ΤΕΥΧΟΣ
46 ΤΡΙΠΟΛΙΣ
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2006
ΟΙ
«ΕΧΘΡΟΙ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ»
ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ
ΥΠΟΤΙΜΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ
Ἡ διαχρονικότητα τοῦ φαινομένου
Ὁ
ἀπόστολος Παῦλος στήν Πρός
Φιλιππησίους ἐπιστολή του (3, 18-19) κάνει λόγο γιά τούς «ἐχθρούς
τοῦ Σταυροῦ τοῦ
Χριστοῦ». Ἀναφέρεται, μάλιστα, σ’ αὐτούς «κλαίων»
(κλαίγοντας), ἐπειδή τό «τέλος» τους, ἡ κατάληξή τους, εἶναι
ἡ «ἀπώλεια». Αὐτοί εἶναι
συνήθως ἄνθρωποι κοσμικοί, τά «ἐπίγεια φρονοῦντες»
(3,19), δηλ. δέν ἔχουν σχέση μέ τόν Θεό, ἀφοῦ
«θεός» τους εἶναι ἡ «κοιλία» (αὐτόθι). Δυστυχῶς,
τό φαινόμενο πού περιγράφει ὁ ἀπ.
Παῦλος δέν περιορίζεται μόνο στήν ἐποχή
του. «Ἐχθροί τοῦ Σταυροῦ»
ὑπάρχουν πάντοτε, σέ κάθε ἱστορική περίοδο καί σέ
κάθε χρονική ἐποχή. Μπορεῖ νά κρύπτονται καί νά
μήν φαίνονται. Μπορεῖ νά μήν τό ἐκφράζουν μέ λόγια. Τό
διακηρύττουν, ὅμως, μέ τά ἔργα τους καί μέ τή
συμπεριφορά τους. Καί ἀφοῦ τό φαινόμενο εἶναι διαχρονικό, εἶναι
φυσικό νά ἐμφανίζεται καί στήν ἐποχή μας, μέ
πάμπολλους «ἐχθρούς τοῦ Σταυροῦ»,
ἐμφανεῖς ἤ
ἀφανεῖς, μέ ἄτομα ἤ
ὁμάδες, ἤ ἀκόμη
καί μέ ἰσχυρά κέντρα πού πολεμοῦν τήν Ἐκκλησία,
τῆς ὁποίας δόξα καί «καύχημα» (Γαλ. 6, 14) εἶναι
ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ.
Πολλές χριστιανικές αἱρέσεις
τῶν ἡμερῶν μας ἀρνοῦνται
τήν ἀπόδοση τιμῆς στόν Σταυρό, ὅπως
οἱ Πεντηκοστιανοί καί οἱ Μάρτυρες τοῦ
Ἰεχωβᾶ, γιά νά ἀναφέρουμε τίς πιό
γνωστές. Σέ ἀντίθεση μέ τήν σαφή διδασκαλία τῆς
Ἁγ. Γραφῆς, κατά τήν ὁποία
ὁ μέν Σταυρός εἶναι τό «καύχημα» τῶν
πιστῶν (Γαλ. 6,14) οἱ δέ ἐχθροί
του εἶναι ἄξιοι θρήνων γιά τήν ἀπώλειά τους (3,
18-19), προβάλλουν εὐλογοφανῆ ἐπιχειρήματα,
κατά τά ὁποῖα ὁ τίμιος Σταυρός εἶναι ἕνα
φονικό ὅπλο, πού δέν πρέπει νά τιμᾶται. Οἱ
τελευταῖοι μάλιστα (οἱ Μάρτυρες τοῦ
Ἰεχωβᾶ) ἔφθασαν σέ σημεῖο νά ἀρνηθοῦν
καί αὐτό τό σχῆμα τοῦ
τιμίου Σταυροῦ, ἰσχυριζόμενοι ὅτι ὁ
Κύριος «σταυρώθηκε» πάνω σ’ ἕναν πάσσαλο! Ἄς
δοῦμε, ὅμως, ἀναλυτικά τίς ἀντιλήψεις
τους, σέ ἀντιπαράθεση μέ τή διδασκαλία της Ἁγ.
Γραφῆς καί μέ τά ἱστορικά δεδομένα.
Οἱ ἀντιλήψεις τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ περί τοῦ Σταυροῦ
Ἡ
ἀντίληψη ὅτι ὁ
Κύριος «σταυρώθηκε» σέ πάσσαλο δέν ἦταν ἡ
ἀρχική θέση τῶν Μαρτύρων τοῦ
Ἰεχωβᾶ. Παλαιότερα ἡ αἵρεση
εἶχε σέ μεγάλη ἐκτίμηση τόν τίμιο
Σταυρό καί τόν ἀναγνώριζε ὡς σύμβολο τῆς
χριστιανικῆς πίστης. Ἡ ὑποτίμησή
του θεωρήθηκε ἀπό τόν ἱδρυτή της Κάρολο Ρῶσσελ,
ὡς «ἄλλο εὐαγγέλιο», στό μέσον δέ
τοῦ ἀληθινοῦ εὐαγγελίου
βρίσκεται, κατά τόν Ρῶσσελ, ὁ Σταυρός! Τά κτίρια τῶν
Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ ἔφεραν τό σύμβολο τοῦ Σταυροῦ,
ὅπως οἱ χριστιανικές Ἐκκλησίες,
καί ὁ Σταυρός κοσμοῦσε τά ἔντυπά
τους καί τό περιοδικό «Σκοπιά». Στό φέρετρο τοῦ Ρῶσσελ
τοποθετήθηκε «μεγαλοπρεπής σταυρός», ὅπως ἐπίσης
καί στόν τάφο του. Μέχρι τό 1928 οἱ ὁπαδοί
τῆς αἵρεσης φοροῦσαν εἰδικό
κόσμημα, πού ἀπεικόνιζε τόν Σταυρό καί ἕνα στέμμα (βλ. Ἀντ.
Ἀλεβιζοπούλου, Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ
καί Ὀρθοδοξία, Ἀθήνα 1995, σ. 101 -
104, ὅπου παραπομπές σέ κείμενα τῆς αἵρεσης
καί φωτογραφίες).
Ὅμως,
τό 1928 ὁ διάδοχος τοῦ Ρῶσσελ
Ἰωσήφ Ρόδερφορδ, διακήρυξε ὅτι ἡ
«καρφίτσα» μέ τόν Σταυρό εἶναι κάτι ἄχρηστο
καί ἐσφαλμένο. Ἡ δήλωση αὐτή
ἦταν ἀρκετή γιά νά ἐξαφανισθεῖ
ὁ Σταυρός πού ἔφεραν οἱ
Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ. Τό 1931 ἀφαιρέθηκε καί ἀπό
τό περιοδικό «Σκοπιά», ἐνῶ τό 1936 ὁ Ρόδερφορδ ἰσχυρίστηκε
ὅτι ὁ Χριστός σταυρώθηκε πάνω σ’ ἕνα «παλούκι»! Αὐτό
ἦταν ἀρκετό γιά νά καταργηθεῖ τελείως ὁ
τίμιος Σταυρός ἀπό τίς τάξεις τῶν Μαρτύρων τοῦ
Ἰεχωβᾶ καί νά ἀρχίσει ἡ
γνωστή πολεμική ἐναντίον του (αὐτόθι, σ. 104).
Ὁ
ἰσχυρισμός τοῦ Ρόδελφορδ ἦταν
ἐντελῶς αὐθαίρετος. Γιά νά τόν στηρίξει ἡ
ἡγεσία τῆς αἵρεσης,
κατέφυγε ἀκόμη καί στήν ἀπάτη. Ἐπικαλέσθηκε
τό βιβλίο κάποιου Justus Lipsius (1547 - 1606) μέ τίτλο De cruce, στή σελ. 647
τοῦ ὁποίου ὑπάρχει εἰκόνα
ἑνός ἄνδρα κρεμασμένου πάνω σέ πάσσαλο. Τά ἔντυπα
τῆς αἵρεσης τήν ἀναδημοσιεύουν κατά
καιρούς, ἀφήνοντας νά ἐννοηθεῖ
ὅτι αὐτός ἦταν ὁ Χριστός. Ὅμως, στή σελ. 661 τῆς
ἴδιας ἔκδοσης τοῦ
βιβλίου του ὁ Lipsius, ἀναφερόμενος στόν
Χριστό, παραθέτει εἰκόνα ἐσταυρωμένου σέ
κανονικό Σταυρό, διευκρινίζοντας ὅτι σέ τέτοιο Σταυρό
σταυρώθηκε ὁ Χριστός καί ὄχι σέ πάσσαλο. Ἐπικαλεῖται,
μάλιστα, μαρτυρίες παλαιῶν χριστιανῶν συγγραφέων, ὅπως
τοῦ Εἰρηναίου, τοῦ Τερτυλλιανοῦ
καί τοῦ Αὐγουστίνου (βλ. παραπομπές καί φωτογραφίες ἔνθ.
ἀνωτ., σ. 105-108).
Γιά νά διαλυθεῖ
κάθε ἀμφιβολία, πρέπει νά διευκρινισθεῖ
ὅτι κάποιοι ἀρχαῖοι
συγγραφεῖς, ὅπως ὁ Ὄμηρος, ὁ Ἠρόδοτος,
ὁ Θουκυδίδης κ.ἄ., χρησιμοποιοῦν
τόν ὅρο «σταυρός» μέ τήν ἔννοια τοῦ
πασσάλου. Ὅμως ἀργότερα, τήν ἐποχή τῆς
ρωμαϊκῆς κυριαρχίας, «ὁ σταυρός» χρησιμοποιεῖται
μέ τήν ἔννοια ὄχι ἑνός,
ἀλλά δύο τεμνόμενων ξύλων. Μέ αὐτή
τήν ἔννοια χρησιμοποιοῦν τόν ὅρο
οἱ συγγραφεῖς τῆς
Καινῆς Διαθήκης καί ἄλλοι, ὅπως
ὁ Διόδωρος καί ὁ Πλούταρχος. Αὐτό
διαπιστώνεται εὔκολα μέ μιά ματιά σέ ἔγκυρα ἐπιστημονικά
λεξικά. Τό λεξικό τῶν Liddell καί Scott π.χ. στό λῆμμα
«σταυρός» παραθέτει τίς δύο ἔννοιες τοῦ
ὅρου καθώς καί τούς συγγραφεῖς πού τόν χρησιμοποιοῦν
σέ κάθε περίπτωση, ἀναφέροντας ἐπίσης ὅτι
«τό ρωμαϊκόν ὄργανον θανατώσεως» εἶναι «δύο ξύλα
σταυροειδῶς προσηρμοσμένα» (ἑλλ. ἔκδ.
1906, σ. 114). Αὐτή εἶναι ἡ ἱστορική ἀλήθεια καί αὐτό
δέχεται γενικά ἡ ἐπιστήμη. Οἱ μόνοι, ἴσως,
πού ἔχουν ἄλλη ἄποψη
εἶναι οἱ ἡγέτες
τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ.
Ἄν ὑπῆρχαν ἀντίθετες ἐπιστημονικές
θέσεις, θά τίς εἶχαν, ἀσφαλῶς,
ἐπικαλεσθεῖ, καί δέ θά προσπαθοῦσαν
νά πείσουν τούς ὁπαδούς τους μέ τή μαρτυρία ἑνός τόσο παλαιοῦ
καί σπάνιου βιβλίου, ὅπως τοῦ Lipsius,
παρερμηνεύοντάς το, μάλιστα, ὅπως προαναφέραμε.
Πέρα, ὅμως,
ἀπό τή μαρτυρία τῆς ἐπιστήμης,
πιό ἰσχυρή εἶναι ἡ
μαρτυρία τῆς Παραδόσεως. Αὐτό πολύ ἁπλά
σημαίνει ὅτι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, ἡ
Θεοτόκος, καί πλῆθος ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς
τοῦ Ἰησοῦ εἶδαν μέ τά μάτια τους σέ τί εἶδους Σταυρό σταυρώθηκε
ὁ Κύριος. Αὐτοί μᾶς
παρέδωσαν τό σχῆμα τοῦ τιμίου Σταυροῦ
πού τιμοῦμε καί πού εἶναι ἀδύνατο
νά ἄλλαξε ἀπό κάποιον στήν πορεία
τοῦ χρόνου.
Ὁ τίμιος Σταυρός κατά
τήν Ἁγία Γραφή καί τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση
Οἱ
Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ καί πολλοί ἄλλοι αἱρετικοί
ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ
Σταυρός, ἀνεξάρτητα ἀπό τό σχῆμα
του, δέν πρέπει νά τιμᾶται, γιατί ἀποτελεῖ
φονικό ὅπλο. «Ποιός θά διενοεῖτο νά φιλήσει τό
περίστροφο πού εἶχε χρησιμοποιηθεῖ γιά νά φονεύσει ἕνα
προσφιλές ἄτομο ἤ νά τό φορέσει γύρω ἀπό
τόν λαιμό του;», ρωτάει ἡ ἑταιρεία Σκοπιά (Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου,
μνημ. ἔργ., σ. 104).
Οἱ
ἰσχυρισμοί αὐτοί θά ἦσαν,
ἴσως, ἀληθεῖς,
ἄν αὐτός πού πέθανε στόν Σταυρό δέν ἦταν
ὁ Χριστός καί ἄν μετά τόν Θάνατό Του
δέν ἀκολουθοῦσε ἡ
Ἀνάσταση. Ὁ Χριστός, ὅμως,
δέν ἦταν ἕνας τυχαῖος ἄνθρωπος,
πού σύρθηκε στόν Σταυρό χωρίς νά τό θέλει (διά τῆς βίας), ἀλλά
ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ,
πού ἔπαθε καί σταυρώθηκε «ἑκουσίως», δηλ. ἐπειδή
Ἐκεῖνος τό θέλησε καί ἐπειδή Ἐκεῖνος
τό ἐπέλεξε. Κατά τόν ἀπ. Παῦλο,
ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο «ἵνα
διά τοῦ θανάτου καταργήσῃ τόν τό κράτος ἔχοντα
τοῦ θανάτου, τοῦτ’ ἔστι
τόν διάβολον» (Ἑβρ. 2, 14), δηλ. γιά νά σταυρωθεῖ.
Αὐτός πού μέχρι τότε εἶχε τήν ἐξουσία
τοῦ θανάτου, καί μέσῳ αὐτοῦ
κυριαρχοῦσε στόν κόσμο, ἦταν ὁ
διάβολος, τόν ὁποῖο ὁ Κύριος πολέμησε καί νίκησε μέ τά ἴδια
του τά ὅπλα: Ὅπως ὁ
Θάνατος τοῦ Χριστοῦ καταργεῖ
τόν θάνατο καί γίνεται πηγή ζωῆς, ἔτσι
καί τό ὅπλο τοῦ θανάτου (ὁ
Σταυρός) γίνεται ὅπλο ἐναντίον τοῦ θανάτου καί τοῦ
διαβόλου. Μέ τήν Σταύρωση ὁ διάβολος πίστεψε ὅτι
πέτυχε ἕνα καίριο πλῆγμα ἐναντίον
τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ κατόρθωσε νά Τόν συλλάβει στήν ἐξουσία
του. Ὅμως, αὐτή ἡ
φαινομενική νίκη τοῦ διαβόλου μετεβλήθη σέ πανωλεθρία κατά τήν Ἀνάσταση.
Μέ τόν Θάνατό Του, ὁ Κύριος μπῆκε στή σκοτεινή φυλακή
τοῦ ἅδη, ὅπως βλέπουμε καί στήν Ὀρθόδοξη εἰκόνα
τῆς Ἀναστάσεως, ὅπου ὁ
διάβολος κρατοῦσε αἰχμαλώτους καί δεσμίους ὑπό τό κράτος τοῦ
θανάτου ὅλους τούς κεκοιμημένους, δίκαιους καί ἁμαρτωλούς.
Κατά τήν Ἀνάσταση, ἐξῆλθε
θριαμβευτής ἀπό τόν σκοτεινό ἅδη, ἀφοῦ
πρῶτα «ἔδησε τόν ἰσχυρόν» (ἔδεσε
τόν διάβολο, Ματθ. 12, 29) καί ἀφοῦ
ἔσπασε τίς πῦλες τῆς
φυλακῆς, ἀφήνοντάς την ἀνοικτή, ὥστε,
ὅποιος θέλει, νά Τόν ἀκολουθεῖ
στήν κατάσταση τῆς ζωῆς καί τῆς ἐλευθερίας.
Μέ τήν Ἀνάσταση, ὁ Θάνατος καί ὁ
Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἀποκτοῦν
ἐντελῶς διαφορετικό νόημα, ἀφοῦ
ὁ Κύριος πῆρε τά ὅπλα,
πού εἶχε ὡς τότε στά χέρια του ὁ διάβολος, καί τά ἔστρεψε
ἐναντίον του. Ὁ Σταυρός ἁγιάστηκε
μέ τήν ἐπαφή τοῦ Κυρίου, πῆρε
δύναμη καί ἔγινε τό κατ’ ἐξοχήν ὅπλο
ἐναντίον τοῦ διαβόλου: «Κύριε, ὅπλον
κατά τοῦ διαβόλου τόν Σταυρόν σου ἡμῖν
δέδωκας· φρίττει γάρ καί τρέμει, μή φέρων καθορᾶν αὐτοῦ
τήν δύναμιν», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας (Παρακλητική, Κυριακή πλ. δ΄ ἤχου).
Ἡ δύναμη τοῦ Σταυροῦ
προκαλεῖ τρόμο καί φρίκη στόν διάβολο (ἀλλά
καί στούς ὁπαδούς τοῦ διαβόλου!).
Ἡ
Ἁγία Γραφή ἀναφέρεται ἐπανειλημμένα
στή δύναμη τοῦ τιμίου Σταυροῦ, ἀκόμη
καί κατά τήν περίοδο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, δηλ. πρίν ὁ
Σταυρός ἀποκαλυφθεῖ στό κόσμο. Ὁ
Σταυρός τοῦ Χριστοῦ, «μήπω γεγονώς» (πρίν
ἀκόμη συμβεῖ), ἐνεργοῦσε
στούς Δικαίους τῆς Π. Διαθήκης, κατά τόν ἅγ. Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ
(Ὁμιλία ΙΑ΄, MPG, 151, σ. 124 ἑξ.). Οἱ
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας βλέπουν προτυπώσεις τοῦ
τιμίου Σταυροῦ σέ γεγονότα τῆς Π. Διαθήκης. Ἡ
ράβδος τοῦ Μωϋσῆ π.χ., πού χτύπησε τά ὕδατα
τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας καί διαιρέθηκαν (Ἔξοδ. 14), συμβολίζει
τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, καί ἡ
ἐκεῖ σωτηρία τῶν Ἑβραίων
ἦταν διά τοῦ Σταυροῦ
σωτηρία. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ἀναφερόμενος
σέ γεγονός τῆς Π. Διαθήκης, λέει: «ὅπως ὁ
Μωϋσής ὕψωσε τόν ὄφι στήν ἔρημο,
ἔτσι πρόκειται νά ὑψωθεῖ
ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου,
ὥστε ὅποιος πιστεύει σ’ Αὐτόν νά μήν ἀπωλεσθεῖ,
ἀλλά νά ἔχει ζωή αἰώνιο»
(Ἰωάν. 3, 14-15). Ὁ Κύριος ὑψώθηκε
στόν Σταυρό, ὅπως ὁ Μωϋσῆς ὕψωσε
τόν ὄφι στήν ἔρημο! Κάποτε
δηλητηριώδη φίδια τσιμποῦσαν τούς Ἑβραίους στήν ἔρημο,
μέ ἀποτέλεσμα νά πεθαίνει «λαός πολύς». Τότε ὁ
Θεός συμβούλευσε τόν Μωϋσῆ νά κατασκευάσει ἕνα χάλκινο φίδι καί νά
τό ὑψώσει, ὥστε νά φαίνεται ἀπό
παντοῦ. Ὅποιος ἔβλεπε πρός τό χάλκινο
φίδι μετά ἀπό τσίμπημα φιδιοῦ, γινόταν ἀμέσως
καλά (Ἀριθμ. 21, 6-9). Ἡ κοινή λογική λέει ὅτι,
γιά νά φαίνεται ἀπό παντοῦ τό χάλκινο φίδι, ἔπρεπε
νά τοποθετηθεῖ ὁριζόντια στή βάση του (στό ξῦλο), ὥστε
τό χάλκινο φίδι καί τό ξῦλο νά σχηματίζουν σταυρό. Ὅπως τό χάλκινο φίδι (ἤ
μᾶλλον ἡ ζωοποιός δύναμη τοῦ
Σταυροῦ, πού σχημάτιζε τό χάλκινο φίδι) ἔσωζε
τότε τούς Ἑβραίους, ἔτσι καί ὁ
Σταυρός τοῦ Χριστοῦ σώζει πάντοτε τούς ἀνθρώπους.
Στήν Καινή Διαθήκη ὑπάρχουν
πιό σαφεῖς ἀναφορές στή σημασία καί στή δύναμη τοῦ
τιμίου Σταυροῦ. Ὁ ἀπ. Παῦλος, ὅπως
εἴδαμε, ἀναφέρεται «κλαίων»
στούς «ἐχθρούς τοῦ σταυροῦ
τοῦ Χριστοῦ, ὧν
τό τέλος ἀπώλεια, ὧν ὁ
Θεός ἡ κοιλία καί ἡ δόξα ἐν
τῇ αἰσχύνῃ αὐτῶν, οἱ τά ἐπίγεια φρονοῦντες» (Φιλ. 3, 18-19).
«Ὁ λόγος ὁ τοῦ
σταυροῦ» γιά ὅσους πρόκειται νά ἀπωλεσθοῦν
εἶναι «μωρία», ἐνῶ
γιά ὅσους σώζονται εἶναι «δύναμις Θεοῦ»
(Α΄ Κορ. 2, 18). Τό ἴδιο καί ὁ «ἐσταυρωμένος
Χριστός», γιά τούς Ἰουδαίους εἶναι «σκανδαλον» καί
γιά τούς Ἕλληνες «μωρία»· γι’ αὐτούς, ὅμως,
πού ἔχουν κληθεῖ στή σωτηρία, εἶναι
«Θεοῦ δύναμις καί Θεοῦ σοφία» (Α΄ Κορ. 2,
23-24). Κάποιοι, κατά τόν ἀπ. Παῦλο,
«τῷ σταυρῷ τοῦ
Χριστοῦ διώκονται» (Γαλ. 6, 12), ἐνῶ
ὁ ἴδιος δέν καυχᾶται γιά τίποτε ἄλλο,
παρά μόνο γιά τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου, μέ τόν ὁποῖο
ἔχει σταυρωθεῖ γιά τόν κόσμο καί ὁ
κόσμος ἔχει σταυρωθεῖ γι’ αὐτόν
(Γαλ. 6, 14). Μέ τόν Σταυρό ὁ Χριστός συμφιλίωσε
δύο ἐχθρούς (τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο) σέ ἕνα
σῶμα, ἀφοῦ ἀπέκτεινε τή μεταξύ τους ἔχθρα (Ἐφ.
2, 16). Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί τό «αἷμα τοῦ
Σταυροῦ» εἰρηνοποιεῖ καί συμφιλιώνει τά
πάντα μέ τόν Θεό (Κολ. 1, 20).
Μέ βάση τά παραπάνω, ὁ
τίμιος Σταυρός χρησιμοποιεῖται εὑρύτατα
στήν Ἐκκλησία μας καί προσκυνεῖται τιμητικά. Βλέπουμε
τόν Σταυρό παντοῦ: ἐντός καί ἐκτός τοῦ
Ναοῦ, στά σπίτια τῶν Χριστιανῶν,
στά εἰκονοστάσια, στά μνημεῖα τῶν
κεκοιμημένων κ.λ.π. Οἱ πιστοί φέρουν στόν λαιμό τους Σταυρό, τόν ὁποῖο
λαμβάνουν κατά τό Βάπτισμα. Ἡ δύναμη τοῦ
Σταυροῦ θαυματουργεῖ, καθώς καί τό σημεῖο
τοῦ Σταυροῦ, ἰδίως
ὅταν σημειώνεται ἀπό Ἱερεῖς.
Ὅλα τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας
ὁλοκληρώνονται καί ἁγιάζονται μέ τή
σημείωση τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Σχηματίζουμε τό σημεῖο
τοῦ Σταυροῦ καί πάνω στό σῶμα
μας, μέ ἑνωμένα τά τρία δάκτυλα τοῦ δεξιοῦ
μας χεριοῦ, φέροντάς τα ἀπό τό μέτωπο στήν
κοιλιά, στόν δεξιό ὤμο καί, τέλος, στόν ἀριστερό. Ἔτσι
ὁμολογοῦμε καί τήν πίστη μας
στήν Ἁγ. Τριάδα, ἀφοῦ
τά τρία δάκτυλα συμβολίζουν τά τρία πρόσωπα τοῦ Θεοῦ,
ἐνῶ ἡ ἕνωσή τους συμβολίζει τή μία φύση Του. Γιά νά ἔχει
δύναμη ἡ σημείωση τοῦ Σταυροῦ
στό σῶμα μας, πρέπει νά εἶναι εὐκρινής,
δηλ. νά σχηματίζεται κανονικός καί εὐδιάκριτος Σταυρός. Τό
σημεῖο τοῦ Σταυροῦ γίνεται παντοῦ
καί πάντοτε: ὅταν προσευχόμεθα γενικά, στή Θ. Λειτουργία καί στίς Ἀκολουθίες
τῆς Ἐκκλησίας, σέ κάθε ἐργασία, πρίν καί μετά
τό φαγητό, πρίν νά ὁδηγήσουμε, σέ κάθε θλίψη καί ἀνάγκη.
Ἡ πράξη αὐτή ἀποτελεῖ
πρωτοχριστιανική παράδοση. Μαρτυρεῖται ἤδη
ἀπό τόν ἅγ. Ἰουστῖνο
(150 μ.Χ.) καί τόν Τερτυλλιανό (200 μ. Χ.). Γράφει χαρακτηριστικά ὁ
Τερτυλλιανός: «ἐμεῖς οἱ χριστιανοί σ’ ὅλα τά ταξίδια καί τίς
μετακινήσεις μας, σέ κάθε ἀναχώρηση καί ἐπιστροφή,
ὅταν φορᾶμε τά ἐνδύματά
μας καί τά ὑποδήματα, στό λουτρό καί στό τραπέζι, ὅταν
ἀνάβουμε τό λυχνάρι μας, σέ ὅλες γενικά τίς πράξεις
τῆς καθημερινῆς μας ζωῆς
κάνουμε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ» (Ἀ.
Ἀλεβιζοπούλου, Ἡ Ὀρθοδοξία
μας, Ἀθήνα 1994, σ. 449).
Ὁ «λόγος τοῦ Σταυροῦ» ὡς «σκάνδαλο» καί «μωρία»
Στό σημεῖο
αὐτό ἀξίζει νά σχολιάσουμε ἕνα χαρακτηριστικό
χωρίο τοῦ ἀπ. Παύλου, τό ὁποῖο
ἔχουμε ἤδη ἀναφέρει.
Γράφει ὁ ἀπόστολος στήν Πρός Φιλιππησίους ἐπιστολή
του (3, 18-19): «ὁ λόγος ὁ τοῦ
Σταυροῦ τοῖς μέν ἀπολλυμένοις μωρία
ἐστί, τοῖς δέ σῳζομένοις ἡμῖν
δύναμις Θεοῦ ἐστι
... Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι
καί Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν,
ἡμεῖς δέ κηρύσσομεν Χριστόν ἐσταυρωμένον,
Ἰουδαίοις μέν σκάνδαλον,
Ἕλλησι δέ μωρίαν,
αὐτοῖς δέ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαίοις
τε καί Ἕλλησι, Χριστόν Θεοῦ
δύναμιν καί Θεοῦ
σοφίαν». Ὁλόκληρο τό χριστιανικό
κήρυγμα χαρακτηρίζεται ἐδῶ ὡς «λόγος τοῦ Σταυροῦ»,
δηλ. ὡς λόγος γιά τόν Σταυρό. Καί εἶναι
φυσικό, ἀφοῦ κέντρο του εἶναι ἡ
σωτηρία τοῦ κόσμου, ἡ ὁποία
πηγάζει ἀπό τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ.
Γιά μερικούς, ὅμως, ὁ «λόγος τοῦ
Σταυροῦ» εἶναι μωρία. Πρόκειται προφανῶς γιά «ἐχθρούς
τοῦ Σταυροῦ», ὄχι,
ὅμως, ἐμφανεῖς,
ἀλλά ἀφανεῖς· ὄχι ἄμεσους, ἀλλά ἔμμεσους.
Τέτοιοι εἶναι ὅσοι ἀπορρίπουν τήν χριστιανική πίστη, ὅσοι
τήν ἐχθρεύονται καί ὅσοι γενικά τήν ὑποτιμοῦν.
Ὁ ἀπ. Παῦλος ἐπισημαίνει
δύο κατηγορίες τέτοιων ἀνθρώπων: τούς «Ἕλληνες», δηλ. ὅσους
ἔχουν ἑλληνική νοοτροπία, καί
τούς «Ἰουδαίους», δηλ. ὅσους ἔχουν
ἰουδαϊκή νοοτροπία. Οἱ πρῶτοι
ἀποζητοῦν ὑψηλές
ἔννοιες, λογικές ἀποδείξεις, πειστικά ἐπιχειρήματα.
Γι’ αὐτό θεωροῦν τήν χριστιανική
πίστη ὡς «μωρία». Οἱ δεύτεροι ἀποζητοῦν
«σημεῖα», θαύματα, ἐμπειρίες, ὁρατές
παρεμβάσεις τοῦ Θεοῦ πού νά ἀποκαλύπτουν τήν
παντοδυναμία Του. Γι’ αὐτό βλέπουν τόν Σταυρό ὡς «σκάνδαλο», ὡς
σημεῖο ἀδυναμίας. Καί οἱ πρῶτοι
καί οἱ δεύτεροι ἀνήκουν στούς «ἀπολλύμενους»,
σ’ αὐτούς πού πρόκειται νά ἀπωλεσθοῦν.
Οὔτε οἱ μέν, οὔτε οἱ
δέ, μποροῦν νά ἀντιληφθοῦν
ὅτι κάτω ἀπό τή φαινομενική ἀδυναμία
τοῦ Σταυροῦ ὑπάρχει
«Θεοῦ δύναμις καί Θεοῦ
σοφία». Αὐτό τό ἀντιλαμβάνονται
μόνο οἱ «κλητοί» (ὅσοι ἔχουν
ἀνταποκριθεῖ στήν κλήση τοῦ
Θεοῦ γιά σωτηρία), εἴτε προέρχονται ἀπό
«Ἕλληνες», εἴτε προέρχονται ἀπό
«Ἰουδαίους».
Πόσοι ἀπ’
ὅσους συναντοῦμε καθημερινά ἤ
ἀκοῦμε ἤ βλέπουμε στά μέσα ἐνημερώσεως δέν
διαπνέονται ἀπό τέτοια φρονήματα; Πόσοι δέν ὑποτιμοῦν
καί χλευάζουν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ
καί τά μέλη της γιά τή φαινομενική τους ἀδυναμία; Πόσοι δέν
θεωροῦν μωρία καί ἀνοησία τήν χριστιανική
ταπείνωση, τήν ἁπλότητα, τήν ἀκτημοσύνη, τήν πενία,
τήν ἀφιλαργυρία, τήν ἔλλειψη ἐπιδείξεως,
τήν περιφρόνηση τῆς ἀνθρώπινης δόξας; Πόσοι ἀγνοοῦν
ὅτι τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας
μας εἶναι σταυρικό; Ὄντως, ἐκτός
τοῦ Σταυροῦ τοῦ
Χριστοῦ οὐδείς σώζεται! Ἀληθινός Χριστιανός εἶναι
ἐκεῖνος πού προσπαθεῖ νά ὁμοιάσει
στόν Χριστό, αὐτός πού ἀκολουθεῖ
τά ἴχνη Του, τά ὁποῖα
ὁδηγοῦν στόν Σταυρό καί στήν Ἀνάσταση. Ἀνάσταση
δέν ὑπάρχει χωρίς Σταυρό. Ὁ δρόμος πρός τήν Ἀνάσταση
περνάει ἀναγκαστικά ἀπό τόν Σταυρό. Ὁ
ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε:
«εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν,
ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω
τόν Σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι» (Ματθ.
16, 24). Ὅποιος ἐπιθυμεῖ
νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό, πρέπει νά Τόν ἀκολουθήσει
φορτωμένος τόν προσωπικό του σταυρό! Πῶς, λοιπόν, ὑπάρχουν
«χριστιανοί», πού ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ
Σταυρός εἶναι κάτι ἄχρηστο καί
περιφρονητέο καί ὅτι μπορεῖ νά ὑπάρξει
σωτηρία χωρίς τόν Σταυρό; Προσωπικός σταυρός σημαίνει νά ὑπομένουμε
τίς θλίψεις, τίς δοκιμασίες, τούς πειρασμούς καί τά δεινά, θεωρώντας τα ὡς
εὐκαιρίες συμμετοχῆς στόν Σταυρό τοῦ
Χριστοῦ. Σημαίνει, ἐπίσης, νά σταυρώσουμε
τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες (Γαλ. 5, 24). Σημαίνει, τέλος, νά βαδίσουμε τή
στενή καί τεθλιμμένη ὁδό, ἡ ὁποία, ὅμως, ὁδηγεῖ
στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Σταυρός νικᾶ ὅλα
τά ἐμπόδια στήν ὁδό πρός τή βασιλεία τῶν
οὐρανῶν καί τρέπει σέ φυγή τόν ἐχθρό τῆς
σωτηρίας μας. Αὐτή εἶναι ἡ δύναμή του! Ὅσοι μένουν στή
φαινομενική ἀδυναμία τοῦ Σταυροῦ,
ἀγνοοῦν προφανῶς ὅτι
«τά μωρά τοῦ κόσμου ἐξελέξατο
ὁ Θεός ἵνα τούς σοφούς
καταισχύνῃ, καί τά ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο
ὁ Θεός ἵνα καταισχύνῃ
τά ἰσχυρά, καί τά ἀγενῆ τοῦ κόσμου καί τά
ἐξουθενημένα ἐξελέξατο
ὁ Θεός, καί τά
μή ὄντα, ἵνα τά
ὄντα καταργήσῃ»
(Α΄ Κορ. 1, 18 - 30).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου