ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
ΙΕΡΕΩΣ
ΣΩΤΗΡΙΟΥ
Ο. ΑΘΑΝΑΣΟΥΛΙΑ
Ὅπως
εἶναι γνωστό, στήν περίοδο τῶν ἑπτά
Οἰκουμενικῶν Συνόδων συζητήθηκαν
εὑρύτατα καί ἔλαβαν τήν ὁριστική
τους μορφή καί διατύπωση τά δύο θεμελιώδη δόγματα τῆς
χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, τό τριαδικό καί τό χριστολογικό. Ὡστόσο,
κατά τήν περίοδο αὐτή
δέν συζητήθησαν μόνο
αὐτά τά δύο δόγματα, ἀλλά
καί διάφορες ἄλλες ὄψεις
τῆς ἀληθείας περί τοῦ Θεοῦ,
οἱ ὁποῖες δέν συνδέονται ἄμεσα,
ἐκ πρώτης ὄψεως τουλάχιστον, μέ τό τριαδικό καί μέ τό
χριστολογικό δόγμα, οὔτε οἱ συζητήσεις γι’ αὐτά
ἔλαβαν εὑρύτατες διαστάσεις. Τό
σημαντικότερο ζήτημα, πού ἀπασχόλησε
τήν Ἐκκλησία στήν
περίοδο αὐτή,
χωρίς ἄμεση σύνδεση μέ τά προαναφερθέντα δόγματα,
ἦταν τό δόγμα τῆς
σωτηρίας. Τό ζήτημα
τῆς σωτηρίας, δηλαδή τό
ἐρώτημα σχετικά μέ τό πῶς σώζεται
ὁ ἄνθρωπος, τέθηκε κυρίως
στή Δύση, ὅπου διαμορφώθηκαν κατά τόν δ' - ε'
μ.Χ. αἰ. δύο μή ὀρθόδοξες θεωρήσεις του.
Τήν
πρώτη ἀπό αὐτές διατύπωσε ὁ
αἱρεσιάρχης Πελάγιος (+420), ὁ ὁποῖος
περιόριζε τό προπατορικό ἁμάρτημα
μόνο στούς Πρωτοπλάστους,
ἀρνούμενος τήν κληρονομική
μετάδοσή του. Κατά τόν Πελάγιο, οἱ
ἀπόγονοι τῶν Πρωτοπλάστων
δέν εἶναι ἔνοχοι στό προπατορικό
ἁμάρτημα, τό ὁποῖο
ἐχρησίμευσε σ’ αὐτούς
μόνο ὡς κακό παράδειγμα.
Ἑπομένως, τό Βάπτισμα
παρέχει ἄφεση μόνο τῶν
προσωπικῶν ἁμαρτιῶν μας καί ὄχι
τῆς προπατορικῆς καί,
κατά συνέπειαν, τό Βάπτισμα τῶν νηπίων
δέν εἶναι ἀναγκαῖο. Ἀφοῦ
τό προπατορικό ἁμάρτημα
δέν κληρονομεῖται, δέν
ἔχει καμία ἐπίδραση
πάνω στόν ἄνθρωπο καί δέν
ἐπέφερε ἐξασθένηση
τῶν φυσικῶν δυνάμεών
του. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ
ἄνθρωπος διαθέτει ὅλες
τίς δυνάμεις καί δυνατότητες γιά τήν σωτηρία του, μέ τίς ὁποῖες
καί μόνο μπορεῖ νά σωθῇ, καί μάλιστα κάνοντας χρήση τοῦ αὐτεξουσίου
του. Ὁ Πελάγιος πίστευε στή δυνατότητα αὐτοσωτηρίας
τοῦ ἀνθρώπου καί στήν ἀπόλυτη δυνατότητα τῆς
ἀνθρώπινης φύσης γιά δικαίωση, μόνο μέ τή δύναμη τῆς
ἐλεύθερης βούλησης καί χωρίς τή Θεία Χάρη καί τή συνεργία
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ Θεία
Χάρη ἐνεργεῖ μόνο ἐπικουρικά
στή σωτηρία, κυρίως μέσῳ τῆς
διδασκαλίας καί τοῦ
παραδείγματος τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Χριστός ἀποτελεῖ
τό καλό παράδειγμα, τό ὁποῖο ἀντισταθμίζει τό κακό παράδειγμα τοῦ
Ἀδάμ. Συνεπῶς, ἀπόλυτος
προορισμός δέν ὑπάρχει, ἀλλά ἰσχύει
ἡ ἀπόλυτη ἐλευθερία τῆς
βουλήσεως. Ὁ σημαντικότερος ἀπό τούς ὁπαδούς
τοῦ Πελαγίου, ὁ
Καιλέστιος (+427), ξεπέρασε τόν δάσκαλό
του, ἰσχυριζόμενος ὅτι ὁ
Ἀδάμ ἦταν φύσει θνητός,
ὅτι ὁ θάνατος εἶναι κάτι
φυσικό στόν ἄνθρωπο καί ὅτι
ὁ νηπιοβαπτισμός δέν
παρέχει ἄφεση ἁμαρτιῶν.
Ἐναντίον
τοῦ Πελαγιανισμοῦ προκλήθηκαν ἔντονες
ἀντιδράσεις στή Δύση.
Στήν Καρχηδόνα συνεκλήθη τοπική
Σύνοδος τό 411, ἡ
ὁποία καταδίκασε τίς ἑπόμενες
πελαγιανικές θέσεις: α) Ὁ Ἀδάμ
δημιουργήθηκε θνητός καί,
κατά συνέπειαν, θά ἀπέθνησκε
εἴτε ἁμάρτανε, εἴτε ὄχι.
β) Ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ ἔβλαψε μόνο τόν
ἴδιο καί ὄχι
ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο
γένος. γ) Τά νήπια
εἶναι στήν ἴδια κατάσταση, στήν ὁποία
ἦταν ὁ Ἀδάμ πρίν τήν πτώση του. δ) Οὔτε
μέ τόν θάνατο ἤ μέ τήν πτώση τοῦ
Ἀδάμ ἀποθνήσκει ὁλόκληρο τό
ἀνθρώπινο γένος, οὔτε
μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ
ἀνίσταται ὁλόκληρο τό
ἀνθρώπινο γένος. ε) Ὁ
νόμος ὁδηγεῖ στήν Βασιλεία τῶν
οὐρανῶν, κατά τόν ἴδιο τρόπο μέ τό
εὐαγγέλιο. στ) Καί πρίν τήν ἔλευση
τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρξαν
ἄνθρωποι χωρίς ἁμαρτίες. Ἄλλη
Σύνοδος στήν Καρχηδόνα τό
418 καταδίκασε ἐκ νέου
τόν Πελαγιανισμό, καί ἐξέδωσε
ὀκτώ σχετικούς κανόνες.
Ὡστόσο,
ἡ ἐπίσημη καταδίκη τοῦ
Πελαγιανισμοῦ ἔγινε στήν Γ' Οἰκουμενική Σύνοδο στήν Ἔφεσο τό 431, ἡ
ὁποία μέ Συνοδική Ἐπιστολή της πρός
τόν Πάπα Ῥώμης Καιλεστῖνο
(422-432), καθώς καί μέ τούς κανόνες της α' καί
δ' καταδίκασε τήν αἵρεση
τοῦ Πελαγίου, χωρίς ὅμως
νά προβεῖ σέ θετική
διατύπωση τοῦ ὀρθόδοξου
δόγματος γιά τή σωτηρία τοῦ
ἀνθρώπου. Ἡ Σύνοδος ἀρκέσθηκε
στίς διατυπώσεις τῶν Συνόδων τῆς Καρχηδόνος,
ἐπικυρώνοντας καί τίς ἀποφάσεις
τους[1].
* *
*
Ἡ
δευτέρη ἀπό τίς παραπάνω μή ὀρθόδοξες ἀντιλήψεις
γιά τή σωτηρία ἀνάγεται στόν ἱερό Αὐγουστῖνο (354-430) καί
συνδέεται μέ τή
διδασκαλία του γιά τόν ἀπόλυτο προορισμό. Ὁ
ἱερός Αὐγουστῖνος φαίνεται
νά δεχόταν, σύμφωνα μέ τίς σωζόμενες πηγές τουλάχιστον, τήν
πλήρη ἀνικανότητα τῆς
ἐλεύθερης βούλησης τοῦ ἀνθρώπου
νά ἐπιλέγει καί νά πράττει τό καλό καί,
κατά συνέπειαν, νά σώζεται. Πίστευε ὅτι,
ἐξ αἰτίας τῶν ἀποτελεσμάτων
τῆς πτώσης τῶν Πρωτοπλάστων,
κάθε ἄνθρωπος ἀπώλεσε
τή δυνατότητα νά
σωθεῖ μέ τίς δικές του δυνάμεις, παρέμεινε
δέ ἐντός του μόνο ἡ
δυνατότητα νά δεχθεῖ
τή σωτηρία ἐξωτερικά,
προσφερόμενη ἀπό κάποιον ἄλλο. Ἡ
σωτηρία εἶναι ἔργο τῆς Θείας
Χάρης, ἀλλά, ἀφοῦ
δέν σώζονται ὅλοι, συνεπάγεται ὅτι
ὑπάρχει γιά τούς σωζομένους ἀπόλυτος προορισμός. Ἡ
Θεία Χάρη παρέχεται σ’ αὐτούς
καί ἐνεργεῖ «ἀκαταγωνίστως»
(«irresistibilis»), ἐνεργεῖ δηλαδή
καταναγκαστικά, χωρίς νά ὑπάρχει δυνατότητα νά ἀποκρουσθεῖ.
Ἐνεργεῖ, βέβαια, ὄχι
χωρίς τή θέληση τοῦ ἀνθρώπου,
μέ τήν ἔννοια ὅτι ἐκείνη
παρασκευάζει καί γεννᾶ
σ’ αὐτόν τή θέληση. Τούς μή
σωζομένους δέν τούς ἔχει
προορίσει ὁ ἴδιος ὁ Θεός
γιά τήν ἀπώλεια, ἀλλ' ἁπλῶς
τούς ἀφήνει νά καταλήξουν μόνοι τους
στήν καταδίκη ἤ
στήν ἀπώλεια, γιά τήν ὁποία
οὕτως ἤ ἄλλως εἶναι ἄξιοι.
Καί αὐτό, ὅμως, εἶναι οὐσιαστικά
προορισμός ἀκόμη καί γιά τούς
μή σωζομένους, κάτι τό ὁποῖο
ὁμολογεῖ κάποιες φορές καί
ὁ ἴδιος ὁ Αὐγουστῖνος[2].
|
Ὁ ἅγιος
Αὐγουστῖνος (354-430), ἐπίσκοπος Ἰππῶνος. Κορυφαία μορφή τοῦ Χριστιανισμοῦ στή
Δύση. Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας, ἄν καί ἔσφαλε σέ κάποια σημεῖα τῆς διδασκαλίας του. |
Γιά
νά ἀποφύγει ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος τά
ὀλέθρια ἀποτελέσματα,
πού προκύπτουν ἀναγκαστικά ἀπό τήν ἀντίληψη
αὐτή γιά τήν πρακτική ζωή τῶν ἀνθρώπων,
ὅπως ἡ ἀπελπισία, ἡ
ἐπίδοση στήν ἁμαρτία
κ.τ.λ., παρατηρεῖ ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά
γνωρίζει σέ τί εἶναι
προορισμένος, παραπέμπει δέ
στίς ἀνεξερεύνητες βουλές τοῦ Θεοῦ
τό γεγονός ὅτι
ὁ Θεός διαφορετικά ἐνεργεῖ
γιά τούς μέν καί διαφορετικά γιά τούς
δέ καί ζητεῖ τήν
ἐμπιστοσύνη στή
δικαιοσύνη, τήν πανσοφία
καί τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ[3]. Ὡστόσο,
οἱ παραπάνω ἀντιλήψεις
ἔχουν ὡς ἀναγκαία
συνέπεια τό ὅτι
ὁ Θεός εἶναι, τελικά, ἡ ἔσχατη
αἰτία τοῦ κακοῦ.
Ἡ
περί σωτηρίας διδασκαλία
τοῦ Αὐγουστίνου δέν
καταδικάστηκε ἐπίσημα ἀπό τήν Ἐκκλησία,
ὅπως ἡ ἀντίστοιχη τοῦ Πελαγίου,
εἶναι, ὅμως, γεγονός
ὅτι καί αὐτή
κινεῖται ἐκτός τῶν ὁρίων τῆς ὀρθόδοξης περί σωτηρίας
ἀντίληψης. Ἡ αὐγουστίνεια
περί σωτηρίας ἀντίληψη
ἐπικράτησε προοδευτικά στή Δύση καί
καλλιεργήθηκε κάτω ἀπό ἰδιαίτερες
ἱστορικές συνθῆκες. Στά βασικά της
σημεῖα υἱοθετήθηκε ἀπό τούς Φράγκους
ἀπό τόν στ' μ.Χ. αἰ., οἱ
ὁποῖοι, μαζί μέ ἄλλες αἱρετικές
ἀντιλήψεις πού ἀποδέχθηκαν ἤ
ἐπινόησαν, προκάλεσαν τήν ἀπομάκρυση
τῆς Δύσης ἀπό
τήν κοινή Παράδοση
τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, μέ ἀναγκαία
κατάληξη τό Μέγα Σχίσμα τοῦ 1054. Σ’ αὐτή
τή διδασκαλία βασίστηκαν μεταγενέστερα κάποιες ἄλλες,
ἐντελῶς ξένες πρός τήν
ὀρθόδοξη, θεωρήσεις τοῦ
περί σωτηρίας δόγματος
στή Δύση, κάποιες ἀπό τίς ὁποῖες
ὑφίστανται μέχρι σήμερα.
Ἀντίθετα, οἱ θεωρήσεις
αὐτές παρέμειναν ἄγνωστες
στήν Ἀνατολή, ἡ
ὁποία ἦταν πάντοτε σταθερά προσηλωμένη
στήν ὀρθόδοξη περί σωτηρίας
ἀντιλήψη, τήν ὁποία θά δοῦμε
στή συνέχεια[4].
Ὡστόσο, δέν ἔλλειψαν
καί στή Δύση φωνές ἐναντίον
τῶν παραπάνω ἀντιλήψεων
τοῦ Αὐγουστίνου. Χαρακτηριστικά, ὁ Βικέντιος
ὁ ἐκ Λειρίνης (+ περί
τό 450) ὁρίζει
τήν Παράδοση ὡς
«ὅ,τι πανταχοῦ, πάντοτε
καί ὑπό πάντων ἐπιστεύθη»
(«quod ubique, quod semper, quod ab omnibus creditum est»[5]), μέ βάση
δέ αὐτή τήν ἀρχή, ἡ διδασκαλία τοῦ
Αὐγουστίνου δέν
ἀνήκει στήν Παράδοση
τῆς Ἐκκλησίας καί, κατά συνέπειαν, εἶναι
ἀπορριπτέα. Ὁ Πελαγιανισμός,
ἀντίθετα, σύντομα ἐγκαταλήφθηκε στή Δύση,
ἡ ὁποία ἔδειξε ζωηρό ἐνδιαφέρον
γιά τήν καταδίκη του. Εἶναι
χαρακτηριστικό, ὅτι μέχρι σήμερα ἡ
Δύση, ἔχοντας τίς αὐγουστίνειες περί
σωτηρίας προκαταλήψεις, βλέπει
στήν Ὀρθόδοξη Πατερική Θεολογία
ἕνα εἶδος κρυπτοπελαγιανισμοῦ[6].
* *
*
Κρίνοντας
τίς παραπάνω περί σωτηρίας ἀντιλήψεις
τοῦ Πελαγίου καί
τοῦ Αὐγουστίνου, παρατηροῦμε
κατ’ ἀρχήν ὅτι καί οἱ
δύο ἔχουν ὡς βάση καί ἀφετηρία
τους τόν ἄνθρωπο καί τήν ἀνθρώπινη βούληση εἰδικότερα,
γιά τήν προσέγγιση καί κατανόηση τῆς ἀνθρώπινης
πτώσης καί σωτηρίας (ἀνθρωποκεντρική κατανόηση τοῦ σχήματος: πτώση -
σωτηρία). Ὡστόσο, κατά τήν Ὀρθοδόξη Παράδοση, ἐκτός
ἀπό τήν ἀνθρώπινη βούληση, ὑπάρχει
καί ἕνας ἄλλος παράγοντας, ὁ ὁποῖος
ἀποτελεῖ κλειδί γιά τήν
κατανόηση αὐτοῦ τοῦ σχήματος καί ὁ ὁποῖος
εἶναι ἡ ἐπενέργεια τοῦ διαβόλου στήν ἀνθρώπινη
πτώση καί σωτηρία. Ὄντως, τόσο κατά τή σχετική διήγηση τῆς
Γένεσης[7],
ὅσο καί κατά τή μαρτυρία τῆς Πατερικῆς
Παράδοσης, ἀλλά καί τῆς Ὀρθόδοξης
ἐκκλησιαστικῆς ὑμνολογίας,
ὁ ἄνθρωπος ἐξέπεσε τοῦ
Παραδείσου «φθόνῳ διαβόλου ἀπατηθείς»[8],
ἡ δέ σωτηρία του περιγράφεται συνήθως ὡς
«ἀγών», «πάλη» ἤ καί «πόλεμος» ἐναντίον
τοῦ διαβόλου. Ἀντίθετα, στίς περί
σωτηρίας ἀντιλήψεις τοῦ Πελαγίου καί τοῦ
ἱεροῦ Αὐγουστίνου ἀπουσιάζει κάθε λόγος
καί ἀναφορά στόν ῥόλο
τοῦ διαβόλου στό
γεγονός τῆς πτώσεως καί τῆς
σωτηρίας. Ὁ Αὐγουστῖνος συμφωνεῖ
μέ τόν Πελάγιο στό ὅτι
τό προπατορικό ἁμάρτημα
εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς βούλησης τοῦ
ἀνθρώπου ἀποκλειστικά[9],
καί ὄχι ἀποτέλεσμα τῆς συνεργασίας
τῆς ἀνθρωπίνης βούλησης μέ τόν διάβολο,
ὁ ὁποῖος ἐξαπάτησε τούς Πρωτοπλάστους,
ὁδηγώντας τους στήν πτώση. Ἰσχυρίζεται,
ἐπίσης, ὁ ἱερός
Αὐγουστῖνος ὅτι
ἡ βούληση τοῦ Ἀδάμ
κληρονομεῖται, κατά κάποιον τρόπο,
ἀπό τούς ἀπογόνους
του[10].
Ὡστόσο, διαφοροποιεῖται ἀπό
τόν Πελάγιο στό ὅτι ἀρνεῖται ὁποιονδήποτε ρόλο στήν
ἀνθρωπίνη βούληση
μετά τήν πτώση.
Τό
γεγονός αὐτό, καθώς καί
ἡ ἀντίληψη ὅτι ὁ
διάβολος δέν εἶχε κάποια ἐπίδραση
ἤ ἐπενέργεια στήν ἀνθρώπινη
πτώση, ὀφείλεται στό ὅτι
«ἡ κοσμολογία τοῦ
Αὐγουστίνου δέν
ἐπέτρεπε νά ὑπάρχουν
βουλήσεις ἀντίθετοι
πρός τήν θείαν θέλησιν»[11].
Ὁ Θεός δέν δημιούργησε, ὅπως
δέχεται ἡ Ὀρθόδοξη
Παράδοση, ἐλεύθερα
ὄντα, τά ὁποῖα,
μέ τήν ἀνοχή τοῦ Θεοῦ, ἐνδέχεται νά ἔχουν
θελήσεις ἀντίθετες πρός
τή θεία θέληση (ὅπως ὁ
ἄνθρωπος μετά τήν
πτώση ἤ ὁ διάβολος). Ὁ σατανᾶς
δέν θεωρεῖται ὡς
ὁ ἀντιτιθέμενος πραγματικά στόν
Θεό καί ὡς «ὁ ἔχων τό κράτος
τοῦ θανάτου»[12],
ἀλλά ἐκλαμβάνεται (πάντοτε
κατά τόν Αὐγουστῖνο καί
τήν μετά ἀπ' αὐτόν
δυτική περί σωτηρίας ἀντίληψη)
ὡς ὄργανο, μέ τό ὁποῖο
ὁ Θεός τιμωρεῖ τόν
ἁμαρτήσαντα ἄνθρωπο. Ἑπομένως,
ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου
στά χέρια τοῦ διαβόλου θεωρεῖται
ὡς τιμωρία ἐκ
μέρους τοῦ Θεοῦ, ὁ θάνατος θεωρεῖται ἐπίσης
ὡς τιμωρία ἐκ
μέρους Θεοῦ καί ὡς κάτι τό φυσικό γιά τόν ἄνθρωπο,
ὁ σατανᾶς θεωρεῖται
ὄργανο τιμωρίας στά χέρια τοῦ Θεοῦ
κ.λπ. Αὐτά σημαίνουν ὅτι,
τελικά, αἴτιος τοῦ κακοῦ
σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις
του εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός,
αἴτιος τοῦ θανάτου
εἶναι πάλι ὁ Θεός,
«ὁ ἔχων τό κράτος
τοῦ θανάτου» εἶναι ὁ
Θεός καί ὄχι ὁ
διάβολος καί, τέλος, ὅ,τι κακό συμβαίνει
στόν κόσμο προέρχεται ἀπό
τό τιμωρητικό θεῖο θέλημα! Ἔτσι, γιά τή δυτική ἀντίληψη,
ἡ σωτηρία δέν
συνίσταται στή συντριβή
τοῦ διαβόλου μέ τήν Ἀνάσταση
τοῦ Χριστοῦ, δέν
εἶναι λύτρωση ἀπό
τόν θάνατο καί τή φθορά, οὔτε θεραπεία
τῆς προσβλημένης ἀπό τόν σατανᾶ
ἀνθρώπινης φύσης, ἀλλά
εἶναι λύτρωση ἀπό
τή θεία ὀργή, ἱκανοποίηση
τῆς προσβλημένης ἀπό τήν ἀνθρώπινη
ἁμαρτία «θείας δικαιοσύνης»
καί ἀλλαγή τῆς στάσης τοῦ Θεοῦ
ἔναντι τοῦ ἀνθρώπου.
* *
*
Ὅπως
εἴδαμε, στή Δύση ἐπικράτησαν κυρίως οἱ
αὐγουστίνειες προκαταλήψεις καί γενικότερα ἡ
αὐγουστίνεια κατανόηση τοῦ δόγματος τῆς
σωτηρίας. Ἡ κατανόηση αὐτή, σέ συνδυασμό μέ
τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τήν Πατερική Παράδοση
τῆς Ἐκκλησίας, ὁδήγησε σέ ἀδιέξοδα,
τά ὁποῖα ἐπιχείρησαν νά ἐπιλύσουν μεγάλοι θεολόγοι
τῆς Δύσης, διατυπώνοντας θεωρίες περί σωτηρίας, μέ βάση, ὅμως,
ἀνθρώπινους συλλογισμούς καί ἔξω ἀπό
τό πνεῦμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Θά δοῦμε
συνοπτικά τρεῖς τέτοιες χαρακτηριστικές θεωρίες γιά τή σωτηρία, πού διατυπώθηκαν
στήν μεταυγουστίνεια θεολογική παράδοση τῆς Δύσης, δηλαδή στήν ἐποχή
τῆς κυριαρχίας τῆς λεγομένης «σχολαστικῆς
θεολογίας».
α) Γιά νά ἑρμηνεύσουν
τήν παραδεδομένη Βιβλική καί
Πατερική διδασκαλία γιά τήν καταπάτηση
τοῦ διαβόλου καί
τοῦ θανάτου μέ τόν Θανάτο καί
τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ
οἱ ἱερός Αὐγουστῖνος (354-430) καί Βερνάρδος ἐκ Claivaux (1090-1153), διατύπωσαν
τήν «περί καταχρήσεως τῆς ἐξουσίας τοῦ σατανᾶ» θεωρία. Σύμφωνα μέ τή
θεωρία αὐτή, ὁ σατανᾶς, ἔχοντας
λάβει ἀπό τόν Θεό τή δικαιοδοσία
πάνω στούς νεκρούς, ὑπερέβη τά ὅρια αὐτῆς
τῆς δικαιοδοσίας καί
παραβίασε τήν τάξη
τῆς ἐξουσίας του, ὅταν ἀποπειράθηκε
νά συλλάβει τόν
Υἱό τοῦ Θεοῦ καί νά Τόν φέρει ἐντός
τῆς δικαιοδοσίας του, μεταξύ τῶν
νεκρῶν, δηλαδή νά Τόν θανατώσει. Ἔτσι, ὁ
διάβολος ἔγινε ἔνοχος
ἄδικης ἀποπείρας
ἐναντίον Δικαίου καί γι’ αὐτό
ὁ Θεός, τιμωρώντας τον, τοῦ
ἀφαίρεσε τούς νεκρούς, τούς ὁποίους κρατοῦσε
στήν ἐξουσία του.
β) Ἔναντι
τῆς παραπάνω περί ἀπολυτρώσεως
διδασκαλίας, ὁ Πέτρος Ἀβελάρδος (1079-1142) διετύπωσε τήν
«ἠθικιστική» θεωρία περί σωτηρίας. Ὁ
Ἀβελάρδος θέτει τό ἐρώτημα: γιατί
ὁ Θεός δέν μπορεῖ μόνο μέ τήν ἐνεργεία
τῆς βούλησής του νά συγχωρήσει
τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων καί νά
τούς ἐλευθερώσει ἀπό
τήν ἐξουσία τοῦ σατανᾶ;
Ἦταν ἀναγκαῖο τό
Πάθος τοῦ Κυρίου
γιά τόν σκοπό αὐτό; Τή λύση τῶν ἐρωτημάτων αὐτῶν
ἀναζήτησε στήν ἠθικιστική
καί συναισθηματική ἑρμηνεία
τῆς ἐπιφάνειας τοῦ Κυρίου.
Σκοπός τῆς ἐπιφάνειας τοῦ Χριστοῦ
ἦταν, κατά τόν
Ἀβελάρδο, ἡ ἀπόδειξη
τῆς θείας ἀγάπης πρός τόν
ἄνθρωπο καί ἡ
διέγερση τῆς ἀντίστοιχης
ἀγάπης πρός τόν Θεό στήν καρδιά τοῦ
ἀνθρώπου. Ἡ ἐνανθρώπηση
τοῦ Λόγου δηλαδή, εἶχε σωτηριολογικό
σκοπό μόνο μέ τήν ἔννοια
ὅτι ὁ Κύριος ἦλθε στόν
κόσμο γιά νά
δώσει τό καλό
παράδειγμα τῆς ἀγάπης
καί τῆς ὑπακοῆς, μέ τίς ὁποῖες
ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μέ τόν Θεό καί
σώζεται. Εἶναι φανερό, ὅτι οἱ
παραπάνω ἀντιλήψεις τοῦ Ἀβελάρδου
προσεγγίζουν καί ταυτίζονται σχεδόν μέ αὐτές τοῦ
Πελαγίου
γ) Οἱ
Ἄνσελμος Καντουαρίας (1033-1109) καί
Θωμᾶς Ἀκινάτης (1225-1274) ὑποστήριξαν
τήν «περί ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης» θεωρία.
Σύμφωνα μέ αὐτή, ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου
ἀποτελεῖ ἄπειρη
προσβολή τοῦ Θεοῦ. Μετά τήν πτώση ἡ προσβληθεῖσα
θεία δικαιοσύνη ἀπαιτοῦσε
ἄπειρη «ἱκανοποίηση»
(«satisfactio»), τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος, ὡς πεπερασμένος, δέν μποροῦσε
νά προσφέρει. Ἡ μόνη δυνατότητα ἦταν
νά τήν προσφέρει, κατά κάποιον τρόπο , ὁ
ἴδιος ὁ Θεός
στόν Ἑαυτό Του. Αὐτό ἔγινε
μέ τό Πάθος καί τόν σταυρικό Θάνατο
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ
Χριστός ἦλθε στόν κόσμο
μέ σκοπό νά ἱκανοποιήσει τή
θεία δικαιοσύνη μέ τό Πάθος
καί τόν Θάνατό Του. Εἶναι φανερό
ὅτι στήν περί
ἀπολυτρώσεως διδασκαλία
τοῦ Ἀνσέλμου ὁ Θεός
ἐκλαμβάνεται ὡς
τιμωρός καί ὡς ἀπαιτών ἄπειρη ἱκανοποίηση,
δηλαδή ἐμφανίζεται ἔχοντας ἀνθρώπινα
πάθη, ἀδυναμίες καί κακίες.
Κατά τήν ἀντίληψη τοῦ Ἀνσέλμου
καί τῶν διαδόχων του, ἡ σωτηρία
τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ
ἐνανθρώπιση τοῦ
Θεοῦ εἶναι ἀνάγκη τῆς θείας
φύσης. Ἡ ἐνανθρώπιση
τοῦ Λόγου μπορεῖ νά
νοηθεῖ ὡς ἀναγκαῖος ὅρος
τῆς ἀπολυτρώσεως τοῦ
ἀνθρώπου μόνο μέ τήν
προϋπόθεση ὅτι ὁ
Θεός ἀπαίτησε ἄπειρη ἱκανοποίηση
γιά τίς ἁμαρτίες
τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Χριστός
ἔπρεπε νά εἶναι
καί Θεός, ἐπειδή μόνο ὡς
Θεάνθρωπος θά μποροῦσε νά
προσφέρει ἄπειρη ἱκανοποίηση.
Ἡ θεωρία τοῦ
Ἀνσέλμου ὁδηγεῖ
ἀναγκαστικά στήν ὑποτίμηση
τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου,
ἡ ὁποία χαρακτηρίζει μέχρι
σήμερα τή Δύση,
ἀφοῦ ὡς κατ' ἐξοχήν
γεγονός τῆς σωτηρίας δέν
ἐκλαμβάνεται πλέον ἡ
«καταπάτηση»[13]
καί συντριβή τοῦ
θανάτου και τοῦ διαβόλου
μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου,
ἀλλά τό Πάθος καί ἡ
Σταύρωση, μέ τά ὁποῖα
προσφέρθηκε, ὑποτίθεται, ἡ ἄπειρη
ἱκανοποίηση στήν
ποσβληθεῖσα θεία δικαιοσύνη.
* *
*
Μέ
βάση τά παραπάνω εἶναι φανερό
ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη περί σωτηρίας
ἀντίληψη εἶναι μία
ἄλλη ἀντίληψη, μέ διαφορετικές προϋποθέσεις, ἡ
ὁποία δέν ἔχει καμία σχέση οὔτε
μέ τήν περί σωτηρίας ἀντίληψη τοῦ
Πελαγίου, οὔτε μέ
αὐτή τοῦ Αὐγουστίνου,
οὔτε μέ τίς μεταγενέστερες τῶν Βερνάρδου
ἐκ Claivaux, Πέτρου Ἀβελάρδου
καί Ἀνσέλμου Καντουαρίας.
Κατά
τήν Ὀρθόδοξη Βιβλική καί Πατερική θεώρηση τοῦ
σχήματος πτώση - σωτηρία, ὁ Θεός μέ ἐλευθερη
πρωτοβουλία Του δημιούργησε ἐλεύθερα ὄντα,
τούς Ἀγγέλους καί τούς ἀνθρώπους, μέ σκοπό νά
συμετέχουν στή Δόξα Του καί νά ἀπολαμβάνουν τήν
μακαριότητά Του. Αὐτό σημαίνει ὅτι, μέ τή θελησή Του, ἀνέχεται
νά ὑπάρχουν καί θελήσεις ἀντίθετες πρός τή δική
Του θεία θέληση. Διαφορετικά, καταργεῖται τό σημαντικότερο δῶρο
Του πρός τά ὄντα αὐτά, τό «αὐτεξούσιον»,
δηλαδή ἡ ἐλεύθερη βούληση. Κάποια ἀπό τά παραπάνω ἐλεύθερα
καί αὐτεξούσια ὄντα, κάνοντας κακή
χρήση τῆς ἐλευθερίας τους, ἐξέπεσαν ἀπό
τή μετοχή τους στή Δόξα τοῦ Θεοῦ
καί ἀπώλεσαν τήν ἀρχική τους
μακαριότητα. Προηγήθηκε ἡ πτώση τοῦ διαβόλου
καί τῶν δαιμόνων, ἡ ὁποία
ὀφείλεται ἀκριβῶς
στήν κακή χρήση
τῆς ἐλευθερίας τους. Ἀπό
τή στιγμή τῆς
πτώσης του ὁ σατανᾶς
εἶναι ὁ πράγματι ἀντιτιθέμενος
στόν Θεό, «ὁ ἔχων τό κράτος
τοῦ θανάτου»[14],
ἀλλά καί ὁ
αἴτιος τοῦ θανάτου.
Ἀκολούθησε
ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου,
ἡ ὁποία εἶναι, ἐπίσης,
ἐλεύθερη ἐπιλογή
του, ὀφείλεται, ὅμως, σέ δύο
αἰτίες. Ἡ πρώτη εἶναι ὁ
διάβολος, ὁ ὁποῖος
ἐξαπάτησε τόν ἄνθρωπο
ἀπό φθόνο, καί ἡ δεύτερη αἰτία
εἶναι ἡ ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἀνθρώπου,
ἡ ὁποία συνεργάσθηκε μέ τόν διάβολο
καί ἔκανε ἀποδεκτή τήν «προσφορά»
του. Τό δένδρο «τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν»[15], ἀλλά καί ἡ
ἀπαγορευτική ἐντολή τοῦ
Θεοῦ πρός τούς Πρωτοπλάστους νά μήν φᾶνε
ἀπό τούς καρπούς αὐτοῦ
τοῦ δένδρου, ἀπέβλεπαν ἀκριβῶς
στήν ἐξασφάλιση καί στή δοκιμασία τῆς
ἀνθρώπινης ἐλευθερίας: ὁ
ἄνθρωπος, ἄν ἤθελε
νά ἀπορρίψει τόν Θεό καί νά ἀρνηθεῖ
τά ἀγαθά Του, μποροῦσε νά φάει ἀπό
τόν ἀπαγορευμένο καρπό. Ἡ πτώση
συνίσταται στήν ἀπομάκρυνση
τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τή θεία ζωή καί
στήν ὑποδούλωσή του στόν διάβολο,
μέ ἀναγκαῖα ἐπακόλουθα
τήν ἀσθένεια τῆς ἀνθρώπινης
φύσης καί τήν κυριαρχία
τοῦ κράτους τοῦ θανάτου.
Ὁ θάνατος ἦταν ἡ
πρώτη καί σπουδαιότερη συνέπεια τῆς πρώσης, σύμφωνα μέ
τήν προειδοποίηση τοῦ ἰδιου τοῦ Θεοῦ[16].
Αἴτιος
τοῦ κακοῦ, γενικά, εἶναι
ὁ διάβολος, ἀλλά καί ὁ
ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος
συνεργάστηκε μέ τόν διάβολο, καί σέ καμία περίπτωση ὁ
Θεός. Αἴτιος τοῦ κακοῦ
στή φύση εἰδικότερα εἶναι ὁ
ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος
μέ τήν πτώση του συμπαρέσυρε καί
τόν φυσικό κόσμο
στήν πτώση καί τόν ὑπέταξε
στή φθορά. Τό προπατορικό ἁμάρτημα δέν εἶναι
αὐστηρά προσωπικό, ὅπως στήν περίπτωση τῶν
Ἀγγέλων, κατά τήν ὁποία ἐξέπεσαν
καί ἔγιναν δαίμονες μόνο ὅσοι ἀπό
τούς Ἀγγέλους ἁμάρτησαν. Ἡ
μετάδοση τοῦ προπατορικοῦ
ἁμαρτήματος ὀφείλεται
στό ὅτι ὅλοι οἱ ἀπόγονοι
τοῦ Ἀδάμ κληρονομοῦν τήν
ἀρρωστημένη φύση του, στήν
ὁποία εἰσῆλθαν ἡ φθορά,
ἡ ἁμαρτία, τά πάθη καί ὁ θάνατος. Ἡ
φύση αὐτή εἶναι ἡ μεταπτωτική, γιατί ὅλοι οἱ
ἀπόγονοι τοῦ Ἀδάμ
γεννήθηκαν μετά τήν πτώση, ὅλοι κληρονόμησαν τήν
πεσοῦσα (καί ὄχι τήν προπτωτική)
φύση του καί ὅλοι ἔχουν ἀνάγκη
λύτρωσης ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα καί τίς
συνέπειές του.
Ἐπειδή,
ὅπως εἴδαμε, ἡ
εὐθύνη τῆς ἀνθρώπινης
πτώσης δέν βαρύνει ἐξ ὁλοκλήρου τόν ἄνθρωπο, ἀλλά
πρωτίστως τόν διάβολο, καί ἐπειδή «ὁ
Θεός ἀγάπη ἐστί»[17]
καί δέν ἀνεχόταν νά βλέπει «ὑπό τοῦ
διαβόλου τυραννούμενον τό γένος τῶν ἀνθρώπων»[18],
εἶχε ἤδη ἑτοιμάσει καί ἐφάρμοσε ἕνα
σχέδιο σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, τό ὁποῖο
ὀνομάζεται «Θεία Οἰκονομία» καί τοῦ
ὁποίου κέντρο εἶναι ἡ
Ἐνσάρκωση τοῦ Υἰοῦ
καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος δέν ἦταν
δυνατό νά σωθεῖ μόνος
του καί μέ τίς δικές του δυνάμεις. Ἔπρεπε
νά πραγματοποιηθεῖ ἡ
Ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ
καί Λόγου τοῦ Θεοῦ,
γιά νά καταστραφεῖ ὁ
σατανᾶς καί νά ἀπαλλαγεῖ ὁ
ἄνθρωπος ἀπό τό κράτος
τοῦ θανάτου. Ἡ καταπάτηση
τοῦ διαβόλου ἔγινε
μέ τόν Θάνατο καί ἰδιαίτερα μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ
Κυρίου. Μετά τήν Ἀνάσταση καί ἀφοῦ
οὐσιαστικά ἔχει συντριβεῖ
ὁ ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπινου
γένους, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ πλέον νά οἰκειοποιηθεῖ
τά ἀποτελέσματα τοῦ ἔργου
τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλά,
καί ἡ οἰκειοποίηση τῶν ἀποτελεσμάτων
τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου
τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τῆς
ἀντικειμενικά δεδομένης σωτηρίας, δέν εἶναι
ἔργο τῆς ἐλεύθερης
θέλησης τοῦ ἀνθρώπου ἀποκλειστικά. Ἀπολύτως
ἀναγκαία γιά
τή σωτηρία εἶναι
καί ἡ Θεία Χάρη, χωρίς τήν ὁποία
τίποτε δέν μπορεῖ
νά ἐπιτύχει ὁ ἄνθρωπος. Ἡ Θεία Χάρη παρέχεται
κυρίως ἀπό τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας,
πού σημαίνει ὅτι ἀναγκαῖος ὅρος
τῆς σωτηρίας εἶναι ἡ
ἔνταξη στό σῶμα τῆς
Ἐκκλησίας καί ἡ ἐκκλησιαστική
- μυστηριακή ζωή. Ἡ σωτηρία δέν
συνίσταται στή λύτρωση ἀπό
τή θεία ὀργή, ὅπως πιστεύει ἡ
δυτική παράδοση, ἀλλά στή λύτρωση
ἀπό τόν θάνατο καί τή φθορά, στήν
ἀπελευθέρωση ἀπό
τήν καταδυναστεία τοῦ διαβόλου καί
στή θεραπεία τῆς
προσβληθείσας ἀπό τόν σατανᾶ ἀνθρώπινης
φύσης.
Ἰω.
Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου
Καθολικῆς Ἐκ-κλησίας,
τ. Ι, ἐν Ἀθήναις 19602, σ. 151-152.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου