ΤΕΥΧΟΣ 55
ΤΡΙΠΟΛΙΣ
ΜΑΡΤΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2008
ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ
ΚΑΙ ΚΑΚΟΤΡΟΠΕΣ ΑΙΡΕΤΙΚΕΣ ΑΠΟΜΙΜΗΣΕΙΣ ΤΗΣ
Θεία Εὐχαριστία καί Ἐκκλησία.
Κατά τήν Ὀρθόδοξη
Παράδοση, ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο καί
θυσιάστηκε γιά τή σωτηρία μας. Μέ τήν Ἀνάστασή Του νίκησε τόν
θάνατο καί συνέτριψε τήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου. Χάρισε τή ζωή
καί τήν ἀνάσταση, πρῶτα στίς ψυχές ὅσων
Τόν ἀκολουθοῦν καί ἀργότερα
στά σώματα ὅλων τῶν ἀνθρώπων
γενικά, τά ὁποῖα θά ἀναστήσει κατά τή Δευτέρα
Παρουσία Του. Ὅσους πίστεψαν σ’ Αὐτόν καί δέχονται τή
σωτηρία πού πηγάζει ἀπό τόν Σταυρό Του, δέν τούς ἐγκατέλειψε μόνους, ἀλλά
τούς συγκεντρώνει γύρω ἀπό τόν Ἑαυτό Του, σέ ἕνα
σῶμα, τό ὁποῖο
ὀνομάζεται Ἐκκλησία. Ὑποσχέθηκε,
μάλιστα, ὅτι θά εἶναι πάντοτε μαζί τους,
«ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»
(Ματθ. 28,20).
Ἵδρυσε,
λοιπόν, ὁ Κύριος τήν Ἐκκλησία Του, μέσα στήν
ὁποία καί μόνο πραγματοποιεῖται ἡ
σωτηρία μας. Ὁ ἀπ. Παῦλος μᾶς
διαβεβαιώνει ὅτι «ὁ Χριστός ἠγάπησε τήν ἐκκλησίαν»
(Ἐφ. 5,25), τόσο πολύ μάλιστα, ὥστε
«περιεποιήσατο διά τοῦ ἰδίου αἵματος» (Πραξ. 20,28), ἔδωσε
γι’ αὐτήν τό Αἷμά του. Ἐκκλησία
εἶναι τό Σῶμα τοῦ
Χριστοῦ (Κολ. 1,24), ἤ μᾶλλον
ὁ ἴδιος ὁ Χριστός,
παρατεινόμενος στούς αἰῶνες. Κάθε βαπτισμένος Χριστιανός γίνεται μέλος αὐτοῦ
τοῦ Σώματος, δηλ. μέλος Χριστοῦ (Α' Κορ. 6,15, Ἐφ.
5,30). Ἡ πλήρης ἔνταξη, ὅμως,
γίνεται μέ ἕνα Μυστήριο, τό ὁποῖο
ὁ Ἴδιος ἵδρυσε καί παρέδωσε,
καί μέ τό ὁποῖο τό Σῶμα καί τό Αἷμά
Του (δηλ. ὁ ἴδιος ὁ Χριστός) εἶναι
συνεχῶς ἀνάμεσά μας. Πρόκειται γιά τή Θεία Εὐχαριστία,
τό Μυστήριο, στό ὁποῖο θεμελιώνεται ἡ Ἐκκλησία
τοῦ Χριστοῦ. Στή Θ. Εὐχαριστία
προσφέρουμε ἄρτο καί οἶνο, ψωμί καί κρασί, τά
ὁποῖα, μέ τίς εὐχές τοῦ
Ἱερέως καί μέ τήν ἐπίκληση τοῦ
Ἁγ. Πνεύματος, μεταβάλλονται σέ πραγματικό Σῶμα
καί Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Τό Σῶμα καί τό Αἷμα τῆς
Θ. Εὐχαριστίας καί τό ἱστορικό Σῶμα
καί Αἷμα τοῦ Χριστοῦ
ταυτίζονται πλήρως. Ἡ Θ. Εὐχαριστία δέν
συμβολίζει, ἀλλά εἶναι τό ἴδιο
τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ
Χριστοῦ, ἐκεῖνο πού ἀνέβηκε στόν Σταυρό, ἐκεῖνο
πού ἐτάφη, ἐκεῖνο
πού ἀναστήθηκε, ἐκεῖνο
πού ἵσταται δοξασμένο «ἐκ δεξιῶν
τοῦ Πατρός». Ἐκκλησία καί Θ. Εὐχαριστία
συνδέονται στενά, ἤ μᾶλλον ταυτίζονται κατά βάθος: Ἐκκλησία
εἶναι τό Σῶμα τοῦ
Χριστοῦ (Κολ. 1,24) καί τό Σῶμα τοῦ
Χριστοῦ εἶναι αἰσθητά παρόν στή Θ. Εὐχαριστία.
«Σημαίνεται ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς
Μυστηρίοις» λέγει ὁ ἅγ. Νικόλαος Καβάσιλας (Εἰς τήν Θ. Λειτουργίαν,
ΛΘ΄, 1), ἐννοῶντας μέ τόν ὅρο «Μυστήρια» τή Θ. Εὐχαριστία.
Ἡ Ἐκκλησία φανερώνεται, ἀποκαλύπτεται, ἐκφράζεται
στή Θ. Εὐχαριστία. Ὅπου Εὐχαριστία,
ἐκεῖ καί Ἐκκλησία. Ἡ
Θ. Λειτουργία, μέσα στήν ὁποία τελεῖται ἡ
Θ. Εὐχαριστία, εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν
Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας.
Στή Θ. Λειτουργία
κοινωνοῦν οἱ Πιστοί, δηλ. δέχονται τό Σῶμα καί τό Αἷμα
τοῦ Χριστοῦ, ἑνώνονται
μαζί Του καί σώζονται. Ὁ Θεός ἔρχεται καί κατοικεῖ
μέσα τους καί ὁ ἄνθρωπος γίνεται ὀργανικό μέλος τοῦ
Χριστοῦ κάθε φορά πού κοινωνεῖ. Εἶναι
σαφής ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς
Ἐκκλησίας πῶς ὅ,τι
ἑνώνεται μέ τόν Θεό ἐκεῖνο
μόνο σώζεται. Στή Θ. Εὐχαριστία πραγματοποιεῖται ἡ
ἕνωσή μας μέ τόν Χριστό, δηλ. ἡ
σωτηρία. Χωρίς Εὐχαριστία δέν ὑπάρχει σωτηρία. Τή
σωτηρία μας, ὅμως, τή φθονεῖ ὁ
διάβολος, ὁποῖος ἐπιχειρεῖ νά διαστρέψει τήν ὁδό
πού ὁδηγεῖ σ’ αὐτήν, μέ πολλούς καί
διάφορους τρόπους, συνήθως ὅμως μέσω τῶν
διαφόρων αἱρέσεων.
Ἡ Θεία Εὐχαριστία στίς αἱρέσεις
Οἱ
αἱρέσεις εἶναι «σπορά» καί
«βοτάνη» τοῦ διαβόλου, κατά τούς Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας. Σ’ αὐτές τό Μυστήριο τῆς
Εὐχαριστίας ὑποτιμᾶται,
συνήθως, ἤ παρακάμπεται, καί ἡ περί αὐτοῦ
διδασκαλία διαστρέφεται. Σέ ὅλες σχεδόν τίς αἱρέσεις
συναντᾶμε διεστραμμένες ἀντιλήψεις καί πλάνες
γιά τή Θ. Εὐχαριστία. Συνήθως ἔχουν τήν πηγή τους στό
Προτεσταντικό κίνημα, τό ὁποῖο ἀρνήθηκε γενικά τήν Ἐκκλησία, τά Μυστήρια
καί τήν Ἱερωσύνη καί στή θέση τους ἐγκατέστησε μιά ἄχρωμη
θρησκευτικότητα, θεμελιωμένη, δῆθεν, στήν Ἁγ.
Γραφή. Κατά τίς προτεσταντικές αἱρέσεις (πρόκειται γιά ἀμέτρητο
πλῆθος αἱρετικῶν
ὁμάδων), ἡ Θ. Εὐχαριστία
δέν εἶναι Μυστήριο. Εἶναι μιά ἁπλή
τελετή, καλή καί ὠφέλιμη, ἀφοῦ
τή δίδαξε ὁ Χριστός, ἀλλά ὄχι
Μυστήριο, ἀπό τό ὁποῖο
ἐξαρτᾶται ἡ σωτηρία μας. Ἡ ὀφέλειά
της ἔγκειται στό ὅτι ἀποτελεῖ
ἁπλή ἀνάμνηση τοῦ Πάθους καί τῆς
Θυσίας τοῦ Χριστοῦ καί ὁδηγεῖ
σέ μιά συναισθηματική συμμετοχή στά γεγονότα. Ὁ ἄρτος
καί ὁ οἶνος δέν θεωροῦνται πραγματικό Σῶμα
καί Αἷμα, ἀλλά μόνο σύμβολα τοῦ Σώματος καί τοῦ
Αἵματος τοῦ Χριστοῦ
(δέν εἶναι, ἀλλά μόνο συμβολίζουν
τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ
Χριστοῦ). Ἔτσι καταλύεται τό θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας,
ἡ Θ. Εὐχαριστία, πού εἶναι
καί θεμέλιο τῆς σωτηρίας μας. Σωτηρία, πλέον, δέν ὑπάρχει,
ἀφοῦ δέν ὑπάρχει πραγματική ἕνωση
μέ τόν Θεό καί ἀφοῦ στή Θ. Εὐχαριστία λαμβάνουμε
μόνο ἐξωτερικά σύμβολα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ σωτηρία ἀντικαθίσταται μέ μιά ἐπιφανειακή
συναισθηματική σχέση, ἡ ὁποία, βέβαια, δέν σώζει. Ὁ Προτεσταντισμός, ὅπως
εἶναι γνωστό, ἀρνεῖται
καί τήν Ἱερωσύνη. Δέν τήν θεωρεῖ Μυστήριο, ἀλλά
ὑπηρεσία, πού μπορεῖ νά ἀσκεῖται
περιστασιακά ἀπό κάποιον καί νά ἐναλλάσσεται. Ἔτσι,
στίς περισσότερες προτεσταντικές αἱρέσεις τελεῖ
τή Θ. Εὐχαριστία ὁποιοσδήποτε πιστός, αὐτός
πού ἀσκεῖ προσωρινά τό ἔργο τοῦ
«πρεσβυτέρου». Δέν ὑπάρχει καμία οὐσιαστική σύνδεση τῆς
Θ. Εὐχαριστίας μέ τό Μυστήριο τῆς Ἱερωσύνης.
Ἄς
δοῦμε πῶς συναντᾶται ἡ
γενική αὐτή αἱρετική ἀντίληψη σέ ἐπιμέρους
ὁμάδες τοῦ εὐρύτερου
προτεσταντικοῦ χώρου. Ἡ αἵρεση
τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ
τελεῖ ἕνα εἶδος «εὐχαριστίας», ἕνα
«Δεῖπνο», τό ὁποῖο
ὀνομάζει «Ἀνάμνηση» καί στό ὁποῖο
ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος
ἀποκαλοῦνται ἱερά
«ἐμβλήματα» (δηλ. σύμβολα) τοῦ Σώματος καί τοῦ
Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ αἵρεση δέ διστάζει νά προσαρμόζει τά κείμενα τῆς
Ἁγ. Γραφῆς σύμφωνα μέ τίς ἀντιλήψεις
της. Ἔτσι, τό «ἐστί» (εἶναι)
στό Μάρκ. 14,22 μεταφράζεται ὡς «συμβολίζει» καί ἐξάγεται
τό συμπέρασμα ὅτι στόν Μυστικό Δεῖπνο «ὁ
ἄρτος συμβόλιζε τό ἀναμάρτητο σαρκικό του
σῶμα» (π. Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου,
«Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ» καί Ὀρθοδοξία, Ἀθῆναι
1995, σ. 84). Μεγαλύτερη ἀξία ἀπό τήν «Ἀνάμνηση» ἔχει
ἡ «ἱερή ὑπηρεσία»: ὅποιος ἀσκεῖ
«ἱερή ὑπηρεσία» ἀπό σπίτι σέ σπίτι,
διαδίδοντας τά ἔντυπα τῆς αἵρεσης,
καί ὑποστηρίζει πρόθυμα τά οἰκοδομικά της
προγράμματα «τρώγει τήν σάρκα τοῦ Υἱοῦ
τοῦ ἀνθρώπου καί πίνει τό Αἷμα του»! (αὐτόθι,
σ. 84-85). Τό παράδοξο εἶναι ὅτι ἡ αἵρεση δέν ἐπιτρέπει σέ ὅλα
τά μέλη της νά κοινωνοῦν ἀπό τά «ἐμβλήματα» τῆς
«Ἀνάμνησης», ἀλλά μόνο στούς 144.000
σεσωσμένους, στήν «ὁμάδα ἐκείνη τήν ὁποία
παίρνει ὁ Θεός στή νέα διαθήκη, πού ἔγινε μέ τή θυσία τοῦ
Ἰησοῦ». Οἱ ὑπόλοιποι, ὁ «πολύς ὄχλος»,
δέν ἔχουν δικαίωμα κοινωνίας: Τούς ἐπιτρέπεται
μόνο νά παρευρίσκονται ὡς «παρατηρητές». Ὅμως, ὁ
ἀριθμός τῶν 144.000 σέ ὅλο
τόν κόσμο ἔχει σχεδόν συμπληρωθεῖ, μέ ἀποτέλεσμα
νά τελοῦνται «Ἀναμνήσεις», στίς ὁποῖες
δέν κοινωνεῖ κανείς, οὔτε κἄν
οἱ ἀποκαλούμενοι «χειροτονημένοι διάκονοι», πού τελοῦν
τό «Δεῖπνο»! (αὐτόθι, σ. 85-87).
Σύμφωνα μέ μαρτυρίες, περιφέρεται ποτήριο οἴνου ἀπό
χέρι σέ χέρι, ἀπό τό ὁποῖο
δέν πίνει κανείς! Χαρακτηριστική εἶναι ἡ
περίπτωση «ἐκκλησίας» Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ,
στήν ὁποία ἀναφέρεται μιά «ἔκθεση
ἀνάμνησης» ὡς ἑξῆς:
- Σύνολο παρόντων στήν «Ἀνάμνηση»: 143 – Σύνολο λαβόντων τά «ἐμβλήματα»:
κανείς!
Οἱ
Πεντηκοστιανοί (Ἐλευθέρα Ἀποστολική Ἐκκλησία
τῆς Πεντηκοστῆς) τελοῦν
ἐπίσης ἕνα εἶδος
«εὐχαριστίας», πού δέν θεωρεῖται, βέβαια, Μυστήριο ἀπαραίτητο
γιά τή σωτηρία. «Ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος
τῆς εὐχαριστίας εἶναι μόνο ψωμί καί
κρασί καί, συνεπῶς, δέν χρειάζεται προσοχή, μήπως πέσουν στό ἔδαφος
ψίχουλα» (π. Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου, Ἐγχειρίδιο αἱρέσεων
καί παραχριστιανικῶν ὁμάδων, Ἀθήνα 1994, σ. 214). Σέ
μεταγενέστερο δημοσίευμά τους ἀναφέρουν ὅτι
δέν εἶναι ἁπλά σύμβολα, ἀλλά «διά πίστεως εἶναι
τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ
Χριστοῦ καί γι’ αὐτό ὅποιος
τό παίρνει ἀναξίως κατακρίνεται» (αὐτόθι).
Ἡ
Ρωμαιοκαθολική ἀντίληψη γιά τή Θ. Εὐχαριστία εἶναι,
βέβαια, πολύ πιό κοντά στήν Ὀρθόδοξη, δέν
ταυτίζεται, ὅμως, μ’ αὐτή. Οἱ
Παπικοί δέχονται ὅτι ἡ Θ. Εὐχαριστία εἶναι
Μυστήριο καί ὅτι σ’ αὐτήν εἶναι
ὄντως παρόντα τό Σῶμα καί Αἷμα
τοῦ Χριστοῦ. Χρησιμοποιοῦν,
ὅμως, τόν ὅρο «μετουσίωση» γιά νά
περιγράψουν τόν τρόπο, μέ τόν ὁποῖο
γίνεται ἡ μεταβολή τοῦ ἄρτου
καί τοῦ οἴνου σέ Σῶμα καί Αἷμα
τοῦ Χριστοῦ. Ὁ
ὅρος «μετουσίωση» ἔχει φιλοσοφική
προέλευση, καί ἐκφράζει μιά διάθεση «ὑποταγῆς»
τοῦ Μυστηρίου στά δεδομένα τῆς ἀνθρώπινης
λογικῆς. Ἐπίσης ὑπάρχουν μεγάλες
διαφορές στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο
τελεῖται ἡ Θ. Εὐχαριστία. Ὅμως,
μέ τίς παπικές πλάνες γιά τό Μυστήριο θά ἀσχοληθοῦμε
ἀναλυτικά σέ ἄλλο τεῦχος
τοῦ ἐντύπου μας καί ἐδώ θά περιορισθοῦμε
στίς προτεσταντικές ἀπομιμήσεις του.
Ἡ μαρτυρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς
Ὅλες
σχεδόν οἱ αἱρετικές ἀντιλήψεις γιά τή Θ. Εὐχαριστία
καταρρίπτονται ἀπό τήν ἴδια τήν Ἁγ.
Γραφή, πού τόσο «ἐκτιμᾶται» στόν προτεσταντικό χῶρο καί ἡ
ὁποία μέ σαφήνεια διδάσκει τί ἀκριβῶς
εἶναι ἡ Εὐχαριστία καί ποιά ἡ σημασία της. Ὁ
ἴδιος ὁ Κύριος, πρίν ἀκόμη
σταυρωθεῖ, εἶχε μιλήσει γιά τό Σῶμα καί τό Αἷμα
Του. Ἔκανε λόγο γιά τόν «ἄρτο τῆς
ζωῆς» (Ἰω. 6,35), ὁ ὁποῖος
κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανό (6,34). Ὅποιος
φάει ἀπ’ αὐτό τόν Ἄρτο, θά ζήσει «εἰς
τόν αἰῶνα» (6,54), ὁ δέ Ἄρτος
«ἡ σάρξ μού ἐστιν», διαβεβαιώνει χαρακτηριστικά
(6,54). Οἱ Ἰουδαῖοι ταράχθηκαν, ὅταν ἄκουσαν
κάτι τέτοιο: «Πῶς δύναται οὗτος ἡμῖν
δοῦναι τήν σάρκα φαγεῖν» (6,52); Πῶς
εἶναι δυνατό νά μᾶς λέει νά φᾶμε
τή Σάρκα; Ὅμως, ὁ Κύριος ἐννοοῦσε
τό Σῶμα τῆς Θ. Εὐχαριστίας, κάτι ἄγνωστο
ἀκόμη στούς ἀκροατές του. Καί
συνεχίζει μέ ἔμφαση: «Σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι,
ἄν δέ φᾶτε τή Σάρκα τοῦ
Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί δέν πιεῖτε τό Αἷμά
Του, δέν θά ἔχετε ζωή μέσα σας. Ὅποιος τρώει τή Σάρκα
μου καί πίνει τό Αἷμα μου ἔχει ζωή αἰώνιο»
(6,53-55). «Ὅποιος τρώει τή Σάρκα μου καί πίνει τό Αἷμά
μου, μένει ἐντός μου, μέσα μου, κι ἐγώ μένω μέσα σ’ αὐτόν»
(6,56). Πολλοί, ἀκόμη καί ἀπό τούς μαθητές Του, ὅταν
τά ἄκουσαν αὐτά, εἶπαν:
«Σκληρός ἐστιν οὗτος ὁ
λόγος· τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν» (6,60); Φοβερά λόγια λέει, ποιός μπορεῖ
νά τόν ἀκούει; Χρειάζονται περισσότερες ἀποδείξεις
ἀπό τά λόγια αὐτά τοῦ
Κυρίου, γιά τό ὅτι ἡ Θ. Εὐχαριστία εἶναι
ὄντως Μυστήριο, μέ τό ὁποῖο
σωζόμεθα, καί ὄχι μιά ἁπλή πράξη, πού θά
μποροῦσε ἴσως νά ἀγνοηθεῖ;
Ὅπως
εἶναι γνωστό, ἡ Θ. Εὐχαριστία
παρεδόθη ἀπό τόν Ἰησοῦ
Χριστό στόν Μυστικό Δεῖπνο, λίγο πρίν τή Θυσία Του στόν Γολγοθᾶ.
Ἐκεῖ ὁ Κύριος τέλεσε ὁ ἴδιος
τήν πρώτη Θ. Λειτουργία πάνω στή γῆ: Ἔλαβε
πρῶτα τόν ἄρτο, τόν εὐλόγησε
(Ματθ. 26,26), εἶπε «λάβετε φάγετε, τοῦτό ἐστι
τό σῶμά μου» (26,26), τόν ἐτεμάχισε καί τόν ἔδωσε
στούς ἁγίους Ἀποστόλους νά
κοινωνήσουν. Τό ἴδιο ἔκανε καί μέ τό Ποτήριο τοῦ οἴνου,
λέγοντας «πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι
τό αἷμά μου» (26,27-28). Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι
σέ ὅλες τίς περιπτώσεις καί ἀπ’ ὅλους
τούς Εὐαγγελιστές (Μαρκ. 14,23-24, Λουκ. 22,19, Α' Κορ. 11,24-25)
χρησιμοποιεῖται τό ρῆμα «ἐστί»,
πού σημαίνει «εἶναι» καί ὄχι «συμβολίζει». Ἄν
ὁ Ἄρτος καί ὁ Οἶνος
ἦσαν ἁπλά σύμβολα, ὁ Κύριος θά ἔλεγε
«τοῦτο συμβολίζει τό σῶμά μου» καί «τοῦτο
συμβολίζει τό αἷμά μου» καί ὄχι «τοῦτό
ἐστι». Στή συνέχεια ἔδωσε ἐντολή
νά ἐπαναλαμβάνεται αὐτή ἡ
πράξη, πρός ἀνάμνησίν Του καί πρός ἀνάμνησιν τῆς
Θυσίας Του: «τοῦτο ποιεῖτε εἰς
τήν ἐμήν ἀνάμνησιν» (Λουκ. 22, 20), «ὁσάκις
γάρ ἄν ἐσθίητε τόν ἄρτον τοῦτον
καί τό ποτήριον τοῦτο πίνητε,
τόν θάνατον τοῦ Κυρίου
καταγγέλλετε, ἄχρις οὗ
ἄν ἔλθῃ» (Α' Κορ. 11,25-26).
Μέ βάση αὐτή
τήν ἐντολή, οἱ πρῶτοι
Χριστιανοί τελοῦσαν τή Θ. Λειτουργία («κλάσιν τοῦ
ἄρτου») καθημερινά. Οἱ Πράξεις τῶν
Ἀποστόλων μᾶς πληροφοροῦν
ὅτι «ἦσαν προσκαρτεροῦντες τῇ
διδαχῇ τῶν ἀποστόλων καί τῇ κοινωνίᾳ
καί τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου
καί ταῖς προσευχαῖς» (2,42) καί ὅτι
«πάντες ἦσαν ἐπί τό αὐτό ... καθ᾿
ἡμέραν τε προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδόν
ἐν τῷ ἱερῷ, κλῶντές τε κατ᾿ οἶκον
ἄρτον» (2,44-46). Τή Θ. Λειτουργία τελοῦσαν
οἱ ἴδιοι οἱ ἅγιοι
Ἀπόστολοι, ὅταν ἦσαν
παρόντες (Πρ. 7,11). Ἡ Θ. Εὐχαριστία ἦταν
τό κέντρο τοῦ κηρύγματος τῶν Ἀποστόλων
(Α' Κορ. 11,23 ἑξ.). Ὁ ἀπ.
Παῦλος ἐφιστᾶ τήν προσοχή σέ ὅσους κοινωνοῦν
ἀναξίως. Ὅποιος κοινωνεῖ
ἔτσι, εἶναι «ἔνοχος
τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος
τοῦ Κυρίου» (Α' Κορ. 11,28). Γι’ αὐτό,
ἄς δοκιμάζει πρῶτα ὁ
ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του, κι ἔπειτα
ἄς κοινωνεῖ. Ὅποιος
κοινωνεῖ ἀναξίως, κοινωνεῖ τήν καταδίκη τοῦ
ἑαυτοῦ του, γιατί δέν ἔχει συναίσθηση ὅτι
κοινωνεῖ τό Σῶμα τοῦ
Κυρίου («μή διακρίνων τό σῶμα τοῦ
Κυρίου» 11,28-29). Γι’ αὐτό, ἐπισημαίνει ὁ Ἀπόστολος
στούς Κορινθίους, ὑπάρχουν ἀναμεσά σας πολλοί ἀσθενεῖς
καί ἄρρωστοι καί ἀρκετοί ἔχουν
πεθάνει, ἐπειδή ἀκριβῶς
κοινωνοῦσαν ἤ κοινωνοῦν ἀναξίως!
(11,30-31).
Ἡ Ὀρθόδοξη ἀντίληψη περί Θ. Εὐχαριστίας
Ἡ
Ὀρθόδοξη ἀντίληψη γιά τή Θ. Εὐχαριστία
ταυτίζεται μέ αὐτήν τῆς Ἁγ.
Γραφῆς. Ἡ Ἐκκλησία μας δέν δέχεται τίποτε περισσότερο καί τίποτε
λιγότερο ἀπ’ ὅ,τι λέει ἡ Ἁγ.
Γραφή γιά τή Θ. Εὐχαριστία. Ἀκολουθῶντας
τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου (Λουκ. 22, 20),
τελεῖ συνεχῶς τή Θ. Λειτουργία καί
θά τήν τελεῖ μέχρι τό τέλος τοῦ κόσμου. Ἡ
μορφή τῆς Λειτουργίας, βέβαια, ἐξελίχθηκε στή διάρκεια
τῶν αἰώνων: προστέθηκαν εὐχές καί ὕμνοι,
χρησιμοποιοῦνται ἄμφια, εἰδικά
λειτουργικά σκεύη κ.λ.π.. Ἡ οὐσία
της, ὅμως, παραμένει ἡ ἴδια
καί ἀμετάβλητη ἀπό τήν ἀποστολική
ἐποχή μέχρι σήμερα. Καί ἡ οὐσία
εἶναι ἡ ἐπίκληση τοῦ Ἱερέως,
μέ τήν ὁποῖα κατέρχεται τό Πνεῦμα τό Ἅγιο
καί μεταβάλλει τά προσφερόμενα δῶρα σέ Σῶμα
καί Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Ὅλα τά ἄλλα εἶναι
περίβλημα καί ἐπένδυση τῆς οὐσίας,
πού σκοπό ἔχουν ὄχι νά τήν συγκαλύψουν,
ἀλλά νά τήν διαφυλάξουν καί νά τήν ἀναδείξουν.
Πολλά ἀπ’ αὐτά τά στοιχεῖα μέ τή μακραίωνη
χρήση τους καθαγιάστηκαν, ἔγιναν προέκταση τῆς
οὐσίας καί ἡ Ἐκκλησία
τά διατηρεῖ μέ εὐλάβεια. Πολλοί ἰσχυρίζονται
ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Λειτουργία δέν μοιάζει καθόλου μέ τήν Ἀποστολική,
διότι ἡ μέν εἶναι μεγάλη καί
πολύπλοκη, ἡ δέ ἦταν δῆθεν, ἁπλή
καί σύντομη. Λένε ὅτι λίγα λόγια χρησιμοποίησε ὁ Κύριος στόν Μυστικό
Δεῖπνο, καί παραθεωροῦν τό «ὑμνήσαντες»,
τό ὁποῖο προσθέτουν οἱ ἱεροί
Εὐαγγελιστές στίς σχετικές διηγήσεις (Ματθ. 26,30, Λουκ. 14,
26). Βέβαια, δέν γνωρίζουμε πόσο διήρκεσε ἡ ὑμνολογία
τοῦ Κυρίου καί τῶν Ἀποστόλων
στήν πρώτη αὐτή Θ. Λειτουργία, γνωρίζουμε, ὅμως,
ὅτι στήν Κ. Διαθήκη ὑπάρχουν ἀναφορές
γιά ἐκτενεῖς προσευχές σέ ἀνάλογες
περιπτώσεις. Στίς Πράξεις π.χ. (20,7-11) ἀναφέρεται περιστατικό
Θ. Λειτουργίας μέ κήρυγμα, πού τέλεσε ὁ ἀπ.
Παῦλος κάποια Κυριακή καί διήρκεσε ὁλόκληρη
τή νύκτα!
Γιά τήν Ἐκκλησία
μας ἡ Θ. Εὐχαριστία εἶναι
τό κέντρο τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι ἡ
ἀρχή καί τό τέλος. Εἶναι τό ἴδιο
τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ
Χριστοῦ, ἀπό τά ὁποῖα,
ὅποιος μεταλαμβάνει, βέβαια κατάλληλα προετοιμασμένος,
σώζεται. Ὅποιος, ὅμως, δέν μεταλαμβάνει,
δέν ἔχει δυνατότητα σωτηρίας, σύμφωνα μέ τή διαβεβαίωση τοῦ
Κυρίου (Ἰω. 6,53). Γι’ αὐτό ἡ
Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ
σέ συνεχῆ Θ. Κοινωνία, μᾶς καλεῖ
νά κοινωνοῦμε τακτικά, συχνά, πολλές φορές, γιατί διαφορετικά μένουμε
μακριά ἀπό τόν Θεό καί ἐκτός τοῦ
Χριστοῦ. Σέ κάθε Θ. Λειτοργία ἔρχεται ὁ
ἴδιος ὁ Χριστός ὁλόκληρος
καί ζῶν ἀνάμεσά μας, ἑνώνεται μέ τούς
Πιστούς Του καί τούς συνάπτει ὅλους μέ τόν Ἑαυτό
Του καί μετ’ ἀλλήλων σέ μιά ὑπέρτατη μυστική
κοινωνία καί ἕνωση.
Γιά νά γίνει αὐτό,
ὅμως, ἀπαιτοῦνται
καί κάποιες προϋποθέσεις. Δέν ἀρκεῖ
ἁπλῶς νά ὑπάρχει καί νά τελεῖται
ἡ Θ. Εὐχαριστία, ἀλλά
πρέπει νά εἶναι καί ἔγκυρη. Ἔγκυρη
εἶναι ἡ Εὐχαριστία πού τελοῦσαν οἱ
ἅγιοι Ἀπόστολοι μέ ἐντολή
τοῦ Χριστοῦ, καθώς καί ἐκείνη
πού τελοῦν οἱ γνήσιοι διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων,
δηλ. οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας
καί οἱ χειροτονημένοι ἀπ’ αὐτούς
Ἱερεῖς. Αὐτοί μέ τή Χειροτονία τους λαμβάνουν τό «χάρισμα» (Α΄ Τιμ.
4,14) νά τελοῦν τή Θ. Λειτουργία καί τό «χάρισμα» αὐτό
μεταδίδεται μέ μιά ἀδιάσπαστη ἀλυσίδα Χειροτονιῶν,
ἡ ὁποία ἔχει τήν ἀρχή
της στούς ἁγίους Ἀποστόλους («ἀποστολική
διαδοχή»). Κάθε ἄλλη «εὐχαριστία», πού τελεῖται
ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλον, σέ ὁποιονδήποτε
χῶρο καί μέ ὁποιονδήποτε τρόπο, ἁπλῶς
δέν εἶναι γνήσια, δέν εἶναι Εὐχαριστία,
τά δῶρα της δέ μεταβάλλονται σέ Σῶμα καί Αἷμα
τοῦ Χριστοῦ, εἶναι
κοινός ἄρτος καί οἶνος. Εὐχαριστία
καί Ἱερωσύνη συνδέονται ἀδιάσπαστα μεταξύ τους,
ἡ μία προϋποθέτει τήν ἄλλη. «Ἀσφαλής
καί βεβαία» Εὐχαριστία, λέει ὁ ἅγ.
Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, ἕνας
ἀπό τούς ἀρχαιότερους Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας, εἶναι «ἡ
ὑπό τόν Ἐπίσκοπον οὖσα»,
δηλ. αὐτή πού τελεῖ ὁ
Ἐπίσκοπος ἤ οἱ
Ἱερεῖς του (Σμυρναίοις VIII, ΒΕΠΕΣ, τ. 2, σ. 281). Μέ αὐτό
τό πρῖσμα γίνεται κατανοητή ἡ προβληματική θέση τῶν
αἱρέσεων ὡς πρός τήν Ἐκκλησία
τοῦ Χριστοῦ: οἱ
αἱρέσεις δέν τελοῦν γνήσια Εὐχαριστία
καί γι’ αὐτό δέν σώζουν. Εἶναι νεκρές ἀνθρώπινες
ὀργανώσεις, κατά τόν ἐπιεικέστερο
χαρακτηρισμό. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ
(ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία) εἶναι
ζῶσα, ἐπειδή ἀκριβῶς
τελεῖ τήν μόνη γνήσια «ἀσφαλῆ
καί βεβαία» Θεία Εὐχαριστία καί δι’ αὐτῆς
σώζει τόν κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου