ΤΕΥΧΟΣ
47 ΤΡΙΠΟΛΙΣ
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2006
ΟΙ
ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΓΙΑ ΕΝΩΣΗ ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ
Δυό
κορυφαῖα ἐκκλησιαστικά γεγονότα
Δύο κορυφαῖα
ἐκκλησιαστικά γεγονότα τῶν τελευταίων ἡμερῶν,
ἡ ἐπίσκεψη τοῦ νέου Πάπα Βενεδίκτου
τοῦ ΙΣΤ' στήν Κωνσταντινούπολη (30/11/2006) καί ἡ
ἐπίσκεψη τοῦ Ἀρχιεπισκόπου
Ἀθηνῶν Χριστοδούλου στό Βατικανό (14/12/ 2006), ἔφεραν
καί πάλι στό προσκήνιο τίς σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας
μας μέ τόν Ρωμαιοκαθολικισμό ἤ Παπισμό, καί ἀνέσυρραν
ἐρωτήματα ὅπως, Τί εἶναι
ὁ Παπισμός; Τί πιστεύει; Ἀποτελεῖ
αἵρεση ἤ σχῖσμα;
Ἀποτελεῖ Ἐκκλησία
ἤ ὄχι; Εἶναι οὐσιαστικές
οἱ διαφορές μας μέ τόν Παπισμό; Πρέπει νά ὑπάρχουν
ἐπαφές μέ τό Βατικανό, σέ κορυφαῖο
μάλιστα ἐπίπεδο; Ὀφελοῦν
οἱ ἐπαφές αὐτές ἤ
βλάπτουν; Πηγάζουν ἀπό γνήσια ἐκκλησιαστικά κίνητρα ἤ
ἐξυπηρετοῦν σκοπιμότητες;
Μέ τό ἔντυπό
μας ἔχουμε δυό φορές ἀναφερθεῖ
στόν Ρωμαιοκαθολικισμό ἤ Παπισμό (τεῦχ. 11 καί τεῦχ.
14 μέ ἀφορμή τήν ἐπίσκεψη τοῦ
Πάπα Ἰωάννου - Παύλου τοῦ Β' στήν Ἑλλάδα).
Θεωροῦμε ἀπαραίτητο νά ἐπανέλθουμε στό θέμα
καί νά ἀναπτύξουμε ἤ συμπληρώσουμε ὅσα
ἔχουμε ἐκθέσει ἐκεῖ,
ἐπιχειρώντας νά ἀπαντήσουμε σέ ἐρωτήματα,
ὅπως τά παραπάνω. Εἶναι αὐτονόητο
ὅτι ἡ ἀπάντηση ἐν προκειμένῳ
οὔτε εὔκολη εἶναι, οὔτε
ἁπλή. Προϋποθέτει γνώση τοῦ τί ἀκριβῶς
εἶναι ὁ Παπισμός, γνώση τῆς ἱστορίας
τῶν σχέσεών του μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
καί, τέλος, ἀπαιτεῖ ἔντονη
ἐκ μέρους μας αὐτοσυνειδησία, δηλ. συνειδητοποίηση
τοῦ τί ἀκριβῶς εἴμαστε ἐμεῖς
καί τί φρονοῦμε ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί.
Ὁ Παπισμός: αἵρεση ἤ σχίσμα;
Ὁ
μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν
Σεραφείμ εἶχε θέσει ἐπανειλημμένα ἕνα
ἁπλό, ἀλλά καίριο ἐρώτημα:
Ἀποτελεῖ ὁ
Παπισμός Ἐκκλησία ἤ ὄχι;
Οἱ ὑπέρμαχοι τῶν στενῶν
σχέσεων μέ τό Βατικανό ἀποφεύγουν συστηματικά νά τό ἀπαντήσουν, λές καί ὑπάρχει
πιθανότητα σοβαροῦ διαλόγου μέ τήν ἄλλη πλευρά, χωρίς
ξεκάθαρη ἀπάντηση στό παραπάνω ἐρώτημα. Τί εἶναι,
ὅμως, ἡ Ἐκκλησία,
καί ποιοί ἀνήκουν σ’ αὐτήν;
Κατά τήν Ὀρθόδοξη
Παράδοση, στήν Ἐκκλησία ἀνήκουν ὅσοι
ἔχουν πιστέψει στόν Χριστό, ἔχουν βαπτιστεῖ
στό ὄνομά Του, καί εἶναι ἑνωμένοι
μαζί Του, ὥστε νά ἀποτελοῦν
ἕνα σῶμα. Αὐτό τό σῶμα
εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Κατά τόν ἀπ. Παῦλο,
ἡ Ἐκκλησία εἶναι «σῶμα
Χριστοῦ» (Ἐφ. 1,22). Ἀφοῦ
τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ
εἶναι ἕνα, ἄρα καί ἡ Ἐκκλησία
εἶναι μία, γι’ αὐτό ἀκριβῶς
ὁμολογοῦμε
μέ τό Σύμβολο τῆς Πίστεως ὅτι πιστεύουμε «εἰς
μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν».
Δέν ὑπάρχουν πολλές Ἐκκλησίες, ὅπως
δέν ὑπάρχουν πολλά σώματα Χριστοῦ. Ὁ
Χριστός μόνο μία Ἐκκλησία ἵδρυσε, στήν ὁποία
ὑπάρχει «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν
βάπτισμα· εἷς Θεός καί πατήρ πάντων» (Ἐφ. 4,5).
Τό Σῶμα
τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι
κάτι ἀφηρημένο, ἀλλά συγκεκριμένο καί
πραγματικό, ἀφοῦ εἶναι παρόν κάθε φορά στή Θεία Εὐχαριστία.
Ἐκεῖ ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος
μεταβάλλονται σέ Σῶμα καί Αἶμα τοῦ
Χριστοῦ. Ὅσοι κοινωνοῦν στή Θ. Εὐχαριστία,
ἑνώνονται τόσο μεταξύ τους ὅσο καί μέ τόν Χριστό
καί γίνονται ἕνα Σῶμα, μία Ἐκκλησία. Οἱ
τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ὅταν
τελοῦν τήν ἴδια Θ. Εὐχαριστία
καί ἀλληλομνημονεύονται στή Θ. Λειτουργία, πραγματοποιοῦν
μιά βαθύτατη κοινωνία καί ἕνωση «ἐν
Χριστῷ», δηλ. στό Σῶμα τοῦ
Χριστοῦ. Δέν ἀποτελοῦν
διαφορετικές Ἐκκλησίες, ἀλλά μορφές καί ἐκφράσεις
τῆς μίας Ἐκκλησίας τοῦ
Χριστοῦ. Ἀντίθετα, ὅσοι εἶναι
ἔξω ἀπό αὐτή τήν κοινωνία στή Θ. Εὐχαριστία, εἶναι
ἔξω ἀπό τό Σῶμα τοῦ
Χριστοῦ καί δέν ἀποτελοῦν
Ἐκκλησία. Εἶναι αὐτονόητο
ὅτι μέ αὐτά τά δεδομένα, ἡ
λεγόμενη Ρωμαιοκαθολική ἐκκλησία, οὔτε εἶναι,
οὔτε μπορεῖ νά ὀνομάζεται
Ἐκκλησία, ἀφοῦ
δέν ἔχουμε μ’ αὐτήν κοινωνία στή Θ. Εὐχαριστία.
Διαφορετικά, θά πρέπει νά δεχθοῦμε τήν αἱρετική
ἄποψη ὅτι ὑπάρχουν
πολλές Ἐκκλησίες καί ὄχι μία, ὅπως
ὁμολογοῦμε μέ τό Σύμβολο τῆς
Πίστεως.
Ἐκτός
Ἐκκλησίας, ὅμως, ὑπάρχουν
δυό καταστάσεις ἀποκοπῆς: ἡ
αἵρεση καί τό σχίσμα. Αἵρεση εἶναι
ἡ ἀποκοπή λόγῳ διαφορῶν
στήν πίστη, δηλ. ὅταν ὑπάρχει ἀλλοίωση τῆς
πίστεως πού παρέδωσε ὁ Χριστός. Σχίσμα εἶναι ἡ
ἀποκοπή γιά δευτερεύοντες λόγους ἤ
γιά διοικητικές διαφορές, ἐνῶ
ὑπάρχει ταυτότητα στήν πίστη. Ἡ
ταυτότητα στήν πίστη (ἡ «μία πίστις») εἶναι ἀπαραίτητο
στοιχεῖο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ αἵρεση
εἶναι μέν σοβαρότερη κατάσταση ἀπό
τό σχίσμα, ὅμως, καί τά δύο εἶναι ἐξ
ἴσου καταστάσεις ἐκτός Ἐκκλησίας.
Συνήθως ἀποκαλοῦμε τόν Παπισμό σχίσμα,
ἴσως λόγῳ τοῦ
σχίσματος τοῦ 1054 μ.Χ., ὅταν ὁ
Παπισμός ἀπεκόπη ἀπό τό σῶμα
τῆς Ἐκκλησίας, στό ὁποῖο
ἀνῆκε κατά τούς δέκα πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες.
Ὅμως, μεγάλοι Πατέρες καί Ἅγιοι τῆς
Ἐκκλησίας θεωροῦν τόν Παπισμό αἵρεση
(βλ. Πηδάλιον, ἔκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι
1982, σ. 55), δεδομένου ὅτι ὑπάρχουν μεγάλες διαφορές καί στήν πίστη (δηλ. ἀλλοιώσεις
τῆς ὀρθῆς πίστεως ἐκ μέρους τοῦ
Παπισμοῦ), Οἱ σημαντικότερες ἀπ’ αὐτές
εἶναι:
α) Τό filioque, δηλ. τό
αἱρετικό δόγμα ὅτι τό Ἅγιο
Πνεῦμα «ἐκπορεύεται» (ἔχει τήν ὕπαρξή
Του) καί ἀπό τόν Υἱό, καί ὄχι
μόνο ἀπό τόν Πατέρα, ὅπως δεχόταν ἡ
ἀρχαία ἀδιαίρετη Ἐκκλησία
καί ὅπως δεχόμεθα καί ἐμεῖς
μέχρι σήμερα.
β) Ἡ
ἄρνηση τῆς ὀρθόδοξης
διδασκαλίας γιά τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ
Θεοῦ καί ἡ αἱρετική
θέση ὅτι ἡ Θεία Χάρις, πού δίδεται εἴτε ἀπό
τά Μυστήρια εἴτε ἀπό ἄλλα μέσα τῆς Ἐκκλησίας,
εἶναι κτιστή. Καί ἐδῶ
ἡ Ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τίς ἄκτιστες ἐνέργειες
καί τήν ἄκτιστη Χάρη ὑπάρχει ὄχι
μόνο στήν ἀδιαίρετη Ἐκκλησία, ἀλλά
καί στήν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης.
γ) Τό παπικό πρωτεῖο
καί τό ἀλάθητο, οἱ διδασκαλίες πού ἀλλοιώνουν
ἐντελῶς τό συνοδικό σύστημα τῆς Ἐκκλησίας
καί ὑποτιμοῦν (ἤ
μᾶλλον καταργοῦν) τίς Οἰκουμενικές
Συνόδους. Ἡ αὐθεντία τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων ἀντικαθίσταται ἀπό τή θεοποίηση ἑνός
μόνο προσώπου (τοῦ πάπα), τό ὁποῖο
ἀποφαίνεται, δῆθεν, ἀλαθήτως,
ὅταν ὁμιλεῖ «ἀπό καθέδρας».
δ) Πολλά ἄλλα
αἱρετικά καί καινοφανή δόγματα καί ἔθιμα,
ὅπως ἡ διδασκαλία γιά τό καθαρτήριο πῦρ,
ἡ διδασκαλία γιά τήν ἄσπιλο σύλληψη τῆς
Θεοτόκου, ἡ χρήση ἀζύμων στή Θ. Εὐχαριστία,
ἡ καθολική ἀγαμία τοῦ
κλήρου, ἀλλοιώσεις στήν τέλεση τῆς Θ. Εὐχαριστίας,
τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος, ἡ
ἐκκοσμίκευση τοῦ χριστιανικοῦ
βίου, ἡ ἀλλοίωση τῶν παραδόσεων γιά τή
νηστεία, τήν προσευχή κ.ἄ.
Ὅλα
αὐτά σημαίνουν ὅτι οἱ
διαφορές μας μέ τούς Παπικούς οὔτε λίγες εἶναι,
οὔτε μικρές. Ὅσοι τίς μελετοῦν
προσεκτικά, διαπιστώνουν ὅτι «χάσμα μέγα ἐστήρικται» ἀνάμεσα
στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί στόν
Παπισμό. Χάσμα οὐσίας καί ὄχι κάποια ἐξωτερική
διαφοροποίηση λόγῳ ἱστορικῶν συγκυριῶν.
Δυό ἐντελῶς διαφορετικοί κόσμοι, δύο διαφορετικοί τρόποι ζωῆς,
δυό ἀντίθετες θεωρήσεις τῶν βασικῶν
προβλημάτων τῆς ζωῆς ξεπροβάλλουν ἀπό τήν σύγκριση τῶν
δύο μεγεθῶν (Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ). Εἶναι
δυνατό, ὅμως, νά γεφυρωθεῖ αὐτό
τό χάσμα;
Οἱ ἑνωτικές ἀπόπειρες στό παρελθόν
Ἡ
ἕνωση, καί μάλιστα στό ἴδιο Ποτήριο καί στήν ἴδια
Θ. Εὐχαριστία, εἶναι φυσικός πόθος καί ἐπιδίωξη
κάθε ὑγειῶς φρονοῦντος Ὀρθοδόξου
Χριστιανοῦ. Εἶναι, μάλιστα, αἴτημα τοῦ
ἴδιου τοῦ Κυρίου («ἵνα
πάντες ἕν ὦσιν», Ἰωάν. 17,21) καί
διαρκής προσευχή τῆς Ἐκκλησίας («ὑπέρ ... τῆς
τῶν πάντων ἑνώσεως»). Κατά
συνέπειαν, οὔτε ὁ διάλογος ἀπορίπτεται, οὔτε
οἱ προσπάθειες γιά τήν ἕνωση εἶναι
κάτι κακό. Οἱ ἑνωτικές ἀπόπειρες ἄρχισαν
σχεδόν ἀμέσως μετά τό σχίσμα τοῦ 1054, μέ ἀνταλλαγές
ἐπιστολῶν, μέ ἐπίσημες
ἀποστολές, μέ θεολογικές συζητήσεις κ.λ.π. (βλ. ἀναλυτικά
Βλ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τ. Β', Ἀθῆναι
1994, σ. 574 - 626). Συνήθως εἶχαν πολιτικά κίνητρα
καί ὑποστηρίζονταν ἀπό τούς Βυζαντινούς Αὐτοκράτορες,
οἱ ὁποῖοι ἀναζητοῦσαν, κατά τήν πρώτη
τουλάχιστον περίοδο, πολιτικά ἐρείσματα στή Δύση. Ὅλες
οἱ προσπάθειες αὐτές ἀπέτυχαν,
γιατί προσέκρουσαν στήν παπική ἀδιαλλαξία καί ὑπεροψία,
πού ἐπεδίωκε τήν ἐπιβολή τοῦ
παπικοῦ πρωτείου στήν Ἀνατολή καί τήν πλήρη ὑποδούλωση
τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ ἀτέλειωτες θεολογικές συζητήσεις τῆς
πρώτης περιόδου μέ τήν παράλληλη ἀντιπαράθεση τῆς
Ὀρθόδοξης καί τῆς λατινικῆς
παραδόσεως εἶχε σάν ἀποτέλεσμα νά
συνειδητοποιηθοῦν ἀκόμη περισσότερο οἱ διαφορές καί ἡ
ἀποξένωση τῶν δύο πλευρῶν.
Τό χάσμα διευρύνθηκε ἀκόμη
περισσότερο μέ τήν ἅλωση τῆς Κων/πόλεως ἀπό
τούς Φράγκους τῆς Δ' σταυροφορίας τό 1204, ὅπου κορυφώθηκε τό μῖσος
γιά τούς Ὀρθοδόξους τῆς Ἀνατολῆς,
γνωστό ἤδη ἀπό τόν 9ο μ.Χ. αἰ. καί ἀποτυπωμένο
στά Contra errores Graecorum (Κατά
τῶν πλανῶν τῶν
Γραικῶν) ἔργα τῆς φραγκολατινικῆς
παραδόσεως. Οἱ βαρβαρότητες πού ἔγιναν τότε ἐπαγίωσαν
στούς Ὀρθοδόξους τήν πεποίθηση ὅτι εἶναι
προτιμότερη ἡ ὑποδούλωση στούς Τούρκους ἀπό αὐτήν
στούς Λατίνους, γι’ αὐτό ὁ λαός ἔβλεπε πλέον μέ μεγάλη καχυποψία
κάθε ἑνωτική ἀπόπειρα τῆς
ἡγεσίας του.
Πάντως ἀπό
τήν Δ' σταυροφορία (1204) ἀρχίζει μιά δεύτερη
περίοδος τῶν ἑνωτικῶν προσπαθειῶν
(μέχρι τήν ἅλωση τῆς Κων/πόλεως τό 1453),
μέ πολιτικά καί πάλι κίνητρα. Ὁ συνεχῶς
αὐξανόμενος τουρκικός κίνδυνος, ἀνάγκασε
τούς Βυζαντινούς Αὐτοκράτορες νά ἀναζητοῦν
ἐπιμόνως τήν βοήθεια τῆς χριστιανικῆς
Δύσεως καί τοῦ Πάπα, μέ ἀντάλλαγμα τήν «ἕνωση
τῶν ἐκκλησιῶν». Ἡ
περίοδος αὐτή περιλαμβάνει πιό σοβαρές προσπάθειες, καί μάλιστα ὄχι
σέ ἐπίπεδο ἁπλῶν
ἐπαφῶν ἤ ἀντιπροσωπειῶν, ἀλλά
μέ βάση τό συνοδικό σύστημα τῆς Ἐκκλησίας,
δηλ. μέ τήν συγκρότηση μεγάλων Συνόδων γιά τήν ἕνωση. Οἱ
σημαντικότερες ἀπ’ αὐτές ἦσαν οἱ ἑνωτικές
Σύνοδοι τῆς Λυών (1274) καί τῆς Φερράρας -
Φλωρεντίας (1438 - 1439). Καί στίς δύο περιπτώσεις ἡ
Ὀρθόδοξη πλευρά ὑποχώρησε σέ θέματα
πίστεως, ἀναγνώρισε τό πρωτεῖο τοῦ
Πάπα καί ὑπέγραψε τήν ἕνωση. Ὅμως,
ἡ «ἕνωση» αὐτή ἀπορρίφθηκε
ἔντονα ἀπό τόν Ὀρθόδοξο
Κλῆρο καί Λαό καί δέν ἐφαρμόστηκε στήν πράξη.
Στήν πρώτη περίπτωση (μετά τήν ἑνωτική Σύνοδο τῆς
Λυών), ὁ Αὐτοκράτωρ Μιχαήλ Παλαιολόγος καί ὁ
λατινόφρων Πατριάρχης Ἰωάννης ὁ Βέκκος ἐπεχείρησαν
νά ἐπιβάλλουν τήν «ἕνωση» διά τῆς
βίας, ὁδηγώντας στό μαρτύριο πλῆθος Ὀρθοδόξων
καί μάλιστα μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, χωρίς, ὅμως,
τό ἀναμενόμενο ἀποτέλεσμα.
Στή δεύτερη περίπτωση
(στήν ἑνωτική Σύνοδο τῆς Φερράρας -
Φλωρεντίας), ὁ Μητροπολίτης Ἐφέσου ἅγιος
Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός
καί ἐλάχιστα μέλη τῆς Ὀρθόδοξης
ἀντιπροσωπείας ἀρνήθηκαν νά ὑπογράψουν
τήν ἕνωση, παρά τίς ἀφόρητες πιέσεις τόσο ἀπό
τήν παπική πλευρά, ὅσο καί ἀπό τόν Βυζαντινό Αὐτοκράτορα.
Κατά τήν ἐπιστροφή τους, ὁ μέν ἅγιος
Μᾶρκος ἔγινε δεκτός ἀπό
τόν Λαό ὡς Ὁμολογητής καί στῦλος τῆς
Ὀρθοδοξίας, οἱ δέ ὑπογράψαντες
τήν ἕνωση ὡς προδότες τῆς
πίστεως. Ἡ ὑπογραφεῖσα ἕνωση
ἦταν ἀδιανόητο νά ἐφαρμοσθεῖ
καί οἱ πρωτεργάτες της σύντομα παραμερίστηκαν. Ἄλλωστε,
ἡ ἅλωση τῆς Κων/ πολεως ἀπό
τούς Τούρκους (1453) καί ἡ ἄνοδος στόν πατριαρχικό θρόνο τοῦ
Γενναδίου Σχολαρίου, ὁ ὁποῖος ὡς λαϊκός μετεῖχε στή Σύνοδο Φερράρας
- Φλωρεντίας (μέ τό ὄνομα Γεώργιος) καί ἀρνήθηκε νά ὑπογράψει
τήν ἕνωση μαζί μέ τόν ἅγιο Μᾶρκο
τόν Εὐγενικό, ἔθεσαν τέρμα στίς ἑνωτικές
προσπάθειες, οἱ ὁποῖες ἐπανῆλθαν μετά ἀπό αἰῶνες
μέ τή μορφή τοῦ σύγχρονου Θεολογικοῦ Διαλόγου.
Ὁ σύγχρονος Θεολογικός
Διάλογος καί τό πρόβλημα τῆς Οὐνίας
Ὁ
σύγχρονος Θεολογικός Διάλογος ἄρχισε ἐπί
Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα
(1948 – 1972), ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε τήν πρωτοβουλία νά προσεγγίσει τήν παπική πλευρά. Οἱ
ἐνέργειες τοῦ Πατριάρχου κατέληξαν
σέ συνάντησή του μέ τόν Πάπα Παῦλο ΣΤ' (1963 - 1978)
στά Ἱεροσόλυμα τό 1964, καθώς καί στήν ἀμοιβαία
ἄρση τῶν ἀναθεμάτων
τοῦ 1054 σέ Ρώμη καί Κων/πολη τό 1965. Ἡ
ἄρση τῶν ἀναθεμάτων
ὑπῆρξε ἱστορικό γεγονός, πού σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως τόσο
θετικά, ὅσο καί ἀρνητικά. Ὁ
Θεολογικός Διάλογος, πού ἄρχισε τότε, διακρίθηκε σέ «Διάλογο ἀγάπης»
καί «Διάλογο ἀληθείας», μιά διάκριση ἐπίσης προβληματική,
δεδομένου ὅτι ἀγάπη καί ἀλήθεια στό χῶρο
τῆς Ἐκκλησίας δέν μποροῦν νά νοηθοῦν
ὡς διακεκριμένες καί ἀνεξάρτητες πραγματικότητες.
«Διάλογος ἀγάπης» ὀνομάστηκαν οἱ
ἐπίσημες ἤ ἀνεπίσημες
ἐπαφές, μέ σκοπό τήν ἀλληλογνωριμία τῶν
δύο πλευρῶν καί ἡ συνεργασία σέ
πρακτικά θέματα.
Ὁ
καθ’ αὐτό Θεολογικός Διάλογος, ὁ «Διάλογος τῆς
ἀληθείας», ἄρχισε πολύ ἀργότερα,
τό 1980, καί συνεχίζεται μέ πολλά προβλήματα. Μέχρι σήμερα ἔχουν
γίνει ἐννέα Μικτές Συνελεύσεις τῶν δύο Θεολογικῶν
Ἐπιτροπῶν τοῦ
Διαλόγου (Ὀρθοδόξου καί Ρωμαιοκαθολικῆς), ἡ
πρώτη στήν Πάτμο καί Ρόδο τό 1980 καί ἡ τελευταία στό
Βελιγράδι τό 2006. Λόγῳ τοῦ προβλήματος τῆς Οὐνίας
ὁ Θεολογικός Διάλογος διεκόπη δύο φορές, τό 1993 γιά ἑπτά
χρόνια καί τό 2000 γιά ἕξι χρόνια καί κινδύνευσε νά ναυαγήσει πλήρως. Τό κείμενο
γιά τήν Ουνία, πού ἐξέδωσε ἡ Μικτή Θεολογική Ἐπιτροπή
τό 1993 στό Balamand τοῦ Λιβάνου, χαρακτηρίστηκε ὡς «ἀπαράδεκτον
ἀπό Ὀρθοδόξου ἐπόψεως» ἀπό
τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος
(Περ. Ἐκκλησία, ἔτ. ΠΓ', 2006, σ. 784).
Ὅπως εἶναι γνωστό, Οὐνία
εἶναι τό σχῆμα κατά τό ὁποῖο
ὁ Πάπας ἐπιτρέπει σέ πρώην
Ὀρθόδοξους πληθυσμούς νά
διατηροῦν ὅλα τά ἐξωτερικά τους στοιχεῖα
(λατρεία, γλώσσα, ἔθιμα
κ.τ.λ.), ἀρκεῖ νά τόν μνημονεύουν καί
νά δέχονται τό πρωτεῖο του. Ἐμπνευστής
της εἶναι ὁ Πάπας Ἰννοκέντιος ὁ Γ' (1198 - 1216), ἐμπνευστής
τῆς Ἱερᾶς Ἐξέτασης καί τῆς
Δ' Σταυροφορίας (π. Γ. Μεταλληνοῦ, Οὐνία,
1992, σ.14). Ἡ Οὐνία εἶναι ὄργανο
γιά τόν ἐκλατινισμό καί
τήν ὑποταγή τῶν
Ὀρθοδόξων τῆς Ἀνατολῆς,
μέ τήν πλήρη σύγχυση πού προκαλεῖ, ἀφοῦ
ἐξωτερικά δέν διακρίνεται ὁ Ὀρθόδοξος
ἀπό τόν Παπικό. Ἑκατομμύρια
Οὐνίτες δροῦν σήμερα στή
Ρωσία καί σέ ἄλλες σλαβικές χῶρες.
Ἡ ἕνωση: ἐφικτός στόχος ἤ οὔτοπία;
Μέ βάση τά παραπάνω,
δημιουργεῖται τό εὔλογο ἐρώτημα:
Ἡ ἕνωση, ὁ ἀπώτερος
στόχος ὅλων αὐτῶν
τῶν προσπαθειῶν, εἶναι
στόχος ἐφικτός ἤ ἀποτελεῖ
οὐτοπία; Ἤ ἀκόμη:
Οἱ διμερεῖς ἐπαφές
καί ὁ Θεολογικός Διάλογος ἔχουν ὠφελήσει
ἤ βλάψει τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία;
Ἡ
ἀπάντηση, ὅπως ἔχουμε
ἤδη τονίσει, δέν εἶναι ἁπλή
καί θά δοθεῖ τελικά ἀπό τήν ἱστορία.
Μέχρι στιγμῆς θετικά ἀποτελέσματα, καί
μάλιστα ὁρατά, δέν φαίνεται νά ὑπάρχουν. Ἀντίθετα,
πρέπει νά ἐπισημανθοῦν κάποια προβλήματα ἤ
ἀρνητικά στοιχεῖα, γιά τά ὁποῖα
εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἐπαγρύπνηση
τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος. Γιά παράδειγμα, οἱ
ἐπαφές κορυφῆς, ὅπως
μάλιστα προβάλλονται ἀπό τά μέσα ἐνημερώσεως, δίδουν τήν
ἐντύπωση ὅτι οὐσιαστικές
διαφορές μεταξύ τῶν δύο πλευρῶν δέν ὑπάρχουν.
Ὁ μέσος ἄνθρωπος κατά κανόνα οὔτε
ἱστορία γνωρίζει οὔτε Θεολογία, γιά νά ἀντιληφθεῖ
τίς διαφορές, καί μένει σέ ὅ,τι βλέπει στήν
τηλεόραση. Ἔτσι ἐνθαρύνονται οἱ ἀδιάκριτες
ἐπαφές μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν
πιστῶν, πού καταλήγουν πολλές φορές σέ μεικτούς γάμους καί σέ ἄλλα
δεινά. Ὑποτίμηση τῶν διαφορῶν
στήν πίστη παρατηρεῖται καί σέ πρωτεργάτες τοῦ Διαλόγου κληρικούς! Ἀκοῦμε
γιά παράδειγμα συνήθως ὅτι τά «ἑνοῦντα»
(αὐτά πού μᾶς ἑνώνουν)
εἶναι περισσότερα ἀπό τά «διαιροῦντα»
(ἀπ’ αὐτά πού μᾶς χωρίζουν), λές καί ἔχουμε
διαιρεθεῖ λόγῳ τῶν «ἑνούντων» καί ὄχι λόγῳ
τῶν «διαιρούντων», καί λές καί δέν ὑπάρχουν
«ἑνοῦντα» (κοινά στοιχεῖα) ἀκόμη
καί μέ τίς μεγαλύτερες αἱρέσεις. Οἱ κανόνες τῆς
Ἐκκλησίας ἀπαγορεύουν τήν
συμπροσευχή μέ αἱρετικούς. Ὅμως, συμπροσευχές
γίνονται καί μάλιστα μέ τήν χρήση ἱερῶν
ἀμφίων καί μέ λειτουργικό πολλές φορές περιεχόμενο (βλ. τίς
παρατηρήσεις τοῦ Ἀρχ. Αὐστραλίας Στυλιανοῦ
γιά τόν λειτουργικό ἀσπασμό στό «Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους»
στό βιβλίο του Στό περιθώριο τοῦ Διαλόγου, ἔκδ.
Δόμος, Ἀθήνα 1991, σ. 43). Πολλές ἀπ’ αὐτές
τίς ἐνέργειες εἶναι, βέβαια, ἀνεκτές
στά πλαίσια τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας.
Ὅμως, ἡ οἰκονομία
οὔτε ἀπροϋπόθετη εἶναι, οὔτε
ἀπεριόριστη, οὔτε μπορεῖ
νά ἐπεκταθεῖ σέ ζητήματα πίστεως.
Τέλος, οἱ ἐπαφές αὐτές ἀποτελοῦν
στήν πράξη ἀναγνώριση ὅτι ὁ
Παπισμός ἀποτελεῖ ὄντως
Ἐκκλησία, ἔχει Ἱερωσύνη
καί τελεῖ ἔγκυρα Μυστήρια, ἤ τουλάχιστον αὐτή
ἡ ἐντύπωση δίδεται.
Πολλοί ἐντυπωσιάζονται
ἀπό «κινήσεις ὑποχώρησης» τῆς
ἄλλης πλευρᾶς σέ ζητήματα πίστεως:
π.χ. μερικές φορές ὁ Πάπας ἀπαγγέλει τό Σύμβολο τῆς
Πίστεως χωρίς τήν προσθήκη τοῦ filioque. Ὅμως,
ἡ προσεκτική μελέτη τῆς ἱστορίας
δείχνει ὅτι αὐτό πού ἐνδιαφέρει τόν Παπισμό
περισσότερο ἀπό τίς διαφορές στήν πίστη εἶναι τό παπικό πρωτεῖο.
Τό πρωτεῖο εἶναι ἀδιαπραγμάτευτο στοιχεῖο του. Εἶναι
ἀδιανόητο νά περιμένουμε νά ἐγκαταλείψει ὁ
Πάπας τήν παντοδυναμία του καί νά γίνει ἕνας ἀπό
τούς Προκαθημένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Σέ μιά ἐνδεχόμενη ἕνωση εἶναι
μᾶλλον διατεθειμένος νά μᾶς ἐπιτρέψει
νά διατηροῦμε τήν πίστη μας (καί αὐτός, βέβαια, τή δική
του), ἀρκεῖ νά δεχθοῦμε τό πρωτεῖο.
Καί τό πρωτεῖο δέν ἔχει τό περιεχόμενο πού
τοῦ δίνουμε ἐμεῖς,
ἀλλά σημαίνει τήν ἀπώλεια τῆς
αὐτονομίας κάθε Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Αὐτό πάλι σημαίνει ὅτι ὁ
Παπισμός, ὡς παράδειγμα ἑνώσεως ἔχει
οὐσιαστικά τήν Οὐνία!
Γιά ὅλους
αὐτούς τούς λόγους εἶναι ἀναγκαία
ἡ ἐπαγρύπνηση τοῦ Ὀρθοδόξου
πληρώματος, γιά νά ἀποτρέψει ἐνδεχομένως μιά κακῶς
νοούμενη ἕνωση, ὅπως ἔκανε
καί στό παρελθόν. Γιά μᾶς ἡ ὀρθή πίστη εἶναι ἀδιαπραγμάτευτη
καί προέχει, γιατί εἶναι ἡ ὁδός πού ὁδηγεῖ
στόν ἀληθινό Θεό, ἐνῶ
ἡ αἵρεση εἶναι ἄλλη
ὁδός, πού ὁδηγεῖ
σέ ἄλλον «θεό».
|
«Θά κάνω τό ἐρώτημα στόν ἑλληνικό λαό. Τόν ρωτάω. Λαέ ἑλληνικέ, ὅσοι μέ ἀκοῦτε. Θέτω τό ἐρώτημα εὐθαρσῶς καί νά μοῦ ἀπαντήσουν οἱ ἁρμόδιοι, καθηγητάδες, θεολόγοι, ἐπιστήμονες: Εἶναι Ἐκκλησία τό Βατικανόν; Ναί ἤ ὄχι; ... Τό ἔθεσα καί στή Σύνοδο τῶν Προκαθημένων στήν Κων/πολη, πού εἴχαμε (τῆς Ὀρθοδοξίας), καί τό ἔκαμα καί σέ ἕνα συνέδριο στήν Πεντέλη, στήν Ἱ. Μονή Πεντέλης, ἀπό ἐπιστήμονες κ.λ.π. Καί ἔθεσα τό ἐρώτημα νά μᾶς ποῦν: Εἶναι Ἐκκλησία τό Βατικανό; Ναί ἤ ὄχι; (Ἀρχιεπίσκοπος Σεραφείμ, Συνέντευξη στόν Γ. Τράγκα, DVD ἀπό τήν ἐφημερίδα Ἡ Χώρα) |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου