ΤΕΥΧΟΣ 93 ΤΡΙΠΟΛΙΣ
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2015
ΤΟ
ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
ΟΡΘΟΔΟΞΗ
ΘΕΩΡΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΚΑΙΡΟΥΣ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΤΟΥ
Ἕνα νέο πλῆγμα στόν θεσμό τοῦ Γάμου
Ζητήματα, σχετικά μέ
τόν Γάμο καί τήν οἰκογένεια, ἔρχονται κατά καιρούς
στό προσκήνιο, ὄχι τόσο μέ ἀφορμή ἐνέργειες
ἤ ἀντιλήψεις κάποιας αἱρετικῆς
ἤ παραθρησκευτικῆς ὁμάδας,
ὅσο μέ ἀφορμή ἐνέργειες
τῆς ἑλληνικῆς Πολιτείας, ἡ
ὁποία νομοθετεῖ γιά τά θέματα αὐτά
μέ τρόπο, πού ὑποτιμᾶ παραδοσιακές ἀξίες
καί δημιουργεῖ ἔνταση στίς σχέσεις της μέ τήν Ἐκκλησία.
Πρόσφατα, τίς παραμονές τῶν Χριστουγέννων (22/12/2015) καί μέσα στή δίνη τῶν
τεράστιων προβλημάτων πού μαστίζουν τή χώρα, ἡ ἑλληνική
Κυβέρνηση ἔσπευσε νά φέρει στή Βουλή τό νομοσχέδιο γιά τό «σύμφωνο
συμβίωσης» τῶν ὁμοφυλοφίλων, τό ὁποῖο,
τελικά, ψηφίστηκε μέ εὐρεία πλειοψηφία καί ἔγινε νόμος τοῦ
Κράτους. Τό γεγονός, ὅπως ἦταν ἀναμενόμενο, προκάλεσε ἔντονες ἀντιδράσεις,
ἀπό Ἀρχιερεῖς, Κληρικούς, ἐκκλησιαστικούς
παράγοντες, φορεῖς, σωματεῖα καί μεμονωμένα πρόσωπα.
Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ἑλλάδος ἐξέφρασε τήν ἀντίθεσή
της σέ Δελτίο Τύπου (9/12/2015), στό ὁποῖο,
σύμφωνα καί μέ παλαιότερη σχετική Ἀπόφασή της (17/10/2013),
χαρακτηρίζει «ἐκτροπές» τοῦ οἰκογενειακοῦ
θεσμοῦ, φαινόμενα ὅπως «ὁ
πολιτικός γάμος, ἡ μονογονεϊκή οἰκογένεια, ἡ
ἐλεύθερη συμβίωση καί ὁ λεγόμενος γάμος των ὁμοφυλοφίλων».
Ἀνάλογη παρέμβαση ἔγινε καί ἀπό
τήν Ἱερά Κοινότητα τοῦ Ἁγίου
Ὄρους, μέ ἐπιστολή της πρός τόν Ὑπουργό
Δικαιοσύνης καί τούς ἕλληνες Βουλευτές τίς παραμονές τῶν
Ἑορτῶν.
Βέβαια, ἡ
Ἐκκλησία σέ καμμία περίπτωση δέν ἐπιχειρεῖ
νά περιορίσει τήν ἐλευθερία κάθε ἀνθρώπου νά ζεῖ,
ὅπως θέλει, στήν προσωπική του ζωή, ἀκόμη
καί νά θέτει τόν ἑαυτό του ἐκτός Ἐκκλησίας,
ἄν εἶναι μέλος της. Γνωρίζοντας, ὅμως, ἐμπειρικά
τίς τραγικές συνέπειες τῆς ἁμαρτίας στήν προσωπική καί κοινωνική ζωή, ἔχει
χρέος νά ἐπισημαίνει τίς συνέπειες αὐτές σέ κάθε κατεύθυνση
καί μέ κατηγορηματικό τρόπο, ἰδιαίτερα, ὅταν
ἡ ἁμαρτία γίνεται κανόνας καί νόμος. Ἄλλωστε,
ἔχει ἐπισημανθεῖ ὅτι
ἡ κρίση τῆς ἐποχῆς
μας, ἡ οἰκονομική, ἡ κοινωνική, ἡ
πολιτική κ.λπ., εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς ἄλλης
βαθύτερης κρίσης, τῆς πνευματικῆς, πού σημαίνει ὅτι,
τελικά, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας.
Ἡ Ἐκκλησία λειτουργεῖ θεραπευτικά ὡς
πρός τήν ἁμαρτία, δηλαδή ἀποσκοπεῖ
στό νά θεραπεύει τή νόσο τῆς ἁμαρτίας
καί τά ἀποτελέσματά της, καί, κατά συνέπειαν, λειτουργεῖ
εὐεργετικά γιά τήν κοινωνία, σέ ἀντίθεση
μέ θεσμούς πού καλλιεργοῦν τήν ἁμαρτία καί, κατά
συνέπειαν, λειτουργοῦν βλαπτικά γιά τήν κοινωνία.
Ἐπί
πλέον, ἡ Ἐκκλησία διαπιστώνει ὅτι μέ ἐνέργειες
καί νομοθετήματα, ὅπως τό παραπάνω, θίγεται, τουλάχιστον ἔμμεσα,
ἕνας θεσμός θεμελιώδης γιά τή συνοχή, ἀλλά
καί γιά τήν ἴδια τήν ὕπαρξη τῆς
κοινωνίας, ὁ θεσμός τοῦ Γάμου. Ὁ
θεσμός αὐτός ἔχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά κατά τήν Ὀρθόδοξη
Παράδοση, τά ὁποῖα, ἄν ἀλλοιωθοῦν, ἀφ’
ἑνός μέν κινδυνεύει ἡ σωτηρία τῶν
ἀνθρώπων, ἀφ’ ἑτέρου
δέ προκύπτουν ἀρνητικές συνέπειες γιά τό κοινωνικό σύνολο. Ἄς
δοῦμε, ὅμως, α) τί εἶναι ὁ
Γάμος κατά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, β) πῶς ἀλλοιώνεται
ὁ χαρακτήρας του σέ διάφορες αἱρετικές
ὁμάδες καί γ) πῶς ἀντιμετωπίζεται
ὡς θεσμός στίς σύγχρονες ὀργανωμένες κοινωνίες.
Ὁ Γάμος, ὡς «μυστήριον μέγα»
Κατά τήν Ὀρθόδοξη
Παράδοση, ὁ Γάμος δέν εἶναι μιά συμφωνία, μιά
σύμβαση ἤ μιά ἕνωση, βασισμένη στά
κοινά στοιχεῖα, στή σύμπνοια καί στήν ἀμοιβαία ἀγάπη
τῶν συζύγων, ἀλλά εἶναι
Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἀπόστολος
Παῦλος τόν ἀποκαλεῖ
«μυστήριον μέγα» (Ἐφ. 5,32). Ὁ ἴδιος
ὁ Κύριος τόν καθηγίασε μέ τήν προσωπική παρουσία Του στόν «ἐν
Κανᾷ Γάμο», ὅπου ἐπιτέλεσε
καί τήν «ἀρχήν τῶν σημείων», δηλαδή τό
πρῶτο θαῦμα Του (Ἰω.
2, 1-11). Αὐτό σημαίνει ὅτι οὔτε
τά κοινά στοιχεῖα, οὔτε ἡ λεγόμενη «συμφωνία χαρακτήρων», οὔτε
ἡ ψυχική ἐπικοινωνία, οὔτε
ἡ σωματική ἕλξη, οὔτε
ἡ ἀμοιβαία ἀγάπη εἶναι
στοιχεῖα ἱκανά νά δημιουργήσουν μιά ἰσχυρή καί ἀκλόνητη
ἕνωση. Ὅλα αὐτά,
βέβαια, πρέπει νά ὑπάρχουν καί ἀποτελοῦν
προϋποθέσεις, ἀλλά ἡ πραγματική ἕνωση πραγματοποιεῖται
μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, «εἰς Χριστόν καί εἰς τήν ἐκκλησίαν»
(Ἐφ. 5,32). Γάμος εἶναι τό Μυστήριο, στό ὁποῖο
ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ
ἑνώνει δύο πρώην ξένους, ἕναν ἄνδρα
καί μία γυναῖκα, σέ ἕνα σῶμα,
«εἰς σάρκα μίαν» (Ἐφ. 5,31).
|
Ὁ Κύριος
τίμησε ἰδιαίτερα τόν θεσμό τοῦ Γάμου μέ τήν προσωπική παρουσία Του στόν «ἐν
Κανᾷ Γάμο». |
Ὡς
Μυστήριο, ὁ Γάμος τελεῖται μόνο ἐντός
τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπό τούς κανονικούς
Λειτουργούς της, Ἱερεῖς ἤ Ἐπισκόπους. Ἀπό τούς ἀποστολικούς
χρόνους ἀπαραίτητο στοιχεῖο του ἦταν
ἡ ἐπισκοπική ἄδεια. Κάθε ἄλλη
μορφή «γάμου», πού τελεῖται ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας,
χωρίς ἐπισκοπική ἄδεια καί χωρίς τήν ἱερολογία
τῶν Λειτουργῶν της δέν ἀποτελεῖ
Γάμο. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία
ἀπορρίπτει τόν «πολιτικό γάμο» γιά τά μέλη της. Ὁ
«γάμος» αὐτός μπορεῖ νά ἰσχύει
γιά τούς ἑτεροδόξους, γιά τούς ἑτεροθρήσκους καί γιά
τούς ἀθέους, ὄχι ὅμως
γιά τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς. Ἀπό Ὀρθόδοξη
ἄποψη, ἀφ’ ἑνός
μέν ἀποτελεῖ προσβολή ἤ
ἄρνηση ἑνός Μυστηρίου τῆς
Ἐκκλησίας, ἀφ’ ἑτέρου
δέ θεωρεῖται ἁμαρτωλή σαρκική σχέση ἐκτός τοῦ
θελήματος τοῦ Θεοῦ.
Ὅπως
εἶναι γνωστό, ἡ Ἐκκλησία,
ἀκολουθώντας τό θέλημα τοῦ Θεοῦ,
ὅπως αὐτό ἐκφράζεται
στήν Ἁγία Γραφή, στά ἔργα τῶν
Πατέρων, στούς ἱερούς Κανόνες καί, γενικά, στήν Παράδοσή της, δέχεται ὡς
εὐλογημένες καί ἀποδεκτές ἀπό
τόν Θεό μόνο τίς ἐντός τοῦ Μυστηρίου τοῦ
Γάμου σαρκικές σχέσεις. Ὅλες τίς ἄλλες σχέσεις (προγαμιαῖες
καί ἐξωγαμιαῖες) τίς θεωρεῖ
ἁμαρτωλές. Πολύ περισσότερο θεωρεῖ
ἁμαρτωλές τίς σαρκικές σχέσεις μέ τρίτα πρόσωπα, ἐνῶ
ὑφίσταται ὁ Γάμος, δηλαδή τό ἁμάρτημα
τῆς μοιχείας. Αὐτά ἴσως
φαίνονται ὑπερβολικά ἤ ἀνεφάρμοστα
στήν ἐποχή μας, στήν ὁποία κυριαρχεῖ
ἡ ἔκλυση τῶν ἠθῶν
καί ἡ ἰσχυρή ροπή πρός τήν ἁμαρτία. Ὅμως,
στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, τό καλό καί τό κακό, τό ἁμαρτωλό
καί τό ἅγιο, δέν διακρίνονται μέ βάση τήν ἀνθρώπινη
λογική, οὔτε μέ τό τί ἐπικρατεῖ
καθε φορά στήν περιρέουσα ἀτμόσφαιρα, ἀλλά
ἀποκλειστικά καί μόνο μέ τό θέλημα τοῦ
Θεοῦ. Καλό εἶναι ὅ,τι
θέλει ὁ Θεός καί κακό ἤ ἁμαρτωλό
εἶναι ὅ,τι δέν θέλει ὁ Θεός. Στίς
περισσότερες περιπτώσεις, βέβαια, τό θέλημα τοῦ Θεοῦ
καί ἡ ἀνθρώπινη κρίση ταυτίζονται, γιατί στόν ἄνθρωπο
ἔχει δοθεῖ ἡ
δυνατότητα νά διακρίνει καί ἀφ’ ἑαυτοῦ
μεταξύ καλοῦ καί κακοῦ. Σέ ἄλλες
περιπτώσεις, ὅμως, ὅ,τι φαίνεται στόν ἄνθρωπο
φυσικό, ἐνδέχεται νά προσκρούει στό θεῖο
θέλημα καί νά εἶναι κακό καί ἁμαρτωλό. Αὐτό
συμβαίνει, γιατί μόνο ὁ Θεός γνωρίζει σέ βάθος τίς συνέπειες τῶν
ἀνθρώπινων πράξεων. Ἄν ἀπαγορεύει
κάτι, τό ἀπαγορεύει ἀπό ἀγάπη
καί φιλανθρωπία καί λόγω τῶν ἀρνητικῶν
συνεπειῶν του, τίς ὁποῖες
ἀγνοοῦμε, συνήθως, ἐμεῖς.
’Επί πλέον, ἄν κάποια ἰδανικά τῆς
Ἐκκλησίας εἶναι σέ ὑψηλό
σημεῖο γιά τά δεδομένα μας, αὐτό γίνεται γιά νά τά προσεγγίζουμε,
νά προοδεύουμε καί νά τελειοποιούμεθα, ἄσχετα ἄν
αὐτό ἐπιτυγχάνεται πάντοτε στήν πράξη. Τό γεγονός ὅτι
πολλοί στήν ἐποχή μας τά ἐπιτυγχάνουν, ἀποδεικνύει
ὅτι τά ἰδανικά αὐτά
καί προσιτά εἶναι καί ἐφαρμόσιμα.
Ὁ
σκοπός τοῦ Γάμου, δέν εἶναι ἄλλος
ἀπό τήν ἐν Χριστῷ
τελείωση τῶν συζύγων καί τῆς οἰκογένειας,
πού προέρχεται ἀπ’ αὐτούς. Ὡστόσο, ὁ
Γάμος δέν εἶναι ἡ τελειότερη ὁδός πρός τή σωτηρία
καί τήν τελείωση. Ὑπάρχει καί ἡ ὁδός
τῆς ἐν Χριστῷ παρθενίας ἤ
τοῦ Μοναχισμοῦ, ἡ
ὁδός τῆς ὁλοκληρωτικῆς
ἀφιέρωσης στόν Θεό, τήν ὁποία βάδισαν ἀναρίθμητοι
ἀσκητές καί Ὅσιοι τῆς
Ἐκκλησίας. Ὁ ἀπ.
Παῦλος, τονίζοντας τήν ὑπεροχή αὐτῆς
τῆς ὁδοῦ ἔναντι τοῦ Γάμου, παρατηρεῖ
τό αὐτονόητο: «ὁ ἄγαμος
φροντίζει ὅσα σχετίζονται μέ τόν Κύριο, πῶς
νά ἀρέσει στόν Κύριο, ἐνῶ
ὁ ἔγγαμος φροντίζει ὅσα σχετίζονται μέ τόν
κόσμο, πῶς νά ἀρέσει στή γυναῖκα»
(Α' Κορ. 7,33). Μέ αὐτά τά δεδομένα, ὁ Γάμος δέν εἶναι
Μυστήριο αἰώνιο, δηλαδή Μυστήριο πού ἐπεκτείνεται καί στή
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τότε, κατά τή διαβεβαίωση τοῦ
Κυρίου, δέν θά ὑπάρχει Γάμος, ἀλλά οἱ
ἄνθρωποι θά ζοῦν «ὡς
ἄγγελοι ἐν τῷ
οὐρανῷ» (Ματθ. 22,30).
Τά παραπάνω σημαίνουν ὅτι
τό Μυστήριο τοῦ Γάμου λύεται μέ φυσικό τρόπο μέ τόν θάνατο ἑνός
ἐκ τῶν δύο συζύγων. Ὡστόσο, ὑπάρχει
καί ἄλλος τρόπος λύσεως τοῦ Γάμου καί αὐτός
εἶναι τό Διαζύγιο (πνευματική λύση ἀπό
τόν οἰκεῖο Ἐπίσκοπο). Τό Διαζύγιο ἀποτελεῖ
ἔσχατη ἐπιλογή γιά ἀκραῖες
περιπτώσεις, ἀφοῦ ὁ κανόνας εἶναι: «ὅ
ὁ Θεός συνέζευξεν ἄνθρωπος μή χωριζέτω»
(Ματθ. 19,6). Ὁ Κύριος τό ἐπιτρέπει μόνο γιά
λόγους μοιχείας (Ματθ. 5,32). Ἡ Ἐκκλησία
ἐπιτρέπει «κατ’ οἰκονομίαν» τόν δεύτερο
καί τρίτο Γάμο, γιά ὅσους δέν μποροῦν νά ζήσουν μόνοι τους
μετά τή φυσική ἤ τήν πνευματική λύση τοῦ πρώτου Γάμου. Δέν ἐπιτρέπει,
ὅμως, τόν τέταρτο ἤ περισσότερους ἀπό
τόν τέταρτο Γάμους.
Ὁ Γάμος σέ παλαιότερες καί σύγχρονες αἱρέσεις
Ὁ
Γάμος, ὡς Μυστήριο καί ὡς θεμέλιο τῆς
οἰκογένειας καί τῆς κοινωνίας,
πολεμήθηκε ἀπό παλαιότερες καί σύγχρονες αἱρέσεις.
Οἱ περισσότερες ἀπό αὐτές
κατανοοῦσαν μέ ἐσφαλμένο τρόπο τή
λειτουργία τῶν σεξουαλικῶν σχέσεων ἐντός
καί ἐκτός του. Ἔτσι, προέκυψαν αἱρέσεις
πού ἀποδέχονταν ἤ ἐπέβαλαν
τίς ἐλεύθερες σεξουαλικές σχέσεις καί αἱρέσεις
ἤ αἱρετικές τάσεις πού τίς ἀπέρριπταν.
Ὁ
Νικολαϊτισμός στήν ἀρχαία Ἐκκλησία ἦταν
αἵρεση τῆς πρώτης μορφῆς.
Τό ὄνομά του ἀνάγεται, μᾶλλον
ἐσφαλμένα, στόν Νικόλαο, ἕνα τῶν
ἑπτά Διακόνων τῆς Καινῆς
Διαθήκης. Οἱ Νικολαΐτες πίστευαν ὅτι
ἡ ἀκολασία καί ἡ ἐλεύθερη
σεξουαλική δράση εἶναι ἠθικῶς ἀδιάφορα, μᾶλλον δέ συντελοῦν
στήν ἐπίτευξη ὑψηλότερου πνευματικοῦ
βίου: «εἰ μή τις καθ’ ἡμέραν λαγνεύει, ζωῆς
οὐ δύναται μετέχειν τῆς αἰωνίου»
(Ἁγ. Ἐπιφανίου, Κατά αἱρέσεων, 25)! Παρόμοιες
ἀντιλήψεις ὑπῆρχαν
καί σέ ἄλλες αἱρέσεις τοῦ
κινήματος τοῦ Γνωστικισμοῦ τῶν
πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων (ὅ.π., 25). Ἀναβιώσεις
τοῦ Νικολαϊτισμοῦ συναντᾶμε
σέ ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς
μας, πού θεωροῦν ἠθικῶς ἀδιάφορες τίς ἐκτός τοῦ
Γάμου σεξουαλικές σχέσεις ἤ θεωροῦν
τόν ἀνθρώπινο ἔρωτα ὡς
προϋπόθεση γιά τόν θεῖο ἔρωτα (Νεονικολαϊτισμός).
Ἀπό
τήν ἄλλη πλευρά, πολύ νωρίς ἐμφανίστηκαν ἔντονες
ἀσκητικές καί ἐγκρατιτικές τάσεις πρῶτα
ἐντός τοῦ αἱρετικοῦ
συστήματος τοῦ Γνωστικισμοῦ καί ἔπειτα
ἐντός τῆς ἴδιας
τῆς Ἐκκλησίας. Τέτοιες ἀντιμετωπίζει ἤδη
ὁ ἀπ. Παῦλος, ὅταν
ἀναφέρεται σέ «προσέχοντες πνεύμασι πλάνοις καί
διδασκαλίαις δαιμονίων» (Α' Τιμ. 4,1), οἱ ὁποῖοι
ἐμποδίζουν τόν Γάμο καί τήν λήψη ὁρισμένων
τροφῶν. Οἱ τάσεις αὐτές ἐμφανίζονται
ἔντονες τόν 4ο μ.Χ. αἰῶνα σέ κάποιες περιοχές,
ἰδιαίτερα μεταξύ αἱρετιζόντων Εὐσταθιανῶν
μοναχῶν. Πολλοί θεωροῦσαν τόν Γάμο «βδέλυγμα»
καί ὅσους εἶχαν σεξουαλικές
σχέσεις ἐντός του ὡς ἀποκλεισμένους
ἀπό τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἄλλοι ἀπέφευγαν νά κοινωνοῦν
καί νά λειτουργοῦνται σέ Ναούς πού ἱερουργοῦσαν
ἔγγαμοι Ἱερεῖς,
ἄλλοι ἐγκατέλειπαν αὐθαίρετα
τούς συζύγους ἤ τίς συζύγους τους ἀπό περιφρόνηση πρός
τόν Γάμο καί ἄλλοι ἀσκοῦσαν
παρθενία ἤ ἐγκράτεια ὄχι ἀπό
ἀγάπη πρός τόν Θεό, ἀλλά ἀπό
ὑποτίμηση πρός τόν Γάμο καί τίς σαρκικές σχέσεις. Ὅλες
αὐτές τίς παρεκτροπές καταδίκασε Τοπική Σύνοδος στή Γάγγρα τῆς
Παφλαγονίας τό 340 μ.Χ. μέ Κανόνες της, οἱ ὁποῖοι
ἐπικυρώθηκαν ἀπό τήν Πενθέκτη Οἰκουμενική
Σύνοδο (691 μ.Χ.). Παρόμοια φαινόμενα εἶχαν καταδικαστεῖ
καί ἀπό Κανόνες ἄλλων Συνόδων τῆς
Ἐκκλησίας.
Μέ τήν ἐπίδραση
τέτοιων ἀσκητικῶν τάσεων, εἴτε
μέ τήν προοπτική τοῦ ἰδανικοῦ τῆς
ἐν Χριστῷ ἐγκρατείας,
κάποιοι ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς ἤ
Πατέρες περιορίζουν τίς σεξουαλικές σχέσεις τοῦ Γάμου μόνο στόν σκοπό
τῆς τεκνογονίας. Ὡστόσο, τό θέμα αὐτό
ἔχει λυθεῖ ἤδη
ἀπό τόν ἀπ. Παῦλο,
κατά τόν ὁποῖο ἡ ἐγκράτεια ἐντός τοῦ
Γάμου μέ σκοπό τήν καθαρότερη προσευχή εἶναι κάτι καλό, πρέπει ὅμως
νά γίνεται μέ δύο προϋποθέσεις: α) μέ τή σύμφωνη γνώμη καί τῶν
δύο συζύγων καί β) προσωρινά καί γιά συγκεκριμένο διάστημα, μετά τό ὁποῖο
θά ἐπαναλαμβάνονται οἱ σχέσεις (Α' Κορ. 7,
1-5).
Στήν ἐποχή
μας ἀπό τίς μεγάλες χριστιανικές ὁμάδες ὁ
Ρωμαιοκαθολικισμός τηρεῖ τήν παραδοσιακή ἐκκλησιαστική θέση ἔναντι
τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου, μέ κάπως αὐστηρότερη
στάση ἔναντι θεμάτων ὅπως οἱ
ἐντός τοῦ Γάμου σαρκικές
σχέσεις, τό Διαζύγιο καί ἡ ἀναγκαστική ἀγαμία τοῦ
Κλήρου ὅλων τῶν βαθμῶν,
μέτρο πού ἐξέθρεψε φαινόμενα ὁμοφυλοφιλίας καί
παιδεραστίας ἐντός τοῦ παπικοῦ
Κλήρου. Ὁ Προτεσταντισμός θεωρεῖ, γενικά, τόν Γάμο «ἱερή
τελετή» ἤ «ἱερό θεσμό», ὄχι ὅμως
Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Ἐντός του ἐμφανίστηκαν
ἔντονες «ἀσκητικές» τάσεις, μέ τίς
μορφές τοῦ Πιετισμοῦ (Εὐσεβισμοῦ)
καί τοῦ Πουριτανισμοῦ. Ἀπό
τούς ἡγέτες του ὁ Ἰωάννης
Καλβῖνος (1509-1564) ἐπιχείρησε νά ἐπιβάλει
στούς ὁπαδούς του ἕνα εἶδος
«ἐγκόσμιου ἀσκητισμοῦ»,
μέ καταναγκαστικά μέσα, ὅπως ἡ ἀπόλυτη βία, ἡ ἀστυνόμευση
τῶν ἠθῶν, οἱ αἰφνίδιες ἐπιθεωρήσεις τῆς
οἰκογενειακῆς ζωῆς
(ἔλεγχοι ἀκόμη καί στίς
κουζίνες, στίς ντουλάπες καί στίς κρεβατοκάμαρες τῶν
σπιτιῶν) καί οἱ σκληρές τιμωρίες τῶν
παραβατῶν, μέχρι καί τῆς ποινῆς
τοῦ θανάτου. Μέ τά μέσα αὐτά ἐπιχείρησε
νά ὀργανώσει τήν Ἐλβετία σέ πρότυπο
χριστιανικῆς πόλης. Στό ἄλλο ἄκρο,
κάποιες σύγχρονες «ἐκκλησίες» Ἀγγλικανῶν,
«εὐλογοῦν» ἀκόμη καί τόν γάμο τῶν ὁμοφυλοφίλων.
Τέλος, σέ ἄλλες αἱρετικές ὁμάδες
συναντᾶμε φαινόμενα ὅπως ἡ
πολυγαμία (Μορμόνοι) καί ἡ ἄσκηση πορνείας πρός ὄφελος τῆς
ὀργάνωσης (αἵρεση «Τά Παιδιά τοῦ
Θεοῦ» τοῦ David Berg).
Ὁ Γάμος, ὡς θεσμός στίς σύγχρονες κοινωνίες
Ὁ
Γάμος, ἐκτός ἀπό Μυστήριο τῆς
Ἐκκλησίας, εἶναι, ὅπως
ἔχουμε ἤδη ἀναφέρει,
καί κοινωνικός θεσμός, προστατευόμενος ἀπό τήν Πολιτεία. Σέ
παλαιότερες ἐποχές, ὅταν τό πολιτειακό
δίκαιο τελοῦσε σέ ἁρμονία μέ τό ἐκκλησιαστικό,
ἡ κρατική προστασία τοῦ θεσμοῦ
ἦταν ἰσχυρότερη καί ἀποτελεσματικότερη.
Σήμερα, στά πλαίσια τοῦ κοσμικοῦ κράτους, ὁ
γάμος θεωρεῖται ἁπλή σύμβαση μέ κάποιες νομικές συνέπειες καί θεσμός ἀπογυμνωμένος
κάθε ἱεροῦ στοιχείου. Ἔτσι, ἡ
προστασία τοῦ θεσμοῦ ἐμφανίζεται
ἐξασθενημένη, δεδομένης καί τῆς εὐκολίας
μέ τήν ὁποία λύεται ἀπό νομική ἄποψη
(«αὐτόματο διαζύγιο», «συναινετικό διαζύγιο» κ.λπ.), ἀλλά
καί τῆς νομιμοποίησης πρακτικῶν, ὅπως
τό λεγόμενο «σύμφωνο ἐλεύθερης συμβίωσης». Ἀπό τή στιγμή πού τό
χριστιανικό ἦθος ἔπαψε νά ἐπηρεάζει τό πολιτειακό
δίκαιο, ἦταν ἀναμενόμενη καί ἡ ἐπέκταση
τοῦ θεσμοῦ σέ πρόσωπα πού ἀποκλείονται
ἀπό τό ἐκκλησιαστικό Μυστήριο
τοῦ Γάμου, ὅπως οἱ
ὁμοφυλόφιλοι.
|
Ἡ
παραδοσιακή οἰκογένεια γύρω ἀπό τήν τράπεζα: ἰδανικά πού πρόβαλλε κάποτε ἔντονα
ἡ παιδεία μας. Ἀπό τά στοιχεῖα τῆς εἰκόνας ἐπισημαίνουμε ἰδιαίτερα α) τήν
πολυτεκνία (τέσσερα παιδιά) καί β) τήν παρουσία τῆς γιαγιᾶς στήν οἰκογένεια. |
Ὅλα
αὐτά, ὅμως, κλονίζουν σοβαρά τό κύτταρο τῆς
κοινωνίας, τήν οἰκογένεια, καί, κατ’ ἐπέκτασιν, τήν ἴδια
τήν κοινωνία. Ἡ κοινωνία τοῦ μέλλοντος δέν πρέπει
νά θεμελιώνεται μόνο στήν ἰσχύ τοῦ
νόμου, ἀλλά καί σέ στοιχεῖα, ὅπως
ἡ ἱερότητα τοῦ ἀνθρωπίνου
προσώπου καί ἡ ἱερότητα διαπροσωπικῶν σχέσεων, ὅπως
ὁ γάμος. Σήμερα ἡ οἰκογένεια
στίς δυτικές κοινωνίες διέρχεται σοβαρή κρίση, μέ ἀποτέλεσμα
τῶν πολλαπλασιασμό τῶν κοινωνικῶν
προβλημάτων.
Στή χώρα μας, ὅπως
ὅλοι διαπιστώνουμε, ὁ θεσμός τῆς
οἰκογένειας δέχεται σκληρές ἐπιθέσεις ἀπό
πολλές πλευρές. Ὡστόσο, διατηρεῖ, γενικά, τήν ἰσχύ
του, γιατί ἔχει βαθειές ρίζες στό ἐκκλησιαστικό ἦθος.
Διαφορετικά, σέ μιά ἐποχή δεινῆς καί παρατεταμένης
κρίσης, ὁ κοινωνικός ἰστός θά εἶχε
διαλυθεῖ. Εἶναι γεγονός, ὅτι χιλιάδες ἄνεργοι
τῶν ἡμερῶν μας, οἱ ὁποῖοι
διαφορετικά θά ἦταν στούς ἀστέγους καί στά
σισίτια τῆς Ἐκκλησίας, ἐπιβιώνουν μέ τίς οἰκονομίες
καί τίς συντάξεις τῶν γονέων καί τῶν παπούδων τους. Αὐτό
συμβαίνει ἐπειδή λειτουργεῖ ἀκόμη
ἡ οἰκογένεια, κάτι τό ὁποῖο
δέν συμβαίνει, προφανῶς, στίς λεγόμενες πολιτισμένες κοινωνίες τῆς
Δύσης.
Γενικές παρατηρήσεις καί συμπεράσματα
Ἡ
Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ,
ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιά νά ἀναποκρίνεται
στήν ἀποστολή της καί γιά νά συνεχίσει νά εἶναι
θεσμός πολύτιμος γιά τή συνοχή τῆς κοινωνίας, ὀφείλει
νά προβάλλει σέ κάθε κατεύθυνση τίς θέσεις τῆς μακραίωνης Παράδοσής
της γιά τά παραπάνω θέματα. Ὁ Χριστός «ἐχθές
καί σήμερον ὁ αὐτός» (Ἑβρ. 13,8) καί ὁ
λόγος Του «μένει εἰς τόν αἰῶνα» (Α' Πέτρ. 1,25). Ὅπως
εἶναι αὐτονόητο, ὁ λόγος αὐτός
δέν ἐκφράζεται μέ φανατισμό, οὔτε μέ βίαια μέσα, εἶτε
πρός τήν Πολιτεία, εἶτε πρός ὅσους τόν ἀπορρίπτουν.
«Ὅλα ἐπιτρέπονται, ἀλλά ὅλα
δέν συμφέρουν», τονίζει ὁ ἀπ. Παῦλος, «πάντα μοι ἔξεστιν,
ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει» (Α'
Κορ. 6,12).
Κατά τήν Ὀρθόδοξη
Παράδοση, ὁ Γάμος εἶναι Μυστήριο τῆς
Ἐκκλησίας, μέ σκοπό τή σωτηρία καί τήν ἐν
Χριστῷ τελείωση τῶν συζύγων. Ἡ
παραδοσιακή οἰκογένεια εἶναι τό φυσικό
περιβάλλον γιά τή σωστή ἀνάπτυξη τῶν παιδιῶν.
Οἱ σαρκικές σχέσεις εἶναι εὐλογημένες,
ἀλλά ἐντός τοῦ Γάμου, καί μέ ἰδανικό
τή μονογαμία καί τήν ἀποκλειστικότητα. Οἱ μεταξύ ὁμοφύλων
σχέσεις, ἄσχετα ἄν θεωροῦνται
ἀπό πολλούς «φυσικές» ἤ «ἐλεύθερη
ἐπιλογή», κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ
εἶναι «παρά φύσιν» σχέσεις καί συνιστοῦν
σοβαρή πτώση καί ἁμαρτία, ὅπως ἐπισημαίνει
τό «στόμα Χριστοῦ», ὁ ἀπ. Παῦλος. Ἀναφέρεται
κάπου ὁ Ἀπόστολος σέ ἀσεβεῖς
καί ἄδικους, τούς ὁποίους «παρέδωσε ὁ
Θεός σέ αἰσχρά πάθη. Οἱ γυναῖκες
τους μετέβαλλαν τή φυσική χρήση τοῦ σώματος σέ παρά
φύσιν. Τό ἴδιο καί οἱ ἄνδρες·
ἐγκατέλειψαν τή φυσική σχέση μέ γυναῖκα
καί φλέγονται ἀπό ἐπιθυμία ὁ ἕνας
γιά τόν ἄλλο, ἀσελγώντας ἄνδρες
μέ ἄνδρες ... Ὁ Θεός τούς ἐγκατέλειψε
στή μωρία τους, ὥστε νά πράττουν ὅσα δέν πρέπει, ... ἐνῶ
γνωρίζουν ὅτι ὅσοι κάνουν τέτοια εἶναι κληρονόμοι
(πνευματικοῦ) θανάτου» (Ρωμ. 1, 18-32). Καί ἀλλοῦ
ἐπισημαίνει: «μή πλανᾶσθε· οὔτε
πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοί οὔτε
μαλακοί οὔτε ἀρσενοκοῖται οὔτε
κλέπται οὔτε πλεονέκται οὔτε μέθυσοι οὐ
λοίδοροι οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ κληρονομήσουσι» (Α'
Κορ. 6, 9-10).
Ὡστόσο,
ἄν ἡ Ἐκκλησία καταδικάζει καί μισεῖ τήν ἁμαρτία,
ἀποδέχεται καί ἀγαπᾶ
τόν ἁμαρτωλό. Εἶναι πρόθυμη νά τόν
βοηθήσει, νά τόν θεραπεύσει καί νά τόν ἐξυψώσει, ἄν
ἐκεῖνος συνειδητοποιεῖ τό σφάλμα του καί ἐπιζητεῖ
τή θεραπεία. Ἐκεῖνο τό ὁποῖο
ἀποστρέφεται ἔντονα ἡ
Ἐκκλησία, εἶναι τό νά γίνεται ἡ
ἁμαρτία κανόνας ἤ νόμος καί τό νά
προβάλλεται ἡ ἀσθένεια ὡς ὑγεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου