τά ὁποῖα,
ὅπως συμβαίνει καί μέ κάθε ἀρχαῖο
κείμενο, εἶναι μεταγενέστερα τῆς ἀρχικῆς
συγγραφῆς. Μεταξύ τῶν χειρογράφων παρατηροῦνται
μικροδιαφορές. Ἡ προσπάθεια προσέγγισης τοῦ ἀρχικοῦ
κειμένου εἶναι ἀντικείμενο μιᾶς εἰδικῆς
ἐπιστήμης, τῆς «Κριτικῆς
τοῦ κειμένου τῆς Ἁγ.
Γραφῆς», καρπός τῆς ὁποίας
εἶναι οἱ λεγόμενες κριτικές ἐκδόσεις
τῆς Γραφῆς. Πρόκειται γιά ἐκδόσεις
μεγάλου ἐπιστημονικοῦ κύρους, τό ὁποῖο
ὀφείλεται ἀφ’ ἑνός
μέν στό ὅτι περιέχουν τό κείμενο πού ὁ εἰδικός
θεωρεῖ ὡς ἐγκυρότερο, μέ βάση τά σωζόμενα χειρόγραφα, ἀφ’
ἑτέρου δέ στό ὅτι κάτω τοῦ
κειμένου παρατίθενται ὅλες οἱ διαφορετικές μορφές
του, καθώς καί τά χειρόγραφα πού τίς ὑποστηρίζουν. Ἔτσι
τό κριτικό κείμενο μᾶς παρέχει μιά πλήρη εἰκόνα τῆς
χειρόγραφης παράδοσης, δίνοντας τή δυνατότητα σ’ ὅποιον εἰδικό
διαφωνεῖ νά ἐκφράσει τήν ἄποψή του, ἀρκεῖ
αὐτή νά στηρίζεται στά παρατιθέμενα χειρόγραφα. Εἶναι
φανερό ὅτι μέ τόν τρόπο αὐτό προκύπτουν κάποιες
διαφωνίες ὡς πρός τήν ἀρχική μορφή τοῦ
κειμένου, οἱ ὁποῖες, ὅμως, εἶναι τόσο μικρές ἤ
ἀφοροῦν σέ ἐλάχιστες λεπτομέρειες,
ὥστε δέν ὑπάρχει οὐσιαστική
διαφοροποίηση ὡς πρός τό κείμενο.
Σήμερα οἱ
Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ στή χώρα μας χρησιμοποιοῦν μιά ἔκδοση
τοῦ 1997 μέ τίτλο Ἡ Ἁγία
Γραφή. Μετάφραση Νέου Κόσμου, ὁποία, ὅπως
ἀναφέρεται στόν πρόλογο, βασίζεται στό κριτικό κείμενο «πού
ἐκδόθηκε τό 1881 ἀπό τούς Γουέστκοτ καί
Χόρτ» (σ. 5). Ἡ Ἐκκλησία μας χρησιμοποιεῖ ὡς
ἐπίσημο κείμενο μιά παλαιότερη ἔκδοση
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, μέ βάση
ἕναν ἱκανό ἀριθμό χειρογράφων. Ὁ
λόγος πού οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ
βασίζονται σ’ αὐτή τήν κριτική ἔκδοση εἶναι
ὅτι δέν περιλαμβάνει κάποιες ἐπιπλέον λέξεις, πού ὑπάρχουν
στό ἐκκλησιαστικό κείμενο. Ὅμως, στό κριτικό της ὑπόμνημα
ἡ ἔκδοση ἀναφέρει καί τά
χειρόγραφα μέ τή μορφή τοῦ κειμένου, πού χρησιμοποιεῖ ἡ
Ἐκκλησία μας. Γενικά, στήν Κριτική τοῦ
κειμένου ὑπάρχει ἡ τάση νά θεωροῦνται
ἀρχαιότερα τά χειρόγραφα, στά ὁποῖα
λείπουν κάποιες λέξεις. Γιά νά διαλυθεῖ, ὅμως,
κάθε ἀμφιβολία, θά χρησιμοποιήσουμε κι ἐμεῖς
μιά κριτική ἔκδοση τῆς Κ. Διαθήκης καί ὄχι
τό ἐκκλησιαστικό κείμενο, παραπέμποντας στό ἑξῆς
στό κείμενο τῶν Nestle - Aland, μέ τίτλο Novum Testamentum Graece, Stuttgard
1979, ἔκδ. xxvi, πού θεωρεῖται τό ἐγκυρότερο
κριτικό κείμενο τῆς Κ. Διαθήκης. Ἀναγκαστικά θά
περιορισθοῦμε στήν Κ. Διαθήκη, ἀφοῦ
ἡ ἔκταση τοῦ ἐντύπου
μας δέν ἐπιτρέπει εὐρύτερες ἀναφορές.
Ὀφείλουμε
νά παρατηρήσουμε εἰσαγωγικά τά ἑξῆς:
α) Τό ὄνομα «Ἰεχωβᾶ»,
πού συναντᾶμε συνεχῶς στήν ἔκδοση
τῆς αἵρεσης (π.χ. Ματθ. 3,3, Λουκ. 1,46 κ.ἄ.),
δέν ὑπάρχει σέ καμία κριτική ἔκδοση τῆς
Κ. Διαθήκης. Πρόκειται γιά αὐθαίρετη ἀλλοίωση
τοῦ κειμένου. β) Ἡ λέξη «Θεός» σέ ὅλα
γενικά τά κριτικά κείμενα γράφεται μέ μικρό θῆτα («θέος»), εἴτε
ἀναφέρεται στόν Πατέρα, εἴτε ἀναφέρεται
στόν Υἱό ἤ τό Ἅγ. Πνεῦμα. Στήν ἔκδοση
τῆς αἵρεσης, ὅπου ἡ
λέξη Θεός ἀναφέρεται στόν Πατέρα γράφεται μέ κεφαλαῖο
θῆτα. Ὅπου, ὅμως, ἀναφέρεται
στόν Υἱό (στόν Χριστό) γράφεται μέ μικρό (π.χ. Ἰω.
1,1). γ) Τό κείμενο, πού χρησιμοποιοῦν οἱ
Μαρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, δέν εἶναι πρωτότυπο, ἀλλά
μετάφραση. Σάν μετάφραση, στερεῖται θεοπνευστίας.
Μάλιστα εἶναι μετάφραση «ἀπό δεύτερο χέρι», δηλ.
μετάφραση μεταφράσεως. Συγκεκριμένα, τό πρωτότυπο ἑλληνικό
ἔχει μεταφρασθεῖ στήν ἀγγλική
καί ἀπό τήν ἀγγλική ἔχει
γίνει δεύτερη μετάφραση στήν ἑλληνική. Ὅπως
εἶναι γνωστό, καμία μετάφραση δέν ἀποδίδει
μέ συνέπεια τό πρωτότυπο - ἀποδίδει πάντοτε ἕνα
μέρος τοῦ πρωτοτύπου. Ὅταν, μάλιστα,
πρόκειται γιά δεύτερη μετάφραση, ἡ ἀπομάκρυνση
ἀπό τό πρωτότυπο εἶναι πολύ μεγαλύτερη.
Περιπτώσεις
ἀλλοιώσεων τῆς Καινῆς Διαθήκης
Ἄς
δοῦμε, ὅμως, κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα ἀλλοιώσεων
τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀπό
τούς Μαρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ. Περισσότερα ὑπάρχουν στίς ἐργασίες
τῶν Ἱερ. Ἐλευθ. Χατζῆ, Ἡ
Ἁγία Γραφή ἀλλοιωμένη ἀπό
τούς Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, Κόρινθος 1995 καί Νικ. Ματθαίου, Ἡ
Καινή Διαθήκη ἀλλοιωμένη ἀπό τούς Μάρτυρες τοῦ
Ἰεχωβᾶ, ἔκδ. Λυδία. Ὁ ἐντοπισμός
ὅλων τῶν ἀλλοιώσεων
προϋποθέτει συστηματική ἔρευνα, ἡ ὁποία
ἀκόμη δέν ἔχει γίνει.
- ΓΝΗΣΙΟ ΧΩΡΙΟ: «Ἐν
ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος, καί ὁ λόγος
ἦν πρός τόν θεόν, καί θεός ἦν
ὁ λόγος. οὗτος ἦν
ἐν ἀρχῇ πρός τόν θεόν» (Ἰω.
1,1-2). ΑΛΛΟΙΩΜΕΝΟ: «Στήν ἀρχή ἦταν
ὁ Λόγος, καί ὁ Λόγος ἦταν
μαζί μέ τόν Θεό, καί ὁ Λόγος ἦταν θεός. Αὐτός
ἦταν στήν ἀρχή μαζί μέ τόν Θεό».
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ἡ λέξη «Θεός» γράφεται μέ κεφαλαῖο
θῆτα ὅταν ἀναφέρεται στόν Πατέρα καί μέ μικρό ὅταν
ἀναφέρεται στόν Λόγο (στόν Υἱό) τοῦ
Θεοῦ, μέ σκοπό προφανῶς νά ὑποτιμηθεῖ
ὁ Υἱός (ὁ Χριστός) στό ἐπίπεδο ἑνός
θεωμένου ἀνθρώπου (ἑνός Ἁγίου)
ἤ ἑνός θείου ὄντος. Ἡ
αἵρεση δέν δέχεται ὅτι ὁ
Υἱός εἶναι Θεός, ὅπως ὁ
Πατέρας, καί τό χωρίο αὐτό εἶναι ἀπό τά πιό χαρακτηριστικά πού διακηρύσσουν τήν θεότητά Του.
Ἔπρεπε, λοιπόν, ὁπωσδήποτε νά ἀλλοιωθεῖ.
Σέ παλαιότερη ἔκδοση τῆς «Ἁγ.
Γραφῆς» της (1993) ἡ αἵρεση
ἐπιχειρεῖ νά «ἑρμηνεύσει»
τό χωρίο. Στό Παράρτημα (σ. 414) ἀναγράφονται μέσα σέ
πλαίσιο τά ἑξῆς: «Ὁ Ἰησοῦς - Θεϊκοῦ Εἴδους·
Θεῖος. Ἰωάννης 1:1 - "καί ὁ Λόγος ἦταν
θεός (θεϊκοῦ εἴδους· θεῖος)"».
- ΓΝΗΣΙΟ ΧΩΡΙΟ: «Τόν
λόγον ὅν ἀπέστειλεν τοῖς υἱοῖς
Ἰσραήλ εὐαγγελιζόμενος εἰρήνην
διά Ἰησοῦ Χριστοῦ, οὗτός
ἐστιν πάντων κύριος» (Πράξ. 10,36). ΑΛΛΟΙΩΜΕΝΟ: «Ἐκεῖνος
ἔστειλε τό λόγο στούς γιούς τοῦ
Ἰσραήλ γιά νά διακηρύξει σέ αὐτούς τά καλά νέα τῆς
εἰρήνης μέσω τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ: Αὐτός εἶναι Κύριος ὅλων
τῶν ἄλλων». ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Προστίθεται ἡ
φράση «τῶν ἄλλων» γιά νά περιορισθεῖ ἡ
ἐξουσία καί ἡ κυριότητα τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ καί νά ὑποτιμηθεῖ
τό πρόσωπό Του.
- ΓΝΗΣΙΟ ΧΩΡΙΟ:
«Προσδεχόμενοι τήν μακαρίαν ἐλπίδα καί ἐπιφάνειαν
τῆς δόξης τοῦ μεγάλου θεοῦ
καί σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Τίτ. 2,13).
ΑΛΛΟΙΩΜΕΝΟ: «Ἐνόσω περιμένουμε τήν εὐτυχισμένη ἐλπίδα
καί ἔνδοξη φανέρωση τοῦ μεγάλου Θεοῦ
καί τοῦ Σωτῆρα μας τοῦ Χριστοῦ
Ἰησοῦ». ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ἡ αἵρεση
γνωρίζει πολύ καλά τή δυναμική πού ἔχουν μικρές λέξεις
μέσα σ’ ἕνα κείμενο: χωρίς κἄν νά γίνονται ἀντιληπτές,
μπορεῖ νά ἀλλοιώνουν ὁλόκληρο τό νόημα τοῦ
κειμένου. Ἐδῶ προστίθεται τό ἄρθρο «τοῦ»,
πού ἀλλοιώνει πλήρως τό κείμενο. Χωρίς τήν αὐθαίρετη
παρέμβαση καί προσθήκη τό νόημα τοῦ κειμένου εἶναι
ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ
μεγάλος Θεός καί Σωτῆρας μας. Μετά τήν προσθήκη τό νόημα τοῦ
κειμένου εἶναι ὅτι ἄλλος εἶναι ὁ
μεγάλος Θεός καί ἄλλος ὁ Σωτῆρας
μας Ἰησοῦς Χριστός. Παρόμοιες προσθῆκες ἄρθρων
ἤ μικρῶν λέξεων βλ. καί Ἐφ.
5.5, Ἰακ. 2,1 κ.ἄ.
- ΓΝΗΣΙΟ ΧΩΡΙΟ: «Προκηρύξαντος
᾿Ιωάννου πρό προσώπου τῆς
εἰσόδου αὐτοῦ
βάπτισμα μετανοίας παντί τῷ
λαῷ ᾿Ισραήλ» (Πράξ. 13,24). ΑΛΛΟΙΩΜΕΝΟ: «Ἀφοῦ
προηγουμένως ὁ Ἰωάννης, πρίν ἀπό τήν εἴσοδο
Ἐκείνου, κήρυξε δημόσια σέ ὅλο τό λαό τοῦ
Ἰσραήλ βάφτισμα πού συμβόλιζε μετάνοια». ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
Προστίθεται ἡ φράση «πού συμβόλιζε», ἡ ὁποία
ἀλλοιώνει τόν χαρακτῆρα τοῦ
βαπτίσματος τοῦ Ἰωάννου.
- ΓΝΗΣΙΟ ΧΩΡΙΟ: «Λάβετε
φάγετε, τοῦτό
ἐστιν τό σῶμά
μου. καί λαβών τό ποτήριον ... πίετε ἐξ
αὐτοῦ πάντες, τοῦτο γάρ
ἐστιν τό αἷμά
μου τῆς διαθήκης τό περί πολλῶν
ἐκχυννόμενον εἰς
ἄφεσιν ἁμαρτιῶν»
(Ματθ. 26, 26-28). ΑΛΛΟΙΩΜΕΝΟ: «"Πᾶρτε, φᾶτε.
Αὐτό σημαίνει τό σῶμα μου". Ἐπίσης,
πῆρε ἕνα ποτήρι... "Πιεῖτε ἀπό
αὐτό, ὅλοι σας· διότι αὐτό σημαίνει τό αἷμα
μου τῆς διαθήκης, τό ὁποῖο
θά χυθεῖ χάρη πολλῶν γιά συγχώρηση ἁμαρτιῶν».
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Τό «ἐστίν» (=εἶναι) μετατρέπεται αὐθαίρετα
σέ «σημαίνει» (=συμβολίζει). Ἡ Θεία Εὐχαριστία
δέν θεωρεῖται ἀπό τήν αἵρεση πραγματικό Σῶμα
καί Αἷμα τοῦ Χριστοῦ,
ἀλλά ἁπλό σύμβολο. Ἐπίσης τό «ἐκχυννόμενον»
(=τό συνεχῶς χυνόμενο, δηλ. κάθε φορά πού τελεῖται
ἡ Θ. Εὐχαριστία) γίνεται «θά
χυθεῖ» (=θά χυθεῖ μία μόνο φορά).
- ΓΝΗΣΙΟ ΧΩΡΙΟ: «Ἐμοί
δέ μή γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ
μή ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ
κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, δι' οὗ
ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται
κἀγὼ κόσμῳ» (Γαλ. 6,14). ΑΛΛΟΙΩΜΕΝΟ: «Ποτέ νά μή συμβεῖ
νά καυχηθῶ, παρά μόνο γιά τό ξύλο βασανισμοῦ
τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ
Χριστοῦ, μέσῳ τοῦ
ὁποίου ὁ κόσμος ἔχει
κρεμαστεῖ στό ξύλο σέ ὅ,τι ἀφορᾶ
ἐμένα καί ἐγώ σέ ὅ,τι
ἀφορᾶ τόν κόσμο». ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Οἱ Μάρτυρες τοῦ
Ἰεχωβᾶ εἶναι ἐχθροί τοῦ Σταυροῦ
τοῦ Χριστοῦ (Φιλιπ. 3,18). Ἰσχυρίζονται
ὅτι ὁ Κύριος κρεμάστηκε σέ πάσαλο, ἀντίληψη
ὄντως ἐξωφρενική, πού δέν ἔχει
ὑποστηριχθεῖ καμία χριστιανική αἵρεση.
Ἀκόμη καί ἡ λέξη «σταυρός» ἐξοβελίζεται
ἀπό τά ἱερά κείμενα. Ὅλες
τίς ἐκφράσεις πού ἀναφέρονται στόν Σταυρό
(«ἐν τῷ σταυρῷ», «ἐσταύρωται»)
τίς ἀντικαθιστοῦν αὐθαίρετα
μέ ἄλλες, ὅπως «τό ξύλο βασανισμοῦ»,
«ἔχει κρεμαστεῖ στό ξύλο» κ.λ.π. (βλ.
καί τίς παρακάτω περιπτώσεις).
- ΓΝΗΣΙΟ ΧΩΡΙΟ: «Νῦν
δέ καί κλαίων λέγω, τούς ἐχθρούς τοῦ
σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, ὧν
τό τέλος ἀπώλεια» (Φιλ. 3,18-19). ΑΛΛΟΙΩΜΕΝΟ: «Ἀλλά
τώρα καί κλαίγοντας τούς ἀναφέρω, οἱ ὁποῖοι
περπατοῦν ὡς ἐχθροί τοῦ ξύλου τοῦ
βασανισμοῦ τοῦ Χριστοῦ, καί τό τέλος τους εἶναι
καταστροφή».
- ΓΝΗΣΙΟ ΧΩΡΙΟ: «Καί ὃς
οὐ λαμβάνει τόν σταυρόν αὐτοῦ
καί ἀκολουθεῖ ὀπίσω
μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. 10,38).
ΑΛΛΟΙΩΜΕΝΟ: «Καί ὅποιος δέν δέχεται τό ξύλο τοῦ βασανισμοῦ
του καί δέν ἀκολουθεῖ πίσω μου δέν εἶναι
ἄξιός μου».
- ΓΝΗΣΙΟ ΧΩΡΙΟ: «Εἰπέ
ἡμῖν, πότε ταῦτα ἔσται
καί τί τό σημεῖον τῆς σῆς παρουσίας καί συντελείας τοῦ
αἰῶνος»; (Ματθ. 24,3). ΑΛΛΟΙΩΜΕΝΟ: «Πές μας: Πότε θά γίνουν αὐτά,
καί ποιό θά εἶναι τό σημεῖο τῆς
παρουσίας σου καί τῆς τελικῆς περιόδου τοῦ
συστήματος πραγμάτων»; ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Τό τέλος τῆς παρούσης ζωῆς
(«ἡ συντέλεια τοῦ αἰῶνος»)
προσαρμόζεται στίς ἀντιλήψεις τῆς αἵρεσης
γιά τά «συστήματα τῶν πραγμάτων» καί μετατρέπεται σέ «τελική περίοδο τοῦ
συστήματος πραγμάτων».
- ΓΝΗΣΙΟ ΧΩΡΙΟ: «Καί ἀπελεύσονται
οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον,
οἱ δέ δίκαιοι εἰς ζωήν αἰώνιον»
(Ματθ. 25,46). ΑΛΛΟΙΩΜΕΝΟ: «Καί αὐτοί θά ἀπέλθουν
σέ αἰώνια ἐκκοπή, ἀλλά
οἱ δίκαιοι σέ αἰώνια ζωή».
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ἡ αἰώνια Κόλαση μετατρέπεται σέ αἰώνια
«ἐκκοπή». Τί σημαίνει «ἐκκποπή»; Ἴσως
ἀποπομπή ἀπό τήν ὁμάδα,
ἀπο τήν ὀργάνωση τῆς
αἵρεσης. Πάντως, δέν σημαίνει αἰώνια
Κόλαση. Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ
αἵρεση δέν δέχεται τήν αἰωνιότητα τῆς
Κόλασης. Δέχεται τήν σφαγή ὅλων τῶν
«ἁμαρτωλῶν» (ὅσων
δέν εἶναι μέλη της) στόν Ἀρμαγεδῶνα
καί τήν αἰώνια ζωή μόνο τῶν «δικαίων» (τῶν
μελῶν τῆς αἵρεσης).
- ΓΝΗΣΙΟ ΧΩΡΙΟ:
«Κύριον τόν θεόν σου προσκυνήσεις καί αὐτῷ
μόνῳ λατρεύσεις» (Ματθ. 4,10). ΑΛΛΟΙΩΜΕΝΟ: «Τόν Ἰεχωβᾶ
τόν Θεό σου πρέπει νά λατρεύεις καί σέ αὐτόν μόνο πρέπει νά ἀποδίδεις
ἱερή ὑπηρεσία». ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ἡ λέξη «κύριος» ἔχει
ἀντικατασταθεῖ μέ τό ὄνομα
«Ἰεχωβᾶ, ὅπως σέ πλῆθος σημείων τοῦ
κειμένου τῆς αἵρεσης. Ἐπίσης τό
«προσκυνήσεις» ἔχει ἀντικατασταθεῖ μέ τό «νά ἀποδίδεις
ἱερή ὑπηρεσία». Γιά ὅσους δέν γνωρίζουν, «ἱερή
ὑπηρεσία» γιά τούς Μάρτυρες τοῦ
Ἰεχωβᾶ εἶναι τό «ἀπό σπίτι σέ σπίτι ἔργο»,
δηλ. ἡ διανομή ἐντύπων καί φυλλαδίων τῆς
αἵρεσης. Αὐτό θεωρεῖται
προσκύνηση τοῦ Θεοῦ.
Συμπεράσματα
Οἱ
παραπάνω περιπτώσεις εἶναι μόνο ἐνδεικτικές τῶν
ἀλλοιώσεων πού ἐπιφέρει ἡ
αἵρεση τῶν Μαρτύρων τοῦ
Ἰεχωβᾶ στά ἱερά κείμενα. Ἐρευνώντας
μποροῦμε νά βροῦμε πολύ περισσότερες. Ἀπ’
ὅσες ἐπισημάνθηκαν καταδεικνύεται σαφῶς,
ὅτι ἡ αἵρεση δέν σέβεται καθόλου τά κείμενα τῆς
Ἁγ. Γραφῆς, ἀφοῦ
προσθέτει σ’ αὐτά ἤ ἀφαιρεῖ ἤ
μεταβάλλει λέξεις καί φράσεις. Οἱ ἐν
λόγῳ ἀλλοιώσεις δέν εἶναι τυχαῖες.
Εἶναι τέτοιες, ὥστε νά προβάλλονται καταλλήλως
οἱ πλανημένες ἀντιλήψεις τῆς
αἵρεσης. Μέ τήν ἀλλοιωμένη αὐτή
«Ἁγ. Γραφή» ἡ αἵρεση
παραπλανᾶ, καί παραπλανᾶ πρῶτα
τούς ἴδιους τούς ὁπαδούς της (γιατί εἶναι
προφανές ὅτι οἱ ἀλλοιώσεις στά κείμενα δέν ἔχουν γίνει ἀπό
τά ἁπλά μέλη, ἀλλά ἀπό
τήν κεφαλή τῆς αἵρεσης). Κάθε καλοπροαίρετος ὁπαδός της μπορεῖ
εὔκολα νά τό διαπιστώσει ὁ ἴδιος,
ἄν συγκρίνει τό κείμενο, πού τοῦ
παρέχει ἡ ὀργάνωση, μέ ὁποιοδήποτε κριτικό
κείμενο τῆς Ἁγ. Γραφῆς.
Ἡ
διαφύλαξη τῆς αὐθεντικότητας τῶν ἱερῶν
κειμένων εἶναι καθῆκον καί ὑποχρέωση
κάθε Χριστιανοῦ, ἀνεξαρτήτως δόγματος. Εἶναι μάλιστα ἐντολή
τῆς ἴδιας τῆς Ἁγ.
Γραφῆς, ἡ ὁποία ἀπαγορεύει ρητά καί
κατηγορηματικά κάθε προσθήκη ἤ ἀφαίρεση
καί ἀπειλεῖ μέ φοβερές τιμωρίες ὅσους
τό ἐπιχειροῦν. Διαβάζουμε
χαρακτηριστικά στήν Ἀποκάλυψη: «ἐάν τις ἐπιθῇ
(προσθέσει) ἐπ’ αὐτά, ἐπιθήσει ὁ θεός ἐπ᾿
αὐτόν τάς πληγάς τάς γεγραμμένας ἐν
τῷ βιβλίῳ τούτῳ,
καὶ ἐάν τις ἀφέλῃ
(ἀφαιρέσει) ἀπό τῶν
λόγων τοῦ βιβλίου
τῆς προφητείας ταύτης,
ἀφελεῖ ὁ θεός τό μέρος αὐτοῦ
ἀπό τοῦ ξύλου
τῆς ζωῆς καί ἐκ τῆς
πόλεως τῆς ἁγίας
τῶν γεγραμμένων ἐν
τῷ βιβλίῳ τούτῳ»
(22, 18-19). Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πάντοτε ἐπαγρυπνεῖ
γιά τή διαφύλαξη τῶν ἱερῶν κειμένων, ἐλέγχοντας τίς ἐκδόσεις
καί ἐγκρίνοντας τίς σωστές. Μιά ἔκδοση τῆς
Ἁγ. Γραφῆς εἶναι
ἐλεγμένη καί μπορεῖ νά χρησιμοποιεῖται
ἄφοβα ἀπό τούς Ὀρθοδόξους
πιστούς, μόνο ἄν ἔχει στήν ἀρχή της ἐγκριτικό
Γράμμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἤ
παρόμοιο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ἑλλάδος.
Ἡ
Ἁγ. Γραφή δέν εἶναι ἕνα
ὁποιοδήποτε ἀνθρώπινο κείμενο, πού ἐπιδέχεται
«διορθώσεις». Εἶναι τό Εὐαγγέλιο τῆς
σωτηρίας μας, εὐαγγελίζεται τήν διά τοῦ Χριστοῦ
σωτηρία. Κάθε ἀλλοίωσή της, τήν μετατρέπει σέ «ἕτερον
εὐαγγέλιον». Αὐτόν τόν κίνδυνο ἐπισημαίνει
ἤδη ὁ ἀπ. Παῦλος, τονίζοντας: «θαυμάζω
ὅτι οὕτως ταχέως μετατίθεσθε
ἀπό τοῦ καλέσαντος
ὑμᾶς ἐν χάριτι Χριστοῦ εἰς
ἕτερον εὐαγγέλιον,
ὃ οὐκ ἔστιν ἄλλο, εἰ
μή τινές εἰσιν οἱ ταράσσοντες
ὑμᾶς καί θέλοντες μεταστρέψαι
τό εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ.
ἀλλά καί ἐάν ἡμεῖς
ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ
εὐαγγελίζηται ὑμῖν
παρ' ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν,
ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ. 1, 6-8)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου