ΤΕΥΧΟΣ
51 ΤΡΙΠΟΛΙΣ
ΙΟΥΛΙΟΣ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2007
ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ
Ο ΠΑΡΑΒΑΤΗΣ
ΟΙ ΜΥΘΟΙ
ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ
ΕΝΟΣ ΔΙΩΚΤΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ
Προϊόν ἑνός ταραγμένου βίου
Ὁ
αὐτοκράτωρ Ἰουλιανός (361-363) ὑπῆρξε
μιά ἐκκεντρική προσωπικότητα, πού ἀπασχόλησε
προγενέστερους καί σύγχρονους μελετητές. Στήν ἱστορία εἶναι
γνωστός ὡς «Παραβάτης» ἤ «Ἀποστάτης»,
ἐπειδή ἀρνήθηκε τό χριστιανικό
Βάπτισμα καί τή χριστιανική του ἰδιότητα καί πολέμησε
τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Πηγή ἔμπνευσης γιά κάποιους, παρουσιάστηκε κατά καιρούς ὡς
ἄνδρας εὐφυής καί ἐκπρόσωπος
τοῦ γνήσιου ἀρχαιοελληνικοῦ
πνεύματος. Τό πρόσωπό του προσέλκυσε, ὅπως εἶναι
φυσικό, τό ἐνδιαφέρον τῶν σύγχρονων ἀρχαιολατρικῶν
– νεοπαγανιστικῶν ὁμάδων στή χώρα μας, πού βρῆκαν ἕναν
(καί μοναδικό ἴσως) ὁμόφρονά τους στήν ἱστορία,
μέ ἀποτέλεσμα νά τόν ἐκθειάζουν ὡς
μέγα φιλόσοφο, καλλιτέχνη, ἄνθρωπο τῶν
γραμμάτων, φωτεινή προσωπικότητα κ.τ.λ. Κάποιοι ἰσχυρίστηκαν ὅτι
στό πρόσωπό του ἐκπληρώθηκε ἐπί τέλους τό πλατωνικό
αἴτημα νά κυβερνήσουν οἱ φιλόσοφοι καί τόν
χαρακτήρισαν ὡς «ἐστεμμένο φιλόσοφο». Ἰσχύουν, ὅμως,
ὅλα αὐτά ἤ πρόκειται γιά ἕναν ἄφρονα
ἀλλαζόνα, πού παραποίησε τόν ἀρχαιοελληνικό
πολιτισμό καί κινήθηκε στά πλαίσια τῆς δεισιδαιμονίας, τῆς
μαγείας καί τοῦ μυστικισμοῦ; Αὐτό
θά φανεῖ ἀπό τά πραγματικά δεδομένα, δηλ. ἀπό
τά ἔργα καί τίς πράξεις τοῦ ἐν
λόγῳ αὐτοκράτορος.
Ὁ
Ἰουλιανός γεννήθηκε τό 331 μ.Χ. στήν Κων/πολη καί ἦταν
ἀνεψιός τοῦ πρώτου Χριστιανοῦ
αὐτοκράτορος ἁγίου Κων/νου τοῦ
Μεγάλου. Μετά τόν θάνατο τοῦ Μ. Κων/νου (337 μ.Χ.)
ἀκολούθησε μιά ταραγμένη περίοδος γιά τήν αὐτοκρατορική
οἰκογένεια. Ἕνα στρατιωτικό κίνημα ἀνέλαβε
νά ἀποκαταστήσει τήν διαδοχή στήν ἐξουσία,
ἀνεβάζοντας στόν θρόνο τόν γυό τοῦ
Μ. Κων/νου Κωνστάντιο καί φονεύοντας ὅλα τά ἄλλα
μέλη τῆς αὐτοκρατορικῆς οἰκογένειας.
Ὁ Ἰουλιανός ἐξαιρέθηκε καί
παρέμεινε στή ζωή λόγῳ τοῦ νεαροῦ τῆς
ἡλικίας του, τέθηκε δέ ὑπό τήν κηδεμονία τοῦ
θείου του ἐπισκόπου Εὐσεβίου καί ἔλαβε
χριστιανική μόρφωση. Μεγαλώνοντας ἀποτέλεσε στόχο τοῦ
νέου αὐτοκράτορα Κωνσταντίου καί ὑπέστη ἐπανειλημμένες
ἐξορίες, ἐκτοπίσεις, ἐγκλεισμούς,
περιπλανήσεις κ.λ.π. Ἐν μέσῳ τῶν
δυσκολιῶν αὐτῶν ἐγκατέλειψε τή χριστιανική πίστη, ἀναζητώντας
τή λύτρωση στήν «πατρώα θρησκεία». Ὧρες ὁλόκληρες
κάθε μέρα παρακαλοῦσε τούς «θεούς» της νά τιμωρήσουν μέ θάνατο τόν ἐξάδελφό
του αὐτοκράτορα Κωνστάντιο, τόν ὁποῖο
μισοῦσε θανάσιμα (Λ. Σκόντζου, Ἡ ψυχοπαθολογία τοῦ
Ἰουλιανοῦ τοῦ
Παραβάτη, Διάλογος, τ. 22, 2000, σ. 34). Ὅταν, ὅμως,
τόν ἀναγόρευσε Καίσαρα τό 335, ξέχασε τό μῖσος
καί ἄρχισε νά τόν ἐπαινεῖ.
Ἔγραψε μάλιστα καί ἔργο μέ τίτλο «Ἐγκώμιον
εἰς τόν αὐτοκράτορα
Κωνστάντιον»! Μέ τήν ἰδιότητα αὐτή ὁ
Ἰουλιανός ὁδήγησε, μεταξύ τῶν
ἐτῶν 355-358 μ.Χ., τή ρωμαϊκή δυτική στρατιά σέ μεγάλη νίκη
κατά τῶν Φράγκων καί Ἀλαμανῶν.
Κατόπιν τούτου ἀνακηρύχθηκε ἀπό τούς στρατιῶτες
του νέος αὐτοκράτορας, χωρίς νά εἶναι βέβαιο ἄν
ὁ ἴδιος ὑποκίνησε τίς
καταστάσεις. Μία ἐμφύλια διαμάχη μεταξύ ἀνατολικοῦ
καί δυτικοῦ τμήματος τῆς αὐτοκρατορία
ἦταν ἐπικείμενη, ὅμως, ὁ
πρόωρος θάνατος τοῦ Κωνσταντίου ἀπέτρεψε τήν ἀρχή
τοῦ πολέμου καί ὁ Ἰουλιανός,
ἐπίσημα πλέον, ἀνακηρύχθηκε αὐτοκράτορας.
Οἱ πνευματικές του καταβολές καί ἡ «ἑλληνική» του παιδεία
Ἀναμφισβήτητα
ὁ νέος αὐτοκράτορας ἦταν
ἄνθρωπος μέ μεγάλη παιδεία γιά τήν ἐποχή
του. Ἀνατράφηκε σέ χριστιανικό περιβάλλον, ὡς
πρίγκιπας. Ὅμως, τό περιβάλλον αὐτό δέν ἦταν
Ὀρθόδοξο. Ἔχει ἰδαίτερη
σημασία γιά τήν κατανόηση τοῦ προσώπου τοῦ
Ἰουλιανοῦ τό ποιός ἦταν
ὁ θεῖος καί κηδεμόνας του ἐπίσκοπος Εὐσέβιος.
Πρόκειται γιά τόν γνωστό Εὐσέβιο Νικομηδείας
(μετέπειτα Κων/πολεως), φίλο καί συμμαθητή τοῦ Ἀρείου,
ἡγέτη τῆς σκληροπηρυνικῆς
ὁμάδος τῶν ἀρειανοφρόνων
στήν Α' Οἰκουμενική Σύνοδο καί διώκτη τοῦ
ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ
Μεγάλου. Μετά τήν Α' Οἰκουμενική Σύνοδο ὁ Εὐσέβιος
ἦταν ὁ ἐπικεφαλῆς τοῦ
ἀγῶνα γιά τήν ἐπικράτηση τοῦ
Ἀρειανισμοῦ καί τήν ἐξόντωση
τῶν Ὀρθοδόξων. Ἔτσι ὁ
Ἰουλιανός μεγάλωσε σέ ἕνα περιβάλλον, ὅπου
ἀντί τῆς χριστιανικῆς
ἀλήθειας κυριαρχοῦσε ἡ
αἵρεση καί ἡ πλάνη, καί ἀντί
τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης
κυριαρχοῦσε τό μῖσος καί ἡ
σπουδή γιά τήν ἐξόντωση τῶν ἀντιφρονούντων.
Στήν Καππαδοκία εἶχε ἐπίσης πρόσβαση στήν πλούσια βιβλιοθήκη τοῦ
Ἀρειανόφρονος Γεωργίου. Ἴσως ἄν
εἶχε γνωρίσει Ὀρθοδόξους διδασκάλους
νά εἶχε σχηματίσει ἐντελῶς
διαφορετική ἀντίληψη γιά τόν Χριστιανισμό.
Ὡς
πρῶτο παιδαγωγό εἶχε τόν «Σκύθη» εὐνοῦχο
Μαδρόνιο, θερμό λάτρη τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ
πολιτισμοῦ, ἀπ’ ὅπου διδάχθηκε Ὅμηρο καί Ἠσίοδο.
Σπούδασε στήν Κων/πολη καί στήν Ἀθήνα, μέ συμμαθητές
τόν Μ. Βασίλειο καί τόν ἅγ. Γρηγόριο τόν Θεολόγο. Ἡ Ἀθήνα
ἀποτέλεσε σταθμό στή ζωή του. Ἕνας
λόγος ἦταν, ἐπειδή ἐκεῖ
ἐντρύφησε στά Ἐλευσίνια μυστήρια.
Ὅμως,
ποιᾶς ἀκριβῶς φιλοσοφίας λάτρης ἦταν ὁ
Ἰουλιανός; Ἦταν λάτρης τῆς
φιλοσοφίας τοῦ λόγου, τοῦ συλλογισμοῦ
καί τοῦ ἐπιχειρήματος ἤ μιᾶς
μυστικιστικῆς καί ἀπόκρυφης κοσμοθεωρίας,
τήν ὁποία πρέσβευε ὁ Παγανισμός τῆς
ὕστερης ἀρχαιότητας; Ὁ
Εὐνάπιος, ὑμνητής τοῦ
Ἰουλιανοῦ, μᾶς
πληροφορεῖ στό «Βίοι φιλοσόφων καί σοφιστῶν»
ὅτι ἦταν λάτρης τῆς δεύτερης. Στήν
Πέργαμο γνώρισε τὸν φημισμένο διδάσκαλο Αἰδέσιο καί τούς μαθητές
του. Ὅμως, τούς ἐγκατέλειψε γιά νά
προσκοληθεῖ σέ κάποιον θεατρίνο καί θαυματοποιό Μάξιμο, πού ἀσκοῦσε
τή μαγεία καί τή μαγκανεία καί τόν ὁποῖο
μέ ἐξαιρετικές τιμές ἔχρισε σύμβουλο ἐπί
παντός ἐπιστητοῦ, ὅταν
ἀνέβηκε στόν θρόνο. Ἀπό τόν Μάξιμο μυήθηκε
στόν Παρσισμό, δηλ. στή λατρεία τοῦ ἡλιακοῦ
δίσκου. Ἰσχυρίστηκε μάλιστα ὅτι κατά τή μύησή του
(σέ ἕνα σπήλαιο τό 352) ἔβλεπε φωτοχυσίες, ἄκουγε
κρότους κεραυνῶν καί ἐπικαλέστηκε πνεύματα
νεκρῶν μέ τά ὁποῖα
συνομιλοῦσε! (Λ. Σκόντζου, ἔνθ. ἀνωτ.,
σ. 35). Τό πραγματικό πρότυπο τοῦ Ἰουλιανοῦ
ἦταν ὁ Σῦρος «φιλόσοφος» Ἰάμβλιχος, θεωρητικός τῆς
Θεουργίας (ἦταν κατά βάση μιά μαγική τελετή, μέ στόχο τήν ἕνωση
τοῦ ἀνθρώπου μέ τούς «θεούς»). Ὅσον ἀφορᾶ
στούς μεγάλους φιλοσόφους τῆς ἑλληνικῆς
ἀρχαιότητος, παραφράζονται τόσο πολύ στό «Εἰς
μητέρα θεῶν» ἔργο του, πού οὐδεμία σχέση ἔχουν
μέ αὐτούς πού τιμᾶμε σήμερα. Φαίνεται ὅτι
ἀπό τήν ἀρχαία ἑλληνική
παράδοση εἶχε ἀποδεχθεῖ μόνο τό πρακτικό καί
τελετουργικό μέρος. Τοῦ ἄρεσε ἰδιαίτερα (ἀκόμη
καί ὡς αὐτοκράτορας) νά συχνάζει στούς βωμούς τῶν
«θεῶν», νά ἀνάβει ὁ
ἴδιος τή φωτιά, νά σφάζει μέ τά χέρια του τά θύματα τῶν
θυσιῶν (μέγα πλῆθος ζώων - ἡ
ἐξόντωση τῶν ζώων στήν ἐποχή
του εἶναι παροιμιώδης), νά ἀσκεῖ
οἰωνοσκοπία κ.λ.π., παρά τά εἰρωνικά σχόλια τοῦ
Λαοῦ.
Μέ αὐτές τίς καταβολές,
θεωροῦσε τή χριστιανική πίστη σάν βδέλυγμα, σάν μιά ἐσφαλμένη
καί ἀνατρεπτική διδασκαλία, ἡ ὁποία
ἀπομάκρυνε τήν εὔνοια καί τήν προστασία
τῶν «θεῶν», πάνω στήν ὁποία
εἶχε θεμελιωθεῖ, δῆθεν,
ἡ εὐημερία τοῦ Ρωμαϊκοῦ
κράτους. Ἡ ἀρχαία θρησκεία, ὅμως, εἶχε
ἤδη ἐκφυλιστεῖ: δέν τελοῦνταν
πιά τελετές. οἱ ἀρχαῖοι ναοί εἶχαν ἀνατραπεῖ,
οἱ θυσίες εἶχαν καταργηθεῖ
καί οἱ ἱερεῖς της εἶχαν ἐκδιωχθεῖ.
Ὁ Ἰουλιανός, ἄν καί στό παρελθόν,
γιά νά διαφύγει κινδύνους, δήλωνε Χριστιανός, τώρα ἐκδήλωνε
σαφῶς τήν ἄρνησή του πρός τόν
Χριστιανισμό. Ὅπως φημίζεται μάλιστα, μέ εἰδικές θυσίες καί ἐπικλήσεις
ξόρκισε τό Βάπτισμα πού εἶχε λάβει. Ὅταν δὲ
κατέλαβε τήν ἐξουσία, ἐπεχείρησε νά τόν ἐξαλείψει
μέ συγκεκριμένα μέτρα.
Τό ὅραμα γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς «πάτριας θρησκείας» καί οἱ διωγμοί τῶν Χριστιανῶν
Μέ τήν ἄνοδο
τοῦ Ἰουλιανοῦ στόν θρόνο, ἡ
Ἐκκλησία, ὅπως γράφει ὁ
Σωζομενός, θορυβήθηκε γιά τήν ἔναρξη ἑνός
νέου διωγμοῦ. Ξύπνησαν μνῆμες διωγμῶν
ἐκ μέρους τῶν εἰδωλολατρῶν
αὐτοκρατόρων καί ἡγεμόνων, διάρκειας δύο
καί πλέον αἰώνων, μέ ἑκατομμύρια Μάρτυρες
καί ποταμούς αἱμάτων. Ἀντίθετα, ὅμως,
ὁ Ἰουλιανός κινήθηκε πολύ πιό ὕπουλα καί
παρασκηνιακά. Μέ πρόσχημα τήν ἐξυγίανση τοῦ
δημόσιου βίου, τή δικαιοσύνη, τήν ἀνεξιθρησκεία καί τόν
περιορισμό τῆς πολυτέλειας, βρῆκε ἄλλους
τρόπους νά ἐφαρμόσει τά σχέδιά του. Ὑποπτευόμενος ὅτι
ἕνας κατ’ ἐνώπιον διωγμός ἴσως
ἐπέφερε, τελικά, ὀφέλη στήν Ἐκκλησία,
σκλήρυνε τή συμπεριφορά του πρός τούς Χριστιανούς σταδιακά, ἀρχίζοντας
πρῶτα νά ταπεινώνει καί νά περιφρονεῖ
τούς «Γαλλιλαίους», ὅπως τούς ὀνόμαζε, ὡς
ἀνόητους καί ἀφελεῖς.
Πρῶτο
μέτρο τῆς πολιτικῆς του ἦταν
ἡ κατασκευή εἰκόνων, τοποθετημένων
σέ ὅλα τά δημόσια κτήρια, στίς ὁποῖες
παριστάνονταν ὁ αὐτοκράτορας ἐν μέσῳ
τοῦ Δία, τοῦ Ἑρμῆ
καί τοῦ Ἄρη. Ἔτσι οἱ Χριστιανοί θά εἶχαν
νά ἀντιμετωπίσουν τό δίλημμα ὅτι, προσκυνώντας τήν εἰκόνα,
θά προσκυνοῦσαν καί τίς τρεῖς θεότητες. Ἄν
ὅμως δέν τό ἔπρατταν, θά κατηγοροῦντο
γιά μή ἀπόδοση τιμῆς στόν αὐτοκράτορα.
Στή συνέχεια, γιά νά
προκαλέσει σύγχυση καί ἐσωτερικές ἔριδες στήν Ἐκκλησία,
ἐπανέφερε μέ διάταγμά του ὅλους τούς ἐξόριστους
ἐπισκόπους. Αὐτό θά προκαλοῦσε
πρόβλημα νομιμότητας μέ τούς νέους ἐπισκόπους στίς ἐπαρχίες,
καί ἡ πολιτική αὐτή τοῦ
«διαίρει καί βασίλευε» θά ὁδηγοῦσε
τήν Ἐκκλησία σέ ἐμφύλιο πόλεμο,
δεδομένου ὅτι πολλοί ἐξόριστοι ἐπίσκοποι
ἦσαν φορεῖς αἱρετικῶν
ἀντιλήψεων καί ἀποτελοῦσαν
ἤδη πηγή κινδύνου γιά τήν Ἐκκλησία.
Στήν πρώτη περίοδο τῆς
βασιλείας του, ὡς μέτρο «ἀνεξιθρησκείας»,
διέταξε νά ξανανοίξουν ὅλα τά εἰδωλολατρικά ἱερά
καί ὑποχρέωσε τήν Ἐκκλησία νά οἰκοδομήσει
ἡ ἴδια πολλά ἀπ’ αὐτά,
καταβάλλοντας ἀκόμη καί τό κόστος ἀνοικοδόμησης·
διαφορετικά θά προέβαινε σέ δημεύσεις περιουσιῶν, συλλήψεις,
φυλακίσεις καί βασανιστήρια.
Γιά νά ἐκδιώξει
τούς Χριστιανούς ἀπό τά ἀνώτερα ἀξιώματα,
προφασίστηκε ὅτι ἡ θέση τοῦ Ἐπάρχου
ἦταν ἀσυμβίβαστη μέ τή χριστιανική ἰδιότητα,
μιᾶς καί, ἄν ἔπρεπε
κάποιος νά ἐπιβάλλει τή θανατική ποινή, οἱ
θρησκευτικές του πεποιθήσεις δέν θά τοῦ τό ἐπέτρεπαν.
Τό ἴδιο ἴσχυσε καί γιά τόν στρατό, ὅπου τό «οὐ
φονεύσεις» θά ἀποτελοῦσε ἐμπόδιο
γιά τήν ἀφαίρεση ζωῆς στό πεδίο τῆς
μάχης. Ἡ πιστοποίηση τήρησης αὐτοῦ
τοῦ μέτρου θά ἦταν ἡ
προσφορά θυσίας τῶν στρατιωτῶν στούς «θεούς» καί ἡ
μή προσφορά θυσίας θά τιμωρούνταν μέ πρόστιμο. Μέ τέτοια μέτρα ὁ
Ἰουλιανός ἐνθάρρυνε κάθε
κατάχρηση ἐξουσίας.
Ὁ
Ἰουλιανός συνέθεσε καί θεωρητική ἀνασκευή
τοῦ Χριστιανισμοῦ (τό «Κατά Γαλλιλαίων»
ἔργο του) καί σύναψε συμμαχία μέ τούς Ἰουδαίους,
οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἄσπονδοι ἐχθροί τοῦ
ἑλληνισμοῦ, ἐνθαρρύνοντάς
τους νά ἀσκοῦν τήν πατρογονική τους θυσία καί δίνοντάς τους χρήματα γιά
τήν ἀνοικοδόμηση τοῦ Ναοῦ
τοῦ Σολομῶντος! Ἀπ’
αὐτό προσδοκοῦσε νίκη ἐπί
τοῦ ἰδίου τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ, πού εἶχε προφητεύσει ὅτι
δέν θά ἔμενε «λίθος ἐπί λίθου» στόν Ναό. Ἡ
κίνηση ἔδινε θάρρος καί ξεσήκωνε τούς Ἰουδαίους
κατά τῶν Χριστιανῶν. Ὁ
Ναός πάντως, ἐξ αἰτίας κάποιων παράδοξων γεγονότων, δέν μπόρεσε ποτέ νά ἀνεγερθῆ.
Ὅλ’
αὐτά, ὅπως ἀναφέρει ὁ Θεοδώρητος, ἐνθάρρυναν
τούς εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι,
ἀφοῦ δέν λαμβανόταν κανένα μέτρο ἐναντίον
τους, διέπρατταν κάθε λογῆς βιαιότητες πρός τούς Χριστιανούς. Αὐτή
τήν περίοδο παρατηρεῖται μαζική ἐγκατάλειψη πόλεων ἀπό
Χριστιανούς καί, ὅπως παρατηρεῖ ὁ
Σωζομενός, ὁ Ἰουλιανός ὑπῆρξε
μέν μετριοπαθέστατος στούς φόνους καί τά βασανιστήρια, ἀλλά
ἀπό κάθε ἄλλη ἄποψη
φοβερώτατος. Ἐπιφανεῖς Χριστιανοί, ὅπως
ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ἐκδιώχθηκαν ὅπως
- ὅπως καί δέν ἔλειψαν οἱ
Μάρτυρες, ὅπως ὁ ἅγιος Ἀρτέμιος, ὁ
Θεοδώρητος, ὁ Δομέτιος κ.ἄ.
Ἡ
πράξη, ὅμως, τοῦ Ἰουλιανοῦ,
πού «ὀφείλει νά ταφεῖ σέ αἰώνια
σιωπή», κατά τόν ὑποστηρικτή του Ἀμιανό, καί πού ἀποτελεῖ
τό «μεγαλύτερο ἀτόπημά του» κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν
Θεολόγο, ἦταν ἡ ἀπαγόρευση τῆς ἑλληνικῆς
παιδείας στούς Χριστιανούς! Σέ διάταγμά του τό 362 γιά τήν ἐκπαίδευση
ἀναφέρεται στή μόρφωση καί τήν ἠθική
τῶν διδασκάλων, καί σέ ἔγγραφό του, πού
σώζεται, ἀναφέρει ὅτι ὅποιος
ἀντιφάσκει σέ αὐτά πού λέει μέ αὐτά
πού πιστεύει εἶναι ὄχι μόνος κακός ἄνθρωπος, ἀλλά
καί κακός παιδαγωγός. Αὐτό ἀφοροῦσε ὅλους, ἀκόμη καί τούς ἑρμηνευτές
τῶν ἀρχαίων ἔργων, οἱ
ὁποῖοι δέ θά ἔπρεπε νά περιφρονοῦν
τήν τιμή στούς «θεούς», ἀφοῦ πάνω ἀπ’ ὅλα
σ’ αὐτά τά ἔργα εἶναι
ἡ τιμή στούς «θεούς». Συνεπῶς, ὅσοι
θά ἤθελαν νά διδάξουν, θά ἔπρεπε νά ἀσπαστοῦν
πρῶτα ὅσα γράφονται στά βιβλία, διαφορετικά θά δίδασκαν μέ μόνο
σκοπό τήν αἰσχροκέρδια. Κατέληξε, λοιπόν, στούς Χριστιανούς, οἱ
ὁποῖοι ἤ θά ἔπρεπε νά μιμηθοῦν τήν εὐσέβεια
πρός τούς «θεούς» ἤ «νά πᾶνε στίς ἐκκλησίες
τῶν Γαλλιλαίων νά ἑρμηνεύσουν τόν Ματθαῖο
καί τόν Λουκᾶ». Ὁ εὐλογοφανής αὐτός ἰσχυρισμός
καταργοῦσε τήν ἀνθρώπινη κρίση καί ἐλευθερία
καί δέν ἐξηγοῦσε πῶς εἶναι δυνατόν ἕνας διδάσκαλος νά ἀποδέχεται
ὅλες τίς ἀλληλοσυγκρουόμενες καί
ἀλληλοαναιρούμενες ἀπόψεις τῆς
ἀρχαίας θρησκείας καί φιλοσοφίας. Ὁ
Ἰουλιανός πίστευε ὅτι ἡ
παιδεία καί τά ἱερά τῶν «θεῶν»
ἦταν ἄρρηκτα συνδεδεμένα καί ὅτι μέσα ἀπ’
αὐτήν θά μποροῦσε νά ἀποκαταστήσει
τόν ἀρχαῖο Παγανισμό. Εἶχε ἀντιληφθεῖ
τή δύναμη τοῦ Χριστιανισμοῦ σέ συνδυασμό μέ τήν ἑλληνική
παιδεία καί πίστευε ὅτι, ἀποκόπτοντας τόν δεσμό αὐτό, θά ἦταν
πολύ εὔκολο νά τόν νικήσει. Ἀπαίδευτοι καί ἀμόρφωτοι
Χριστιανοί δέ θά μποροῦσαν νά ὑπερασπισθοῦν
τήν ἀλήθεια τῶν δικῶν
τους ἀρχῶν, οὔτε νά ξεσκεπάσουν τίς ἀνοησίες μιᾶς
πεπαιδευμένης ἀλλά παγανιστικῆς ἐλίτ
τῆς αὐτοκρατορίας.
Ἡ
ἀντίδραση, ὅμως, τῶν
Χριστιανῶν ξεπέρασε τίς προσδοκίες του καί ἀνέτρεψε
τά σχέδιά του. Παραδόξως, οἱ Ἀπολλινάριοι
(πατέρας καί γυός) ἀντιστάθηκαν σθεναρά. Συνέγραψαν μιά γραμματική χριστιανικοῦ
τύπου καί διασκεύασαν χριστιανικά βιβλία, προσαρμόζοντάς τα στήν ἀρχαία
ἑλληνική γραμματεία, πρός χρῆσιν τῶν
Χριστιανῶν. Αὐτά, ὅμως, ἔπαυσαν νά χρησιμοποιοῦνται
στή συνέχεια καί χάθηκαν στή διάρκεια τῶν αἰώνων.
Ἴσως ἐπειδή ἦσαν κάπως ἐπιφανειακά,
σέ ἀντίθεση μέ τά πατερικά κείμενα, πού προχώρησαν σέ ἕναν
οὐσιαστικό διάλογο μέ τόν ἑλληνικό πολιτισμό, ὁλοκληρώνοντάς
τον ἐντός τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Οἱ Πατέρες εἶχαν ὑπ’
ὄψη τους τόν λαμπρό ἑλληνισμό τῆς
κλασσικῆς παιδείας, στόν ὁποῖο
ἀναγνωρίζει τά ὀφέλη της ἡ
ἀνθρωπότητα, ἐνῶ
ὁ Ἰουλιανός ἀντιλαμβανόταν ὡς
τέτοιον τούς «θεούς», τά εἴδωλα, τίς θυσίες, τίς
μαγι κές τελετές, τόν ἀποκρυφισμό.
Ἡ τραγική ἀπογοήτευση
Καίριο πλῆγμα,
ὅμως, δέχθηκε ὁ Ἰουλιανός
στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἦλθε
γιά πρώτη φορά σέ ἀνοικτή σύγκρουση μέ τούς Χριστιανούς καί ὅπου
ἔδειξε γιά πρώτη φορά σημάδια κάποιας ψυχικῆς
διαταραχῆς. Πίστευε ὅτι ἡ
Ἀντιόχεια ἦταν παραδοσιακή πόλη,
πιστή στήν «πάτρια θρησκεία». Φάνταζε ἰδανική στό νοῦ
του, μιᾶς καί ἐκεῖ
βρισκόταν ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα ἀρχαῖα
ἱερά, ἡ Δάφνη. Ὁ
Ἰουλιανός μετέφερε ἐκεῖ
τήν αὐτοκρατορική αὐλή, γιά νά σχεδιάσει ἐκστρατεία
κατά τῶν Περσῶν καί σκόπευε νά τήν
καταστήσει πρωτεύουσα τῆς παγανιστικῆς του αὐτοκρατορίας.
Λίγες μέρες μετά τήν ἄφιξή του πῆγε γεμᾶτος
ἐνθουσιασμό νά τιμήσει τήν ἡμέρα τοῦ
θεοῦ Ἀπόλλωνα. Προσδοκοῦσε νά συναντήσει
μεγαλειῶδεις πομπές, πλήθη πιστῶν, χορούς νέων,
μεγάλες θυσίες καί πλούσιες προσφορές. Πρός μεγάλη του ἀπογοήτευση
ὅμως, βρῆκε ἕναν
καί μοναδικό ἱερέα, ὁ ὁποῖος
εἶχε φέρει μόνο μιά χήνα ἀπό τό σπίτι του γιά τή
θυσία! Ὁ Ἰουλιανός φιλοδόξησε τότε νά δώσει στόν ναό τήν παλιά του αἴγλη.
Ἀναζητώντας ἕναν χρησμό, διέταξε νά
ξεθάψουν τά ὀστά τοῦ ἁγίου
Μάρτυρος Βαβύλα, πού ἦταν θαμμένα ἐκεῖ
κοντά, ἀλλά, ὅταν ἦρθε
ἡ ὥρα τοῦ χρησμοῦ
(«ὤ τοῦ παραδόξου θαύματος»!) ἕνας κεραυνός κατέκαψε
τόν ναό καί τό ἄγαλμα τοῦ Ἀπόλλωνα.
Ὁ Ἰουλιανός κατηγόρησε τούς Χριστιανούς, πού ἐξέλαβαν
τό σημεῖο ὡς θαῦμα καί ὡς τιμωρία γιά τήν ἀπομάκρυνση
τῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου
Βαβύλα, γιά ἐμπρησμό. Προέβη σέ μέτρα ἐναντίον τους, τά ὁποῖα
καί ὁ ὑποστηρικτής του Ἀμμιανός χαρακτηρίζει ὡς
ἐπιπόλαια, ἄκαιρα καί
καταστροφικά. Οἱ Ἀντιοχεῖς ἀνοικτά
μέσα ἀπό ἕνα κρυπτογραφημένο σύνθημα καί μέ διάφορα κοροϊδευτικά
σχόλια ἀποδοκίμασαν τόν αὐτοκράτορα, ὁ
ὁποῖος ἀπάντησε σαρκαστικά μέ ἕνα λογοτεχνικό ἔργο,
τό «Ἀντιοχικός ἤ Μισοπώγων», στό ὁποῖο
διαφαίνεται καί ὁ διαταραγμένος ψυχικός του κόσμος.
Τό πιό τραγικό εἶναι
πῶς ἴσως ἀντιλήφθηκε ὅτι ἡ
ἀποκατάσταση τοῦ Παγανισμοῦ
ἦταν ἀδύνατη. Καί ὄχι μόνο αὐτό,
ἀλλά ὅτι φάνταζε στούς ὑπηκόους του ὡς
ἕνας γελοῖος καί μισητός
τύραννος. Ἔτσι ἐγκαταλείπει τήν Ἀντιόχεια, ἔχοντας
ἐγκαταλείψει, ὅμως, καί τήν πίστη
στόν ἑαυτό του, βαδίζοντας τό 363 ἐναντίον τῶν
Περσῶν. Αὐτή ἡ ἐκστρατεία ἦταν μιά βαθύτατη
ψυχολογική ἀνάγκη γι’ αὐτόν· πίστευε ὅτι
μέ τήν εὔνοια τῶν «θεῶν»
θά ἔβγαινε νικητής καί ὅτι, μέ τόν τίτλο τοῦ
νικητῆ τῶν Περσῶν πλέον, θά ἐπέστρεφε
δικαιωμένος, χωρίς κανείς νά μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει
τούς «θεούς», πού θά ὁδηγοῦσαν τόν αὐτοκράτορα στόν
θρίαμβο. Ὕστερα, ὅμως, ἀπό
μιά νικηφόρα πορεία, ἀλλά χωρίς κάποια μεγάλη νίκη ἐναντίον
τῶν Περσῶν, μέ τά πολλά λάθη τοῦ
Ἰουλιανοῦ, πού ἔφθασε
σέ παράνοια νομίζοντας ὅτι εἶναι ἡ μετενσάρκωση τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου,
ὁ αὐτοκρατορικός στρατός ἠττήθηκε καί ὁ
Ἰουλιανός βρῆκε τόν θάνατο ἐν
μέσῳ τῆς Περσικῆς στρατιᾶς.
Τήν ἑπόμενη
μέρα ὁ στρατός συνῆλθε καί ἀνέδειξε
νέο αὐτοκράτορα τόν Ἰοβιανό, τόν ἀρχαιότερο
ἀξιωματικό τῆς αὐτοκρατορικῆς
φρουρᾶς. Ὁ Ἰοβιανός κατ’ ἀρχήν ἀρνήθηκε
τήν ἐκλογή, ἐπειδή ἦταν
Χριστιανός! Ὅταν, ὅμως, ἔγινε
γνωστός ὁ λόγος τῆς ἄρνησής
του, ὅλος ὁ στρατός φώναξε μέ μιά φωνή: «Κι ἐμεῖς
Χριστιανοί εἴμαστε»! (Γ. Τσέντου, Ἰουλιανός ὁ
Παραβάτης, Ἀθήνα 2004, σ. 307).
Αὐτή
ἦταν ἡ τελική κατάληξη τοῦ «εὐγενοῦς»
ὁράματος τοῦ Ἰουλιανοῦ
γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς «πατρώας θρησκείας»,
τοῦ αὐτοκράτορος πού ἐδίωξε τόν
Χριστιανισμό, ἀλλά καί παραποίησε τόν Ἑλληνισμό, ἀφοῦ
ὡς Ἑλληνισμό ἐκλάμβανε ἕνα
συνοθύλευμα δεισιδαιμονίας, σκοταδισμοῦ καί ἀποκρυφισμοῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου