ΤΕΥΧΟΣ 67 ΤΡΙΠΟΛΙΣ
ΜΑΡΤΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2010
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ
ΤΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ
ΣΤΗΝ
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ
ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΕΣ ΑΙΡΕΣΕΙΣ
Ἡ ἀμφισβήτηση Ἐκκλησίας καί Ἱερωσύνης
Ὅπως
εἶναι γνωστό, ὁ Προτεσταντισμός προῆλθε
ὡς ἀντίδραση σέ μιά σειρά ἀπό ἀνεπίτρεπτες
καί ἔξω ἀπό τό χριστιανικό πνεῦμα ἐνέργειες
ἤ ὑπερβολές τοῦ Παπισμοῦ
τῶν σκοτεινῶν χρόνων τοῦ
Μεσαίωνα. Στήν προσπάθειά του νά ἀνεύρει τή χαμένη «αὐθεντικότητα»,
ὁ Προτεσταντισμός σάρωσε κυριολεκτικά καίρια καί αὐθεντικά
στοιχεῖα τοῦ ἀρχικοῦ Χριστιανισμοῦ,
μέ ἀποτέλεσμα νά ἀπομακρυνθεῖ
πολύ περισσότερο ἀπό τήν οὐσία του. Ἔτσι
προέκυψε γιά μιά ἀκόμη φορά τό φαινόμενο νά ἀντιμετωπίζεται μιά αἵρεση
μέ μιά ἄλλη, ἤ μᾶλλον
μέ ἕνα πλῆθος αἱρέσεων,
καί, τελικά, ἀντί γιά καλό, νά γίνεται περισσότερο κακό.
Ἀπό
τά πρῶτα στοιχεῖα, πού δέχθηκαν ἔντονη
πολεμική, ἦταν ἡ Βιβλική καί Πατερική ἀντίληψη γιά τήν Ἐκκλησία.
Οἱ Προτεστάντες ἀντικατέστησαν αὐτή
τήν ἀντίληψη μέ μιά ἄλλη, προσαρμοσμένη στά
μέτρα τους. Ἀπέρριψαν τόν διπλό χαρακτῆρα τῆς
Ἐκκλησίας, τόν ὁρατό καί ἀόρατο,
μέ ἀποτέλεσμα ὅλες σχεδόν οἱ
προτεσταντικές ὁμάδες, ἀπό ἐκεῖνες
τῶν ἡγετῶν τοῦ κινήματος μέχρι τίς σύγχρονες μετεξελίξεις του
(Πεντηκοστιανοί, Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ
κ.ἄ,) νά δέχονται καί νά διακηρύττουν ὅτι
ἡ Ἐκκλησία εἶναι κάτι τό
«πνευματικό» καί ἀόρατο, ὅτι δέν πρέπει νά συγχέεται
μέ θεσμικές μορφές ἤ ἱστορικές ἐκφάνσεις, ὅτι
μόνο ὁ Χριστός γνωρίζει τά μέλη της κ.ἄ.
Στήν πραγματικότητα, ὅμως, κάθε προτεσταντική ὁμάδα ταυτίζει τήν αὐθεντική
Ἐκκλησία μέ τόν ἑαυτό της, ἀπορρίπτοντας,
συνήθως, ὅλες τίς ἄλλες.
Τήν ἴδια
πολεμική δέχθηκαν καί κάποια θεσμικά στοιχεῖα τῆς
Ἐκκλησίας, ὅπως τά Μυστήρια καί ἡ
Ἱερωσύνη. Μεταξύ ἄλλων ὁ
Προτεσταντισμός ἀμφισβήτησε ἔντονα καί τόν θεσμό τῆς
Ἱερωσύνης. Τόν ἀπογύμνωσε ἀπό
τό μυστηριακό του περιεχόμενο (δηλ. δέν τόν δέχεται ὡς
Μυστήριο) καί ἀρνήθηκε τόν μόνιμο καί ἀνεξάλειπτο χαρακτῆρά
του, δηλ. δέν δέχεται ὅτι ἡ ἰδιότητα τῆς Ἱερωσύνης
συνδέεται μόνιμα μέ τό πρόσωπο τοῦ φορέως της Κληρικοῦ.
Ἔτσι, ὁ ρόλος τοῦ
Ἱερέως ἐνδέχεται νά ἐναλλάσσεται
σέ κάθε «ἐκκλησιαστική» σύναξη: σήμερα κάνει αὐτό
τό ἔργο ὁ ἕνας καί αὔριο ὁ
ἄλλος ἤ, ὅπως
συνηθέστερα γίνεται, οἱ «Πάστορες» ἤ οἱ
«Ποιμένες» κάθε «ἐκκλησίας» ἀσκοῦν
τό ἔργο τους γιά ἕνα διάστημα, κι ἔπειτα
ἀντικαθίστανται. Σέ τελευταία ἀνάλυση,
ἡ Ἱερωσύνη δέν προέρχεται ἀπό τόν Θεό. Ὁ
Ἱερεύς δέν «λαμβάνει τήν τιμήν ... καλούμενος ὑπό
τοῦ Θεοῦ» (Ἑβρ. 5,4), ἀλλά ἀσκεῖ
τήν Ἱερωσύνη ὡς προσωρινό ρόλο, πού
τοῦ ἀναθέτει ἡ «ἐκκλησία»,
ὅπως ἀκριβῶς μιά ἑταιρεία ἀναθέτει
μιά συγκεκριμένη ἐργασία σ’ ἕναν ἀπό
τούς ὑπαλλήλους της.
Ἀντί
τῆς γνωστῆς εἰδικῆς
ἔννοιας τῆς Ἱερωσύνης,
πού συνδέεται μέ τήν τέλεση τῶν ἱερῶν
Μυστηρίων («μυστηριακή Ἱερωσύνη») οἱ Προτεστάντες
προβάλλουν ἔντονα τήν ἔννοια τῆς
λεγόμενης «γενικῆς Ἱερωσύνης», βασιζόμενοι στό χωρίο Α' Πέτρ. 2,9. Σύμφωνα μέ
τήν ἀντίληψη αὐτή, Ἱερωσύνη
ἔχουν ὅλοι οἱ
Χριστιανοί γενικά, ἄρα ὅλοι μποροῦν νά ἀσκοῦν
τό ἔργο τοῦ Ἱερέως.
Ἄς δοῦμε, ὅμως, κατά πόσο συμβιβάζονται οἱ
ἀντιλήψεις αὐτές μέ τό πνεῦμα
καί τό γράμμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Ἡ Βιβλική Παράδοση γιά
τήν Ἱερωσύνη
Οἱ
αἱρέσεις ἔχουν δίκαιο ὅταν
ἐπικαλοῦνται τήν αὐθεντία
τῆς Ἁγ. Γραφῆς, ἀρκεῖ,
βέβαια, νά μή διαστέφουν τή μαρτυρία της. Τί λέει ἡ
Ἁγ. Γραφή γιά τήν Ἱερωσύνη; Ἄς
ἀρχίσουμε ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη,
ἀφοῦ «σκιά ὁ νόμος τῶν
μελλόντων ἀγαθῶν» (Ἑβρ. 5,6). Ὅ,τι ὑπάρχει
ἐκεῖ ὡς σκιά, ὑπάρχει στήν Καινή Διαθήκη
ὡς πραγματικότητα. Στήν Π. Διαθήκη ἡ
Ἱερωσύνη εἶναι ἰδιότητα
πού συνδέεται μέ τή λατρεία, τήν προσφορά τῶν θυσιῶν.
Ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἐπιλέγει
τόν Ἀαρών καί τούς γιούς του καί τούς ἐγκαθιστᾶ
Ἱερεῖς του («ἱερατεύειν μοι», Ἔξ.
28,1) καί μάλιστα ἰσόβιους: «ἱερατεία μοι εἰς
τόν αἰῶνα» (Ἔξ. 29,9). Ὁ
Ἴδιος δίνει λεπτομερεῖς ὁδηγίες
γιά τά ἄμφια, πού θά ἐνδύονται «εἰς
τιμήν καί δόξαν» (Ἔξ. 28,2 ἑξ.). Ὁ
Ἴδιος δίνει ἐντολές γιά τόν τρόπο ἐγκατάστασης
τῶν Ἱερέων (Ἔξ. 29,1-45), γιά τήν
προσφορά τῆς λατρείας (Λευ. 1,1 ἑξ.), γιά τό
Θυσιαστήριο, γιά τά ἱερά σκεύη (Ἔξ. 30,1 ἑξ.),
γιά τά πάντα.
Χαρακτηριστικό εἶναι
τό ἑξῆς περιστατικό: Κάποτε ἐπαναστάτησαν ἐναντίον
τοῦ Μωϋσῆ καί τοῦ
Ἀαρών κάποιοι Ἰσραηλῖτες
στήν ἔρημο, μέ ὑποκίνηση τῶν
Κορέ, Δαθάν καί Ἀβειρών. «Ἀφοῦ
ὅλος ὁ λαός εἶναι ἅγιος»,
ἔλεγαν, «γιατί νά ἱερατεύει μόνο ὁ
Ἀαρών καί οἱ οἰκεῖοί
του;» (Ἀρ. 16,2 ἑξ.). «Γιατί νά μήν
προσφέρουμε κι ἐμεῖς θυσίες;» (βλ. καί τά παρακάτω ἀναφερόμενα
γιά τό «βασίλειον ἱεράτευμα» καί τή «γενική Ἱερωσύνη»). Μάταια ὁ
Μωϋσῆς προσπαθοῦσε νά τούς μεταπείσει.
«Αὐτούς», ἀπαντοῦσε,
«τούς ἐπέλεξε ὁ ἴδιος
ὁ Θεός καί τούς κάλεσε κοντά Του»: «ἐξελέξατο
ἑαυτῷ, προσηγάγετο πρός ἑαυτόν» (Ἀρ.
16,5). Τελικά, συγκεντρώθηκε ὅλος ὁ
λαός, γιά νά προσφέρουν κι αὐτοί θυσία. Τότε ὁ
Θεός ἔδωσε ἐντολή στόν Μωϋσῆ
νά ἀπομακρυνθεῖ ὁ
λαός ἀπό τήν ὁμάδα αὐτή
τῶν ἐπαναστατῶν. Ὄντως,
ἔτσι ἔγινε καί μαζί τούς ἔμειναν 250 ὁπαδοί.
Συνέβη τότε κάτι φοβερό: ἄνοιξε ἡ γῆ
καί τούς κατάπιε! «Ἐράγη ἡ γῆ
ὑποκάτω αὐτῶν,
καί ἠνοίχθη ἡ γῆ
καί κατέπιεν αὐτούς καί τούς οἴκους αὐτῶν
καί πάντας τούς ἀνθρώπους τούς ὄντας μετά Κορέ καί τά
κτήνη αὐτῶν» (Ἀρ. 16,31-32)! Μετά τό φοβερό αὐτό
σημεῖο, ὁ Θεός ζήτησε νά φέρει ὁ ἀρχηγός
κάθε φυλῆς μιά ράβδο, μέ γραμμένο ἐπάνω της τό ὄνομά
του. Οἱ ράβδοι τοποθετήθηκαν στή Σκηνή τοῦ
Μαρτυρίου (στόν Ναό τῆς ἐποχῆς) καί, ὅποιου ἡ
ράβδος ἐβλάστανε, αὐτός θά ἦταν
ὁ ἐκλεγμένος ἀπό τόν Θεό Ἀρχιερέας.
Πράγματι, τήν ἄλλη μέρα ἀπό τίς 12 ράβδους εἶχε
βλαστήσει μόνο τοῦ Ἀαρών, ἀρχηγοῦ
τῆς φυλῆς τοῦ
Λευΐ. Ἀφοῦ δόθηκαν πάλι οἱ ράβδοι στούς ἀρχηγούς,
ὁ Θεός ἔδωσε ἐντολή
νά τοποθετηθεῖ ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρών
μονίμως στό Ἱερό, γιά νά θυμοῦνται οἱ
μελλοντικοί ἀμφισβητητές τῆς Ἱερωσύνης
(Ἀρ. 17,16-28).
Ἄς
δοῦμε, ὅμως, καί τή μαρτυρία τῆς Καινῆς
Διαθήκης γιά τήν Ἱερωσύνη. Κατά τόν ἀπ. Παῦλο,
ὁ Ἀρχιερεύς τῶν ἀνθρώπων
προέρχεται ἀπό τούς ἴδιους τούς ἀνθρώπους
καί ἐγκαθίσταται σ’ ἕνα ἔργο
γιά χάρη τους, δηλ. στό νά προσφέρει θυσίες γιά τίς ἁμαρτίες
μας: «πᾶς γάρ Ἀρχιερεύς εἰς
τό προσφέρειν δῶρά τε καί θυσίας καθίσταται» (Ἑβρ.
8,3 καί 5,1). Τήν «τιμήν» τῆς Ἀρχιερωσύνης
δέν τήν λαμβάνει μόνος του ὅποιος θέλει, ἀλλά
ὅποιος καλεῖται ἀπό
τόν Θεό, ὅπως ὁ Ἀαρών (Ἑβρ. 5,4). Ὁ
ἄνθρωπος Ἀρχιερεύς εἶναι
ἀτελής, ἀσθενής πνευματικά καί ἁμαρτωλός.
Γι’ αὐτό προσφέρει τίς θυσίες πρῶτα γιά τόν ἑαυτό
του (Ἑβρ. 5,3), ἀφοῦ
ἔχει τίς ἴδιες ἀνάγκες
μέ τόν Λαό. Ὑπάρχει, ὅμως, καί ὁ
τέλειος, ὁ αἰώνιος Ἀρχιερεύς, δηλ. ὁ
Χριστός (Ἑβρ, 4,14 ἑξ.), ὁ
Ὁποῖος δέν προσφέρει θυσίες γιά τόν Ἑαυτό
Του, ἀλλά μόνο γιά τούς ἄλλους, οὔτε
προσφέρει θυσίες κάθε μέρα, ἀλλά μία μόνο φορά, ὅταν
ἀνέβηκε στόν Σταυρό (Ἑβρ. 7,27). Ἀφοῦ
ὁ νόμος εἶναι σκιά τῶν
μελλόντων ἀγαθῶν, ὅτι συμβαίνει στήν Καινή Διαθήκη πρέπει νά εἶναι
φανέρωση αὐτοῦ, πού ἤδη ὑπάρχει
στήν Παλαιά. Στήν Π. Διαθήκη ὑπάρχει ἡ
σκιά τῆς τέλειας Ἱερωσύνης: ἡ
Ἱερωσύνη τοῦ Μελχισεδέκ, πού ἦταν
«ἱερεύς τοῦ Θεοῦ
τοῦ ὑψίστου» (Ἑβρ. 7,1). Ὁ
Χριστός εἶναι Ἱερεύς «κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ» (Ἑβρ.
7,21) καί ὄχι «κατά τήν τάξιν Ἀαρών». Ὑπάρχει,
λοιπόν, ἡ Ἱερωσύνη τοῦ Μελχισεδέκ στήν Π.
Διαθήκη καί ἡ Ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ
στήν Καινή. Ὑπάρχει ἡ Ἱερωσύνη
τοῦ Ἀαρών στήν Παλαιά, μέ τούς βαθμούς τοῦ
Ἀρχιερέως, τῶν Ἱερέων
καί τῶν Λευϊτῶν, καί ἡ
Ἱερωσύνη τῆς Ἐκκλησίας
στήν Καινή, μέ τούς βαθμούς τοῦ Ἐπισκόπου,
τῶν Πρεσβυτέρων καί τῶν Διακόνων. Ὑπάρχουν
οἱ θυσίες στήν Π. Διαθήκη, ὡς ἔργο
τῆς Ἱερωσύνης, ὑπάρχει ἡ
μία καί μοναδική Θυσία (ἡ Θ. Λειτουργία) καί τά Μυστήρια τῆς
Ἐκκλησίας στήν Καινή.
Μέ βάση τά παραπάνω οἱ
ἅγιοι Ἀπόστολοι ἦσαν
οἱ πρῶτοι Ἀρχιερεῖς τῆς
Ἐκκλησίας, πού ἔλαβαν τήν Ἱερωσύνη
ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό. Ἔτσι
ὁ ἀπ. Παῦλος ἀσκεῖ
τά ἔργα τῆς Ἱερωσύνης:
τελεῖ τή Θεία Λειτουργία (Πράξ 20, 11), βαπτίζει (Α' Κορ.
1,14-16), χειροτονεῖ «πρεσβυτέρους» (Πράξ. 14,23). Προφανῶς,
τό ἴδιο κάνουν καί οἱ ἄλλοι
Ἀπόστολοι. Σέ εὐρύτερες περιοχές ὁ
ἀπ. Παῦλος ἐγκαθιστᾶ
συνεργάτες του, μέ ἐντολή νά καταστήσουν «κατά πόλιν πρεσβυτέρους» (Α' Τιμ.
1,5). «Οἱ καλῶς προεστῶτες πρεσβύτεροι» ἀξίζουν
διπλή τιμή (Α' Τιμ. 5,17), ἡ δέ κατηγορία «κατά
πρεσβυτέρου» δέν πρέπει νά γίνεται εὔκολα ἀποδεκτή,
παρά μόνο ἄν στηρίζεται στή μαρτυρία «δύο ἤ
τριῶν μαρτύρων» (Α' Τιμ. 5,19). Ὁ ἀπ.
Παῦλος ὑπενθυμίζει στόν Τιμόθεο τό «χάρισμα», τό ὁποῖο
ἔλαβε «διά τῆς ἐπιθέσεως
τῶν χειρῶν» (Α' Τιμ. 4,14, Β'
Τιμ. 1,6), δηλ. τήν Ἱερωσύνη, ἡ ὁποία
σάν χάρισμα, σάν πνευματική σφραγῖδα χαρακτηρίζει μόνιμα
καί ἀμετάκλητα («ὅ ἐστιν
ἐν σοί», Β' Τιμ. 1,6) τόν φορέα της. Πηγαίνοντας στά Ἱεροσόλυμα
ὁ ἀπ. Παῦλος συγκαλεῖ
στή Μίλητο «τούς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας»
τῆς Ἐφέσου καί τούς ἀπευθύνει μιά θαυμάσια ὁμιλία
(Πράξ. 20,17-35). Μεταξύ ἄλλων λέει: «προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς
καί παντί τῷ ποιμνίῳ ἐν
ᾧ ὑμᾶς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον
ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν
τήν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ»
(20,28).
Ἡ
μετάδοση τῆς Ἱερωσύνης, ὅπως ἤδη
ἀναφέραμε, γίνεται «διά τῆς ἐπιθέσεως
τῶν χειρῶν», δηλαδή μέ τή
Χειροτονία. Μόνο μέ τήν πράξη αὐτή μεταδίδεται τό
«χάρισμα» (ἡ Χάρη) τῆς Ἱερωσύνης.
Ὁ ἴδιος ὁ ἀπ.
Παῦλος χειροτονήθηκε ἀπό τούς Λειτουργούς τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιόχειας
(Πράξ. 13,1-3). Ὁ ἴδιος στή συνέχεια (Β'
Τιμ. 1,6) μαζί μέ τούς πρεσβυτέρους (Α' Τιμ. 4,14) χειροτόνησε τόν Τιμόθεο. Μέ
τόν Βαρνάβα χειροτονεῖ («χειροτονήσαντες») «πρεσβυτέρους κατ’ ἐκκλησίαν»
(Πράξ. 14,23) στίς περιοχές Δέρβης, Λύστρων καί Ἀντιόχειας τῆς
Πισσιδίας. Γιά νά ἔχει κάποιος Ἱερωσύνη, πρέπει νά τήν
ἔχει λάβει ἀπό ἄλλους
πού τήν εἶχαν νωρίτερα, ἐκεῖνοι
ἀπό παλαιότερους κοκ. Ἔτσι δημιουργεῖται
μιά ἁλυσίδα μετάδοσης τῆς Ἱερωσύνης
μέσω τῆς Χειροτονίας, πού φθάνει στούς πρώτους Ἐπισκόπους,
στούς Ἀποστόλους καί στόν ἴδιο τόν Χριστό. Ἡ
ἁλυσίδα αὐτή ὀνομάζεται
Ἀποστολική Διαδοχή καί, ἄν κοπεῖ,
δέν ὑπάρχει οὔτε Ἱερωσύνη,
οὔτε Ἐκκλησία. Ἕνας λόγος πού πολεμοῦν
οἱ αἱρέσεις τήν Ἱερωσύνη εἶναι
ἐπειδή δέν ἔχουν Ἀποστολική
Διαδοχή, ἀφοῦ πρόκειται γιά νεότερες ὁμάδες, πού εἶναι
ἀδύνατο νά ἔχουν ὁποιαδήποτε
σύνδεση μέ τήν Ἐκκλησία τῶν Ἀποστόλων.
Τό
«βασίλειον ἱεράτευμα»
Στό χωρίο Α' Πέτρ. 2,9
ὑπάρχει ἡ μοναδική ἀναφορά
τῆς Καινῆς Διαθήκης στό
«βασίλειον ἱεράτευμα», δηλ. στή λεγόμενη «γενική Ἱερωσύνη».
Ἐκεῖ ὁ ἀπ. Πέτρος (πρβλ. Ἀποκ. 1,6, 5,10), ἀναφέρεται
σέ κάποια βασιλική καί ἱερατική ἰδιότητα, πού ἔχουν
ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
Ταυτίζεται, ὅμως, ἡ αὐτή
«γενική Ἱερωσύνη» μέ τήν «εἰδική Ἱερωσύνη»,
πού συνδέεται μέ τήν τέλεση τῶν Μυστηρίων τῆς
Ἐκκλησίας; Ἀπ’ ὅσα
ἀναφέραμε, φαίνεται ἤδη ὅτι
δέν ταυτίζεται, ἀλλά πρόκειται γιά δύο διαφορετικές πραγματικότητες, πού ὑπάρχουν
παράλληλα στήν Ἐκκλησία καί ἡ μία δέν ἀναιρεῖ
τήν ἄλλη.
Ὅσοι
χρησιμοποιοῦν τό παραπάνω χωρίο, παραβλέπουν τό γεγονός ὅτι
ἐκεῖ ὁ ἀπ. Πέτρος χρησιμοποιεῖ λόγους τῆς
Παλαιᾶς Διαθήκης καί ὄχι δικούς του. Συγκεκριμένα
ἀναφέρεται στό χωρίο Ἔξ. 19,5-6: «ὑμεῖς
δέ ἔσεσθέ μοι βασίλειον ἱεράτευμα
καί ἔθνος ἅγιον», πού σημαίνει ὅτι
«γενική Ἱερωσύνη» («βασίλειον ἱεράτευμα») ὑπῆρχε
καί στήν Π. Διαθήκη. Αὐτή, ὅμως, ἡ Ἱερωσύνη
δέν ἦταν γιά τήν προσφορά τῶν θυσιῶν,
γιά τή λατρεία τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό ὑπῆρχε
καί ἡ ἄλλη Ἱερωσύνη, ἡ «εἰδική»,
ἡ Ἱερωσύνη τοῦ Ἀαρών.
Ὅπως, λοιπόν, στήν Π. Διαθήκη ὑπῆρχε
«γενική» καί «εἰδική» Ἱερωσύνη, ἔτσι
καί στήν Καινή (Ἐκκλησία) ὑπάρχει «γενική» καί «εἰδική»
Ἱερωσύνη. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι
ὅλες οἱ μαρτυρίες τῆς
Ἁγ. Γραφῆς, πού παραθέσαμε, ἀναφέρονται
στήν «εἰδική» Ἱερωσύνη καί ὄχι
στή «γενική».
|
Ἡ Ἱερωσύνη τοῦ Μελχισεδέκ στήν Παλαιά Διαθήκη εἶναι
τῦπος τῆς Ἱερωσύνης τοῦ Χριστοῦ. |
Τί ἀκριβῶς
εἶναι ἡ «γενική Ἱερωσύνη»; Ποιά ἱερατική
ἰδιότητα ἔχουν ὅλα
τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας; Γιά νά τό καταλάβουμε αὐτό,
ἄς θυμηθοῦμε ὅτι
βασικό ἔργο τοῦ Ἱερέως
εἶναι νά προσφέρει θυσίες στόν Θεό. Κάθε Χριστιανός, λοιπόν,
πού ἀνήκει στό βασιλικό καί ἱερατικό γένος
(«βασίλειον ἱεράτευμα»), προσφέρει θυσία στόν Θεό ὁλόκληρο
τόν ἑαυτό του, δηλ. τό σῶμα του, τήν ψυχή του,
τά ἔργα του, τά πάντα. Καί ὁ Θεός τά εὐλογεῖ
αὐτά καί τά ἁγιάζει, ὥστε
ὁ πιστός νά τά ἀπολαμβάνει εὐλογημένα
καί ἁγιασμένα. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια
κάθε Χριστιανός γίνεται Ἱερέας τοῦ ἑαυτοῦ
του. Στή Θ. Λειτουργία ἀκοῦμε τήν προτροπή: «ἑαυτούς καί ἀλλήλους
καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν
Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα», δηλ. τόν ἑαυτό μας καί τούς ἄλλους
(ὅσους ἐξαρτῶνται
ἀπό μᾶς) καί ὁλόκληρη τή ζωή μας ἄς
τήν ἐναποθέσουμε στά χέρια τοῦ Χριστοῦ.
Καί ὁ ἀπ. Παῦλος λέει χαρακτηριστικά:
«παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, ἀδελφοί, ... παραστῆσαι τά σώματα ὑμῶν
θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον
τῷ Θεῷ», δηλ. σᾶς παρακαλῶ,
ἀδελφοί, νά προσφέρετε τούς ἑαυτούς σας θυσία
ζωντανή, ἁγία, εὐάρεστη στόν Θεό (Ρωμ.
12,1). Αὐτή ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἔννοια τῆς «γενικῆς
Ἱερωσύνης».
Τό
πολίτευμα τῆς πρώτης Ἐκκλησίας
Οἱ
Προτεστάντες ἀμφισβητοῦν συνήθως τό πολίτευμα
τῆς ἀρχέγονης Ἐκκλησίας, προβάλλοντας
τόν ἰσχυρισμό ὅτι στήν Κ. Διαθήκη,
δέν ὑπάρχει τό γνωστό σχῆμα Ἐπίσκοπος,
Πρεσβύτεροι, Διάκονοι, ὅτι οἱ ὅροι «πρεσβύτεροι» καί «ἐπίσκοποι» ἐναλλάσσονται
στήν Κ. Διαθήκη, ὅτι ἐπικεφαλῆς τῶν
ἀποστολικῶν Ἐκκλησιῶν
εἶναι συνήθως μιά ὁμάδα «πρεσβυτέρων» καί
ὅτι οὐσιαστικά ἀπουσιάζει ὁ
θεσμός τοῦ Ἐπισκόπου. Πολλές αἱρέσεις ἰσχυρίζονται
ὅτι τό ἐκκλησιαστικό πολίτευμα
μέ τή σημερινή του μορφή εἶναι ἀποτέλεσμα
τῆς «ἀποστασίας τῆς Ἐκκλησίας»!
Ὅμως, σύμφωνα μέ τίς αἱρέσεις αὐτές,
ἡ Ἐκκλησία «ἀποστάτησε» καί ἔγινε
«πόρνη»! (Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ κ.ἄ.) τόν 4ο αἰῶνα ἐπί
ἁγ. Κων/νου, ἁγ. Ἀθανασίου
καί Α' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐνῶ
τό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας μέ τή σημερινή του μορφή (Ἐπίσκοπος,
Πρεσβύτεροι, Διάκονοι) ἔχει ἤδη παγιωθεῖ δύο αἰῶνες
νωρίτερα, στίς ἀρχές τοῦ 2ου αἰῶνα,
ὅπως μαρτυρεῖ σαφῶς
ὁ ἅγ. Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας (50-113
μ.Χ.). Ὁ ἅγ. Ἰγνάτιος ἦταν μαθητής τοῦ
ἀποστόλου Ἰωάννου τοῦ
Θεολόγου, δηλ. ἀνήκει σχεδόν στήν ἀποστολική ἐποχή.
Ὄντως,
στήν Κ. Διαθήκη οἱ ὅροι «πρεσβύτεροι» καί «ἐπίσκοποι» ἐναλλάσσονται
(Πράξ. 20,17-28). Αὐτό δημιουργεῖ πρόβλημα στίς
πληροφορίες μας γιά τό πολίτευμα τῆς πρώτης Ἐκκλησίας,
ὅμως, τό πρόβλημα αὐτό εἶναι
μόνο ἱστορικό καί ὄχι θεολογικό. Αὐτό
πού μᾶς ἐνδιαφέρει εἶναι ἄν
ὑπάρχουν οἱ θεσμοί τοῦ
Ἐπισκόπου, τῶν Πρεσβυτέρων καί τῶν
Διακόνων στήν Κ. Διαθήκη καί ὄχι τά ὀνόματα
μέ τά ὁποῖα ἀναφέρονται. Ὄντως, οἱ
θεσμοί ὑπάρχουν (βλ. σχετικές μελέτες τοῦ
Καθηγητοῦ Γερασίμου Κονιδάρη), ὅσο, ὅμως,
ζοῦσαν οἱ ἅγ.
Ἀπόστολοι, ἐπισκιάζονται ἀπ’
αὐτούς καί δέν προβάλλονται ἰδιαίτερα. Ὅπου
φαίνεται νά ἡγοῦνται τῆς Ἐκκλησίας
«πρεσβύτεροι» (Πράξ. 20, 17), συνήθως μεταξύ αὐτῶν
ὑπερέχει ὁ ἕνας,
ὁ ὁποῖος στίς πηγές τῆς ἐποχῆς
διακρίνεται εἴτε μέ τό ὄνομά του, εἴτε
μέ τόν χαρακτηρισμό «ὁ πρεσβύτερος» (πρβλ. Β' Ἰω. 1,1, Γ' Ἰω.
1). Ἔτσι, κάποιος, ὀνομαζόμενος Διοτρεφής,
«φιλοπρωτεύων» (ἄνθρωπος μέ ἐξουσία) σέ μιά τοπική Ἐκκλησία,
φθάνει σέ σημεῖο νά μήν «ἐπιδέχεται» τόν εὐαγγελιστῆ
Ἰωάννη (Γ' Ἰω. 9-10)! Στήν Ἀποκάλυψη
ὁ ἐπικεφαλῆς κάθε τοπικῆς
Ἐκκλησίας ἀποκαλεῖται
«ἄγγελος» (1,20, 2,1, 2,8 κ.ἄ.). Σέ σύντομο χρονικό
διάστημα ἐπικράτησε ὁ ἕνας
«πρεσβύτερος», ὁ διακρινόμενος ἀπό τούς ἄλλους,
νά ὀνομάζεται «ἐπίσκοπος» καί ὅλοι
οἱ ἄλλοι νά ὀνομάζονται «πρεσβύτεροι».
Γιά τόν βαθμό τοῦ Διακόνου δέν ὑπάρχουν συνήθως ἀμφισβητήσεις.
|
«Οἱ εἴκοσι
τέσσαρες πρεσβύτεροι» τῆς Ἀποκαλύψεως (4,1-11) ἐνώπιον τοῦ Θρόνου τοῦ Θεοῦ. |
Κατά τό ἅγιο
Ἰγνάτιο, ὁ Ἐπίσκοπος
εἰκονίζει τόν Χριστό. Προσφέρει τή Θεία Εὐχαριστία
καί προΐσταται τῆς τοπικῆς
Ἐκκλησίας «εἰς τῦπον
καί τόπον Χριστοῦ». Οἱ Πρεσβύτεροι περιστοιχίζουν τόν Ἐπίσκοπο
«εἰς τῦπον συνεδρίου τῶν Ἀποστόλων».
Τίποτε στήν Ἐκκλησία δέν πρέπει νά γίνεται χωρίς τή γνώμη τοῦ
Ἐπισκόπου. Οἱ Διάκονοι, τέλος, εἶναι
ὑπηρέτες Θεοῦ. «Χωρίς τούτων», δηλ.
χωρίς Ἐπίσκοπο, Πρεσβυτέρους καί Διακόνους, «Ἐκκλησία
οὐ καλεῖται», δηλ. δέν ὑπάρχει
Ἐκκλησία κατά τόν ἅγ. Ἰγνάτιο.
Συμπεράσματα
Ἀπ’
ὅσα ἀναφέραμε φαίνεται σαφῶς ὅτι
ἡ Ἱερωσύνη εἶναι κάτι ἀναγκαῖο
γιά τή σωτηρία μας. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός τήν ἔδωσε
ὡς δῶρο γιά νά σωζόμεθα καί τήν συνέδεσε μέ τόν Ἑαυτό
Του, μέ τήν Ἐνσάρκωσή Του καί μέ τή Θυσία Του πάνω στόν Σταυρό. Σκοπός
της εἶναι νά ἐπιτελεῖται
ἡ «ἀνάμνηση» τῆς Θυσίας τοῦ
Χριστοῦ στή Θ. Λειτουργία, δηλ. νά μεταβάλλονται τά Δῶρα
τῆς Εὐχαριστίας σέ Σῶμα καί Αἷμα
τοῦ Χριστοῦ, γιά νά κοινωνοῦν
οἱ βαπτισμένοι «εἰς ἄφεσιν
ἁμαρτιῶν καί εἰς
ζωήν αἰώνιον». Χωρίς τήν Ἱερωσύνη δέν θά μποροῦσαν
νά τελεσθοῦν ἡ Θ. Λειτουργία καί τά Μυστήρια, ἄρα
κανείς δέν θά μποροῦσε νά σωθεῖ. Ἡ
Ἱερωσύνη εἶναι εἰδικό
«χάρισμα» (Α' Τιμ. 4,14, Β' Τιμ. 1,6), πού δίνεται σέ ὅσους
ἐπιλέγει ὁ Θεός, μέσω τῶν
θεσμῶν τῆς Ἐκκλησίας Του. Τό χάρισμα αὐτό εἶναι
τόσο μεγάλο, ὥστε συνδέεται μόνιμα μέ τά πρόσωπα πού τό λαμβάνουν.
Κανείς δέν μπορεῖ νά τελέσει τά ἔργα τῆς
Ἱερωσύνης, ἄν δέν τοῦ
ἔχει δοθεῖ αὐτό
τό χάρισμα καί ἄν δέν ἔχει κληθεῖ
ἀπό τόν Θεό. Στήν Π. Διαθήκη ὁ Θεός κατέστρεψε, ὅπως
εἴδαμε, ὅσους θέλησαν ἀπό
μόνοι τους, αὐθαίρετα, νά ἀσκήσουν αὐτό
τό ἔργο. Σκιά τῆς πραγματικῆς
Ἱερωσύνης εἶναι ἡ
Ἱερωσύνη τῆς Π. Διαθήκης. Ἡ
σκιά αὐτή «παρῆλθεν», ἀφοῦ
ἔχει ἔλθει ἤδη ἡ
πραγματικότητα. Ἐπειδή μέσω τῆς Ἱερωσύνης
καί τῶν Μυστηρίων ἐπιτελεῖται
ἡ ἀναγέννηση καί ἡ σωτηρία μας, ἀποκαλοῦμε
συνήθως τούς Ἱερεῖς «πατέρες» καί ἐκεῖνοι
μᾶς ἀποκαλοῦν «τέκνα» τους. Οἱ
ἐκφράσεις αὐτές πρέπει νά νοοῦνται
σχετικά καί ὄχι ἀπόλυτα, γιατί ἐκεῖνος,
ὁ ὁποῖος πραγματικά ἀναγεννᾶ
καί σώζει μέσω τῶν Ἱερέων Του εἶναι ἴδιος
ὁ Θεός (Ματθ. 23,8). Αὐτή εἶναι
ἡ σαφέστατη μαρτυρία τῆς Ἁγ.
Γραφῆς (Παλαιᾶς καί Καινῆς
Διαθήκης) γιά τήν Ἱερωσύνη, τήν ὁποία μόνο κάποιος
πνευματικά τυφλός ἀδυνατεῖ νά διακρίνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου