Κείμενο δημοσιευμένο στό
περιοδικό
«Ἐφημέριος»,
μηνιαία ἔκδοση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος,
ἔτος 60, τεῦχ. 4, Ἀπρ. 2011.
Ὅπως
εἶναι γνωστό, οἱ ὁπαδοί
τῆς αἵρεσης τῶν Μαρτύρων τοῦ
Ἰεχωβᾶ, πιστεύουν ὅτι τό θέμα τοῦ
ὀνόματος τοῦ Θεοῦ
ἔχει θεμελιώδη σημασία γιά τή σωτηρία μας. Θεωροῦν
βασική ἀποστολή τους νά «μαρτυροῦν» ὅτι
τό «Ἰεχωβᾶ», ὅπως ἐσφαλμένα προφέρουν τό Ἑβραϊκό «Γιαχβέ», εἶναι
τό αἰώνιο καί ἀναλλοίωτο ὀνόμα
τοῦ Θεοῦ.
Ὄντως,
τό ὄνομα αὐτό ὑπάρχει
στήν Παλαιά Διαθήκη. Σέ ποιόν, ὅμως, ἀναφέρεται;
Ποιός εἶναι ὁ Γιαχβέ τῆς Βίβλου; Οἱ
ὁπαδοί τῆς αἵρεσης,
φαίνεται νά πιστεύουν ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ
Πατήρ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ
Θεός, στόν Ὁποῖο Ἐκεῖνος ἀναφερόταν. Ὅπως εἶναι
γνωστό, οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ
δέν ἀποδέχονται μιά θεμελιώδη ἀλήθεια τῆς
Ἐκκλησίας, τή διδασκαλία γιά τήν Ἁγία
Τριάδα. Ἀκολουθώντας τούς ἀρχαίους αἱρετικούς
Ἄρειο καί Μακεδόνιο, πιστεύουν ὅτι
ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ
(ὁ Χριστός) εἶναι δημιούργημα τοῦ
Θεοῦ (δηλ. δέν εἶναι ὄντως
Θεός) καί ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα
εἶναι μιά ἀπρόσωπη δύναμη ἤ
ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ
(δηλ. δέν εἶναι πρόσωπο), παρά τό γεγονός ὅτι
ὁ Χριστός σαφῶς ἀναφέρει
ὅτι Αὐτός καί ὁ Πατήρ Του εἶναι
ἕνα (Ἰω. 10,30).
Τίς ἀντιλήψεις
τους γιά τό ὄνομα τίς στηρίζουν κυρίως στό χωρίο Ἐξ.
3,13-15, κατά τό ὁποῖο «Ἄγγελος Κυρίου» ἐμφανίσθηκε στόν Μωϋσῆ
μέσα σέ μία φλεγόμενη βάτο, λέγοντάς του: «ἐγώ εἰμί
ὁ Θεός τοῦ Πατρός σου, Θεός Ἀβραάμ
καί Ἰσαάκ καί Ἰακώβ ... ἐγώ
εἰμί ὁ Ὤν» («Γιαχβέ»). Τό χωρίο φαίνεται ἐκ
πρώτης ὄψεως δυσνόητο καί δημιουργεῖ ἐρωτήματα:
Ποιός ἐμφανίσθηκε στόν Μωϋσῆ, ὁ
Θεός ἤ ἕνας Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ;
Γιατί ὁ Ἄγγελος ταυτίζει τόν ἑαυτό του μέ τόν Θεό;
Γιατί λέει ὅτι εἶναι ὁ «Θεός Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ
καί Ἰακώβ»; Γιατί ὁ Ἄγγελος
λέει ὅτι εἶναι ὁ Γιαχβέ;
Οἱ
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἑρμηνεύοντας μέ τόν
φωτισμό τοῦ Θεοῦ τή Βίβλο, λένε ὅτι ὁ
«Ἄγγελος Κυρίου», πού ἐμφανίσθηκε στόν Μωϋσῆ,
δέν εἶναι ἕνας ἀπό τούς Ἀγγέλους, ἀλλά
ὁ «Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος»,
δηλ. ὁ ἕνας καί μοναδικός Υἱός τοῦ
Θεοῦ, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας
Τριάδος. Δέν ἐμφανίσθηκε, λοιπόν, ὁ Πατήρ στόν Μωϋσῆ,
ὅπως πιστεύουν οἱ Μάρτυρες τοῦ
Ἰεχωβᾶ καί πολλοί ἄλλοι, ἀλλά
ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ.
Γι’ αὐτό στό φωτοστέφανο τοῦ Χριστοῦ,
ὅπως ἁγιογραφεῖται στίς εἰκόνες
τῶν Ἐκκλησιῶν μας, ἀναγράφεται
ἡ φράση «ὁ Ὤν»,
δηλ. τό ὄνομα, πού ἀποκαλύφθηκε στή
φλεγόμενη βάτο. Οἱ ἐκφράσεις τῆς Π. Διαθήκης «Ἄγγελος
Κυρίου» καί «Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος» ἀναφέρονται στόν Υἱό
καί ταυτίζονται μέ τήν ἔκφραση «Λόγος τοῦ Θεοῦ»
τοῦ εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη
(1,1). Οἱ ὅροι «Ἄγγελος» καί «Λόγος» ἐννοιολογικά
ταυτίζονται: ὁ «ἄγγελος» ἀναγγέλλει - φανερώνει
καί ὁ «λόγος» λέγει - ἀποκαλύπτει.
Ὅμως,
καί σέ ἄλλες περιπτώσεις ἐμφανίζεται ὁ
«Ἄγγελος Κυρίου» στήν Π. Διαθήκη, ταυτίζοντας τόν Ἑαυτό
του μέ τόν Θεό. Στόν Ἰακώβ, λέει: «ἐγώ εἰμί
ὁ Θεός ὁ ὀφθείς
σοι ἐν τόπῳ Θεοῦ»
(Γεν. 31, 11-13) καί στήν Ἄγαρ, δίνει
συγκεκριμένες ὑποσχέσεις, πού μόνο ὁ Θεός μπορεῖ
νά δώσει (Γεν. 16, 7-14). Ἐπειδή, κατά τήν Ἁγία Γραφή, ὁ
Υἱός τοῦ Θεοῦ
ἔχει τήν ἴδια ἀκριβῶς
φύση μέ τόν Πατέρα (Ἰω. 10,30), γι’ αὐτό ἀποκαλεῖται
ἐπίσης «Γιαχβέ». Καί ἐπειδή Αὐτός
ἐμφανίζεται στήν Π. Διαθήκη, ὁ Υἱός
τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Γιαχβέ τῆς Βίβλου. Ἐπειδή,
τέλος, τό Ἅγιο Πνεῦμα ἔχει
τήν ἴδια ἀκριβῶς φύση μέ τόν Υἱό καί τόν Πατέρα, γι’
αὐτό ἀποκαλεῖται ἐπίσης
«Γιαχβέ» (πρβλ. τά χωρία Ἡσ. 48, 12-16, Ζαχ. 2,5-11, Ἀβδ. 1 κ.ἄ.,
ὅπου γίνεται λόγος γιά περισσότερους τοῦ
ἑνός «Γιαχβέ»).
Ὁλόκληρη
ἡ Καινή Διαθήκη μαρτυρεῖ γιά τό γεγονός ὅτι
ὁ Γιαχβέ τῆς Βίβλου ἔγινε
ἄνθρωπος γιά τή σωτηρία μας, σταυρώθηκε, ἀναστήθηκε
καί «συνέτριψε τό κράτος τοῦ ἐχθροῦ».
Ὡς ἄνθρωπος, προσέλαβε καί ἕνα ἄλλο
ὄνομα: «ἐκλήθη» Ἰησοῦς
Χριστός. Ἐπειδή μέ αὐτό τό ὄνομα
νίκησε τόν θάνατο καί συνέτριψε τό κράτος τοῦ διαβόλου, τό ὄνομα
τοῦ Ἰησοῦ ἀπέκτησε μιά ἐξαιρετική δύναμη καί ἔγινε
«φοβερόν τοῖς ὑπεναντίοις», δηλ. φόβητρο γιά τούς δαίμονες. Ἀπό
τότε, ὅποιος τό ἐπικαλεῖται,
ἐκδιώκει τούς ἀοράτους ἐχθρούς
του καί λαμβάνει τή Θεία Χάρη. Μέ τό ὄνομα τοῦ
Χριστοῦ συνέβη ὅ,τι καί μέ τόν Σταυρό:
ὁ Χριστός προσέλαβε ἕνα «ξύλον», τό ὁποῖο,
ὄχι μόνο δέν εἶχε καμία δύναμη, ἀλλά
καί ὅποιος καθηλωνόταν σ’ αὐτο ἦταν
«ἐπικατάρατος». Μέ ἐκεῖνο
τό «ξύλον» νίκησε τόν θάνατο. Ἀπ’ αὐτό
ἀκριβῶς τό γεγονός τό «ξύλον» τοῦ Σταυροῦ
ἁγιάσθηκε καί προσέλαβε τέτοια δύναμη, ὥστε
ὁ διάβολος «φρίττει καί τρέμει μή φέρων καθορᾶν
αὐτοῦ τήν δύναμιν».
Αὐτή
ἀκριβῶς τήν ἀλήθεια γιά τό ὄνομα
τοῦ Χριστοῦ τονίζει
χαρακτηριστικά ὁ ἀπ.
Παῦλος. Στόν Χριστό δόθηκε «ὄνομα τό ὑπέρ
πᾶν ὄνομα, ἵνα ἐν
τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ
πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων
καί ἐπιγείων καί καταχθονίων, καί πᾶσα
γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι
Κύριος ᾿Ιησοῦς
Χριστός» (Φιλ. 2, 9-11). Στό ὄνομα τοῦ
Ἰησοῦ θά ὑποταχθοῦν τελικά τά πάντα, τά ἐπίγεια,
τά ἐπουράνια καί τά καταχθόνια, καί ὅλοι
θά ὁμολογήσουν ὅτι ὁ
Ἰησοῦς εἶναι ὁ μόνος Κύριος. Αὐτός εἶναι
ἡ μοναδική πηγή τῆς σωτηρίας μας: «οὐκ
ἔστιν ἐν ἄλλῳ
οὐδενί ἡ σωτηρία·
οὐδέ γάρ ὄνομά
ἐστιν ἕτερον ὑπό
τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν
ἀνθρώποις ἐν ᾧ
δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. 4,12). Ὅποιος ἐπικαλεῖται
αὐτό τό ὄνομα, σώζεται: «πᾶς
ὅς ἄν ἐπικαλέσηται τό ὄνομα
Κυρίου σωθήσεται» (Πράξ. 2,21,
Ρωμ. 10,13), γι’ αὐτό σέ πολλά σημεῖα τῆς
Κ. Διαθήκης Χριστιανοί νοοῦνται «οἱ
ἐπικαλούμενοι τό ὄνομα Κυρίου» (Πράξ
9,14 κ.ἄ.). Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση διαμόρφωσε μιά σύντομη προσευχή, πού
συνίσταται στή συνεχῆ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τή γνωστή φράση «Κύριε
Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», ὅπου
περικλείεται ὁλόκληρη ἡ δύναμη τοῦ
θείου ὀνόματος. Ἡ συνεχής ἐπανάληψή
της, πού γίνεται συνήθως μέ τή βοήθεια κομποσχοινιοῦ,
ἐκδιώκει τούς δαίμονες, καθαρίζει τόν ἄνθρωπο
ἀπό τά πάθη του, ἑλκύει τή Θεία Χάρη καί
ὁδηγεῖ σέ ὑπερφυῆ ἕνωση
μέ τόν Θεό, δηλ. στήν κατάσταση τῆς ἁγιότητας,
ὅπως μαρτυροῦν πάμπολλα
παραδείγματα Ἁγίων, πού ἔφθασαν ἐκεῖ
μέ αὐτή τή μέθοδο.
Πρωτ. Σωτήριος Ἀθανασούλιας
Ἑφημέριος
Μητροπολιτικοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Βασιλείου Τριπόλεως
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου