Διάγραμμα – Περίληψη Θέματος Η΄ τοῦ Θεολογικοῦ
Προγράμματος «Ὀρθοδοξία καί Ζωή» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί
Κυνουρίας, περιόδου ΙΖ΄, ἔτους 2022-2023.
Προέλευση καί οὐσία τῆς ψυχῆς: Ἡ διήγηση τῆς
Γενέσεως γιά τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ὑπονοεῖ σαφῶς τή διάκρισή του σέ σῶμα
καί ψυχή. Τόσο τό σῶμα, ὅσο καί ἡ ψυχή δημιουργοῦνται μέ ἰδιαίτερη
(διαφορετική) δημιουργική Ἐνέργεια: τό σῶμα ἐκ τῶν «χειρῶν» καί ἡ ψυχή ἐκ τοῦ
«ἐμφυσήματος» τοῦ Θεοῦ. Συνήθως λέγεται ὅτι τό σῶμα εἶναι τό θνητό καί ἡ ψυχή
τό «ἀθάνατο» μέρος τοῦ ἀνθρώπου, ἡ δέ Ὀρθόδοξη ὑμνολογία ὁμιλεῖ περί ψυχῆς ὡς
«πράγματος ἀθανάτου». Ἡ ἀντίληψη γιά τήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς ἦταν εὐρύτατα
διαδεδομένη στόν ἀρχαῖο ἑλληνισμό, ὅμως, στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση ἰσχύει μόνο μέ
προϋποθέσεις, ὅπως: α) Ἡ ψυχή δέν εἶναι ἄκτιστη, ἀλλά κτιστή. β) Δέν εἶναι
ἀθάνατη «κατά φύσιν», ἀλλά «κατά χάριν», ἀφοῦ «πᾶν τό ἀρξάμενον τελευτᾶ κατά
φύσιν». γ) Δέν ταυτίζεται μέ τόν ἄνθρωπο, ἀλλά εἶναι μέρος ἀνθρώπου. δ) Ἡ
ἀθανασία τοῦ ἀνθρώπου δέν στηρίζεται στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, ἀλλά στήν Ἀνάσταση
τοῦ Χριστοῦ καί στή μέλλουσα ἀνάσταση τῶν σωμάτων. Κατά τούς Πατέρες, ἡ ψυχή
εἶναι «οὐσία ζῶσα, ἁπλῆ, ἀσώματος, σωματικοῖς ὀφθαλμοῖς κατ᾿ οἰκείαν φύσιν ἀόρατος,
λογική τε καί νοερά, ἀσχημάτιστος ... αὐτεξούσιος, θελητική τε καί ἐνεργητική, τρεπτή,
ἤτοι ἐθελότρεπτος, ὅτι καί κτιστή» (Ἰω. Δαμασκηνός). Ὡς κτίσμα, ἀντλεῖ ὅλες τίς
ἰδιότητές της ἀπό τόν Θεό: «πάντα ταῦτα κατά φύσιν ἐκ τῆς τοῦ δημιουργήσαντος αὐτήν
χάριτος εἰληφυῖα, ἐξ ἧς καί τό εἶναι καί τό φύσει οὕτως εἶναι εἴληφεν». Ἡ ψυχή
μόνο ἐπί τοῦ ἀνθρώπου θεωρεῖται, τά δέ φυτά καί ζῶα διαθέτουν μόνο κάποιες δυνάμεις
της (τή «θρεπτική», τήν «αὐξητική», τήν «αἰσθητική» καί τή «ζωτική»). Μέ αὐτά
τά δεδομένα, ἡ ψυχή ἔχει ἀρχή, ἀλλά δέν ἔχει τέλος. Ἀνήκει σέ ἕνα μόνο πρόσωπο
καί συνδέεται μέ ἕνα μόνο σῶμα. Δημιουργεῖται μαζί μέ τό σῶμα: «ἅμα δέ τό σῶμα
καί ἡ ψυχή πέπλασται· οὐ τό μέν πρότερον, τό δέ ὕστερον». Δέν προϋπάρχει, οὔτε
εἰσέρχεται σέ ἄλλο σῶμα μετά τόν φυσικό θάνατο. Ἡ «μετενσάρκωση» καταδικάστηκε
ἀπό τήν τήν Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (553) στό πρόσωπο τοῦ Ὠριγένη. Ὡς πρός τήν προέλευσή
της, δέν ταυτίζεται μέ τήν «πνοή» (Ἐνέργεια) τοῦ Θεοῦ, ἀλλά εἶναι ἀποτέλεσμά της
(«ἐνέργημα»). Ὡς πρός τήν ἀξία της, ὑπερέχει τοῦ σώματος. Ἐπιπλέον, ἀγαπᾶ τό «ἴδιον»
(τό δικό της) σῶμα: «τοσοῦτον γάρ ἐρασμίαν ἔχει δι’ αὐτοῦ φυσικῶς τήν πρός τό
οἰκεῖον σῶμα ἡ ψυχή συνάφειαν, ὡς μηδέποτε ἀπολιπεῖν τοῦτο ἐθέλει» (Γρηγ. Παλαμᾶς).
Ἐκείνη παρέχει στό σῶμα τή ζωή, τήν κίνηση, τήν αἴσθηση κ.τ.λ. Μετά τήν
ἀναχώρησή της ἀπό αὐτό μέ τόν φυσικό θάνατο, τό μέν σῶμα νεκρώνεται καί διαλύεται,
ἡ δέ ψυχή ὑφίσταται τήν πρώτη καί «μερική» κρίση («ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ
ἀποθανεῖν, μετά δέ τοῦτο κρίσις», Ἑβρ. 9,27) καί προγεύεται τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν
ἤ τῶν αἰωνίων βασάνων κατά τά ἔργα της, μέχρι τῆς κοινῆς ἀναστάσεως. Τότε θά
λάβει τό δικό της ἀναδημιουργημένο σῶμα καί θά κριθεῖ μαζί μέ αὐτό στήν
«ἐσχάτη» καί «γενική» Κρίση τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου, «εἰς Ζωήν
αἰώνιον» ἤ «εἰς Κόλασιν αἰώνιον» (Ματθ. 25, 31-46).