ΤΕΥΧΟΣ
50 ΤΡΙΠΟΛΙΣ ΜΑΪΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2007
Η ΤΙΜΗ
ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΑΙΡΕΣΕΙΣ
Αἱρέσεις καί εἰκονοκλαστική
πραγματικότητα
Χαρακτηριστικό στοιχεῖο
τῆς Ὀρθόδοξης πίστης καί ζωῆς εἶναι
ἡ τιμή πρός τίς ἱερές Εἰκόνες.
Πράγματι, κανείς δέν μπορεῖ νά φαντασθεῖ
τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία χωρίς Εἰκόνες.
Ἄν αὐτές ἀφαιρεθοῦν, τότε ἡ
Ἐκκλησία παύει νά εἶναι Ἐκκλησία,
στή συνείδηση τουλάχιστον τοῦ πληρώματός της.
Ἀπό
τήν ἄλλη πλευρά, ὅπως ἔχει
ἐπανειλημμένα διαπιστωθεῖ, τὸ
πνεῦμα τῆς ἐποχῆς μας εἶναι γενικά εἰκονοκλαστικό.
Δέν ἀποδέχεται τίς ἱερές Εἰκόνες,
δέν τίς συμπαθεῖ καί τίς ἀπορρίπτει. Ὁ
σύγχρονος ἄνθρωπος, ἄν καί τόν περιβάλλει
μιά εἰκονική πραγματικότητα, ἄν καί ἀποκτᾶ
γνώση τῶν παγκόσμιων γεγονότων ἀπό ἕνα
πλῆθος εἰκόνων καί πληροφοριῶν,
πού τοῦ προσφέρουν τά σύγχρονα ἠλεκτρονικά μέσα, κατά
βάθος διαπνέεται μᾶλλον ἀπό εἰκονοκλαστικό
(=εἰκονομαχικό) πνεῦμα. Ἀπορρίπτει
τίς Εἰκόνες μέ τήν Ὀρθόδοξη ἔννοια,
δηλ. ὡς σύμβολα τῆς πραγματικῆς
παρουσίας τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο. Ἀποστρέφεται τά ἱερά
σύμβολα γενικά, τούς ἐκκλησιαστικούς θεσμούς, τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία
καί ὅλα ὅσα ἀποτελοῦν Εἰκόνες
τοῦ Θεοῦ μέ τήν εὐρύτερη ἔννοια.
Τέλος, κατακερματίζει τό ἴδιο του τό πρόσωπο, πού ἔχει δημιουργηθεῖ
«κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ, ὅπως
πιστεύουμε.
Σύμπτωμα τῆς
ἐποχῆς μας εἶναι, βέβαια, καὶ
οἱ σύχρονες αἱρέσεις. Ὅλες
σχεδόν ἀντανακλοῦν τό εἰκονοκλαστικό
της φρόνημα: εἴτε ἁπλά ἀπορρίπτουν τίς ἱερές Εἰκόνες,
εἴτε πολλές φορές τίς καταπολεμοῦν.
Ἐκτός ἀπό κάποιες παραδοσιακές
ὁμολογίες (Ρωμαιοκαθολικισμός κ.ἄ.)
σπάνια συναντᾶ κανείς χριστιανική ὁμάδα (αἵρεση),
πού νά δέχεται καί νά τιμᾶ τίς Εἰκόνες.
Τό φαινόμενο δέν εἶναι,
βέβαια, σύγχρονο. Γιά ὅσους γνωρίζουν λίγο ἱστορία, ἡ
Εἰκονομαχία συνετάραξε τήν Ἐκκλησία γιά ἐξαιρετικά
μεγάλο χρονικό διάστημα: πάνω ἀπό ἕναν
αἰῶνα διατηρήθηκε ἡ διαμάχη γιά τίς ἱερές
Εἰκόνες (730-843 μ.Χ.). Ὅλα τά ἐπιχειρήματα,
πού χρησιμοποιοῦνται σήμερα ἐναντίον τους εἶχαν
χρησιμοποιηθεῖ καί τότε, καί μάλιστα πολύ περισσότερα καί πολύ πιό οὐσιαστικά.
Οἱ ἡγέτες τῶν σύγχρονων αἱρέσεων
δέν ἔκαναν τουλάχιστον τόν κόπο νά τά μελετήσουν καί νά
προβληματιστοῦν, οὔτε βέβαια τίς ἀπαντήσεις τῶν
ἁγίων Πατέρων καί τῶν ἱερῶν
Συνόδων ἐπί τοῦ θέματος (ἔνδειξη
τοῦ πόσο ἐπιφανειακά ἀντιμετωπίζονται
σοβαρά θέματα, ὅπως ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου
μέ τόν Θεό καί τό πρόβλημα τῆς σωτηρίας του). Ἐπειδή,
ὅμως, τό θέμα τίθεται κατά καιρούς ἀπό
κάποιες αἱρέσεις, ἀλλά καί ὡς
ἀπάντηση στό εἰκονοκλαστικό φρόνημα τῆς
ἐποχῆς μας θεωρήσαμε σκόπιμο νά ἀφιερώσουμε τό παρόν τεῦχος
στό θέμα τῶν ἁγίων Εἰκόνων.
Ἡ Εἰκονομαχία ὡς σταθμός τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας
Εἶναι
ἀλήθεια ὅτι ἡ
Ἐκκλησία κατά τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες
δέν χρησιμοποιοῦσε Εἰκόνες. Πρόκειται, ὅμως, γιά τήν ἐποχή
τῶν μεγάλων διωγμῶν τοῦ
Χριστιανισμοῦ, πού κάτι τέτοιο ἦταν ἀδιανόητο.
Παρά ταῦτα, ἀντί Εἰκόνων χρησιμοποιοῦσε
διάφορα σύμβολα ἤ συμβολικές παραστάσεις, μέ τίς ὁποῖες
εἰκονιζόταν συνήθως ὁ Κύριος, πολλές ἀπό
τίς ὁποῖες σώζονται μέχρι σήμερα στίς κατακόμβες. Ὁ
Σταυρός, τό μονόγραμμα ΧΡ, ὁ ΙΧΘΥΣ, ἡ
παράσταση τοῦ Καλοῦ Ποιμένος («ἐγώ
εἰμι ὁ ποιμήν ὁ καλός», Ἰω.
10, 11), τῆς Ἀμπέλου («ἐγώ εἰμι
ἡ ἄμπελος», Ἰω. 15, 5) κ.ἄ.
εἶναι οἱ πρῶτες
Εἰκόνες τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅποιος τίς ἔβλεπε δύσκολα μποροῦσε
νά ἀντιληφθεῖ τί συμβόλιζαν.
Παράλληλα ὑπῆρχε ἰσχυρή παράδοση ὅτι ὁ
Εὐαγγελιστής Λουκᾶς κατασκεύασε τίς πρῶτες
Εἰκόνες τῆς Θεοτόκου. Αὐτές
θά κυκλοφοροῦσαν προφανῶς μέ ἄκρα
μυστικότητα μεταξύ τῶν πρώτων Χριστιανῶν. Ὅταν,
ὅμως, ἡ Ἐκκλησία
βγῆκε ἀπό τίς κατακόμβες καί ἡ λατρεία της ἔγινε
ἐλεύθερη, ἄρχισε πλέον νά
χρησιμοποιεῖ ἄφοβα τίς Εἰκόνες (ἤδη
ἀπό τόν γ' μ.Χ. αἰ.). Τόν δ' μ.Χ. αἰ.
ἡ χρήση τῶν Εἰκόνων
εἶχε ἤδη προσλάβει εὐρύτατες διαστάσεις ὄχι
μόνο στούς Ναούς, ἀλλά καί στά σπίτια τῶν Χριστιανῶν,
ὅπως μαρτυρεῖ ὁ
Μέγας Βασιλειος καί ἄλλοι.
Ἡ
Εἰκοναμαχία ξέσπασε σχεδόν ξαφνικά τό 726 ἤ
730 μ.Χ. μέ διάταγμα τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος Γ' τοῦ Ἰσαύρου
(717 - 741). Δέν γεννήθηκε ἤ ἀναπτύχθηκε
ἐντός τῆς Ἐκκλησίας,
ὅπως ἄλλες αἱρέσεις παλαιότερα, ἀλλ’
ἐπεβλήθη ἀπό τήν Πολιτεία διά τῆς
βίας (ὅπως ἀφαιρέθηκε τό θρήσκευμα ἀπό τίς ταυτότητες στίς
μέρες μας: ἡ ἱστορία, καθώς φαίνεται, ἐπαναλαμβάνεται!). Αἰτία
της ἦταν τό ἀρνητικό κλῖμα
γιά τίς Εἰκόνες πού καλλιεργοῦσαν διάφοροι αἱρετικοί
στά ἀνατολικά σύνορα τῆς αὐτοκρατορίας,
ἀπ’ ὅπου προερχόταν ὁ αὐτοκράτορας,
καθώς ἐπίσης καί κάποιες ἀνεπίτρεπτες ὑπερβολές
στήν τιμή τῶν ἁγίων Εἰκόνων. Ὁ
Λέων, ἀφοῦ προετοίμασε γιά μιά ὁλόκληρη δεκαετία τό ἔδαφος
καί ἀφοῦ βρῆκε τά ἐρείσματα πού ἀναζητοῦσε
σέ κάποιους κληρικούς, διακήρυξε ὅτι οἱ
Εἰκόνες «εἰδώλων τύπον ἀναπληροῦσι
καί οἱ προσκυνοῦντες αὐτάς
εἰδωλολάτραι» (οἱ Εἰκόνες
εἶναι κάτι ἀνάλογο μέ τά εἴδωλα
καί ὅσοι τίς προσκυνοῦν εἶναι
εἰδωλολάτρες). Ἡ τιμή τῶν
Εἰκόνων ὁδηγεῖ,
δῆθεν, στήν εἰδωλολατρία, γι’ αὐτό
καταργοῦσε τήν προσκύνησή τους καί διέτασσε τήν καταστροφή τους. Ὁ
τότε Πατριάρχης ἅγιος Γερμανός (715 - 730) ἀντέδρασε ἔντονα,
μέ ἀποτέλεσμα νά καθαιρεθεῖ καί ὑποστεῖ
σκληρούς διωγμούς. Ὁ διάδοχός του ἦταν ἐπιλογή
τοῦ αὐτοκράτορα καί ἦταν, βέβαια, εἰκονομάχος.
Κατά τόν αὐτοκράτορα καί τούς συνεργάτες του (κυρίως στρατιωτικούς), ἡ
τιμή τῶν Εἰκόνων δέν θεμελιώνεται στήν Ἁγ.
Γραφή, ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τό πνεῦμα
της καί ἀπορρίπτεται (δῆθεν) ἀπό
τήν Παράδοση καί τίς Οἰκουμενικές
Συνόδους, πού δέν τήν ἀναφέρουν. Ἐπίσης,
ἡ φύση τοῦ Θεοῦ
εἶναι ἀόρατη καί δέν εἶναι δυνατό
νά ἐξεικονισθεῖ.
Ὁ
υἱός καί διάδοχος τοῦ Λέοντος Κωνσταντῖνος
Ε' ὁ Κοπρώνυμος (741 - 755) ἦταν
πολύ πιό ἀκραῖος Εἰκονομάχος. Κατηγοροῦσε ὡς
αἱρετικούς Νεστοριανούς ὅσους τιμοῦσαν
τήν Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ,
γιατί, ἀπεικονίζοντας τήν ἀνθρώπινη φύση Του, τήν
διαχώριζαν, δῆθεν, ἀπό τή θεία. Ἄν
πάλι ἰσχυρίζονταν ὅτι ἐξεικονίζουν
τό ἕνα πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ,
τούς κατηγουροῦσε ὡς αἱρετικούς Μονοφυσῖτες, πού συνέχεαν τίς δύο
φύσεις τοῦ Κυρίου. Ἐπί πλέον ὁ
εἰκονομάχος αὐτοκράτορας πίστευε ὅτι
ἡ τιμή τῶν Εἰκόνων ἀντιτίθεται στήν πνευματική
λατρεία τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν
τὰ ἱερά πρόσωπα ἐξεικονίζονται «ἐν
κοινῇ καί ἀτίμῳ ὕλῃ», μειώνεται ἡ δόξα τους καί ὑβρίζεται
τό μεγαλεῖο τους, ἡ δέ
ἐμφάνιση τῶν Εἰκόνων
ὀφείλεται, δῆθεν, στήν
αὐθαιρεσία καί
τήν αἰσχροκέρδια τῶν
κατασκευαστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπιχειροῦν μέ τά βέβηλα χέρια
τους νά ἐξεικονίσουν ὅσα
πιστεύουμε μέσα στήν καρδιά μας.
Σέ κάποια στιγμή
ἔξαρσης τοῦ φανατισμοῦ
ὁ αὐτοκράτορας ἀπαγόρευσε ἀκόμη
καί τίς προσευχές στούς Ἁγίους, τήν τιμή
τῶν ἁγίων λειψάνων καί
τίς προσευχές στή Θεοτόκο. Τό 754 μ.Χ.
συνεκάλεσε μιά σύνοδο, στήν ὁποία ἐπέβαλε
μέ τή βία τίς ἀπόψεις του. Ἀμέσως ἀκολούθησε
σκληρός διωγμός τῶν Ὀρθοδόξων καί ἀπόπειρα ἐπιβολῆς
τῆς Εἰκονομαχίας διά τῆς βίας καί τοῦ
στρατοῦ. Οἱ Εἰκόνες κατεστρέφοντο, ἐνῶ
οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχες καί
Ἐπίσκοποι εἶχαν ἤδη
ἐκδιωχθεῖ. Πολλοί ἀντιδροῦσαν
καί μάλιστα οἱ Μοναχοί, μέ ἀποτέλεσμα
ἡ Εἰκονομαχία νά ἐξελιχθεῖ
σέ διωγμό ἐναντίον τῶν Μοναχῶν: ὅσοι
κατεῖχαν Εἰκόνα
ἤ περιέθαλπαν Μοναχό ἐδιώκοντο.
Στήν αὐτοκρατορία προκλήθηκαν ἐκτεταμένες
ἀναταραχές, πού ἔλαβαν τή
μορφή ἐμφύλιας σύρραξης.
Τά πράγματα ἐξομαλύνθηκαν
ὅταν ἡ ἐξουσία ἦλθε στά χέρια τῆς
ἁγίας Εἰρήνης τῆς
Ἀθηναίας (797-802 μ.Χ.). Ἡ ἁγία
Εἰρήνη συνεκάλεσε τήν Ζ' Οἰκουμενική Σύνοδο στή
Νίκαια τῆς Βυθινίας τό 787 μ.Χ., προκειμένου νά δοθεῖ
λύση στό ζήτημα τῶν ἁγίων Εἰκόνων. Ἡ
Σύνοδος καταδίκασε τήν Εἰκονομαχία καί διετύπωσε τήν Ὀρθόδοξη ἄποψη
γιά τίς Εἰκόνες, μέ βάση κυρίως τή διδασκαλία τοῦ
ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ.
Ἔτσι ἔληξε ἡ πρώτη φάση τῆς
Εἰκονομαχίας. Ἀκολούθησε, ὅμως,
καί δεύτερη φάση, ὅταν ἀνῆλθαν στόν θρόνο νέοι Εἰκονομάχοι αὐτοκράτορες,
οἱ Λέων Ε' ὁ Ἀρμένιος
(813 – 820), Μιχαήλ Β' ὁ Τραυλός
(820 – 829) καί Θεόφιλος (829 – 842). Ἡ φάση αὐτή
ἦταν πιό ἤπια καί ἔληξε
τό 843 μ.Χ. μέ τήν ἐπίσημη ἀναστήλωση τῶν
ἁγίων Εἰκόνων, ἐπί
τῶν εὐσεβῶν αὐτοκρατόρων Μιχαήλ Γ' (842 - 867) καί Θεοδώρας. Τό γεγονός
αὐτό ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία
μας κάθε χρόνο τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας.
Τό εἰκονομαχικό φρόνημα τῶν σύγχρονων αἱρέσεων
Οἱ
πνευματικοί ἀπόγονοι τῶν τότε Εἰκονομάχων,
οἱ σύγχρονοι αἱρετικοί, κινοῦνται
στά ἴδια πλαίσια τῆς ἀπορρίψεως
τῶν ἁγίων Εἰκόνων. Ἄς
δοῦμε κάποια ἐνδεικτικά παραδείγματα
ἀπό τόν χῶρο τους.
Ὅπως
εἶναι γνωστό, ὁ Προτεσταντικός κόσμος
ἀπέρριψε ὅλα σχεδόν τά περί Ἐκκλησίας,
Μυστηρίων, θείας λατρείας κ.λ.π. Τό πλῆθος τῶν
Προτεσταντικῶν αἱρέσεων, πού προῆλθε ἀπό
ἀντίδραση στίς μεσαιωνικές ὑπερβολές τοῦ
Παπισμοῦ καί συνεχίζει νά πολλαπλασιάζεται μέχρι σήμερα, ἀπορρίπτει
τίς ἱερές Εἰκόνες καί τήν τιμή
τους. Κάποιοι ἁπλῶς τίς ἀνέχονται γιά τή
διακόσμηση «τῶν ὑέλων (παραθύρων - τζαμιῶν) τῶν
ναῶν» (Χρ. Ἀνδρούτσου, Συμβολική, ἔκδ.
Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη, σ. 403). Γενικά οἱ Προτεστάντες ἔχουν
μεταβάλλει τούς Ναούς ἀπό χώρους λατρείας σέ αἴθουσες καί σχολές γιά
τή μελέτη τῆς Ἁγ. Γραφῆς καί τό κήρυγμα. Ἐκεῖ
λατρεία τοῦ Θεοῦ οὐσιαστικά δέν ὑπάρχει. Οὔτε,
βέβαια, «ἀντικείμενα λατρείας», ὅπως οἱ
Εἰκόνες. Κάποιοι ἄλλοι πιστεύουν ὅτι
κάθε καθορισμένος τύπος λατρείας (συμπεριλαμβανομένων καί τῶν
Εἰκόνων) δεσμεύει τό Ἅγ. Πνεῦμα
- δέν τό ἀφήνει νά ἐνεργήσει! Ἴσως
δέν συνάντησαν ποτέ στήν Ἁγ. Γραφή, πού τόσο τιμοῦν, τό «πάντα εὐσχημόνως
καί κατά τάξιν γινέσθω» (Α' Κορ. 14, 40) τοῦ ἀπ.
Παύλου.
Οἱ
Πεντηκοστιανοί τῶν ἡμερῶν μας, ὡς ἐξέλιξη
ἤ μορφή τοῦ Προτεσταντισμοῦ,
τηροῦν τήν ἴδια ἀκριβῶς
στάση. Ἡ «Ἐλευθέρα Ἀποστολική Ἐκκλησία
τῆς Πεντηκοστῆς», ἡ
πιό γνωστή πεντηκοστιανή αἵρεση, ἀπορρίπτει
τήν τιμή τῶν ἁγίων Εἰκόνων, τοῦ
Σταυροῦ, τίς πρεσβεῖες τῶν
Ἁγίων, τά Μνημόσυνα, τήν εἰδική Ἐξομολόγηση
κ.ἄ. (Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου, Ἐγχειρίδιο αἱρέσεων
καί παραθρησκευτικῶν ὁμάδων, Ἀθήνα 1994, σ. 214). Τό
ἴδιο καί οἱ ἄλλοι
Πεντηκοστιανοί. Γι’ αὐτούς, ἡ σωτηρία εἶναι
γεγονός τῆς στιγμῆς: ὅταν
πεῖ κάποιος «πιστεύω καί ἀποδέχομαι τόν Χριστό
σάν σωτῆρα καί λυτρωτή μου» τή στιγμή ἀκριβῶς
ἐκείνη ἀναγεννᾶται
καί ἔχει κατ’ εὐθείαν ἐπικοινωνία
μέ τό «ἅγιο πνεῦμα». Ὅλα
τά ἄλλα (Σταυρός, Εἰκόνες κ.λ.π) εἶναι
μᾶλλον ἐμπόδια στή σωτηρία.
Δέν εἶναι ἀνάγκη νά εἰσέλθει ἀπό
τή «στενή πύλη», οὔτε νά βαδίσει «τήν τεθλιμμένη ὁδό»,
ὅπως εἶπε ὁ
Κύριος (Ματθ. 7, 13-14).
Παρόμοιες εἶναι
καί οἱ ἀντιλήψεις τῶν Μαρτύρων τοῦ
Ἰεχωβᾶ. Πιστεύουν ὅτι οἱ
Εἰκόνες εἶναι εἴδωλα
καί διερωτῶνται: «ἄν ὁ
Θεός ἐπιδοκίμαζε τή χρήση τους «δέν θά ἄφηνε
ἕναν ἀπό τούς προφῆτες του νά τόν ἰδῆ
καί νά κάμη τήν περιγραφή του στή Γραφή;» (Σκοπιά 1974, σ. 587). Ὅμως,
τόν Θεό τόν εἶδαν πολλοί Προφῆτες, καί κάνουν περί Αὐτοῦ
λόγο στήν Ἁγ. Γραφή, ὅπως ὁ
Δανιήλ (7, 9-13) κ.ἄ. Ἡ αἵρεση ἰσχυρίζεται ὅτι
«ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ
ἀπηγόρευσε τήν κατασκευή εἰκόνων ὡς
ἀντικειμένων λατρείας» (αὐτόθι) καί ὅτι
ὁ Θεός δέν ἐπιδοκιμάζει τίς Εἰκόνες
«ὡς ὁρατή βοήθεια στή λατρεία μας» (Σκοπιά 1964, σ. 246), δίνει
μάλιστα ἐντολή στούς ὁπαδούς της νά κάψουν
τίς Εἰκόνες ἀκόμη κι ἄν
οἱ οἰκεῖοι τους τίς εὐλαβοῦνται
(Ξύπνα 8/5/1992, σ. 29). Κάποτε ἡ αἵρεση
ἀναγκάζεται νά παραδεχθεῖ ὅτι
«ὁ λαός τοῦ Θεοῦ
στούς Βιβλικούς χρόνους εἶχε εἰκόνες, ἀλλά δέν τίς προσκυνοῦσαν»
καί ὅτι «δέν εἶναι ὅλες
οἱ εἰκόνες εἴδωλα» (Ξύπνα 8/3/1964,
σ. 6, Σκοπιά 1/2/1981, σ. 28). Ἄλλοτε πάλι ἀποδέχεται
ὅτι ἡ ἀπαγόρευση τοῦ Θεοῦ
δέν ἦταν ἀπόλυτη (Σκοπιά 1966, σ. 190) καί ὅτι
ἡ προσκύνηση ὡς πράξη σεβασμοῦ
ἐπιτρέπεται, ὄχι ὅμως
ἡ προσκύνηση ὡς Θεότητα, ἡ
ὁποία ἐπιτρέπεται μόνο στόν
Θεό (Σκοπιά 1971, σ. 253, Διάλογος, σ. 86). Τέλος, ἀναγκάζεται
νά ὁμολογήσει ὅτι σέ κατακόμβη τοῦ
β' αἰῶνος βρέθηκαν Εἰκόνες (Σκοπιά 1962, σ.
318). Παρά ταῦτα ἡ ἄρνηση τῶν ἁγίων
Εἰκόνων συνεχίζει νά κυριαρχεῖ στήν αἵρεση
τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ
Ἡ Ὀρθόδοξη ἀντίληψη περί τῶν ἁγίων Εἰκόνων
Ἡ
Ὀρθόδοξη ἀντίληψη περί τῶν
ἁγίων Εἰκόνων, ὅπως
διατυπώθηκε καί διευκρινίστηκε ἀπό μεγάλους Ἁγίους
τῆς ἐποχῆς τῆς Εἰκονομαχίας (Ἰωάννη Δαμασκηνό,
Θεόδωρο Στουδίτη κ.ἄ.) καί ἀπό τούς Πατέρες τῆς
Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, μπορεῖ
νά συνοψιστεῖ στά ἑξῆς:
α) Ἡ
φύση τοῦ Θεοῦ εἶναι, βέβαια, ἀπρόσιτη καί ἀόρατη,
γι’ αὐτό ποτέ δέν εἰκονίζεται. Μέ τίς ἱερές
Εἰκόνες δέν ἐπιχειροῦμε
νά περιγράψουμε ἤ νά εἰκονίσουμε τή φύση καί
τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ.
Τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅμως,
εἰκονίζεται, ἐπειδή ὁ
Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος, ὁρατός
σέ ἐμᾶς. Εἰκονίζουμε τήν ἀνθρώπινη φύση Του, ἐπειδή
τήν εἴδαμε καί ὅπως τήν εἴδαμε,
χωρίς αὐτό νά σημαίνει ὅτι τήν ἀποχωρίζουμε
ἀπό τήν θεία. Ἄρνηση τῆς
Εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ,
σημαίνει ἄρνηση τοῦ ὅτι
ὁ Χριστός ἔγινε πραγματικά ἄνθρωπος,
δηλ. ἄρνηση τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ
Του ἔργου. Ἐπίσης εἰκονίζουμε
τά γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ (Γέννηση, Σταυρώση, Ἀνάσταση),
ἀλλά καί τῶν Ἁγίων,
ἐπειδή ἀκριβῶς
ἦσαν πραγματικά γεγονότα (ὄντως συνέβησαν), καθώς
καί τά πρόσωπα τῶν Ἁγίων καί τῆς Θεοτόκου, ἐπειδή
ἦσαν ὑπαρκτά πρόσωπα. Τέλος, εἰκονίζουμε καί τίς «ὁράσεις»
(ὁράματα) τῶν Προφητῶν
καί Ἀποστόλων.
β) Οἱ
ἱερές Εἰκόνες εἶναι
ἀντικείμενο τιμῆς καί ὄχι
λατρείας. Τούς ἀπονέμεται μέν προσκύνηση, ἀλλά «τιμητική». Ἡ
«λατρευτική» προσκύνηση ἀπονέμεται μόνο στόν Τριαδικό Θεό καί στό πρόσωπο τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ (τοῦ
«ἑνός τῆς Τριάδος»). Ἡ
«τιμητική» (ἤ «κατά σχέσιν») προσκύνηση ἀπονέμεται στή Θεοτόκο,
στούς Ἁγίους, στόν Τίμιο Σταυρό, στά ἅγια
λείψανα καί στίς ἱερές Εἰκόνες, καθώς ἐπίσης
καί σέ ἄλλα ἱερά ἀντικείμενα. Εἶναι εὐνόητο
ὅτι οἱ Εἰκόνες δέν ταυτίζονται μέ τόν Θεό, οὔτε
θεοποιοῦνται, καί ποτέ ἡ Ἐκκλησία
δέν ἰσχυρίστηκε κάτι τέτοιο.
γ) Ἡ
τιμή πρός τήν Εἰκόνα δέν ἀπευθύνεται στά ὑλικά
της στοιχεῖα, ἀλλά στό εἰκονιζόμενο πρόσωπο. «Ἡ
τῆς Εἰκόνος τιμὴ ἐπί
τό πρωτότυπον διαβαίνει», ὅπως εἶχε
πεῖ χαρακτηριστικά ὁ Μέγας Βασίλειος. Ἀπό
τό ξύλο καί τά χρώματα ἡ τιμή μεταβαίνει στό εἰκονιζόμενο πρόσωπο. Ἔτσι,
μέσῳ τῆς Εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ,
τιμᾶται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, καί μέσῳ
τῶν Εἰκόνων τῶν Ἁγίων
τιμῶνται κατ’ ἀρχήν τά πρόσωπα τῶν
Ἁγίων καί, κατά προέκταση, ὁ Θεός.
δ) Ἡ
ἐξεικόνιση τῶν ἱερῶν
προσώπων μέ ἁπλά ὑλικά στοιχεῖα δέν μειώνει τή δόξα
τους, οὔτε τά ὑποτιμᾶ.
Κάθε ἀναφορά μας στόν Θεό γίνεται ἀναγκαστικά μέ μέσα καί
στοιχεῖα προερχόμενα ἀπό τόν κόσμο πού μᾶς
περιβάλλει. Ἄλλωστε καί στό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας
(στό κορυφαῖο τῶν Μυστηρίων) ἁπλά ὑλικά
στοιχεῖα χρησιμοποιοῦμε, πού μεταβάλλονται
σέ Σῶμα καί Αἶμα τοῦ
Χριστοῦ!
ε) Ἡ
Ἁγία Γραφή δέν ἀπαγορεύει τίς ἱερές
Εἷκόνες, παρά μόνο τά εἴδωλα. Μεταξύ Εἰκόνας
καί εἰδώλου ὑπάρχει τεράστια
διαφορά. Γιά παράδειγμα, τό εἴδωλο εἶναι
ἀναπαράσταση ἑνός ἀνύπαρκτου
«θεοῦ», ἐνῶ ἡ Εἰκόνα ἑνός ὑπαρκτοῦ
προσώπου ἤ γεγονότος. Τό εἴδωλο εἶναι
ἀναπαράσταση «λαξευτή» ἤ «γλυπτή», εἶναι
δηλ. ἕνα περίοπτο κατασκεύασμα, ἕνα ἄγαλμα
πού τό βλέπουμε ἀπ’ ὅλες τίς πλευρές. Ἡ Εἰκόνα,
ἀντίθετα, εἶναι ἀναπαράσταση
«γραπτή», δηλ. ζωγραφισμένη σέ ἐπίπεδη ἐπιφάνεια.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν δέχεται
στή λατρεία της τά ἀγάλματα τοῦ Χριστοῦ
ἤ τῶν Ἁγίων, ὅπως ὁ
Ρωμαιοκαθολικισμός, γιατί αὐτά δέν εἶναι
στήν οὐσία Εἰκόνες καί ἐπειδή
ἔχουν πάρα πολλές ὁμοιότητες μέ τά εἴδωλα.
Ἡ Παλαιά Διαθήκη ἰδιαίτερα ἀπαγορεύει
αὐστηρῶς τά «εἴδωλα» καί τά «ὁμοιώματα»,
δηλ. τίς περίοπτες ἀπεικονίσεις, δέν ἀπαγορεύει ὅμως
τίς Εἰκόνες. Σέ κάποια περίπτωση, μάλιστα, ὁ
ἴδιος ὁ Θεός δίνει ἐντολή
στόν Μωϋσῆ νά κατασκευάσει «δύο
Χερουβείμ χρυσοτορνευτά» (Ἔξ.
25, 17), δηλ. δύο χρυσές εἰκόνες
Ἀγγέλων (κάτι παρόμοιο μέ τά Ἑξαπτέρυγα, πού
χρησιμοποιοῦμε στούς Ναούς σήμερα). Τήν ἐποχή τῆς
Παλαιᾶς Διαθήκης ὁ Λαός τοῦ
Θεοῦ δέν χρησιμοποιοῦσε Εἰκόνες,
ἐπειδή ζοῦσε ἐν
μέσῳ εἰδωλολατρικῶν λαῶν,
ὁ ἴδιος ἔρρεπε πρός τήν εἰδωλολατρία
καί μποροῦσε εὔκολα νά συγχέει τίς Εἰκόνες μέ τά εἴδωλα.
Στήν νέα περίοδο τῆς Ἐκκλησίας αὐτό ἔπαψε
νά ἰσχύει, ὅπως πολλά ἄλλαξαν
ἤ συμπληρώθηκαν, δεδομένου ὅτι ἡ
περίοδος ἐκείνη (τῆς Π. Διαθήκης) ἦταν
μόνο «σκιά» καί «τύπος» τῆς τωρινῆς πραγματικότητος.
στ) Οἱ
Εἰκόνες ἔχουν ἄμεσο
πρακτικό, παιδαγωγικό καί ἐποικοδομητικό
χαρακτήρα. Ἀνακαλοῦν στή μνήμη τά
γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ καί τῶν
Ἁγίων, δημιουργοῦν οἰκειότητα
μέ τά εἰκονιζόμενα πρόσωπα καί διεγείρουν στόν Πιστό τήν ἐπιθυμία
νά μιμηθεῖ τούς ἄθλους, τά κατορθώματα
καί τόν ἐν γένει βίο τῶν Ἁγίων.
Γιά ὅσους δέν γνωρίζουν γραφή καί ἀνάγνωση
(κι αὐτοί ἦσαν πάρα πολλοί στό παρελθόν), οἱ
Εἰκόνες εἶναι ὁ
μόνος ἴσως τρόπος γιά νά πληροφορηθοῦν
τά κοσμοσωτήρια γεγονότα τῆς ζωῆς
τοῦ Χριστοῦ καί νά γνωρίσουν τή
ζωή τῶν Ἁγίων. Μέ τήν ἔννοια αὐτή
οἱ ἱερές Εἰκόνες εἶναι
τά «βιβλία τῶν ἀγραμμάτων», ὅπως χαρακτηριστικά ἔχει
εἰπωθεῖ.
ζ) Ὄχι
μόνο ἡ τιμή τῆς Εἰκόνας
μεταβαίνει ἀπό ἐμᾶς πρός τό εἰκονιζόμενο πρόσωπο, ἀλλά
καί ἡ Χάρις τοῦ εἰκονιζομένου
προσώπου μεταδίδεται σέ μᾶς μέσω τῶν ἱερῶν
Εἰκόνων. Γενικά οἱ Εἰκόνες
εἶναι φορεῖς καί πηγές τῆς
Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Γιά λόγους τούς ὁποίους συνήθως δέν
γνωρίζουμε, σέ κάποιες ἱερές Εἰκόνες αὐτή
ἡ Χάρις ἐκδηλώνεται πιό ἔντονα
καί μέ πιό ἐμφανῆ τρόπο, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐπιτελοῦν
θαυμαστά σημεῖα (θαύματα). Ὁλόκληρος ὁ
χριστιανικός κόσμος εἶναι κατάσπαρτος ἀπό τέτοιες
Θαυματουργές Εἰκόνες μέχρι σήμερα. Κάποιες ἀπ’ αὐτές
εἶναι ἀρχαῖες καί ἀνάγονται στούς ἀποστολικούς
χρόνους, καί κάποιες ἄλλες διασώθηκαν μέ θαυμαστό τρόπο ἀπό
τή λαίλαπα τῆς Εἰκονομαχίας. Μέ τά θαύματα τῶν Εἰκόνων
ὁ Θεός ἐκδηλώνει καθημερινά τό
θέλημά Του ὅτι ἀποδέχεται τίς ἱερές Εἰκόνες.
Ἀλλά καί ὁ πιστός Λαός, ὁ
ὁποῖος συνεχῶς ἀπολαμβάνει
τίς εὐεργεσίες τῶν θαυμάτων τους, ἀγαπᾶ
καί σέβεται ἰδιαίτερα τίς ἱερές Εἰκόνες
καί πολλές φορές εἶναι ἕτοιμος νά ἀγωνισθεῖ
καί νά θυσιασθεῖ γι’ αὐτές, ὅπως
στό παρελθόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου