ΤΕΥΧΟΣ
52 ΤΡΙΠΟΛΙΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2007
ΑΓΙΑ
ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΙΕΡΑ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ
ΣΤΙΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕΣ ΑΙΡΕΣΕΙΣ ΚΑΙ
ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Εἰσαγωγή. Ὁ ὑπερβάλλων ζῆλος γιά τήν Ἁγία Γραφή
Ὅταν
συζητᾶ κάποιος μέ ὁπαδούς χριστιανικῶν
αἱρέσεων, τό πρῶτο πού συνήθως
παρατηρεῖ εἶναι ὁ ὑπερβολικός «σεβασμός» τους πρός τήν Ἁγία
Γραφή. Τά ἱερά κείμενα τῆς Παλαιᾶς
καί τῆς Καινῆς Διαθήκης φαίνεται ὅτι
γίνονται ἀπολύτως καί ἀνεπιφύλακτα ἀποδεκτά
ἀπ’ ὅλες γενικά τίς χριστιανικές αἱρέσεις.
Κάθε μία ἀπ’ αὐτές ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ
διδασκαλία της, οἱ ἀντιλήψεις της, οἱ διδαχές της
ταυτίζονται μέ αὐτές τῆς Ἁγ.
Γραφῆς ἤ τουλάχιστον θεμελιώνονται στό ἀκλόνητο
κῦρος καί στήν αὐθεντία της. Ἐκφράσεις
ὅπως ἡ Ἁγ. Γραφή εἶναι «θεόπνευστη», εἶναι
«ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ»,
εἶναι «ἡ Ἀποκάλυψη
τοῦ Θεοῦ», ἐπαναλαμβάνονται συχνά. Πλῆθος χωρίων ἐπιστρατεύονται
γιά νά κατοχυρώσουν θέσεις καί ἀντιλήψεις. Μεταξύ τῶν
ὁπαδῶν τῶν αἱρέσεων αὐτῶν
παρατηρεῖται συνήθως «βαθειά γνώση» τῆς Ἁγ.
Γραφῆς. Ὁ μέσος Ὀρθόδοξος, πού ἔρχεται
σέ ἐπαφή μέ τέτοιους αἱρετικούς (μή ἔχοντας,
βέβαια, στοιχειώδη γνώση οὔτε τῆς
Ἁγ. Γραφῆς οὔτε
τοῦ χώρου τῶν ἐν
λόγῳ αἱρέσεων) πολλές φορές διερωτᾶται: Μήπως ἐμεῖς
(οἱ Ὀρθόδοξοι!) ἔχουμε ἀπομακρυνθεῖ
ἀπό τό πνεῦμα τῆς
Γραφῆς; Μήπως οἱ ἄλλοι
(οἱ αἱρετικοί!) ἔχουν περισσότερο
δίκαιο;
Ἀπό
τήν ἄλλη πλευρά, μιά ἁπλή παρατήρηση στόν χῶρο
τῶν χριστιανικῶν αἱρέσεων
προκαλεῖ τό ἑξῆς εὔλογο ἐρώτημα: ἀφοῦ
ὅλο αὐτό τό πλῆθος τῶν
αἱρέσεων (καί πρόκειται γιά ἑκατοντάδες αἱρέσεις)
ἀποδέχεται καί ἐπικαλεῖται
τήν ἴδια Ἁγ. Γραφή, γιατί δέν καταλήγει καί σέ κοινά συμπεράσματα;
Γιατί κάθε ὁμάδα ἔχει διαφορετική
διδασκαλία; Πῶς εἶναι δυνατό τόσο ἀντιφατικές ἀντιλήψεις
νά βασίζονται στήν ἴδια Ἁγ. Γραφή; Πῶς συμβαίνει μιά αἵρεση
νά μάχεται τήν ἄλλη μέ ὅπλα εἰλημμένα
ἀπό τήν Ἁγ. Γραφή;
Στό παρόν τεῦχος θά ἐπιχειρήσουμε νά ἀπαντήσουμε
σέ ἐρωτήματα ὅπως: Τί εἶναι
ἡ Ἁγ. Γραφή; Ποιά ἡ Ὀρθόδοξη
θεώρησή της; Πῶς ἑρμηνεύεται ἡ Ἁγ.
Γραφή; Ποιά εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη ἑρμηνεία της; Πρίν ἀπαντήσουμε,
ὅμως, ἄς δοῦμε
σχετικές ἀντιλήψεις κάποιων γνωστῶν αἱρέσεων.
Οἱ
Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ διακηρύσσουν πρός κάθε κατεύθυνση ὅτι
ἡ διδασκαλία τους βασίζεται ἀποκλειστικά στήν Ἁγ.
Γραφή. Ἐμφανίζονται ὡς μελετητές ἤ
«Σπουδαστές τῆς Γραφῆς»· στίς ἐπισκέψεις
τους ἔχουν πάντοτε μαζί τους τή Βίβλο καί ἐπιχειροῦν
νά πείσουν τόν προσηλιτιζόμενο μέ μαρτυρίες ἀπό αὐτήν.
Βασικό κείμενο τῆς αἵρεσης εἶναι οἱ
«Γραφικές Μελέτες» (μελέτες, ὑποτίθεται, πάνω στήν Ἁγ.
Γραφή). Ἡ Ἐλευθέρα Ἀποστολική Ἐκκλησία
τῆς Πεντηκοστῆς (Πεντηκοστιανοί)
χαρακτηρίζει τή Γραφή «καταστατικό χάρτη» της καί ἀπορρίπτει
ὅ,τι δέν συμφωνεῖ «μέ τό εὐαγγέλιο».
Ὁ ἡγέτης τῆς αἵρεσης
δέχεται τήν κατά γράμμα ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς:
ὑποστηρίζει π.χ. ὅτι ὁ
Θρόνος τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά προσδιορισθεῖ
τοπικά, δέχεται ὅτι ὁ Θεός ἔχει πράγματι χέρια καί
πόδια, ἀφοῦ ἔτσι ἀναφέρει ἡ Γραφή κ.λ.π. (κατά
τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, «χέρια» τοῦ Θεοῦ
εἶναι οἱ δημιουργικές Του ἐνέργειες
κ.ο.κ.). Γιά κάποια ἄλλη αἵρεση (Παγκόσμια Ἐκκλησία
τοῦ Θεοῦ) ἡ Γραφή εἶναι τό ἀπόλυτο
μέτρο γιά ὅλους τούς τομεῖς τῆς
ἀνθρώπινης ζωῆς. Δέν περιέχει μόνο
θρησκευτικές, ἀλλά καί ἱστορικές,
παιδαγωγικές, ψυχολογικές, οἰκονομικές ἀλήθειες,
ὅπως καί κανόνες ὑγιεινῆς,
ἐμπορίου, φυσικῶν ἐπιστημῶν,
πολιτικῆς. (π. Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου,
Ἐγχειρίδιο αἱρέσεων, Ἀθήνα
1994, σ. 214, 490).
Ὅλες
σχεδόν οἱ χριστιανικές αἱρέσεις κατηγοροῦν
τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὅτι
ἡ διδασκαλία της σέ πολλά σημεῖα
ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τήν Ἁγ.
Γραφή ἤ τουλάχιστον δέ βασίζεται σ’ αὐτήν!
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι κάτι τέτοιο ἰσχυρίζοντο
καί οἱ ἀρχαῖοι αἱρετικοί. Οἱ Ἀρειανόφρονες
π.χ. τοῦ δ' μ.Χ. αἰ. κατηγοροῦσαν
τόν Μέγα Ἀθανάσιο ὅτι εἰσάγει
ὅρους «καινούς» καί «ἀγράφους» (δηλ. νέους ὅρους,
πού δέν περιέχονται στήν Ἁγ. Γραφή). Τό ἴδιο ἔκαναν
καί οἱ αἱρετικοί τῆς ἐποχῆς
τοῦ ἁγ. Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου (β' μ.Χ. αἰ.),
τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ
(ιδ' μ.Χ. αἰ.) κ.ἄ. Οἱ
ἅγιοι Πατέρες ἀπαντοῦσαν
ὅτι ὁ Θεός δέν μᾶς ἀποκαλύπτει
λέξεις, οὔτε ἔννοιες, ἀλλά ἀλήθειες
καί πραγματικότητες γιά τή σωτηρία μας. Στήν Ἁγ. Γραφή ἀναζητοῦμε
τήν ἀλήθεια, ἡ ὁποία
παραμένει μία καί ἀναλλοίωτη, ἀλλά μπορεῖ
νά ἐκφράζεται μέ διαφορετικές λέξεις καί ἔννοιες,
ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες καί τίς συνθῆκες
κάθε ἐποχῆς.
Τί εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή
Τί εἶναι,
ὅμως, ἡ Ἁγία
Γραφή; Εἶναι τά ἱερά κείμενα, πού ἔγραψαν
οἱ Προφῆτες τῆς
Παλαιᾶς Διαθήκης καί οἱ Ἀπόστολοι
τῆς Καινῆς. Οἱ
Ἅγιοι αὐτοί ἄνθρωποι,
ἀφοῦ ἀκάθαραν τόν ἑαυτό τους ἀπό
τά πάθη καί τά ἁμαρτήματα μέ ἐπίπονη προσπάθεια καί ἄσκηση
καί ἀφοῦ φωτίστηκαν ἀπό τό Ἅγιο
Πνεῦμα, εἶδαν καί γνώρισαν τόν
Θεό μέ τρόπο ἀνεξιχνίαστο καί ἀκατάληπτο. Καί οἱ
μέν Προφῆτες τῆς Π. Διαθήκης εἶδαν
τόν Θεό πρίν ἀκόμη σαρκωθεῖ (πρίν γίνει ἄνθρωπος),
οἱ δέ Ἀποστολοι Τόν εἶδαν, ὅταν
σαρκώθηκε στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (εἶναι
οἱ «αὐτόπτες» καί «αὐτήκοοι» τοῦ
Λόγου). Οἱ συγγραφεῖς τῆς
Ἁγ. Γραφῆς μαρτυροῦν
γιά ὅ,τι εἶδαν καί γνώρισαν, γι’ αὐτό
ἡ μαρτυρία τους εἶναι γνήσια καί αὐθεντική.
Καί ἐπειδή πρίν γράψουν φωτίστηκαν ἀπό
τό Ἅγ. Πνεῦμα, τά κείμενά τους εἶναι
θεόπνευστα. «Πᾶσα γραφή θεόπνευστος», λέγει ὁ
ἀπ. Παῦλος (Β' Τιμ. 3,16). Ἡ
Ἁγ. Γραφή εἶναι προϊόν τοῦ
φωτισμοῦ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος στούς Προφῆτες καί Ἀποστόλους.
Γι’ αὐτό, ὅσα περιέχει, τά σεβόμεθα ἀπόλυτα καί τά ἀποδεχόμεθα
ὡς προερχόμενα ἀπό τό Ἅγ.
Πνεῦμα. Προσπαθοῦμε νά τά οἰκειοποιηθοῦμε
σωστά, ἀποφεύγοντας ἐντελῶς
δικές μας αὐθαίρετες ἑρμηνεῖες,
καί προσέχοντας μήπως ἀλλοιώσουμε ἤ μεταβάλλουμε κάτι.
Αὐτό,
βέβαια, δέν σημαίνει ὅτι θεωροῦμε θεόπνευστες καί τίς
ἐπιστημονικές μαρτυρίες τῆς Ἁγ.
Γραφῆς ἤ ὁποιεσδήποτε ἄλλες ἀνθρώπινες
πληροφορίες περιέχει. Δέν διαβάζουμε τήν Ἁγ. Γραφή γιά νά
διδαχθοῦμε ἱστορία ἤ γεωγραφία ἤ
φυσικές ἐπιστῆμες ἤ ἄλλες τέτοιες γνώσεις, οἱ ὁποῖες
ἄλλωστε δέν ὁδηγοῦν
στή σωτηρία. Στή σωτηρία ὁδηγεῖ ἡ ἀλήθεια γιά τόν Θεό καί τίς σχέσεις Του μέ τόν ἄνθρωπο
καί τόν κόσμο, ἡ ὁποία περιέχεται στήν Ἁγ. Γραφή. Σ’ αὐτή
τήν ἀλήθεια ἔγκειται ἡ
θεοπνευστία. Ἡ ἴδια ἡ Ἁγ. Γραφή δέν σώζει. Σώζει, ὅμως, ὁ
Χριστός, ὁ Ὁποῖος διδάσκεται ἀπ’ αὐτήν.
Ἡ Ἁγ. Γραφή ἔχει ἀξία
ἐπειδή ἀκριβῶς
διδάσκει τόν Χριστό καί ἐπειδή ὁδηγεῖ
στόν Χριστό.
Παρόμοιες ἀντιλήψεις,
ὅμως, ἔχουν καί οἱ
αἱρέσεις πού προαναφέραμε καί μέχρι αὐτοὺ
τοῦ σημείου ἔχουν δίκαιο. Ποῦ
ὑπάρχει, λοιπόν, ἡ διαφορά; Θά τό
κατανοήσουμε, ἄν θέσουμε τό ἐρώτημα: Περιέχει ἡ
Ἁγ. Γραφή ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια
γιά τόν Θεό; Εἶναι ἡ μοναδική πηγή, ἀπό τήν ὁποία
ἀντλοῦμε τήν ἀλήθεια; Οἱ
χριστιανικές αἱρέσεις ἀπαντοῦν
συνήθως θετικά: ἡ Ἁγ. Γραφή περιέχει ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια
καί εἶναι ἡ μοναδική πηγή ἀπό τήν ὁποία
ἀντλοῦμε τήν ἀλήθεια. Ἐπαναλαμβάνουν,
ὅπως προαναφέραμε, ὅτι ἡ
Ἁγ. Γραφή εἶναι ὁ
Λόγος τοῦ Θεοῦ ἤ ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ.
Γιά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅμως, ὁ
Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός (βλ. καί Ἰω. 1, 1), ἐνῶ
ἡ Ἁγ. Γραφή εἶναι λόγος περί τοῦ
Θεοῦ ἤ λόγος περί τοῦ Λόγου τοῦ
Θεοῦ ἤ λόγος περί Ἀποκαλύψεως. Ἡ
Ἁγ. Γραφή δέν περιλαμβάνει ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια,
ἁπλούστατα διότι ἡ ἀλήθεια
δέν περιορίζεται σέ κάποιο κείμενο, ἔστω κι ἄν
αὐτό εἶναι ἱερό. Ἡ ἀλήθεια
δέν εἶναι ἕνα κείμενο, ἀλλά ἕνα
πρόσωπο καί τό πρόσωπο αὐτό εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. «Ἐγώ εἰμί
ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια
καί ἡ ζωή» εἶχε πεῖ
ὁ Ἴδιος (Ἰω. 14, 6).
Στήν ἴδια
τήν Ἁγ. Γραφή ὑπάρχουν σαφεῖς
ἐνδείξεις ὅτι ἐκεῖ
δέν περιέχεται ὁλόκληρη ἡ ἀλήθεια
γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό. Ἀναφέρει χαρακτηριστικά
ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης: «Εἶναι
τόσα πολλά, ὅσα ἔπραξε ὁ Ἰησοῦς,
πού, ἄν γραφοῦν ἕνα - ἕνα,
νομίζω ὅτι οὖτε ὅλος ὁ κόσμος δέ θά
χωροῦσε τά γραμμένα βιβλία»
(Ἰω. 21, 25). Ἡ Ἁγ.
Γραφή καταγράφει μόνο ἕνα μέρος ὅσων δίδαξε καί ἔπραξε
ὁ Χριστός. Ἄλλωστε, ὑπάρχουν
ἀλήθειες ἀπαραίτητες γιά τή
σωτηρία μας, πού ὁ Κύριος δέν τίς φανέρωσε τότε στούς Ἀποστόλους,
ἀλλά ἀργότερα, μέσῳ τοῦ
Ἁγ. Πνεύματος, πού ἔλαβαν κατά τήν
Πεντηκοστή. Ὁ Ἴδιος εἶπε κάποτε στούς
Μαθητές Του: «Ἔχω πολλά ἀκόμη
νά σᾶς πῶ, τά ὁποῖα δέν μπορεῖτε νά
βαστάσετε τώρα. Ὅταν,
ὅμως, ἔλθει Ἐκεῖνος,
τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, θά σᾶς
ὁδηγήσει σέ ὁλόκληρη
τήν ἀλήθεια» (Ἰω. 16, 12-13). Καί σέ ἄλλη
περίπτωση: «Ὅμως ὁ Παράκλητος, τό Πνεῦμα
τό Ἅγιο, πού θά
στείλει ὁ Πατήρ στό ὄνομά μου, Ἐκεῖνος
θά σᾶς τά διδάξει ὅλα
καί θά σᾶς ὑπενθυμίσει ὅλα,
ὅσα ἐγώ σᾶς εἶπα» (Ἰω. 14, 25). Τό Ἅγ.
Πνεῦμα μετά τήν Πεντηκοστή παραμένει στήν Ἐκκλησία
καί α) φανερώνει ἀλήθειες πού δέν
φανέρωσε ὁ Κύριος, β) ὁδηγεῖ
«εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν»,
γ) διδάσκει γιά δεύτερη
φορά καί ὑπενθυμίζει ὅσα
δίδαξε ὁ Χριστός. Αὐτό,
βέβαια, δέν γίνεται μόνο ἀπό τήν Ἁγ. Γραφή, ὑπάρχουν
δηλ. καί ἄλλα θεόπνευστα κείμενα ἐκτός τῆς
Γραφῆς. Ποιά εἶναι τά κείμενα αὐτά;
Εἶναι ὅσα συνιστοῦν τήν Ἱερά
Παράδοση.
Ἡ Ἱερά Παράδοση καί ἡ ἀπόρριψή της ἀπό τίς σύγχρονες αἱρέσεις
Ἱερά
Παράδοση εἶναι ὅλα, ὅσα δίδαξε καί παρέδωσε ὁ Ἰησοῦς
Χριστός, τά ὁποῖα δέν ἔχουν καταγραφεῖ
στήν Ἁγ. Γραφή καί τά ὁποῖα
εἶναι ἐξ ἴσου ἀπαραίτητα γιά τή σωτηρία μας. Αὐτά
διεσώζοντο ἀρχικά προφορικῶς ἐντός
τῆς Ἐκκλησίας, στή συνέχεια, ὅμως, καταγράφηκαν στά
συγγράμματα τῶν Πατέρων καί τῶν Ἁγίων
καί στίς Ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἱ.
Παράδοση εἶναι προϊόν φωτισμοῦ τοῦ
Ἁγ. Πνεύματος, ὅπως καί ἡ
Ἁγ. Γραφή. Οἱ Ἅγιοι
τῆς Ἐκκλησίας γράφουν καί αὐτοί μέ τόν φωτισμό τοῦ
Ἁγ. Πνεύματος, ὅπως ἀκριβῶς
οἱ Προφῆτες καί οἱ
Ἀπόστολοι στήν Ἁγ. Γραφή. «Ὑπό
Πνεύματος Ἁγίου
φερόμενοι ἐλάλησαν
ἅγιοι Θεοῦ ἄνθρωποι»
(Β' Πέτρ. 1, 21). Τό Πνεῦμα τό Ἅγιο
δέν ἔπαψε νά ἐνεργεῖ
μετά τήν συγγραφή τῆς Ἁγ. Γραφῆς. Εἶναι
παράλογο νά δεχόμεθα ὅτι τό Ἅγ. Πνεῦμα
ἐνεργοῦσε στήν μεγάλη περίοδο
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (πρίν τήν
Πεντηκοστή) καί ἔπαψε νά ἐνεργεῖ
μετά τήν ἐποχή τῶν ἁγίων
Ἀποστόλων καί μετά τήν Πεντηκοστή.
Ἡ
ἀξία τῆς Ἱ.
Παραδόσεως ἐπισημαίνεται ἀπό τόν ἀπ.
Παῦλο, ὁ ὁποῖος παραγγέλει: «Στήκετε καί
κρατεῖτε τάς παραδόσεις ἅς
ἐδιδάχθητε εἴτε διά λόγου, εἴτε
δι’ ἐπιστολῆς ἡμῶν»
(νά εἴσθε σταθεροί καί
νά τηρεῖτε τίς
Παραδόσεις πού διδαχθήκατε,
εἴτε προφορικά, εἴτε μέ ἐπιστολή,
Β' Θεσ. 2, 15). Ἀπαιτεῖ νά γίνεται ἀποδεκτή
ὄχι μόνο ἡ γραπτή διδασκαλία, ἀλλά
καί ἡ προφορική. Ἀλλοῦ
λέγει: «Στέλλεσθαι ὑμᾶς
ἀπό παντός ἀδελφοῦ
ἀτάκτως περιπατοῦντος καί
μή κατά τήν παράδοσιν ἥν
παρέλαβον παρ' ἡμῶν»
(νά ἀποφεύγετε κάθε ἀδελφό
πού ζεῖ ἄτακτα καί ὄχι
σύμφωνα μέ τήν
Παράδοση, πού παρέλαβε
ἀπό μᾶς, Β' Θεσ. 3, 6). Χαρακτηριστική, τέλος, εἶναι
ἡ ἀναφορά τοῦ Μ. Βασιλείου: «Ἀπό
τά δόγματα καί τίς διδασκαλίες πού τηρεῖ ἡ
Ἐκκλησία, ἄλλα τά ἔχουμε
ἀπό τή γραπτή διδασκαλία, καί ἄλλα
προέρχονται ἀπό τήν Παράδοση τῶν Ἀποστόλων
καί τά δεχόμεθα μέ μυστηριώδη τρόπο. Καί τά δύο αὐτά ἔχουν
τήν ἴδια δύναμη πρός τήν εὐσέβεια» (Πηδάλιον,
καν. 91).
Ἡ
Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ,
λοιπόν, ἀντλεῖ ἀπό δύο πηγές. Στηρίζεται σέ δυό βάσεις καί ἔχει
δυό θεμέλια. Ὅπως ὁ ἄνθρωπος, πού τοῦ λείπει ἕνα
πόδι, δέν μπορεῖ νά στηριχθεῖ καί πέφτει, ἔτσι
καί ἡ Ἐκκλησία χωρίς Παράδοση καταλύεται καί ἡ
σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀποτυγχάνει. Αὐτό
ἄς νά τό γνωρίζουμε καλά ὅταν συζητοῦμε
μέ αἱρετικούς: ἐκεῖνοι
ἀντλοῦν τίς ἀπόψεις τους (ὑποτίθεται)
ἀπό μία πηγή, τήν Ἁγ. Γραφή· ἐμεῖς
ἀντλοῦμε τήν πίστη μας ἀπό δυό πηγές, τήν Ἁγ.
Γραφή καί τήν Ἱ. Παράδοση. Ἄς μήν ἀποδεχόμεθα
τήν αἱρετική προϋπόθεση ὅτι τό μόνο θεόπνευστο
κείμενο εἶναι ἡ Ἁγ. Γραφή!
Γιατί, ὅμως,
οἱ παραπάνω αἱρετικοί ἀπέρριψαν
τήν Ἱ. Παράδοση; Γιατί κατέλυσαν τό ἕνα
θεμέλιο, μέ ἀποτέλεσμα νά κατεδαφισθεῖ (σ’ αὐτούς)
ὁλόκληρο τό οἰκοδόμημα τῆς
σωτηρίας; Γιά ἱστορικούς προφανῶς λόγους. Ὅλες
σχεδόν οἱ σύγχρονες αἱρέσεις εἶναι
προϊόντα τῆς Θρησκευτικῆς Μεταρρύθμισης
(Προτεσταντισμοῦ) τοῦ 16ου αἰ. Αὐτή
προῆλθε ὡς ἀντίδραση στίς μεσαιωνικές ὑπερβολές τοῦ
Παπισμοῦ, πού «θεμελίωνε» κάθε αὐθαιρεσία του στήν «παράδοση».
Ἤδη, ὅμως, ὁ Παπισμός εἶχε
ἀντικαταστήσει τήν Ἱερά Παράδοση τῆς
Ἐκκλησίας μέ «παραδόσεις ἀνθρώπων», οἱ
ὁποῖες, βέβαια, καταδικάζονται ἀπό τήν Ἁγ.
Γραφή (Μαρκ. 7,8, Κολ. 2,8). Ὁ Προτεσταντισμός
διεκήρυξε τότε ὡς βασικό δόγμα του τό «sola scriptura» («μόνο ἡ
Γραφή»). Αὐτή ἑρμηνευόταν ἀπροϋπόθετα καί κατά
τήν κρίση τοῦ καθενός, μέ ἀποτέλεσμα τό
προτεσταντικό κίνημα νά διασπασθεῖ σέ ἑκατοντάδες
ὁμάδες καί ὀργανώσεις, ἀνάλογα
μέ τήν ἑκάστοτε αὐθαίρετη ἑρμηνεία,
καί ὁ κατακερματισμός αὐτός συνεχίζεται μέχρι
σήμερα.
Σχέσεις Ἁγίας Γραφῆς καί Ἱερᾶς Παραδόσεως
Ἐπειδή
τό ἴδιο Ἅγ. Πνεῦμα φωτίζει τούς
συγγραφεῖς τόσο τῆς Ἁγ.
Γραφῆς ὅσο καί τῆς Ἱ.
Παραδόσεως, μεταξύ Γραφῆς καί Παραδόσεως ὑπάρχει ἀπόλυτη
συμφωνία. Δέν ὑπάρχουν διαφορές, οὔτε διαφωνίες. Διαφορές
καί διαφωνίες βλέπουν συνήθως ὅσοι παρερμηνεύουν τή
Γραφή, ὅσοι τήν κατανοοῦν σύμφωνα μέ τίς δικές
τους αὐθαίρετες προϋποθέσεις. Τό Ἅγ. Πνεῦμα
δέν ἀποκαλύπτει ἄλλα στή μία περίπτωση
καί ἄλλα στήν ἄλλη, ἀποκαλύπτει
τά ἴδια ἀκριβῶς πράγματα. Οἱ Ἅγιοι
τῆς Ἐκκλησίας δέν διαφωνοῦν οὔτε
μεταξύ τους, οὔτε μέ τήν Ἁγ. Γραφή. Μπορεῖ
νά ὑπάρχουν διαφορές σέ δευτερεύοντα θέματα, πού εἶναι
ἄσχετα μέ τή σωτηρία μας, ἡ Θεολογία, ὅμως,
τῶν Ἁγίων εἶναι μία καί κοινή.
Θεολογία τῆς Ἁγ. Γραφῆς, Θεολογία τῶν
Πατέρων, Θεολογία τῶν Ἁγίων, Θεολογία τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων καί Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἔννοιες
πού ταυτίζονται ἀπολύτως. Ἀκόμη καί ἡ
ἐπιστημονική ἔρευνα μπορεῖ
πολλές φορές νά διαπιστώσει τήν βαθειά ἑνότητα ἤ
συμφωνία πού ὑπάρχει μεταξύ τῶν Ἁγίων.
Αὐτή ἀκριβῶς «ἡ συμφωνία τῶν Πατέρων» εἶναι
καί ἡ δύναμη τῆς Παραδόσεως. Σύμφωνα
μέ μιά χαρακτηριστική ρήση τοῦ Βικεντίου ἐκ
Λειρήνης Ἱ. Παράδοση εἶναι «ὅ,τι
πανταχοῦ, πάντοτε, καί ὑπό πάντων ἐπιστεύθη».
Ἀπό
ἄποψη κύρους μεταξύ Ἁγ. Γραφῆς
καί Ἱ. Παραδόσεως δέν ὑπάρχει διαφορά. Ἀφοῦ
τό ἴδιο Ἅγ. Πνεῦμα ἐνεργεῖ
καί στίς δύο περιπτώσεις, ἡ Ἱ.
Παράδοση ἔχει τό ἴδιο κῦρος
μέ τήν Ἁγ. Γραφή. Ἀπό ἄποψη
εὐρύτητας, ὅμως, ἡ
Παράδοση ὑπερέχει, εἶναι κάτι εὐρύτερο
τῆς Γραφῆς. Ἡ
Ἁγ. Γραφή μπορεῖ νά θεωρηθεῖ,
ὡς τμῆμα (ὡς τό πρῶτο καί βασικό τμῆμα)
τῆς Ἱ. Παραδόσεως. Ἀκόμη καί ὁ
«κανόνας» τῆς Ἁγ. Γραφῆς ἔχει
ὁρισθεῖ ἀπό
τήν Ἱ. Παράδοση, δηλ. ἀπό Ἱ.
Παράδοση γνωρίζουμε ποιά εἶναι τά γνήσια βιβλία τῆς
Ἁγ. Γραφῆς (οἱ
αἱρετικοί, πού ἀπορρίπτουν τήν
Παράδοση, ἀπό ποῦ, ἄραγε,
γνωρίζουν ποιά εἶναι τά γνήσια βιβλία τῆς Γραφῆς;).
Ἡ
Ἱ. Παράδοση εἶναι τό κλειδί γιά τήν ὀρθή
ἑρμηνεία τῆς Ἁγ.
Γραφῆς. Ὅταν αὐτό λείπει, ἀνοίγουν
οἱ δρόμοι γιά παρερμηνεῖες καί πλάνες (ὅπως
συμβαίνει στόν χῶρο τῶν αἱρέσεων), ἐνῶ
τό οὐσιαστικό περιεχόμενο τῆς Γραφῆς
παραμένει ἐντελῶς σφραγισμένο. Ἄς θυμηθοῦμε
τήν χαρακτηριστική εἰκόνα, κατά τήν ὁποία ὁ
Κύριος κάθεται «ἐπί θρόνου» καί κρατάει βιβλίο σφραγισμένο μέ ἑπτά
σφραγῖδες (Ἀποκ. 5,1). Ἡ
Ἁγ. Γραφή κατανοεῖται καί ἑρμηνεύεται
σωστά μόνο ἀπό ὅσους ἔχουν κοινές ἐμπειρίες
μέ τούς συγγραφεῖς της, ὅπως ἀκριβῶς
ἕνα βιβλίο ἰατρικῆς
κατανοεῖται μόνο ἀπό ὅσους
ἔχουν ἰατρικές γνώσεις ἀνάλογες
μέ αὐτές τοῦ συγγραφέα του. Οἱ
Ἅγιοι, ἔχοντας τήν ἴδια
ἐμπειρία τοῦ Ἁγ.
Πνεύματος κατανοοῦν καί ἑρμηνεύουν ὀρθά
τήν Ἁγ. Γραφή. Ἐμεῖς
ἁπλά ἀκολουθοῦμε τήν ἑρμηνεία
τῶν Ἁγίων (δηλ. τῆς Παραδόσεως),
διαφορετικά τό Ἅγ. Πνεῦμα φυγαδεύεται ἀπό
τήν ἑρμηνεία καί τή θέση του καταλαμβάνει ἡ
πλάνη.
Συμπέρασμα.
Ἡ Ἁγία Γραφή καί οἱ αἱρέσεις
Ποιά εἶναι,
λοιπόν, ἡ σχέση τῶν αἱρέσεων
μέ τήν Ἁγ. Γραφή; Εἶναι προφανές ὅτι
οὐσιαστική σχέση δέν ὑπάρχει. Μόνο ἐξωτερική
καί ἐπιφανειακή σχέση ὑπάρχει. Τό οὐσιαστικό
περιεχόμενο τῆς Γραφῆς εἶναι
σφραγισμένο γιά τίς αἱρέσεις. Ἀποκαλύπτεται μόνο ἐντός
τῆς Ἐκκλησίας (τῆς Ὀρθόδοξης
Ἐκκλησίας) καί γίνεται προσιτό μέσῳ
τῆς Ἱ. Παραδόσεως. Στίς αἱρέσεις κυριαρχοῦν
μόνο ἀνθρώπινες (ἤ μᾶλλον
δαιμονικές) ἑρμηνεῖες καί πλάνες. Ἡ
γνώση τῆς Γραφῆς ἀπό
κάποιους αἱρετικούς δέν εἶναι ἐγγύηση
γιά τή σωστή ἑρμηνεία της. Ἄλλωστε καί ὁ
διάβολος γνωρίζει πολύ καλά τήν Ἁγ. Γραφή καί τή χρησιμοποιεῖ
(βλ. Ματθ. 4,6).
Ἡ
προσήλωση τῶν αἱρέσεων στήν Ἁγ. Γραφή εἶναι
μόνο προσχηματική. Στήν οὐσία ὑπάρχει ὑπότιμηση τῆς
Γραφῆς. Οἱ ἡγέτες τῶν αἱρέσεων
θεωροῦν τίς δικές τους «ἑρμηνεῖες»
ἀνώτερες ἀπό τήν ἴδια
τήν Γραφή. Πολλές φορές μάλιστα δέ διστάζουν νά ἀλλοιώσουν καί τό
κείμενό της, γιά νά συμφωνεῖ μέ τίς ἀντιλήψεις
τους (βλ. Ν. Ματθαίου, Ἡ Κ. Διαθήκη ἀλλοιωμένη
ἀπό τούς «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ»,
ἔκδ. Λυδία). Ὁ
Ρῶσσελ, ἱδρυτής τῶν
Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ, θεωροῦσε τίς Γραφικές
Μελέτες του πολύ πιό βασικές γιά τούς πιστούς ἀπό τή Γραφή. Ἡ
αἵρεση προειδοποιεῖ: «Φυλαχθῆτε
ἀπό τήν ἀνεξάρτητη μελέτη τῆς
Ἁγ. Γραφῆς». Ἡ
μελέτη γίνεται πάντοτε «μέ τή βοήθεια τῶν γραφικῶν
βοηθημάτων» τῆς αἵρεσης (Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου,
Ἡ λατρεία τῆς Σκοπιᾶς,
τ. Β', Ἀθήνα 1994, σ. 125-126). Ὁμοίως καί ὁ
ἡγέτης γνωστῆς ὁμάδος
Πεντηκοστιανῶν Λ. Φέγγος λέει ὅτι ὁ
ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἦταν
ἄνθρωπος καί ὅταν ἑρμήνευε
τή Γραφή ἔκανε λάθη. Γιά τόν ἑαυτό του, ὅμως,
ἰσχυρίζεται ὅτι, ὅταν
ὁ ποιμένας ἀνεβαίνει στό βῆμα
νά μιλήσει, «λέγει ὅ,τι τοῦ πεῖ
τό Πνεῦμα τό Ἅγιο» (Ἀντ.
Ἀλεβιζοπούλου, Ἐγχειρίδιο αἱρέσεων,
Ἀθήνα 1994, σ. 222). Τά παραδείγματα ἀρκοῦν
γιά νά φανεῖ πόσο ἀπέχουν οἱ
αἱρέσεις ἀπό τό πνεῦμα
τῆς Ἁγ. Γραφῆς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου