ΤΕΥΧΟΣ
42 ΤΡΙΠΟΛΙΣ
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2006
Η
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΨΕΥΔΩΝΥΜΕΣ «ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ»
Ἡ μία Ἐκκλησία καί οἱ πολλές «ἐκκλησίες»
Παρατηρῶντας
προσεκτικά τό φαινόμενο τῶν
χριστιανικῶν αἱρέσεων στήν ἐποχή
μας, ἀλλά καί παλαιότερα, διαπιστώνουμε
ὅτι ὅλες σχεδόν ἀρέσκονται
νά αὐτοαποκαλοῦνται «ἐκκλησίες».
Ὅλες σχεδόν ἰσχυρίζονται
ὅτι ἀποτελοῦν «ἐκκλησία»,
καί μάλιστα τήν μία
«ἐκκλησία» τοῦ
Χριστοῦ! «Ἐλευθέρα Ἀποστολική Ἐκκλησία
τῆς Πεντηκοστῆς», «Ἐκκλησία
τῶν Ἀντβεντιστῶν τῆς
Ζ' Ἡμέρας», «Ἐλευθέρα
Εὐαγγελική Ἐκκλησία»,
«Ἀποστολική Ἐκκλησία
τοῦ Χριστοῦ», «Ἐκκλησία
Εὐαγγελιστῶν», «Ἀρχέγονη
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία»,
«Ἐκκλησία τοῦ
Θεοῦ», εἶναι οἱ τίτλοι
κάποιων γνωστῶν χριστιανικῶν
αἱρετικῶν ὁμάδων.
Ἀκόμη καί μή
χριστιανικές αἱρέσεις χρησιμοποιοῦν αὐτόν
τόν τίτλο: «Ἑνωτική Ἐκκλησία»,
«Ἐκκλησία τῆς Σαηεντολογίας»
«Ἐκκλησία τοῦ Σατανᾶ»!
«Ἐκκλησία τῆς Σατανιστικῆς
Ἀδελφότητας»! Ἔτσι, ἐμφανίζεται
σήμερα τό φαινόμενο
τῆς ὕπαρξης πολλῶν (ἑκατοντάδων)
τέτοιων αὐτοαποκαλούμενων «ἐκκλησιῶν».
Ἀντιθέτως
γνωρίζουμε ὅτι ὁ
Χριστός ἵδρυσε μία μόνο
Ἐκκλησία καί
ὄχι πολλές. Καί
ἐμεῖς, ὡς Ὀρθόδοξοι, πιστεύουμε σέ
μία Ἐκκλησία. Ἀλλά,
καί τό Σύμβολο τῆς Πίστεως
ἀναφέρει σαφῶς ὅτι
ἡ Ἐκκλησία εἶναι
μία. Ποιά εἶναι,
λοιπόν, ἡ σχέση τῆς μίας Ἐκκλησίας, πού
ἵδρυσε ὁ Χριστός,
μέ τίς πολλές «ἐκκλησίες»,
πού ἐμφανίζονται σήμερα; Ἡ
ἀπάντηση στό ἐρώτημα
εἶναι ἁπλή: ἀπό τίς πολλές αὐτές
«ἐκκλησίες» μόνο
μία εἶναι ἡ αὐθεντική, μόνο
μία εἶναι ἡ ἀληθινή, μόνο
μία εἶναι ὄντως Ἐκκλησία.
Ὅλες οἱ ἄλλες
δέν εἶναι αὐθεντικές. Ἀποκαλοῦνται
«ἐκκλησίες», χωρίς
νά εἶναι. Εἶναι δηλ. ψευδώνυμες
«ἐκκλησίες».
Ἡ
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
μας ἔχει τήν ἀπόλυτη
πεποίθηση ὅτι μόνο
αὐτή ταυτίζεται μέ
τή μία Ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ, μέ τήν αὐθεντική Ἐκκλησία.
Τό ἴδιο, ὅμως, ἰσχυρίζονται
καί ἄλλες «ἐκκλησίες»
γιά τόν ἑαυτό τους. Γιατί, λοιπόν,
μόνο ἡ δική μας (Ὀρθόδοξη)
Ἐκκλησία εἶναι
ἡ μία Ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ; Ποιά εἶναι
τά γνωρίσματα τῆς
αὐθεντικῆς Ἐκκλησίας;
Σ' αὐτά τά ἐρωτήματα θά προσπαθήσουμε
νά ἀπαντήσουμε στό παρόν
τεῦχος τοῦ ἐντύπου
μας. Πρῶτα, ὅμως, ἄς δοῦμε
ποιά εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη ἀντίληψη
περί Ἐκκλησίας.
Ἡ Ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τήν Ἐκκλησία
Ἄν
ἀναζητήσουμε στήν
πατερική παράδοση (δηλ. στούς ἁγίους
Πατέρες) ἕναν ὁρισμό
τῆς Ἐκκλησίας, θά
δοῦμε ὅτι τέτοιος ὁρισμός
δέν ὑπάρχει. Μόνο νεότεροι
θεολόγοι ἐπιχείρησαν νά διατυπώσουν
κάποιους ὁρισμούς.
Στήν πραγματικότητα, ἡ
Ἐκκλησία δέν
περιγράφεται, ὅπως συμβαίνει
μέ τά πράγματα αὐτοῦ
τοῦ κόσμου. Γιατί, ἄν
καί εἶναι μέσα στόν
κόσμο, δέν ἀνήκει
σ' αὐτόν. Ἡ Ἐκκλησία ἀνήκει
στόν «μέλλοντα αἰῶνα». Εἶναι
«ἐν τῷ κόσμῳ», ἀλλά ὄχι «ἐκ τοῦ κόσμου» (Ἰωάν.
17, 11 καί 16). Ἴσως ὁ
καλύτερος «ὁρισμός»
της εἶναι αὐτός
τοῦ ἀπ. Παύλου, κατά
τόν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία εἶναι
«σῶμα Χριστοῦ» (Ἐφεσ.
1, 23, Α' Κορ. 12, 27). Αὐτό σημαίνει ὅτι
ἡ Ἐκκλησία εἶναι
αὐτό τό ἴδιο τό ἱστορικό
Σῶμα τοῦ Κυρίου,
δηλ. ἡ θεωθεῖσα ἀνθρώπινη
φύση Του. Ὁ Κύριος,
μέ τήν ἔλευσή Του στόν κόσμο,
«Ἐκκλησίας σάρκα
ἀνέλαβε», λέει ὁ
ἅγιος Ἰωάννης
ὁ Χρυσόστομος (PG 52, 429). Μέ
ἄλλα λόγια, Ἐκκλησία
εἶναι ὁ ἴδιος «ὁ Χριστός
παρατεινόμενος» εἰς τούς
αἰῶνας, ὅπως δέχονται
ἄλλοι Πατέρες.
Σ' αὐτό
τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ
ἐντάσσονται ὅσοι πιστεύουν
σ' Αὐτόν καί θέλουν νά εἶναι
μαζί Του. Ἡ ἔνταξή
τους δέν εἶναι μιά ἐξωτερική,
ψυχολογική - συναισθηματική σχέση,
ἀλλά μιά πραγματική κατάσταση,
πού συντελεῖται μέ
τρόπο μυστηριακό, δηλ. μέ
τά Μυστήρια τῆς
Ἐκκλησίας. Κατά
τήν Ὀρθόδοξη πίστη, τό
Μυστήριο πού μᾶς
εἰσάγει στήν Ἐκκλησία
εἶναι τό Βάπτισμα.
Τό Βάπτισμα εἶναι ἡ
θύρα τῆς Ἐκκλησίας: ὁ
βαπτισμένος βρίσκεται ἐντός
τῆς Ἐκκλησίας, ὁ
ἀβάπτιστος βρίσκεται ἐκτός
αὐτῆς. Καί τό
Μυστήριο, πού ὁλοκληρώνει
τήν ἔνταξή μας στό Σῶμα
τοῦ Χριστοῦ, εἶναι
ἡ Θεία Εὐχαριστία. Κάθε
φορά πού κοινωνοῦμε τό
Σῶμα καί τό
Αἷμα τοῦ Χριστοῦ
στή Θ. Εὐχαριστία,
πραγματοποιεῖται ἡ ὀργανική ἕνωσή
μας μέ τόν Χριστό. Αὐτή
ἡ κοινωνία πρέπει
νά γίνεται συνεχῶς (δηλ. τακτικά),
γιατί διαφορετικά ὁ
ἄνθρωπος ἀπό
ζωντανό μέλος τῆς Ἐκκλησίας
μεταβάλλεται σέ νεκρό.
Μ’ αὐτές
τίς προϋποθέσεις μποροῦμε
νά κατανοήσουμε τήν
βασική πατερική καί
θεολογική ἀρχή ὅτι «ἐκτός Ἐκκλησίας δέν
ὑπάρχει σωτηρία». Ἡ
σωτηρία διέρχεται ἀπαραιτήτως
μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας. Γιά
νά συνεχίζει κάποιος
νά ζεῖ, πρέπει νά μένει
ἑνωμένος μέ τήν
πηγή τῆς ζωῆς, τόν Χριστό, καί
αὐτό γίνεται μέ τά
Μυστήρια (Θ. Εὐχαριστία).
Μυστήρια ἐκτός Ἐκκλησίας δέν
ὑπάρχουν, ἄρα καί
σωτηρία ἐκτός Ἐκκλησίας δέν
ὑπάρχει. Οἱ Πατέρες
χρησιμοποίησαν τό παράδειγμα
τῆς Κιβωτοῦ, γιά
νά τονίσουν αὐτή
τήν ἀλήθεια: ἡ Ἐκκλησία
εἶναι «ἡ Κιβωτός
τῆς σωτηρίας». Αὐτό
παραπέμπει εὐθέως
στήν Παλαιά Διαθήκη,
καί συγκεκριμένα στήν
Κιβωτό τοῦ Νῶε: ὅσοι βρέθηκαν τότε
μέσα σ' ἐκείνη
τήν Κιβωτό, σώθηκαν
ἀπό τόν κατακλυσμό· ὅσοι
βρέθηκαν ἔξω ἀπ'
αὐτήν, ἀπέθαναν ὅλοι, δέν
ἐπέζησε οὔτε ἕνας!
Ἄς
ἐπανέλθουμε, ὅμως, στό
παράδειγμα τοῦ ἀπ.
Παύλου, κατά τό
ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία εἶναι
«σῶμα Χριστοῦ» καί
ἐμεῖς «μέλη ἐκ μέρους» (Α' Κορ. 12, 27), δηλ. ἐπί
μέρους μέλη τοῦ
Σώματος. Στόν κόσμο
αὐτό τό Σῶμα εἶναι σαφῶς ὁρατό.
Ἡ Ἐκκλησία ἔχει
καί τήν ὁρατή της πλευρά (τά
μέλη, τούς λειτουργούς
της, τά Μυστήρια κ.λ.π.). Ἔχει
ἐπίσης δομή καί
ὀργάνωση. Τέλος, ἔχει
σαφή καί εὐδιάκριτα ὅρια. Τά
ὅριά της τά θέτουν
τά Μυστήρια, καί
ἰδιαίτερα ἡ Θ. Εὐχαριστία.
«Σημαίνεται ἡ Ἐκκλησία
ἐν τοῖς Μυστηρίοις», λέει
ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας
(Εἰς Θ. Λειτουργίαν, ΛΘ', 1), δηλ. ἡ
Ἐκκλησία «ὁρίζεται»
ἀπό τά Μυστήρια. Αὐτό
σημαίνει ὅτι μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι,
ὅσοι τά ὀνόματά
τους μνημονεύονται στή Θ. Λειτουργία
καί ὅσοι οἱ μερίδες
τους τοποθετοῦνται πάνω στό
Δισκάριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας.
Πάνω στό Δισκάριο
εἶναι ὁ Χριστός καί
«οἱ μετά τοῦ Χριστοῦ», δηλ. ἡ
Θεοτόκος, οἱ Ἄγγελοι,
οἱ Ἅγιοι, οἱ βαπτισμένοι
Χριστιανοί πού ἔχουν πεθάνει καί
σώθηκαν καί, τέλος,
βαπτισμένοι Χριστιανοί, πού
ζοῦν καί ἀγωνίζονται γιά τή
σωτηρία τους.
Ἄν
ἰσχύουν τά παραπάνω,
εἶναι δυνατό νά
ὑπάρχουν πολλές Ἐκκλησίες;
Εἶναι δυνατό νά
ὑπάρχουν πολλά «σώματα»
τοῦ Χριστοῦ; Εἶναι
δυνατό νά ὑπάρχουν πολλοί «Χριστοί»;
Ἡ ἀντίληψη αὐτή
μόνο ὡς βλάσφημη μπορεῖ νά
θεωρηθεῖ. Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν,
εἶναι μία. Καί
εἶναι μία, ἐπειδή
ἕνας εἶναι ὁ
Χριστός, ἕνα εἶναι τό Σῶμα
Του, ἕνα εἶναι τό Βάπτισμα,
μία εἶναι ἡ Θ. Εὐχαριστία,
μία εἶναι ἡ πίστη τήν ὁποία
πιστεύουμε κ.λ.π. (Ἐφ. 4, 4-6). Ἄς
δοῦμε, ὅμως, καί δύο
ἀκόμη χαρακτηριστικές ἰδιότητες,
πού διακρίνουν τήν
Ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ ἀπό τίς ψευδώνυμες «ἐκκλησίες»
καί πού μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
μας διαθέτει.
Γνωρίσματα τῆς αὐθεντικῆς Ἐκκλησίας
α) Ἡ
ἱστορική συνέχεια.
Οἱ περισσότερες χριστιανικές
ὁμάδες, πού ἐμφανίζονται
ὡς «ἐκκλησίες», ἔχουν
ἱστορία λίγων μόνο δεκαετιῶν
ἤ ἀκόμη καί λίγων
ἐτῶν. Ἄλλες ἀποτελοῦν
ἀναβίωση αἱρέσεων
τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς καί ἄλλες ἰσχυρίζονται
ὅτι ἀποτελοῦν συνέχεια
(μετά ἀπό αἰῶνες!) τῆς πρώτης
(ἀποστολικῆς) Ἐκκλησίας.
Εἶναι, ὅμως, αὐτονόητο,
ὅτι ἡ αὐθεντική Ἐκκλησία
πρέπει τουλάχιστον νά
ἀνάγει τήν ἱστορική
της ἀρχή στό ἴδιο τό πρόσωπο
τοῦ Κυρίου (ὁ Χριστός εἶναι
ὁ ἱδρυτής τῆς Ἐκκλησίας). Πρέπει
ἐπίσης νά ἔχει
ἱστορική συνέχεια,
δηλ. νά ὑπάρχει στόν κόσμο
ἀδιάκοπα ἀπό
τότε μέχρι σήμερα. Ἡ
αὐθεντική Ἐκκλησία
δέν γνωρίζει ἱστορικές
διακοπές, δέν συμβαίνει ἄλλοτε
νά ὑπάρχει καί ἄλλοτε
νά μήν ὑπάρχει. Κατά τή
διαβεβαίωση τοῦ Κυρίου,
ἔχει θεμελιωθεῖ πάνω
στήν πέτρα («ἡ δέ
πέτρα ἦν ὁ Χριστός», Α' Κορ. 10, 4) καί
«πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν
αὐτῆς» (Ματθ. 16, 18), δηλ. δέν ἔχει
νά φοβηθεῖ τίποτε.
Ἡ Ἐκκλησία ὑπῆρχε,
ὑπάρχει καί θά
ὑπάρχει μέχρι τό
τέλος τοῦ κόσμου.
Ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε
κινδυνεύει. «Κλυδωνίζεται, ἀλλ'
οὐ καταποντίζεται» (PG 52,
397-398) κατά τόν ἅγ. Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο.
Τά μέλη της (οἱ ἄνθρωποι)
πολλές φορές κινδυνεύουν,
ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία, ὅμως,
ποτέ. Ἡ ἰσχυρότερη ἀπόδειξη
τῆς ἱστορικῆς συνέχειας
τῆς Ἐκκλησίας εἶναι
ἡ ἀποστολική διαδοχή.
«Ἀποστολική διαδοχή»
σημαίνει ὅτι κάθε Ἐπίσκοπος συνδέεται μέ
τούς Ἀποστόλους μέ μιά
ἀδιάσπαστη ἁλυσίδα
διαδοχῆς, κατά τήν
ὁποία ἡ Χάρις τῆς ἱερωσύνης
μεταδίδεται ἀπό
τούς Ἀποστόλους στούς πρώτους
Ἐπισκόπους, ἀπ' αὐτούς
στούς διαδόχους τους κ.ο. κ., φθάνοντας
μέχρι σήμερα. Ἄν
ἡ ἁλυσιδωτη αὐτή
σχέση δέν ὑπάρχει ἤ ἄν
εἶναι κάπου διασπασμένη,
δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία.
Γι' αὐτό οἱ ἐπισημότερες τοπικές
Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες
διατηροῦν μέχρι σήμερα ἐπισκοπικούς
καταλόγους ἀπό
τούς ἱδρυτές τους Ἀποστόλους
μέχρι τούς σημερινούς
Ἐπισκόπους τους. Ὅλες σχεδόν
οἱ χριστιανικές ὁμάδες
τῆς ἐποχῆς μας δέν ἔχουν
ἱστορική συνέχεια
(οὔτε πολύ περισσότερο
ἀποστολική διαδοχή),
ἀφοῦ εἶναι μεταγενέστερες αἱρέσεις,
πού δέν ὑπῆρχαν στό παρελθόν.
Οἱ μόνοι πού θά
μποροῦσαν ἴσως νά διεκδικήσουν
ἱστορική συνέχεια
εἶναι οἱ Ρωμαιοκαθολικοί.
Αὐτοί, ὅμως, στεροῦνται ἕνα
δεύτερο, ἐπίσης
ἀπαραίτητο, χαρακτηριστικό.
β) Ἡ
ὀρθοδοξία. Κατά
τήν Ἁγ. Γραφή, ἡ
Ἐκκλησία εἶναι
«στῦλος καί ἑδραίωμα
τῆς ἀληθείας» (Α' Τιμ. 3, 15), δηλ. εἶναι αὐτή
πού στηρίζει καί
ἑδραιώνει τήν ἀλήθεια.
Αὐτό σημαίνει ὅτι
δέν πλανᾶται ποτέ.
Μόνο κάποια μέλη της πλανῶνται
καί ἀποκόπτονται ἀπό
τό Σῶμα της. Ἄν ὁ
Χριστός εἶναι ἡ Ἀλήθεια (Ἰω. 14, 6) καί
ἄν ἡ Ἐκκλησία εἶναι
τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ,
στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ
δέν μπορεῖ νά
εἰσχωρήσει πλάνη. Αὐτό
πάλι σημαίνει ὅτι
ἡ διδασκαλία τῆς
Ἐκκλησίας εἶναι
σταθερή καί ἀμετάβλητη στή διάρκεια
τοῦ χρόνου. Μπορεῖ νά
ἀναλύεται καί νά
ἀναπτύσσεται, μπορεῖ νά
ἐκφράζεται μέ τά
ἐκάστοτε νέα δεδομένα,
ἀλλά ποτέ δέν μεταβάλλεται. Μιά
«ἐκκλησία», πού
μεταβάλλει θέσεις σέ
βασικά θέματα περί Θεοῦ
καί περί τῶν σχέσεών Του μέ τόν
ἄνθρωπο καί τόν
κόσμο, εἶναι ψευδώνυμη
«ἐκκλησία». Ἡ
αὐθεντική Ἐκκλησία
τηρεῖ ἀναλλοίωτη τήν
ἀλήθεια πού παρέδωσε
ὁ Χριστός καί
τήν μεταδίδει στίς
ἑπόμενες γενεές. Γι' αὐτό
στόν ἐπίσημο διάλογο πού
κάνει ἡ Ἐκκλησία μας μέ
τούς Ρωμαιοκαθολικούς χρησιμοποιεῖ
τό ἑξῆς ἁπλό ἐπιχείρημα: ἑλᾶτε
νά συζητήσουμε μέ
βάση, ὅσα πιστεύαμε ἀπό
κοινοῦ, ὅταν εἴμαστε ἑνωμένοι
(ὅπως εἶναι γνωστό,
μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς εἴμαστε
ἑνωμένοι γιά μιά
χιλιετία περίπου, μέχρι
τό μεγάλο Σχίσμα τοῦ
1054 μ.Χ.) καί ὅποιος ἀπομακρύνθηκε
ἀπό τήν κοινή πίστη
τῶν 10 πρώτων αἰώνων
(δηλ. μετέβαλλε διδασκαλία) ἄς
ἐπιστρέψει σ' αὐτήν.
Πάντως ἡ ἱστορία
βεβαιώνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
μας δέν ἀπομακρύνθηκε κατ’ ἐλάχιστον
ἀπό τήν πίστη τῶν 10 πρώτων
αἰώνων (πού, ἄς
σημειωθεῖ, εἶναι ἡ ἐποχή τῶν μεγάλων Πατέρων
καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων).
Ἄλλοι ἀπομακρύνθηκαν
καί βρίσκονται σέ πλάνη.
Αἱρετικές ἀπόψεις περί Ἐκκλησίας
Τό
μέγα πλῆθος τῶν
ψευδώνυμων «ἐκκλησιῶν»
πού κατακλύζει σήμερα
τήν Εὐρώπη καί τήν
Ἀμερική καί
ἀπό ἐκεῖ φθάνει στή χώρα
μας, προέρχεται κυρίως ἀπό
τήν πολυδιάσπαση τοῦ
προτεστανικοῦ χώρου. Ὁ Προτεσταντισμός,
πού ἐμφανίστηκε τόν 16ο αἰῶνα
ὡς ἀντίδραση στίς διδασκαλίες
καί πρακτικές τοῦ
Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ἀφοῦ ἀγνόησε τό σταθερό
θεμέλιο τῆς Παραδόσεως,
ἄρχισε νά διασπᾶται
σέ μικρές αὐτόνομες
ὁμάδες («ἐκκλησίες»),
μέ βάση τήν αὐθαίρετη ἑκάστοτε
ἑρμηνεία τῆς
Ἁγ. Γραφῆς. Αὐτές,
γιά νά δικαιολογήσουν τήν
ὕπαρξή τους, εἴτε ἔπαψαν
νά κάνουν λόγο περί
Ἐκκλησίας, εἴτε
ἐπινόησαν αἱρετικές
ἀντιλήψεις, ὅπως οἱ
παρακάτω.
α) Ἡ
«θεωρία τῶν κλάδων». Σύμφωνα μέ
αὐτήν, οἱ ἐπί μέρους «ἐκκλησίες»
μοιάζουν μέ τά
κλαδιά ἑνός δένδρου, πού συνδέονται
μέ τόν ἴδιο κορμό. Ὅλες
μαζί ἀποτελοῦν τήν
Ἐκκλησία, ὅλες
εἶναι τμήματα τῆς
Ἐκκλησίας, ὅλες
κατέχουν τήν ἀλήθεια
(ἤ τουλάχιστον ἕνα
μέρος της) καί ἡ
μία μπορεῖ νά
ὠφεληθεῖ ἀπό
τήν ἄλλη. Ἡ αἱρετική
αὐτή θεωρία καταργεῖ
τήν ἀλήθεια γιά τή
μία Ἐκκλησία, στήν
ὁποία ἀναφερθήκαμε. Ἐμφανίζει
τήν Ἐκκλησία διασπασμένη
καί τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ
τεμαχισμένο. Ὅμως, «μεμέρισται ὁ
Χριστός»; ἐρωτᾶ ὁ ἀπ. Παῦλος (Α' Κορ. 1,13).
Διαμερίζεται ὁ Χριστός;
Τεμαχίζεται ὁ Χριστός;
Ἄν μέσα στή μία
Ἐκκλησία δέν
ἐπιτρέπεται νά ὑπάρχουν
παρατάξεις (Α' Κορ. 1, 10-13), πολύ περισσότερο
ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία δέν
μπορεῖ νά τεμαχίζεται σέ
ἐπί μέρους «ἐκκλησίες».
Ἐπί πλέον ἡ ἀντίληψη αὐτή
δέν θεωρεῖ τή
μία πίστη ὡς προϋπόθεση γιά
τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔτσι, ὁμάδες
πού ἔχουν ἀντικρουόμενες
διδασκαλίες (π.χ. μία, πού
δέχεται τήν πίστη
στήν Ἁγία Τριάδα, καί
μία ἄλλη, πού τήν
ἀπορρίπτει) θεωροῦνται ὅτι
κατέχουν ἐξ ἴσου
τήν ἀλήθεια καί ὅτι
ἀποτελοῦν ἐξ
ἴσου «ἐκκλησία»!
β) Ἡ
«πνευματική ἐκκλησία». Νεότερες
ὁμάδες πεντηκοστιανῶν καί
ἄλλων «χαρισματικῶν» ἐπινόησαν
μιά αἱρετική ἀντίληψη,
κατά τήν ὁποία ἡ αὐθεντική Ἐκκλησία
δέν ταυτίζεται μέ
καμία ἀπό τίς ὁρατές «ἐκκλησίες», ἀλλ'
ἀποτελεῖται ἀπό
τούς «ἀναγεννημένους ἐν
Χριστῷ», ἄσχετα μέ τήν
«ἐκκλησία», στήν
ὁποία ἀνήκουν. Ἡ ἀληθής
Ἐκκλησία εἶναι
«πνευματική» καί «ἀόρατη», δέν εἶναι συγκεκριμένος καί
ὁρατός ὀργανισμός. Περιλαμβάνει
μέλη ἀπ' ὅλες τίς «ἱστορικές
ἐκκλησίες», ἀρχαῖες
καί σύγχρονες. Μέλη της εἶναι
ὅσοι «ἀναγεννήθηκαν»
καί ἔλαβαν τό «βάπτισμα
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», τό
ὁποῖο ἐκδηλώνεται μέ διάφορα
«χαρίσματα». Ἡ αἱρετική
αὐτή ἀντίληψη εἶναι ἄγνωστη
στήν χριστιανική παράδοση
καί ἔρχεται σέ ἀντίθεση
μέ τό φρόνημα τῆς Ἁγ.
Γραφῆς. Ὁ ἀπ. Παῦλος, καί
γενικά ἡ Ἁγ. Γραφή, ὅταν
κάνουν λόγο περί
Ἐκκλησίας, δέν μιλοῦν
γενικά καί ἀόριστα, ἀλλ’ ἀναφέρονται
σέ συγκεκριμένες ἐκκλησιαστικές
κοινότητες μέ ὀρατή
δομή καί ὀργάνωση (μέλη, λειτουργούς
κ.λ.π.). Μάλιστα, κάθε τοπική
Ἐκκλησία πού
ἔχει δικό της Ἐπίσκοπο
καί τελεῖ τή
Θ. Εὐχαριστία θεωρεῖται
πλήρης καί τέλεια Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό ὁ
ἀπ. Παῦλος χρησιμοποιεῖ
ἐκφράσεις ὅπως «ἡ
Ἐκκλησίᾳ τοῦ
Θεοῦ ἡ οὔσα ἐν Κορίνθῳ» (Α' Κορ. 1, 2), πού
σημαίνει ὅτι στήν Κόρινθο (καί σέ κάθε ἄλλη
τοπική Ἐκκλησία) εἶναι ὁλόκληρη
ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ,
καί ὄχι ἕνα μέρος της. Κάθε τοπική
Ἐκκλησία, ἐκτός
ἀπό μέλη, ἔχει καί λειτουργούς,
δηλ. Ἐπίσκοπο, Πρεσβυτέρους καί Διακόνους.
Οἱ λειτουργοί εἶναι
τόσο ἀπαραίτητοι γιά τή συγκρότησή της, ὥστε
«χωρίς τούτων Ἐκκλησία οὐ καλεῖται»,
κατά τόν ἅγ. Ἰγνάτιο τόν Θεοφόρο,
μαθητή τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου (Τραλλιανοῖς
ΙΙΙ, ΒΕΠΕΣ, τ. 2, σ. 272).
Παρατηρήσεις καί συμπεράσματα
Κάποιες
αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς
μας (Πεντηκοστιανοί, Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ
κ.ἄ.) ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ
Ἐκκλησία τόν
4ο μ.Χ. αἰῶνα περίπου (τήν
ἐποχή τοῦ Μ. Κων/νου) ἀποστάτησε,
πλανήθηκε, ἤ ἀκόμη
ὅτι μετεβλήθη σέ
πόρνη! Ἀπ' ὅσα
προαναφέραμε φαίνεται πόσο
ἀνυπόστατοι καί ἀβάσιμοι εἶναι
αὐτοί οἱ ἰσχυρισμοί. Ἡ
Ἁγ. Γραφή λέει
σαφῶς ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει
καθαριστεῖ μέ τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ
(Πράξ. 20, 28), δέν ἔχει
«σπίλον ἤ ρυτίδα» καί εἶναι
«ἁγία καί ἄμωμος» (Ἐφ. 5, 27). Τό
Σῶμα τοῦ Χριστοῦ
δέν μεταβάλλεται ποτέ
σέ σῶμα πόρνης! Ὅσοι νεοφανεῖς
αἱρετικοί ἐπιχειροῦν
νά «σώσουν» τήν Ἐκκλησία
ἤ νά τήν ἐπαναφέρουν ἀπό
τήν «πλάνη», λησμονοῦν
ὅτι στήν Ἐκκλησία
δέν ἐντασσόμεθα γιά
νά τήν σώσουμε, ἀλλά
γιά νά σωθοῦμε. Ἡ
Ἐκκλησία δέν
σώζεται, ἀλλά
σώζει.
Ἡ
πίστη στήν Ἐκκλησία
ἦταν πάντοτε ἀπαραίτητη
προϋπόθεση γιά νά
βαπτισθεῖ κάποιος Ὀρθόδοξος
Χριστιανός, γι' αὐτό
συμπεριλαμβάνεται στό ἱερό
Σύμβολο τῆς Πίστεως:
«Πιστεύω ... εἰς μίαν,
ἁγίαν, καθολικήν καί
ἀποστολικήν ἐκκλησίαν».
Ὅπως πιστεύουμε στόν
Τριαδικό Θεό, ὅπως πιστεύουμε στό
πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ,
ἔτσι πιστεύουμε καί
στήν Ἐκκλησία, πού
ἔχει τέσσερις βασικές
ἰδιότητες: εἶναι μία,
εἶναι ἁγία, εἶναι καθολική, εἶναι,
τέλος, ἀποστολική.
Ἡ σημασία τῆς
πίστεως αὐτῆς
ἔγκειται στό ὅτι
ἀφορᾶ ἄμεσα στή σωτηρία
μας, ἀφοῦ ἡ σωτηρία κάθε
ἀνθρώπου διέρχεται ἀπαραίτητα
μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅμως,
ὁ ἐχθρός τῆς σωτηρίας μας, ὁ
ὁποῖος μιμεῖται σέ
ὅλα τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ,
δημιούργησε πολλές ἄλλες
ψευδώνυμες «ἐκκλησίες»,
μέ σκοπό νά
μᾶς ἀποπροσανατολίσει ἀπό
τή μία καί ἀληθινή, γιατί
γνωρίζει καλά ὅτι
μόνο μέσα στή μία
καί ἀληθινή συντελεῖται
ἡ σωτηρία μας. Ἐπίσης
ἐνέπνευσε πλανημένες (αἱρετικές)
ἀντιλήψεις γιά τήν
Ἐκκλησία, γιατί
γνωρίζει ὅτι μέ τέτοιες ἀντιλήψεις
δέν μπορεῖ κανείς
νά σωθεῖ. Ἀντιλήψεις,
πού συγγενεύουν πολλές
φορές μέ ἄλλες δαιμονικές θεωρίες
τῆς ἐποχῆς μας. Γιά παράδειγμα,
ἡ αἱρετική «θεωρία
τῶν κλάδων», πού δέχεται
σέ γενικές γραμμές
ὅτι ὅλες οἱ «ἐκκλησίες»
κατέχουν τήν ἀλήθεια
καί ὅλες ὁδηγοῦν στόν Θεό, ἄν ἐπεκταθεῖ λίγο,
δέν ταυτίζεται μέ
τήν ἀντίληψη τῆς Νέας
Ἐποχῆς ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες
κατέχουν μέρος τῆς
ἀλήθειας καί ὅλες
εἶναι διαφορικοί δρόμοι
πού ὁδηγοῦν στόν ἴδιο Θεό; Βέβαια,
τό ὅτι οἱ ἄλλες θρησκεῖες καί
οἱ κάθε εἴδους ψευδώνυμες «ἐκκλησίες»
ὁδηγοῦν στόν ἴδιο «θεό», εἶναι
ἀλήθεια. Μόνο πού
δέν ὁδηγοῦν στόν ἕνα καί ἀληθινό
Θεό, πού ἐμεῖς πιστεύουμε, ἀλλά
στόν «ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος
τούτου» (Ἰω. 12, 31), στόν
ἀνθρωποκτόνο διάβολο.
Συνοψίζοντας θεωροῦμε ὅτι,
ὅσοι ἐπιθυμοῦν τή
σωτηρία τους κοντά στόν
Χριστό εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητο νά μένουν
ἐντός τῆς Ἐκκλησίας Του καί νά
διατηροῦν ζωντανή τή σχέση τους μ' αὐτήν.
Ὄχι μέ ὁποιαδήποτε ψευδώνυμη
«ἐκκλησία», ἀλλά
μέ τή μία καί ἀληθινή. Διαφορετικά
θά συμβεῖ ὅ,τι
καί μέ τήν ἀρχαία ἐκείνη Κιβωτό: ὅσοι
βρέθηκαν τότε μέσα
στήν Κιβωτό, σώθηκαν
ἀπό τά ὕδατα τοῦ κατακλυσμοῦ·
ὅσοι βρέθηκαν ἐκτός
αὐτῆς, ἀπέθαναν ὅλοι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου