ΤΕΥΧΟΣ 65 ΤΡΙΠΟΛΙΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2009
ΤΟ ΟΝΟΜΑ
ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
ΚΑΙ ΟΙ
ΠΛΑΝΕΣ ΤΩΝ «ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ»
Οἱ Βιβλικές ἀναφορές καί ἡ διαστροφή τους
Στήν Ἁγία
Γραφή συναντᾶμε ἀρκετές ἀναφορές στό ὄνομα
τοῦ Θεοῦ: «Ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου» (Ματθ. 6,9)
εἶναι ἕνα ἀπό τά αἰτήματα τῆς
γνωστῆς θεοπαράδοτης «Κυριακῆς προσευχῆς»,
ἐνῶ ἀλλοῦ γίνεται λόγος γιά τό «ὄνομα τό ὑπέρ
πᾶν ὄνομα» καί τονίζεται μέ ἔμφαση ὅτι
«ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ
πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων
καί ἐπιγείων καί καταχθονίων» (Φιλ. 2, 9-10). Αὐτές
τίς βιβλικές ἀναφορές, καί πολλές ἄλλες, ἡ
Ὀρθόδοξη Παράδοση τίς κατανοεῖ στό πλαίσιο τῆς
σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου διά τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ, ὅπως ἀκριβῶς κάνει καί ἡ ἴδια
ἡ Ἁγία Γραφή.
Ὑπάρχουν,
ὅμως, συνάνθρωποί μας (προφανῶς πλανημένοι), γιά
τούς ὁποίους τό ὄνομα τοῦ
Θεοῦ ἔχει θεμελιώδη σημασία γιά τή σωτηρία καί ἀποτελεῖ
κυριολεκτικά ζήτημα ζωῆς ἤ θανάτου. Πρόκειται γιά τούς ὁπαδούς
τῆς γνωστῆς αἵρεσης
τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ,
πού θεωροῦν βασική ἀποστολή τους νά
«μαρτυροῦν» περί ἑνός ὀνόματος,
ὡς τοῦ αἰωνίου προσωπικοῦ ὀνόματος
τοῦ Θεοῦ. Ἄς δοῦμε, ὅμως, τί ἀκριβῶς
συμβαίνει στήν περίπτωσή τους.
Ἡ
αἵρεση ἐμφανίστηκε τό 1884 στίς
Η.Π.Α μέ τή μορφή ἑταιρείας ἐμπορικοῦ
χαρακτῆρα («Φυλλαδική Ἑταιρεία Σκοπιά τῆς
Σιών»), πού ἵδρυσε ὁ ἀρχηγέτης
της Κάρολος Ρῶσσελ. Ὁ Ρῶσσελ,
ὁ ὁποῖος πέθανε τό 1916, δέν εἶχε θέσει ποτέ ζήτημα ὀνόματος
τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα, ὁ διάδοχός του Ἰωσήφ
Ρόδελφορδ ἀπό τό ἔτος 1925 ἄρχισε
νά προβάλλει τό ὄνομα «Ἰεχωβᾶ»
ὡς ἕνα ἀπό τά ὀνόματα τοῦ
Θεοῦ. Ταυτόχρονα ὑπογράμμιζε, ὅτι
ὁ Θεός ἐμφανίζεται καί μέ ἄλλα
ὀνόματα, ὅπως «Θεός»,
«Παντοκράτωρ», «Ὕψιστος», «Κύριος τῶν Δυνάμεων» κ.ἄ.
Τήν ἐποχή ἐκείνη ὁ
Ρόδελφορδ διεκήρυττε πώς ὁ Θεός ἀποκαλύφθηκε στήν Καινή
Διαθήκη ὡς «Πατέρας» (π. Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου,
Ἡ λατρεία τῆς Σκοπιᾶς,
τ. Α', Ἀθήνα 1993, σ. 140).
Ὅμως,
ἀπό τό 1934, μετά τήν ἔκδοση ἑνός
βιβλίου της μέ τίτλο «Jehova», ἡ αἵρεση
ἀλλάζει τή διδασκαλία γιά τό «σχέδιο τοῦ
Θεοῦ», πού κήρυττε ὡς τότε. Τώρα τό «σχέδιο»
δέν εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου, ἀλλά
ἡ δικαίωση τοῦ ὀνόματος
τοῦ Θεοῦ· ὅλα τά ἄλλα ζητήματα γίνονται
δευτερεύοντα. Στό ἑξῆς ἡ αἵρεση δηλώνει ὅτι τό ἀποκλειστικό
ὄνομα τοῦ Θεοῦ
εἶναι τό ὄνομα «Ἰεχωβᾶ»
(αὐτόθι, σ. 141). Σημασία δέν ἔχει πλέον ἡ
σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό, ἀλλά
ἡ «σωτηρία» τοῦ Θεοῦ
ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἡ
«δικαίωση τοῦ ὀνόματός Του»! Αὐτή εἶναι
ἡ «μεγάλη ἀλήθεια», πού πρέπει νά
διακηρυχθεῖ στόν κόσμο ἀπό τά μέλη τῆς
αἵρεσης μέ τό ἔργο «ἀπό
σπίτι σέ σπίτι», δηλ. μέ τή διανομή τῶν ἐντύπων
τῆς αἵρεσης.
Ὅπως
συμβαίνει συνήθως, κάθε αἵρεση ἀναζητᾶ
βιβλικά ἐρείσματα, ὥστε νά ἐμφανίσει
τίς πλάνες της, πού εἶναι μεταγενέστερες ἀνθρώπινες ἐπινοήσεις
(ἤ καλύτερα εἰσηγήσεις τοῦ
διαβόλου), ὡς διδασκαλία τῆς Ἁγίας
Γραφῆς. Τό χωρίο πού «ἀνακάλυψε» ἡ
ἡγεσία τῶν Μαρτύρων τοῦ
Ἰεχωβᾶ, καί ποῦ δῆθεν
κανείς ἄλλος δέν τό εἶχε προσέξει, εἶναι
τό Ἐξ. 3, 13-15, ὅπου γίνεται λόγος γιά
τήν ἐμφάνιση τοῦ Θεοῦ
στόν Μωϋσῆ στή φλεγόμενη βάτο. Ὅταν κάποτε ὁ
Μωϋσῆς ἐποίμαινε «τά πρόβατα Ἰοθόρ» στό ὄρος
Χωρήβ, τοῦ ἐμφανίσθηκε «Ἄγγελος Κυρίου» σέ μία
βάτο, ἡ ὁποία φλεγόταν, ἀλλά δέν καιγόταν
(3,1-2). Πλησιάζοντας νά δεῖ τό παράξενο τοῦτο
φαινόμενο, ἄκουσε τή φωνή «Κυρίου» ἀπό τή βάτο νά τόν καλεῖ
καί νά τοῦ ἀποκαλύπει ὅτι «ἐγώ
εἰμί ὁ Θεός τοῦ Πατρός σου, Θεός Ἀβραάμ
καί Ἰσαάκ καί Ἰακώβ» (3,6). Στή
συνέχεια, ἀφοῦ τόν ἀποστέλλει νά ἐλευθερώσει
τόν λαό τοῦ Ἰσραήλ ἀπό τή δουλεία τῶν
Αἰγυπτίων, ὁ Μωϋσῆς
ζητᾶ νά τοῦ ἀποκαλύψει
τό ὄνομά Του, ὥστε νά ἐξηγήσει
στόν λαό ποιός τόν ἀπέστειλλε. Τότε, κατά τό ἱερό κείμενο, «εἶπεν
ὁ Θεός πρός Μωϋσῆν λέγων· ἐγώ
εἰμί ὁ Ὤν ... οὕτως ἐρεῖς
τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ· ὁ Ὤν
ἀπέσταλκέ με πρός ἡμᾶς
... τοῦτο μου ἐστιν ὄνομα
αἰώνιον καί μνημόσυνον αἰώνιον γενεῶν
γενεαῖς» (3,14-15). Ἄς προσπαθήσουμε, ὅμως,
νά ἑρμηνεύσουμε τό παραπάνω χωρίο, πού δέν εἶναι
ἀπαλλαγμένο ἑρμηνευτικῶν
προβλημάτων.
Ἑρμηνευτική προσέγγιση
τῶν «ἐρεισμάτων» τῆς αἵρεσης
Τό κείμενο πού
παραθέσαμε, ὅπου ἀναφέρεται τό ὄνομα τοῦ
Θεοῦ («ὁ Ὤν»), εἶναι ἀπό
τήν ἀρχαία ἑλληνική μετάφραση τῆς
Παλαιᾶς Διαθήκης, πού ὀνομάζεται μετάφραση τῶν
«Ἑβδομήκοντα» (Ο') καί χρονολογεῖται
στά μέσα τοῦ 3ου π.Χ. αἰ. (Ἀθ.
Χαστούπη, Εἰσαγωγή εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην,
ἐν Ἀθήναις 1981, σ. 586). Πρόκειται γιά κείμενο μέ μεγάλο
κύρος στήν ἀρχαία Ἐκκλησία. Εἶναι
τό κείμενο πού χρησιμοποιοῦσε ὁ
Κύριος καί οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι (ὅλες
οἱ ἀναφορές τῆς Καινῆς
Διαθήκης στήν Παλαιά, γίνονται στό κείμενο τῶν Ο') καί πού ἀναγνωρίζει
μέχρι σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας, ὡς ἐπίσημο
(=θεόπνευστο) κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Οἱ
Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ λένε ὅτι αὐθεντικό
κείμενο εἶναι τό πρωτότυπο ἑβραϊκό καί ἐκεῖ
πρέπει νά ἀναζητήσουμε τή γνήσια μορφή τοῦ
ὀνόματος τοῦ Θεοῦ.
Ποιά εἶναι, ὅμως, ἡ
ἀλήθεια καί τί λέει ἡ ἐπιστήμη
τῶν κειμένων γιά τό θέμα;
Εἶναι, ὄντως,
ἀλήθεια ὅτι ἡ
Παλαιά Διαθήκη (στή συντριπτική της τουλάχιστον πλειοψηφία), γράφτηκε
πρωτοτύπως στήν ἑβραϊκή γλῶσσα. Εἶναι
ἐπίσης ἀλήθεια ὅτι
σήμερα ὑπάρχει ἕνα κείμενο στήν ἑβραϊκή
γλῶσσα, πού ὀνομάζεται «Μασωρητικό
κείμενο» (Μ). Ὅμως, τό ἑβραϊκό αὐτό
κείμενο δέν εἶναι τό πρωτότυπο τῆς Π. Διαθήκης. Εἶναι
ἕνα κείμενο, πού ἐπεξεργάστηκαν πολύ ἀργότερα
ἑβραῖοι λόγιοι καί πού ἔλαβε τήν τελική του
μορφή τόν 14ο αἰ. μετά Χριστόν (Ἀθ. Χαστούπη, ὅ.π.,
σ. 577), ἐνῶ, ὅπως προαναφέραμε, ἡ μετάφραση τῶν
Ο' (τό ἑλληνικό κείμενο τῆς Π. Διαθήκης) εἶναι
τοῦ 3ου αἰ. πρό Χριστοῦ.
δηλ. ἡ ἑλληνική μετάφραση εἶναι ἀρχαιότερη
ἀπό τό ἑβραϊκό κείμενο, πού σώζεται
σήμερα, κατά 16 τουλάχιστον αἰῶνες! Μέ ἄλλα
λόγια, ἡ μετάφραση τῶν Ο' εἶναι
πολύ πιό κοντά στό πρωτότυπο ἑβραϊκό, πού ἔχει
χαθεῖ. «Τό Μασωρητικόν κείμενον εἶναι ἐν
πολλοῖς ἠλλοιωμένη μορφή τοῦ ἀρχικοῦ
κειμένου τῆς Π. Διαθήκης» (αὐτόθι, σ. 583). Γιά τήν
ἀποκατάστασή του εἶναι ἀναγκαία
ἡ χρήση τῶν ἀρχαίων
μεταφράσεων, μεταξύ τῶν ὁποίων δεσπόζουσα θέση κατέχει ἡ
μετάφραση τῶν Ο'. Ἡ προσφυγή, λοιπόν, στό
σωζόμενο ἑβραϊκό κείμενο οὔτε στοιχεῖο
γνησιότητος εἶναι, οὔτε στοιχεῖο
αὐθεντικότητος, οὔτε στοιχεῖο
θεοπνευστίας.
Ὅμως,
τό ἑβραϊκό κείμενο παρουσιάζει καί ἄλλα
ἑρμηνευτικά προβλήματα ὡς πρός τό ὄνομα
τοῦ Θεοῦ. Γνωρίζουμε ὅτι οἱ
ἀρχαῖοι Ἑβραῖοι ἔγραφαν μόνο τά σύμφωνα τῶν λέξεων (μέ
κατεύθυνση ἀπό τά δεξιά πρός τά ἀριστερά, ἀντίστροφα
ἀπ’ ὅ,τι γράφουμε συνήθως). Τά φωνήεντα τά ἐννοοῦσαν.
Γνώριζαν τίς λέξεις ἀπό μνήμης καί, βλέποντας τά σύμφωνά τους, ἀνακαλοῦσαν
ἀπό τή μνήμη τους τή λέξη καί τήν προφορά της. Πολλούς αἰῶνες
ἀργότερα οἱ «μασωρῖτες»
(ἑβραῖοι λόγιοι - φιλόλογοι) ἐπινόησαν ἕνα
σύστημα μικροσκοπικῶν σημείων (φωνηέντων), τά ὁποῖα
πρόσθεσαν στά ἀρχικά κείμενα, ὥστε νά μή χαθεῖ
ἡ αὐθεντική προφορά τῆς γλώσσας, πού
κινδύνευε ἀπό τό ὄντως πολύπλοκο ἀρχαῖο
σύστημα γραφῆς καί ἀνάγνωσης. Τό φωνηεντισμένο
αὐτό κείμενο ἀποκαλεῖται
«μασωρητικό κείμενο». Στό σωζόμενο Μασωρητικό κείμενο τό ὄνομα
τοῦ Θεοῦ στό Ἐξ. 3,13-15 καί σέ
πολλά ἄλλα χωρία εἶναι «Γιαχβέ» (καί ὄχι
«Ἰεχωβᾶ», ὅπως ἐσφαλμένα προφέρουν οἱ ὁπαδοί
τῆς αἵρεσης). Ὑπάρχουν, ὅμως,
κι ἄλλα ὀνόματα τοῦ Θεοῦ
στό ἑβραϊκό κείμενο, ὅπως τά «Ἐλωχείμ»,
«Ἀδωνάγι» κ.ἄ. Οἱ
ἀρχαῖοι Ἑβραῖοι θεωροῦσαν ὅτι
τό «Γιαχβέ» ὑπερέχει κατά κάποιον τρόπο τῶν ἄλλων
ὀνομάτων, γι’ αὐτό, ὅταν
ἐπρόκειτο νά τό προφέρουν στόν προφορικό λόγο ἤ
ὅταν τό συναντοῦσαν διαβάζοντας ἕνα
κείμενο, τό ἀντικαθιστοῦσαν μέ ἄλλα
ὀνόματα τοῦ Θεοῦ,
τά «Ἐλωχείμ», «Ἀδωνάγι» κ.λ.π. Ἔγραφαν
μέν τό ὄνομα «Γιαχβέ», ἀλλά ποτέ δέν τό
πρόφεραν. Τί, ὅμως, ἔγραφαν; Ἔγραφαν
μόνο τά τέσσερα σύμφωνα τοῦ ὀνόματος,
πού ἀντιστοιχοῦν στά δικά μας ΓΧΒΧ. Ἀφοῦ,
ὅμως, κανείς δέν πρόφερε αὐτό τό ὄνομα,
κανείς δέν γνώριζε καί τήν ἀκριβῆ
προφορά του, κανείς δέν γνώριζε τόν φωνηεντισμό του, κανείς δέν γνώριζε ποιά
φωνήεντα ἀντιστοιχοῦν στό τετραγράμματατο ΓΧΒΧ.
Γιά νά λύσουν τό πρόβλημα αὐτό οἱ
μασωρῖτες, κατέφυγαν στήν ἑξῆς
λύση: δανείστηκαν φωνήεντα ἀπό τά ἄλλα
ὀνόματα τοῦ Θεοῦ
μέ γνωστή προφορά καί τά πρόσθεσαν στό τετραγράμματατο ΓΧΒΧ. Ἔτσι
προῆλθε ἡ μορφή «Γιαχβέ» στό σωζόμενο ἑβραϊκό
κείμενο, πού εἶναι τύπος τοῦ ρήματος «εἶμαι»
καί συμφωνεῖ μέ τήν ἤδη γνωστή σ’ αὐτούς
μετάφραση τῶν Ο', ὅπως θά δοῦμε
στή συνέχεια. Τί προκύπτει, ὅμως, ἀπό
τά παραπάνω; Προκύπτει, προφανῶς, ὅτι
δέν εἴμαστε βέβαιοι γιά τό πῶς ἀκριβῶς
προφερόταν τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ
στήν ἑβραϊκή γλῶσσα. Τό σωζόμενο ἑβραϊκό
κείμενο τῆς Π. Διαθήκης καθόλου δέν μᾶς διαφωτίζει γιά τή
μορφή τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ!
Ὅμως,
ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου
δέν εἶναι θέμα γλώσσας, ἀλλά θέμα οὐσίας.
Ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ
μεταφέρεται σέ κάθε γλῶσσα, γιά νά γίνει κτῆμα κάθε ἀνθρώπου.
Ἡ ἀκριβής μετάφραση τοῦ ἑβραϊκοῦ
«Γιαβέ» στήν ἑλληνική εἶναι «Ἐκεῖνος,
ὁ Ὁποῖος εἶμαι» («ἐγώ εἶμαι
Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος
εἶμαι»). Οἱ Ἑβδομήκοντα
μεταφράζουν «ὁ Ὤν» («ἐγώ εἰμί
ὁ Ὤν»), παραπλήσια ἔκφραση, πού, ὡς
πρός τό περιεχόμενό της, ταυτίζεται ἀπόλυτα μέ τήν ἔκφραση
«Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος
εἶμαι». Μέ ἄλλα λόγια, ὁ
Θεός λέει στόν Μωϋσῆ: «ἐγώ εἶμαι Αὐτός πού εἶναι»,
«Αὐτός πού ὑπάρχει», «Αὐτός
πού ὄντως ὑπάρχει», «Αὐτός
πού αἰωνίως ὑπάρχει», δηλ. ὁ
μόνος ἀληθινός Θεός. Αὐτή εἶναι
ἡ οὐσία τοῦ ὀνόματος
τοῦ Θεοῦ στό Ἐξ. 3,13-15, ἡ
ὁποία μᾶς ἐνδιαφέρει.
Ἡ μορφή του δέν ἔχει ἰδιαίτερη
σημασία, γι’ αὐτό καί οἱ Ἑβδομήκοντα
δέ διστάζουν νά μεταφράζουν στίς περισσότερες περιπτώσεις τό ἑβραϊκό
«Γιαχβέ» μέ τό ἑλληνικό «Κύριος» (=Θεός). Ἀλλά, οὔτε
καί οἱ τότε Ἰουδαῖοι
διενοήθησαν νά διατηρήσουν τήν ἑβραϊκή μορφή τοῦ
θείου ὀνόματος, δεδομένου, ὅτι ἡ
ἑλληνική μετάφραση τῶν «Ἑβδομήκοντα»
δέν ἔγινε γιά τή χριστιανική Ἐκκλησία, ἀλλά
γιά τούς ἑλληνιστές Ἰουδαίους τῆς
ἐποχῆς (τούς Ἰουδαίους πού μιλοῦσαν
τήν ἑλληνική γλῶσσα)! Ἄλλωστε,
ἄν ἡ μορφή τοῦ ὀνόματος
εἶχε κάποια σημασία γιά τή σωτηρία μας, θά τό εἶχε
ἐπισημάνει πρῶτος ὁ
Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Ἴδιος
θά χρησιμοποιοῦσε τό ὄνομα Γιαχβέ, θά τό
χρησιμοποιοῦσαν ἐπίσης οἱ ἅγιοι
Ἀπόστολοι, θά τό κατέγραφε ἡ Καινή Διαθήκη, θά τό
τόνιζαν οἱ ἀρχαῖοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας,
θά τό μαρτυροῦσε ἡ ἀρχαία ἐκκλησιαστική γραμματεία.
Ὅμως, καμιά τέτοια ἀναφορά δέν ὑπάρχει:
ὁ Ἰησοῦς δέν ἀναφέρθηκε ποτέ στό
θέμα, σέ κανένα σημεῖο τῆς Καινῆς Διαθήκης δέν ὑπάρχει
τό ὄνομα Γιαχβέ καί ἡ ἀρχαία
ἐκκλησιαστική Παράδοση τηρεῖ ἀπόλυτη
σιγή! Μήπως, λοιπόν, οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ
ἔχουν στρέψει ὅλη τήν προσοχή τους σέ
μιά λεπτομέρεια καί, τελικά, τούς διαφεύγει ἡ οὐσία;
Ποιός εἶναι ὁ Γιαχβέ τῆς Βίβλου
Σέ ποιόν, ὅμως,
ἀναφέρεται τό ὄνομα Γιαχβέ; Ποιός εἶναι
ὁ Γιαχβέ τῆς Βίβλου; Ἀπ’
ὅ,τι λένε οἱ Μάρτυρες τοῦ
Ἰεχωβᾶ, φαίνεται ὅτι ὁ
Γιαχβέ εἶναι ὁ Πατήρ τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ, ὁ Θεός, στόν Ὁποῖο
ὁ Ἰησοῦς συνεχῶς ἀναφερόταν.
Ὅπως εἶναι γνωστό, οἱ
Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ δέν ἀποδέχονται μιά
θεμελιώδη ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας,
τή διδασκαλία γιά τήν Ἁγία Τριάδα. Ἀκολουθώντας τούς ἀρχαίους
αἱρετικούς Ἄρειο καί Μακεδόνιο,
πιστεύουν ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ
(ὁ Χριστός) εἶναι δημιούργημα τοῦ
Θεοῦ (δηλ. δέν εἶναι ὄντως
Θεός) καί ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα
εἶναι μιά ἀπρόσωπη δύναμη ἤ
ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ
(δηλ. δέν εἶναι συγκεκριμένο πρόσωπο). Ὁ Χριστός, ὅμως,
δέν ἦλθε στόν κόσμο νά ἀποκαλύψει μόνο τόν Πατέρα,
ἀλλά ἦλθε νά ἀποκαλύψει καί τόν Ἑαυτό
του καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἦλθε
νά ἀποκαλύψει, ὅτι Αὐτός
καί ὁ Πατήρ εἶναι ἕνα
(Ἰω. 10,30). Χωρίς τή διδασκαλία γιά τήν Ἁγ.
Τριάδα, τό χωρίο, στό ὁποῖο στηρίζονται γιά τό ὄνομα τοῦ
Θεοῦ (Ἐξ. 3,13-15), εἶναι ἐντελῶς
ἀκατανόητο.
Τί ἀκριβῶς
λέει αὐτό τό χωρίο; Λέει ὅτι «Ἄγγελος
Κυρίου» ἐμφανίσθηκε στόν Μωϋσῆ μέσα σέ μία βάτο
(3,1-2). Στή συνέχεια ὁ Ἄγγελος ἀπό τή βάτο φαίνεται νά
λέει: «ἐγώ εἰμί ὁ Θεός τοῦ Πατρός σου, Θεός Ἀβραάμ
καί Ἰσαάκ καί Ἰακώβ ... ἐγώ
εἰμί ὁ Ὤν» (Γιαχβέ, 3, 6-14). Σύμφωνα μέ τά παραπάνω, ποιός,
τελικά, ἐμφανίσθηκε στόν Μωϋσῆ, ὁ
Θεός ἤ ἕνας Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ;
Γιατί ὁ Ἄγγελος ταυτίζει τόν ἑαυτό του μέ τόν Θεό;
Γιατί ὁ Ἄγγελος λέει ὅτι εἶναι
ὁ «Θεός Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ
καί Ἰακώβ»; Γιατί ὁ Ἄγγελος
λέει ὅτι εἶναι ὁ Γιαχβέ;
Οἱ
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ μόνοι αὐθεντικοί
ἑρμηνευτές τῆς Ἁγ.
Γραφῆς, λένε ὅτι ὁ
«Ἄγγελος Κυρίου», πού ἐμφανίσθηκε στόν Μωϋσῆ,
δέν εἶναι ἕνας ἀπό τούς Ἀγγέλους τοῦ
Θεοῦ, ἀλλά ὁ «Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος»,
δηλ. ὁ ἕνας καί μοναδικός Υἱός τοῦ
Θεοῦ, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας
Τριάδος. Δέν ἐμφανίσθηκε, λοιπόν, ὁ Πατήρ στόν Μωϋσῆ,
ὅπως ἐσφαλμένα πιστεύουν οἱ Μάρτυρες τοῦ
Ἰεχωβᾶ καί πολλοί ἄλλοι, ἀλλά
ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι στό φωτοστέφανο τοῦ
Χριστοῦ, ὅπως ἁγιογραφεῖται στίς ἱερές
εἰκόνες τῶν Ἐκκλησιῶν
μας, ἀναγράφεται ἡ φράση «ὁ
Ὤν», δηλ. τό ὄνομα, πού ἀποκαλύφθηκε
στή φλεγόμενη βάτο. Οἱ ἐκφράσεις «Ἄγγελος Κυρίου» καί
«Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος» τῆς Π. Διαθήκης ἀναφέρονται
στόν Υἱό καί ταυτίζονται μέ τήν ἔκφραση «Λόγος τοῦ
Θεοῦ», πού χρησιμοποιεῖ πολύ ἀργότερα
ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης (1,1). Οἱ
ὅροι «Ἄγγελος» καί «Λόγος» ἐννοιολογικά
ταυτίζονται: ὁ «ἄγγελος» ἀναγγέλλει - φανερώνει
καί ὁ «λόγος» λέγει - ἀποκαλύπτει. Δέν εἶναι,
ὅμως, ἡ μόνη περίπτωση, πού ἐμφανίζεται
ὁ «Ἄγγελος Κυρίου» στήν Π. Διαθήκη, ταυτίζοντας τόν Ἑαυτό
του μέ τόν Θεό. Ὁ «Ἄγγελος Κυρίου», πού μίλησε στόν Ἰακώβ,
λέει: «ἐγώ εἰμί ὁ Θεός ὁ ὀφθείς
σοι ἐν τόπῳ Θεοῦ»
(Γεν. 31, 11-13), ἀλλά καί ὁ «Ἄγγελος
Κυρίου», πού ἐμφανίσθηκε στήν Ἄγαρ, δίνει
συγκεκριμένες ὑποσχέσεις, πού μόνο ὁ Θεός μπορεῖ
νά δώσει (Γεν. 16, 7-14).
Ἐπειδή,
κατά τή διδασκαλία τῆς Ἁγ. Γραφῆς καί τῶν
Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Υἱός
καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔχει τήν ἴδια ἀκριβῶς
φύση (εἶναι «ἕν») μέ τόν Πατέρα (Ἰω.
10,30), γι’ αὐτό καί ὁ Υἱός
ἀποκαλεῖται «Γιαχβέ», ὅπως
ὁ Πατήρ. Καί ἐπειδή ὁ
Θεός, πού ἐμφανίζεται στήν Π. Διαθήκη, εἶναι
ὁ Υἱός τοῦ Πατρός (ἤ
ὁ «Ἄγγελος Κυρίου» ἤ ὁ
«Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος»), ὁ Γιαχβέ τῆς
Βίβλου εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ.
Ἐπειδή, τέλος, τό Ἅγ. Πνεῦμα
ἔχει τήν ἴδια ἀκριβῶς
φύση μέ τόν Υἱό καί τόν Πατέρα, γι’ αὐτό ἀποκαλεῖται
ἐπίσης «Γιαχβέ», ὅπως ὁ
Υἱός καί ὁ Πατήρ (ὁ
ἐνδιαφερόμενος ἄς μελετήσει μέ προσοχή
τά χωρία Ἡσ. 48,12-16, Ζαχ. 2,5-11, Ἀβδ. 1 κ.ἄ.,
ὅπου γίνεται λόγος γιά περισσότερους τοῦ
ἑνός «Γιαχβέ»).
Οὐσία καί δύναμη τοῦ ὀνόματος
Οἱ
Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας
μας διδάσκουν, ὅτι ὁ Θεός κατά τήν Οὐσία Του δέν ἔχει
κανένα ὄνομα. Ἡ Οὐσία
τοῦ Θεοῦ εἶναι πάνω ἀπό κάθε ὄνομα
καί ἀπό κάθε περιγραφή. Ἐπειδή, ὅμως,
ὁ Θεός δέν εἶναι μόνο ἡ
Οὐσία Του, ἀλλά καί οἱ
Ἐνέργειές Του, ὁ Θεός ἔχει
πολλά ὀνόματα, πού ἀναφέρονται στίς Ἐνέργειές
Του αὐτές (ὀνομάζεται «Θεός», «Κύριος»,
«Γιαχβέ», «Ἀγάπη» κ.λ.π.). Καί ἐπειδή οἱ
Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ
εἶναι πολλές, ὁ Θεός δέν ἔχει
ἕνα, ἀλλά πολλά ὀνόματα.
Ἀπό
τά πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος τό πιό οἰκεῖο
σέ μᾶς εἶναι τό δεύτερο, ὁ Υἱός
καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος γιά τή σωτηρία
μας, σταυρώθηκε, ἀναστήθηκε καί «συνέτριψε τό κράτος τοῦ
ἐχθροῦ». Εἴδαμε ὅτι ὁ
Υἱός τοῦ Θεοῦ
εἶναι ὁ Γιαχβέ τῆς Βίβλου. Αὐτός
ὁ Γιαχβέ, ὅταν ἔγινε
ἄνθρωπος, προσέλαβε καί ἕνα ἄλλο
ὄνομα: «ἐκλήθη» Ἰησοῦς
Χριστός. Ἐπειδή μέ αὐτό τό ὄνομα
νίκησε τόν θάνατο πάνω στόν Σταυρό καί κατατρόπωσε τόν προαιώνιο ἐχθρό
μας, τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ
ἀπέκτησε ἐξαιρετική δύναμη καί ἔγινε
«φοβερόν τοῖς ὑπεναντίοις», δηλ. φόβητρο γιά τούς δαίμονες (Εὐχή
τοῦ ἁγ. Βαπτίσματος). Ἀπό τότε, ὅποιος
τό ἐπικαλεῖται, ἐκδιώκει
τούς ἀοράτους ἐχθρούς του καί
λαμβάνει τή Θεία Χάρη. Τό ὄνομα τοῦ
Χριστοῦ δέν χρειάζεται κάποια «δικαίωση» ἐκ
μέρους μας, γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀπόλυτα
ἀνενδεής, δέν ἔχει ἀνάγκη
τῶν δικῶν μας ἐνεργειῶν,
ἐμεῖς ἔχουμε τήν ἀνάγκη Του γιά νά σωθοῦμε.
Ἀναφορές στήν Ἁγ. Γραφή, ὅπως
«ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου» (Ματθ. 6,9) καί
ἄλλες παρόμοιες, σημαίνουν ὅτι, ἐπειδή
κι ἐμεῖς φέρουμε τό ὄνομα τοῦ
Χριστοῦ (ὀνομαζόμεθα «Χριστιανοί»), πρέπει νά ζοῦμε
ἔτσι, ὥστε νά μήν τό
προσβάλουμε στόν ἑαυτό μας, δηλ. φροντίζουμε νά ἁγιάζεται
τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ
σέ μᾶς. Μέ τό ὄνομα τοῦ
Χριστοῦ συνέβη ὅ,τι ἀκριβῶς
καί μέ τόν Σταυρό: ὁ Χριστός προσέλαβε ἕνα «ξύλον», τό ὁποῖο,
ὄχι μόνο δέν εἶχε καμία δύναμη, ἀλλά
ἦταν καί «ἐπικατάρατον». Μέ ἐκεῖνο
τό «ξύλον» νίκησε τόν θάνατο. Ἀπ’ αὐτό
ἀκριβῶς τό γεγονός τό «ξύλον» τοῦ Σταυροῦ
ἁγιάσθηκε, προσέλαβε μάλιστα τέτοια δύναμη, ὥστε
ὁ διάβολος «φρίττει καί τρέμει μή φέρων καθορᾶν
αὐτοῦ τήν δύναμιν».
Μόνο στό πλαίσιο αὐτό
μποροῦμε νά κατανοήσουμε τά λεγόμενα τοῦ
ἀπ. Παύλου γιά τή δύναμη τοῦ ὀνόματος
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Στόν Χριστό ἐδόθη
«ὄνομα τό ὑπέρ πᾶν
ὄνομα, ἵνα ἐν
τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ
πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων
καί ἐπιγείων καί καταχθονίων, καί πᾶσα
γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι
Κύριος ᾿Ιησοῦς
Χριστός» (Φιλ. 2, 9-11). Στό ὄνομα τοῦ
Ἰησοῦ θά ὑποταχθοῦν τελικά τά πάντα, τά ἐπίγεια,
τά ἐπουράνια καί τά καταχθόνια, καί ὅλοι
θά ἀναγκασθοῦν νά ὁμολογήσουν
ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ
Κύριος, ὁ μόνος Κύριος. Ὁ Ἰησοῦς
Χριστός εἶναι γιά μᾶς ἡ
μοναδική αἰτία καί πηγή τῆς σωτηρίας μας: «οὐκ
ἔστιν ἐν ἄλλῳ
οὐδενί ἡ σωτηρία·
οὐδέ γάρ ὄνομά
ἐστιν ἕτερον ὑπό
τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν
ἀνθρώποις ἐν ᾧ
δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. 4,12). Ὅποιος ἐπικαλεῖται
αὐτό τό ὄνομα, σώζεται: «πᾶς
ὅς ἄν ἐπικαλέσηται τό ὄνομα
Κυρίου σωθήσεται» (Πράξ. 2,21,
Ρωμ. 10,13) καί σέ πολλά σημεῖα τῆς
Κ. Διαθήκης ὡς Χριστιανοί νοοῦνται «οἱ
ἐπικαλούμενοι τό ὄνομα Κυρίου» (Πράξ
9,14, Α' Κορ. 1,2 κ.ἄ.). Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση διαμόρφωσε μιά σύντομη προσευχή, πού
συνίσταται ἀκριβῶς στή συνεχῆ ἐπίκληση
τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ. Πρόκειται γιά τή γνωστή φράση «Κύριε Ἰησοῦ
Χριστέ, ἐλέησόν με», ἡ ὁποία
περικλείει ὁλόκληρη τή δύναμη τοῦ θείου ὀνόματος.
Ἡ συνεχής ἐπανάληψη αὐτῆς
τῆς εὐχῆς, πού γίνεται συνήθως μέ τή βοήθεια κομποσχοινιοῦ,
ἐκδιώκει τούς δαίμονες, καθαρίζει τόν ἄνθρωπο
ἀπό τά πάθη του, ἑλκύει τή Θεία Χάρη καί
ὁδηγεῖ σέ ὑπερφυῆ ἕνωση
μέ τόν Θεό, δηλ. στήν κατάσταση τῆς ἁγιότητας,
ὅπως μαρτυροῦν πάμπολλα
παραδείγματα Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας,
πού ἔφθασαν ἐκεῖ
μέ αὐτήν ἀκριβῶς τήν μέθοδο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου