ΤΕΥΧΟΣ
44 ΤΡΙΠΟΛΙΣ ΜΑΪΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2006
ΤΟ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ»
ΚΑΙ ΤΑ
ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
Εἰσαγωγή: Μιά «σημαντική» ἀνακάλυψη
Τίς
παραμονές τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος
τό διεθνές περιοδικό
National Geograrhic κυκλοφόρησε αὐτόνομα,
μαζί μέ τό τεῦχος Μαΐου 2006, ἕνα
ἀπόκρυφο κείμενο, τό
λεγόμενο «εὐαγγέλιο
τοῦ Ἰούδα», πού ἀνακαλύφθηκε
τό 1978 καί ἀποκαταστάθηκε
πρόσφατα. Τό κείμενο
προβάλλει μιά ἐντελῶς
διαφορετική εἰκόνα γιά τό
πρόσωπο τοῦ Ἰούδα
ἀπό τήν ὡς τώρα γνωστή: ὁ
προδότης τοῦ Κυρίου
ἐμφανίζεται ὅτι ὡς
πιό ἔμπιστος μαθητής Του, ὡς
ὁ ἄνθρωπος πού κατανόησε
καλύτερα τή διδασκαλία
καί τήν ἀποστολή Του καί
πού τόν πρόδωσε μετά ἀπό
ὑπόδειξη τοῦ ἴδιου
τοῦ Ἰησοῦ, γιά νά ἐξυπηρετήσει τό
θεῖο σχέδιο!
Τό
κείμενο, τό ὁποῖο
προβλήθηκε καταλλήλως ὡς
μεγάλη ἀνακάλυψη «πού ἀλλάζει
τήν ἱστορία τοῦ πρώϊμου χριστιανισμοῦ» (Nat. Geogr., Μαΐ.
2006, σ. 15), προκάλεσε, ὅπως ἦταν
ἀναμενόμενο, τεράστια
σύγχυση μεταξύ τοῦ
κοινοῦ, πού δέν γνωρίζει πολλά
γύρω ἀπ' αὐτά τά θέματα. Στήν πραγματικότητα,
ὅμως, οὔτε γιά
τόσο σπουδαία ἀνακάλυψη
πρόκειται, οὔτε γιά
τόσο ἄγνωστο κείμενο. Τό
1945 στό Nag Hammadi τῆς Αἰγύπτου
ἀνακαλύφθηκαν 13 κώδικες
μέ 52 κείμενα τῆς
ἴδιας ἀξίας,
χωρίς νά «ἀλλάξει ἡ ἱστορία τοῦ πρώϊμου χριστιανισμοῦ», ἐνῶ
μεταξύ τῶν ἐτῶν 1947 - 1956 στό Κουμράν
τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης
ἀνακαλύφθηκε πλῆθος,
ἀκόμη πιό σπουδαίων,
κωδίκων! Ἐξ ἄλλου
τό περιεχόμενο τοῦ
«εὐαγγελίου» ἦταν
περίπου γνωστό ἀπό
τά κείμενα τοῦ ἁγίου
Εἰρηναίου, ἐπισκόπου Λιόν, ἀπό
τό 180 μ.Χ. Ὁ Γκρέγκορ
Βούρστ, ἕνας ἀπό
τούς καθηγητές πού
ἀσχολήθηκαν μέ τήν
ἀποκατάσταση τοῦ
κειμένου, ἀναφέρει
ὅτι «οὔτε ἐδῶ
μποροῦμε νά ἀναζητήσουμε ἀκριβεῖς
ἱστορικές πληροφορίες
γιά τόν Ἰούδα τόν Ἰσκαριώτη, τουλάχιστον
ὄχι περισσότερες ἀπό
ὅ,τι στά κανονικά
εὐαγγέλια» (Ὁ Εἰρηναῖος
τῆς Λιόν καί τό εὐαγγέλιο τοῦ Ἰούδα,
ἐν Τό εὐαγγέλιο τοῦ Ἰούδα,
ἔκδ. Nat. Geogr., 2006, σ. 164) καί,
κατά τόν καθηγητή Κρέγκ
Ἔβανς, «τίποτε ἀπ'
ὅσα γράφει τό
εὐαγγέλιο τοῦ Ἰούδα
δέν μπορεῖ νά
θεωρηθεῖ ἱστορικά ἀξιόπιστο»
(Nat. Geogr., Μαΐ. 2006, σ. 15).
Θά
ἀρκοῦσε, ἴσως, ἡ ἐπισήμανση
ὅτι τό «εὐαγγέλιο» προέρχεται ἀπό
τήν ἀρχαία «αἵρεση» τοῦ Γνωστικισμοῦ,
γιά νά ἀποδειχθεῖ ὅτι
δέν ἐνδιαφέρει τή
χριστιανική Ἐκκλησία. Ἐκφράζει
τήν πίστη μιᾶς ὁμάδας
γνωστικῶν γιά τόν Ἰησοῦ καί τόν Ἰούδα καί ὄχι
τήν ἱστορική πραγματικότητα
γι' αὐτά τά πρόσωπα. Ἐπειδή,
ὅμως, ὅσα λέγονται
συνήθως δημιουργοῦν πολλά
κενά, θά προσπαθήσουμε νά
ἀπαντήσουμε σέ ἐρωτήματα
ὅπως: Τί εἶναι
τά ἀπόκρυφα κείμενα; Τί
ἦταν ὁ Γνωστικισμός; Τί
ἀκριβῶς εἶναι τό «εὐαγγέλιο
τοῦ Ἰούδα»;
Ἡ Καινή Διαθήκη καί τά ἀπόκρυφα κείμενα
Τά
πλησιέστερα στήν ἐποχή
τοῦ Ἰησοῦ κείμενα εἶναι τά
κανονικά βιβλία τῆς
Κ. Διαθήκης. Κατά τούς
εἰδικούς, τά κείμενα αὐτά
γράφτηκαν ἀπό
τό 49 ὡς τό 95 μ.Χ., δηλ. τόν α' μ.Χ. αἰώνα
(πρβλ. πίνακα ἐν Nat. Geogr., Μαΐ.
2006, σ. 12) καί ἐν ὅσῳ ζοῦσαν ὅσοι γνώρισαν τόν
Ἰησοῦ (οἱ «αὐτόπτες» καί «αὐτήκοοι»),
ἀποτελοῦν δέ
τίς πιό ἀξιόπιστες ἱστορικές
μαρτυρίες γιά τό
πρόσωπό Του. Ὅμως, ἤδη
ἀπό τό πρῶτο ἥμισυ τοῦ β' μ.Χ. αἰῶνος,
καί ὁπωσδήποτε μετά τήν
κοίμηση τῶν ἁγίων
Ἀποστόλων, ἄρχισαν νά
ἐμφανίζονται κάποια ψευδεπίγραφα
κείμενα, τά ὁποῖα
ὑποτίθεται ὅτι εἶχαν
γράψει πρόσωπα ἀπό
τό περιβάλλον τοῦ
Κυρίου (Ἀπόστολοι). Αὐτά
εἶναι τά λεγόμενα
ἀπόκρυφα, πού διακρίνονται
κατά τή μορφή σέ
«εὐαγγέλια», «πράξεις», «ἐπιστολές»,
«ἀποκαλύψεις» κ.ἄ.
Δέν πρόκειται, βέβαια, γιά
κείμενα πού κάποιοι
διατηροῦν στό σκοτάδι γιά
εὐνόητους λόγους, ἀλλά
γιά κείμενα πού ἔχουν
ἐρευνηθεῖ ἀπό
εἰδικούς, ἔχουν χρονολογηθεῖ καί
ἔχουν ἐκδοθεῖ,
ὥστε ὅποιος ἐνδιαφέρεται
νά μπορεῖ νά
τά βρίσκει. Ἡ παραγωγή
πλήθους τέτοιων ἀποκρύφων
κειμένων συνεχίστηκε μέχρι
καί τόν ε' μ.Χ. αἰώνα! καί
οἱ εἰδικοί γνωρίζουν ποιά
ἀπ' αὐτά γράφτηκαν τόν β' αἰώνα,
ποιά τόν γ' κ.λ.π. (βλ. καί τεῦχ.
41 τοῦ ἐντύπου μας). Προέρχονται κατά
κανόνα ἀπό κύκλους αἱρετικῶν
Χριστιανῶν καί, κυρίως, γνωστικῶν,
γι' αὐτό σέ ἐπιστημονικά ἔργα
πολλές φορές συνεξετάζονται
μέ τά γνωστικά κείμενα
(βλ. Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Α', Ἀθήνα
1982, σ. 200 καί 318, κεφάλαια μέ
τίτλο «Ἀπόκρυφα
καί γνωστικά»). Οἱ
γνωστικοί, ἐπιχειρώντας νά
ἀντικρούσουν τήν
κατηγορία ὅτι οἱ ἀντιλήψεις τους δέν ἀποτελοῦν
διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά
ἀποκύημα τῆς ἀνθρώπινης
φαντασίας, ἰσχυρίζονταν ὅτι ὁ
Ἰησοῦς ἀποκάλυψε κάποιες ἀλήθειες
μόνο σέ λίγους καί ἐκλεκτούς.
Καί ἐπειδή δέν εἶχαν κείμενα, πού
νά μαρτυροῦν γι' αὐτές
τίς «ἀλήθειες», κατασκεύασαν τέτοια
κείμενα οἱ ἴδιοι.
Αὐτά εἶναι γνωστά ὡς
«ἀπόκρυφα», δηλ. ὡς κείμενα
πού περιέχουν μιά
ἀπόκρυφη «ἀλήθεια»,
μιά ἀπόκρυφη «γνώση». Ποιά
εἶναι ἡ ἱστορική ἀξία
αὐτῶν τῶν κειμένων; Ἡ
ἀπάντηση εἶναι ἁπλή:
Ἀποτελοῦν ἱστορικές
μαρτυρίες γιά τήν
ἐποχή, κατά τήν
ὁποία γράφτηκαν (δηλ. γιά τόν
β' ἤ γ' ἤ δ' ἤ ε' αἰ.), δέν
ἀποτελοῦν, ὅμως,
ἱστορικές μαρτυρίες
γιά τήν ἐποχή στήν ὁποία ἀναφέρονται (δηλ. γιά τόν
α' αἰ., γιά τήν
ἐποχή τοῦ Ἰησοῦ).
Ἡ
χριστιανική Ἐκκλησία τόν
δ' μ.Χ. αἰ. καθόρισε ἐπίσημα
τόν Κανόνα τῆς
Κ. Διαθήκης, δηλ. τόν κατάλογο
τῶν γνήσιων βιβλίων, πού
διακρίνονται ἀπό
τά ἀπόκυφα καί γνωστικά
(Σ. Ἀγουρίδου, Εἰσαγωγή
εἰς τήν Κ. Διαθήκην, Ἀθῆναι
1971, σ. 71). Πολλοί, ὅμως, διερωτῶνται: Μέ
ποιά κριτήρια διέκρινε
τά γνήσια κείμενα ἀπό
τά νόθα; Γιατί π.χ. ἀπό
τά πολλά «εὐαγγέλια»
πού κυκλοφοροῦσαν ἐπέλεξε
ὡς γνήσια μόνο τέσσερα;
Γιά νά ἀπαντήσουμε, εἶναι ἀνάγκη
νά ἀνατρέξουμε στή διαδικασία,
μέ τήν ὁποία προῆλθαν τά
γνήσια κείμενα τῆς
Κ. Διαθήκης. Γιά παράδειγμα,
ἡ Β' πρός Κορινθίους
ἐπιστολή, γράφτηκε
ἀπό τόν ἀπ. Παῦλο στή
Μακεδονία τό 56 μ.Χ. Ἄνθρωποι ἔμπιστοι
τοῦ Παύλου (ὁ Τίτος
καί δύο ἄλλα πρόσωπα) τήν
μετέφεραν στήν Κόρινθο
(Σ. Ἀγουρίδου, μνημ. ἔργ., σ. 262 - 263) καί
τήν παρέδωσαν προφανῶς
στόν ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας.
Τήν ἐποχή ἐκείνη δέν ὑπῆρχαν ἀνοργάνωτες
ὁμάδες πιστευόντων, ἀλλά
ὀργανωμένες τοπικές
Ἐκκλησίες μέ
ἐπίσκοπο, πρεσβυτέρους καί
διακόνους. Ὁ ἐπίσκοπος
πού λάμβανε τήν ἐπιστολή,
συγκαλοῦσε ὅλη τήν Ἐκκλησία καί
ἡ ἐπιστολή διαβαζόταν
ἐνώπιον ὅλων κατά
τή διάρκεια τῆς Θ. Λειτουργίας.
Ἡ ἀποστολική εὐλογία
στό τέλος τῆς Β' Κορ. («ἡ
χάρις τοῦ Κυρίου
ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί
ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ
καί ἡ κοινωνία τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος μετά
πάντων ὑμῶν»)
μαρτυρεῖ ἔμμεσα τή λειτουργική
χρήση της. Στή συνέχεια
ἡ ἐπιστολή φυλασσόταν
ὡς ἱερό κείμενο, ἐνῶ
ἀποσπάσματά της διαβάζονταν σέ κάθε
Θ. Λειτουργία, στή θέση
πού μέχρι σήμερα διαβάζουμε
τόν Ἀπόστολο. Μέ ἰδιαίτερη
προσοχή γίνονταν ἀντίγραφα
καί δίδονταν σέ ἄλλες
τοπικές Ἐκκλησίες πού
τά ζητοῦσαν. Μέ
τήν ἀνταλλαγή ἀντιγράφων,
κάθε τοπική Ἐκκλησία
ἀπέκτησε σταδιακά τή
συλλογή τῶν κειμένων τῆς
Κ. Διαθήκης.
Κατά τόν
ἴδιο τρόπο προῆλθαν
ὅλα τά κείμενα τῆς Κ. Διαθήκης.
Ἰδιαίτερη σημασία ἀπέκτησαν
τά Εὐαγγέλια, ἀφοῦ
ἀναφέρονταν ἀποκλειστικά
στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου.
Ἀποσπάσματά τους εἰσῆλθαν
στή Θ. Λειτουργία, ὅπως
γίνεται μέχρι σήμερα.
Εἶναι εὐνόητο
ὅτι μέ αὐτές τίς συνθῆκες ἦταν
ἰδιαίτερα δύσκολο νά
εἰσχωρήσει στήν Ἐκκλησία
ἕνα ἀπόκρυφο κείμενο. Τά
ἀπόκρυφα ἐμφανίστηκαν
μεταξύ τῶν γνωστικῶν ἤ
ἄλλων αἱρετικῶν.
Κι ἄν ἀκόμη κάποιος ἐπιχειροῦσε
νά τά εἰσαγάγει στήν Ἐκκλησία,
αὐτή μποροῦσε εὔκολα
νά διακρίνει ἄν
ἔχουν τίς ἐγγυήσεις
τῆς γνησιότητος. Καί
οἱ ἐγγυήσεις ἦσαν πολλές,
ὅπως: α) ὁ ἴδιος
ὁ συγγραφέας (Ἀπόστολος),
ὅσο ἀκόμη ζοῦσε (ὁ
ὁποῖος μποροῦσε νά
βεβαιώσει ὅτι «ἐγώ ἔγραψα αὐτό
τό κείμενο»), β) ἡ ἀρχαιότητα
τοῦ κειμένου (ὑπῆρχε
τό κείμενο ἀπό
τήν ἐποχή τῶν Ἀποστόλων, ἤ ἐμφανίστηκε
τώρα;), γ) τό περιεχόμενο
τοῦ κειμένου (συμφωνεῖ
μέ τή διδασκαλία τοῦ
Χριστοῦ, ὅπως τή γνωρίζουμε
ἀπό τήν προφορική παράδοση
καί ἀπό ἄλλα γνήσια κείμενα,
ἤ ὄχι;), δ) ἡ λειτουργική
χρήση τοῦ κειμένου
(διαβάζονται ἀποσπάσματά
του στή Θ. Λειτουργία;) κ.ἄ.
Εἶναι,
λοιπόν, ἀλήθεια ὅτι γιά
ἕνα διάστημα παράλληλα
μέ τά γνήσια κυκλοφοροῦσαν καί
τά ἀπόκρυφα κείμενα. Ἀλλά
δέν κυκλοφοροῦσαν ἐντός
τῆς Ἐκκλησίας. Κυκλοφοροῦσαν
ἐκτός αὐτῆς, στό περιθώριο,
σέ κύκλους γνωστικῶν, αἱρετικῶν,
ἤ ὕποπτων περί τήν
πίστη προσώπων. Ἡ
Ἐκκλησία χρησιμοποιοῦσε
πάντοτε τά γνήσια.
Ὡστόσο, ἐπειδή κάποιοι πιστοί χρησιμοποιοῦσαν
πιθανῶς μαζί μέ
τά γνήσια κείμενα καί
ὁρισμένα ἀπόκρυφα, ἡ Ἐκκλησία
ἀναγκάστηκε τόν δ' μ.Χ. αἰ.
(κυρίως μέ τόν ἅγ. Ἀθανάσιο τόν Μέγα)
νά καθορίσει τόν
Κανόνα, δηλ. τόν ἐπίσημο
κατάλογο τῶν γνήσιων
κειμένων τῆς Κ. Διαθήκης.
Ἄς δοῦμε, ὅμως, καί τί
ἦταν ὁ Γνωστικισμός, ἀπό
τόν ὁποῖο προῆλθε ἡ
συντριπτική πλειοψηφία τῶν
ἀποκρύφων.
Ὁ Γνωστικισμός στήν ἀρχαία Ἐκκλησία
Ὁ
Γνωστικισμός δέν ἦταν ἀκριβῶς αἵρεση. Πολύ περισσότερο,
δέν ἦταν χριστιανική αἵρεση
(δέν προῆλθε ἀπό
τούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας).
Ἦταν ἕνα θρησκευτικοφιλοσοφικό κίνημα,
μιά ἄλλη θρησκεία, ἤ
μᾶλλον πολλές ἄλλες
θρησκεῖες, πού τίς
συνέδεαν, βέβαια, κοινά
στοιχεῖα. Χαρακτηριστικό τοῦ
πλήθους τῶν γνωστικῶν
ὁμάδων, πού ἐμφανίστηκαν
κυρίως τόν β' καί γ' μ.Χ. αἰώνα,
ἦταν ὁ συγκρητισμός, δηλ. ἡ
ἀνάμειξη στοιχείων ἀπό
ἐντελῶς διαφορετικές θρησκευτικές
καί πολιτιστικές παραδόσεις.
Πρόκειται γιά ἕνα κράμα ἰουδαϊκῶν,
μυθικῶν, εἰδωλολατρικῶν, φιλοσοφικῶν,
μαγικῶν καί χριστιανικῶν στοιχείων.
Βασική διδασκαλία του ἦταν
ὅτι ἡ σωτηρία προέρχεται ἀπό τή «γνώση». Ποιά
«γνώση» ὅμως; Οἱ σύγχρονοι ὑποστηρικτές
του (ἀπό τή λεγομένη «προοδευτική διανόηση»)
νομίζουν ὅτι πρόκειται γιά τή γνώση τοῦ κόσμου (ἐπιστημονική
γνώση) ἤ γιά τή γνώση τοῦ ἑαυτοῦ
μας (αὐτογνωσία). Ὅμως, ὁ
Γνωστικισμός ἀναφέρεται σέ ἄλλη
«γνώση», κατά τήν ὁποία, ὁ θεός πού δημιούργησε αὐτό
τόν κόσμο, δέν εἶναι οὔτε ὁ
μοναδικός, οὔτε ὁ πιό τέλειος. Πολύ πιό πάνω ὑπάρχει
ἕνας ἄλλος θεός, ἀόρατος, ἀπρόσιτος,
αἰώνιος, καθώς καί ἕνας αἰώνιος
κόσμος πού τόν περιβάλλει. Ὑπάρχουν, λοιπόν, δύο
(τουλάχιστον) θεοί: ἕνας ἀνώτερος καί ἕνας κατώτερος, ἕνας
τέλειος καί ἕνας ἀτελής, ἕνας καλός καί ἕνας
κακός. Ἀνάμεσα στόν ἀνώτερο καί στόν
κατώτερο θεό παρεμβάλλονται ἄλλοι πνευματικοί
κόσμοι καί ἀναρίθμητα πνευματικά δημιουργήματα, οἱ
«αἰῶνες», καθώς ἐπίσης ἄλλα
ὄντα μέ διάφορα
ὀνόματα, ὅπως «ἄγγελοι»,
«φωστῆρες», «ἀστέρες», «θεότητες» κ.ἄ.
Ὁ
κόσμος, κατά τούς Γνωστικούς, εἶναι δημιούργημα ἑνός
κακοῦ θεοῦ καί, κατά συνέπειαν, εἶναι κακός καί ἀτελής.
Τό ἴδιο καί ὁ ἄνθρωπος.
Μεταξύ κόσμου καί ἀληθινοῦ θεοῦ
ὑπάρχει ἀπροσπέλαστη ἄβυσσος.
Ἡ γνώση τοῦ κακοῦ
κόσμου (δηλ. ἡ ἐπιστήμη) ὁδηγεῖ
στή γνώση ἑνός κακοῦ δημιουργοῦ
καί ἡ αὐτογνωσία (δηλ. ἡ γνώση ἑνός
κακοῦ δημιουργήματος) ὁδηγεῖ
ἐπίσης στή γνώση ἑνός κακοῦ
θεοῦ. Κατά τή δημιουργία, κάποιοι θείοι σπινθῆρες,
πού προέρχονται ἀπό ἀνώτερους κόσμους, ἐγκλωβίστηκαν σέ ἀνθρώπινα
σώματα. Ὅμως, λίγοι ἄνθρωποι ἔχουν
τέτοιους θείους σπινθῆρες
καί μόνο αὐτοί μποροῦν νά σωθοῦν.
Γιά τούς ἄλλους δέν ὑπάρχει ἐλπίδα
σωτηρίας. Γιά νά σωθοῦν οἱ
ὀλίγοι καί ἐκλεκτοί,
δέν ἀπαιτοῦνται προσευχές,
νηστεῖες, καλά ἔργα
κ.λ.π. Πρέπει μόνο νά
γίνουν «γνωστικοί», δηλ. νά
ἀποδεχθοῦν αὐτή
τήν «γνώση» καί
νά φροντίσουν νά
ἀπελευθερωθοῦν τό
συντομώτερο ἀπό
τά δεσμά αὐτοῦ
τοῦ κόσμου καί ἀπό
τό θνητό σῶμα
πού τούς περιβάλλει. Μέ
τόν θάνατο, ὁ θεῖος
πυρήνας ἐπιστρέφει στόν
αἰώνιο κόσμο, ἀπό
τόν ὁποῖο ἦλθε, καί αὐτό
ἀκριβῶς εἶναι ἡ λύτρωση. Διακρίνουμε ἤδη
τά βασικά στοιχεῖα
τοῦ Γνωστικισμοῦ, πού
εἶναι: α) ἀντίθεση
μεταξύ ὕψιστου θεοῦ καί
δημιουργοῦ, β) πλήρης ἄρνηση
τοῦ κόσμου, τόν ὁποῖο
ἀβυσσαλέο χάσμα
χωρίζει ἀπό τόν ἀληθινό Θεό,
γ) ἐχθρότητα πρός τό
ἀνθρώπινο σῶμα, δ) ἀπόλυτος
προορισμός - σωτηρία μόνο
γιά τούς ἐκλεκτούς, ε) καταξίωση
τοῦ θανάτου ὡς μέσου, διά τοῦ
ὁποίου ἐπέρχεται ἡ λύτρωση.
Οἱ
γνωστικοί πού δέχονταν καί χριστιανικά
στοιχεῖα στό σύστημά τους, πίστευαν ὅτι
ὁ Χριστός εἶναι
ἕνας ἀπό τούς «αἰῶνες», ἤ ἕνα
πνευματικό ὄν ἀπό ἀνώτερους κόσμους πού
δανείστηκε ἀνθρώπινο
σῶμα, ἤ ἕνας «γνωστικός» πού
ἦλθε νά ἀποκαλύψει
τήν ἀληθινή «γνώση».
Ἄλλοι πίστευαν ὅτι
ὅλα ὅσα ἔκανε (ἡ Σάρκωση,
ἡ Σταύρωση κ.λ.π.) ἦσαν φαινομενικά
(π.χ. ἐμεῖς νομίσαμε ὅτι
σταυρώθηκε) καί ἄλλοι
πίστευαν ὅτι ὁ
θεῖος πυρήνας κατοίκησε
στόν ἄνθρωπο Ἰησοῦ
κατά τό Βάπτισμα. Ὁ Χριστός,
κατά τούς γνωστικούς, δέν
εἶναι ὁ σωτῆρας καί λυτρωτής
τοῦ κόσμου, ἀλλά
ἕνα ὄν, πού ἔχει
τό ἴδιο ἀνάγκη σωτηρίας καί
λύτρωσης, ἀφοῦ
πρέπει νά ἀπελευθερωθεῖ
ἀπό τό ἀνθρώπινο σῶμα του γιά
νά ἐπιστρέψει στόν
αἰώνιο κόσμο ἀπό
τόν ὁποῖο προῆλθε.
Ὅσον
ἀφορᾶ στά ἄλλα πρόσωπα τῆς
Ἁγ. Γραφῆς, ὁ
Γνωστικισμός δέχεται ὅτι αὐτά
ὑπηρετοῦν τόν
κατώτερο θεό, ἄρα
βρίσκονται σέ πλάνη.
Ἀντιθέτως, ὅσοι στράφηκαν
ἐναντίον τοῦ θεοῦ
τῆς Ἁγ. Γραφῆς (ὅπως
ὁ Κάϊν καί οἱ
κάτοικοι τῶν Σοδόμων
καί τῶν Γομόρων), ὑπηρετοῦν
τόν αἰώνιο καί ἀληθινό
θεό. Αὐτό ἀκριβῶς συνέβη, ὑποτίθεται,
καί μέ τόν Ἰούδα.
Τό «εὐαγγέλιο τοῦ Ἰούδα»
Τό
«εὐαγγέλιο τοῦ Ἰούδα»
κινεῖται στά ἴδια
ἀκριβῶς πλαίσια τῆς
διδασκαλίας τοῦ Γνωστικισμοῦ.
Τό «μυστήριο τῆς
γνώσεως», πού κατέχει
ὁ Ἰούδας καί ἀγνοοῦν
οἱ ἄλλοι μαθητές, εἶναι
ὅτι ὁ Χριστός προέρχεται
ἀπό τόν ἀθάνατο κόσμο τοῦ
Μπάρμπελο, τοῦ αἰώνιου
θεοῦ (Τό εὐαγγέλιο τοῦ Ἰούδα,
ἔκδ. Nat. Geogr., 2006, σ. 27). Οἱ
ἄλλοι μαθητές, ἀντίθετα,
λατρεύουν τόν δημιουργό
καί παραπλανοῦν «πολλούς
ἀνθρώπους» (σ. 31), γι' αὐτό,
ὅταν ὁ Ἰησοῦς τούς βλέπει νά «προσφέρουν
τήν προσευχή τῆς
εὐχαριστίας», γελᾶ
(σ. 25). Ὁ δημιουργός ἐδῶ
ὀνομάζεται Σάκλας (σ. 44, = «ἀνόητος»,
πρβλ. τίς νέες ἑλληνικές λέξεις
«σαχλός» καί «σάχλας»,
Ὑπερλεξικό τῆς
νεοελληνικῆς γλώσσας, ἔκδ. Παγουλάτου,
τ. 5, σ. 2429). Μεταξύ τοῦ Μπάρμπελο καί τοῦ
δημιουργοῦ (Σάκλα) παρεμβάλλονται 72 «φωστῆρες»,
«μυριάδες ἀγγέλων ἀναρίθμητων» γιά κάθε
«φωστῆρα», ἄλλοι 360 «φωστῆρες»,
12 «αἰῶνες», 72 «οὐρανοί»,
360 «στερεώματα» καί πολλά
ἄλλα ὄντα (σ. 39-40). Ὁ Ἰησοῦς,
κατά τό «εὐαγγέλιο», πολλές φορές
ἐμφανιζόταν στούς
μαθητές Του «σάν ἕνα
παιδί» (σ. 24), δηλ. ἡ Σάρκωσή
Του ἦταν φαινομενική καί
μποροῦσε νά παίρνει διάφορες μορφές.
Σέ ἐρώτηση σχετική μέ
τή λύτρωση, ὁ Ἰησοῦς
ἀπαντᾶ ὅτι «οἱ ψυχές
κάθε ἀνθρώπινης γενεᾶς θά
πεθάνουν». Ὅμως, κάποιες
ψυχές «θά παραμείνουν ζωντανές,
καί θά ἀνυψωθοῦν». Οἱ
ἄλλες δέν μποροῦν
νά κάνουν τίποτε γιά
τή σωτηρία τους, ἀφοῦ
«εἶναι ἀδύνατον νά φυτέψεις
σπόρο πάνω στό βράχο»
(σ. 34). Ἡ ἐξύψωση καί ἡ
λύτρωση ἐπιτυγχάνονται
μέ τή θυσία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος,
δηλ. μέ τόν θάνατο. Ἡ προδοσία
τοῦ Ἰησοῦ ἦταν κάτι καλό,
γιατί τόν ὁδήγησε στόν θάνατο,
δηλ. στή λύτρωση. Χαρακτηριστικός εἶναι
ὁ λόγος πρός τόν
Ἰούδα, πού ἀναφέρεται
στήν προδοσία: «Ἀλλά
ἐσύ θά τούς ὑπερβεῖς ὅλους
αὐτούς. Γιατί ἐσύ
θά θυσιάσεις τόν
ἄνθρωπο πού μέ
ἐνδύει» (σ. 47). Τό «εὐαγγέλιο»
τελειώνει, ἀκριβῶς
μέ τήν πράξη τῆς προδοσίας. Δέν
κάνει λόγο οὔτε
γιά Σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ,
οὔτε, βέβαια, γιά
Ἀνάσταση. Ἡ Ἀνάσταση
θά ἰσοδυναμοῦσε μέ
ἐπανεγκλωβισμό στή
φυλακή τοῦ ἀνθρώπινου σώματος, δηλ. μέ
ἄρνηση τῆς λύτρωσης.
Κατά
τούς εἰδικούς, τό «εὐαγγέλιο» γράφτηκε στήν
πρωτότυπη μορφή του στό
διάστημα 140-160 μ.Χ. (Μπάρτ Ντ. Ἔρμιν,
Ἀντεστραμμένος Χριστιανισμός,
ἐν Τό εὐαγγέλιο τοῦ Ἰούδα,
ἔκδ. Nat. Geogr., 2006, σ. 109) Αὐτό
σημαίνει, βέβαια, ὅτι
δέν τό ἔγραψε ὁ Ἰούδας.
Κι ἄν ἀκόμη ὑποθέσουμε ὅτι ὁ
Ἰούδας δέν αὐτοκτόνησε,
ὅπως λέει ἡ
Ἁγ. Γραφή, καί
ὅτι ἦταν συνομήλικος τοῦ
Κυρίου, κατά τήν
ἐποχή πού γράφτηκε τό «εὐαγγέλιο»
θά ἔπρεπε νά ἦταν
140 - 160 ἐτῶν! Ἀπόσταση μισοῦ αἰῶνος
χωρίζει τό «εὐαγγέλιο
τοῦ Ἰούδα» ἀπό τά τελευταῖα κείμενα
τῆς Κ. Διαθήκης καί
ἀπόσταση μεγαλύτερη ἀπό
ἕνα αἰῶνα τό χωρίζει ἀπό τά γεγονότα στά
ὁποῖα ἀναφέρεται. Ἀπό
ἄποψη ὕφους καί
περιεχομένου δέν μπορεῖ
κἄν νά συγκριθεῖ μέ
κάποιο ἀπό
τά κανονικά βιβλία
τῆς Κ. Διαθήκης. Διαβάζοντάς
το «χαμογελᾶμε μέ τούς διαλόγους τοῦ
"Δασκάλου" (ραββί) μέ
τούς μαθητές του, οἱ
ὁποῖοι εἶναι περιορισμένης νοημοσύνης»
(Ρόντολφ Κασέρ, Ἡ
ἱστορία τοῦ Codex Tchacos καί τοῦ
εὐαγγελίου τοῦ
Ἰούδα, ἐν Τό εὐαγγέλιο τοῦ Ἰούδα,
ἔκδ. Nat. Geogr., 2006, σ. 88).
Παρατηρήσεις καί συμπεράσματα
Ἡ
ἀνακάλυψη τοῦ «εὐαγγελίου»
τοῦ Ἰούδα εἶναι, βέβαια, μιά
σημαντική ἀνακάλυψη, ἡ ὁποία,
ὅμως, δέν ἐνδιαφέρει
τή χριστιανική Ἐκκλησία
καί δέν ἔχει καμιά σημασία
γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο. Ἐνδιαφέρει
μόνο τούς εἰδικούς
θρησκειολόγους, ὅσους ἀσχολοῦνται
μέ τήν ἔρευνα τοῦ Γνωστικισμοῦ,
τῆς ἀρχαίας «αἵρεσης» ἀπό
τήν ὁποία προῆλθε τό
κείμενο. Τήν ἀνακάλυψη
αὐτή κάποιοι ἐπιχείρησαν
νά ἐκμεταλλευτοῦν, εἴτε
γιά νά προκαλέσουν ἐντύπωση,
εἴτε γιά πλήξουν
τό κύρος τοῦ Χριστοῦ
καί τῆς Ἐκκλησίας Του, εἴτε
χάριν ἀδίστακτης κερδοσκοπίας. Ἡ
χαρά πού αἰσθάνθηκαν πολλοί γιά
τή «μεγάλη ἀνακάλυψη»,
πού ἀνατρέπει, δῆθεν, τά
θεμέλια τοῦ Χριστιανισμοῦ,
ἦταν μιά προσωρινή
ἔξαρση, ἕνας στιγμιαῖος
ἐντυπωσιασμός, πού
ἐξαφανίζεται καί
μεταβάλλεται μᾶλλον σέ
λύπη μέ τήν προσεκτική μελέτη
τοῦ «εὐαγγελίου» καί
τῶν συνθηκῶν πού
τό δημιούργησαν. Τό
χαρμόσυνο ἄγγελμα πού
προσφέρει, ἄλλωστε, τό «εὐαγγέλιο»
στόν ἀναγνώστη (εὐαγγέλιο
= χαρμόσυνο ἄγγελμα) εἶναι
ἡ διά τοῦ θανάτου λύτρωση. Μέ
αὐτά τά δεδομένα, δέν
θά ἦταν ὑπερβολή ὁ
χαρακτηρισμός του ὡς «εὐαγγέλιο
τοῦ θανάτου»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου