ΤΕΥΧΟΣ
43 ΤΡΙΠΟΛΙΣ ΜΑΡΤΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2006
ΟΙ ΑΓΙΟΙ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΓΙΟΤΗΤΟΣ
Ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων
Ἕνα
χαρακτηριστικό σημεῖο, πού ἀπορρίπτουν ἤ
κακοποιοῦν βάναυσα οἱ σύγχρονες, καί γενικά
ὅλες σχεδόν οἱ αἱρέσεις,
εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τούς Ἁγίους καί τήν
κατάσταση τῆς ἁγιότητος. Ὁ λόγος, βέβαια, εἶναι
προφανής καί αὐτονόητος: ἔξω ἀπό
τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει
ἁγιότητα, ἀφοῦ
δέν ὑπάρχει κἄν σωτηρία (βλ. ὅσα
ἀναφέραμε σχετικῶς στό προηγούμενο τεῦχος
τοῦ ἐντύπου μας). Ἡ κατάσταση αὐτή
εἶναι ἄγνωστη στίς ποικίλες αἱρετικές ὁμάδες
τῆς ἐποχῆς μας καί στούς ἐκτός Ἐκκλησίας
γενικότερα. Ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία οὔτε
σωτηρία ὑπάρχει, οὔτε ἁγιότητα.
Ὑπάρχει ἄγνοια καί πλάνη. Εἶναι
φυσικό, λοιπόν, κάποιοι, εἴτε νά ἀπορρίπτουν
μιά κατάσταση πού ἀγνοοῦν, εἴτε νά ἐκλαμβάνουν ὡς
ἁγιότητα τά διάφορα εἴδη τῆς
πλάνης.
Ἐπειδή,
ὅμως, ἡ πλάνη ἔχει
τήν τάση νά μεταδίδεται, ἐπειδή οἱ «πλανώμενοι»
μεταβάλλονται συνήθως σέ «πλανῶντες» (Β' Τιμ. 3,13),
εἶναι ἀναγκαῖο νά δοῦμε
τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἁγιότητα καί ποιά τά γνωρίσματά της. Ἀφορμή
λαμβάνουμε ἀπό ἕνα χαρακτηριστικό «σημεῖο»
(ἀπό τήν ἀφθαρσία ἑνός
λειψάνου), τό ὁποῖο προσφάτως προβλημάτισε ἔντονα
τήν κοινή γνώμη, δίχασε πολλούς καί προκάλεσε ἀτέλειωτες συζητήσεις
στά μέσα ἐνημερώσεως μεταξύ πιστῶν καί ἀπίστων.
Θά καταδείξουμε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, ὄχι
μόνο ἀναγνωρίζει τούς Ἁγίους καί
τούς τιμᾶ, ἀλλά
εἶναι ἡ μόνη πού διαθέτει Ἁγίους
καί ἀποτελεῖ τό μόνο «ἐργαστήριο»
πού μπορεῖ νά τούς «κατασκευάζει», δηλ.
νά ὁδηγεῖ ἀνθρώπους στήν ἁγιότητα.
Ἡ ’Ορθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι
ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων.
Τί εἶναι ἡ ἁγιότητα
Ἄν
ἀναζητήσουμε σέ
ἕνα θεολογικό λεξικό
τήν ἔννοια τοῦ ὅρου
«ἅγιος», θά δοῦμε
ὅτι ὡς «ἅγιος» ὁρίζεται
ὁ κεχωρισμένος ἀπό
τόν κόσμο - ὁ ἀφιερωμένος
στόν Θεό (πρβλ. Λεξικό Βιβλικῆς
Θεολογίας, ἔκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα
1980, στ. 19-20). Καί ἐπειδή ὁ ὅρος «κόσμος» στήν
Ἁγ. Γραφή ἔχει
τήν ἔννοια τῆς ἁμαρτίας
καί τῆς πτώσεως, ἅγιος εἶναι
ὁ κεχωρισμένος ἀπό
τήν ἁμαρτία, ὁ ἀπαλλαγμένος ἀπό
τό κακό, ὁ καθαρός. Μέ
αὐτή τήν ἔννοια, ἅγιος εἶναι
μόνο ὁ Θεός. Μόνο Αὐτός εἶναι ἀπόλυτα
ἀναμάρτητος· οἱ ἄνθρωποι
εἴμεθα ὅλοι ἁμαρτωλοί:
«οὐδείς ἀναμάρτος», ψάλλει ἡ
Ἐκκλησία μας. Ἡ
Ἁγ. Γραφή συχνά
ἀναφέρεται στήν ἁγιότητα
τοῦ Θεοῦ («ἐγώ ἅγιος εἰμί»,
Α' Πέτρ. 1, 16), ἀλλά
καί ἀπό τή λατρεία τῆς
Ἐκκλησίας εἶναι
γνωστές ἐκφράσεις ὅπως: «Ἅγιος,
ὁ Θεός, ἅγιος Ἰσχυρός,
ἅγιος Ἀθάνατος»,
«Ἅγιος, Κύριος Σαββαώθ»,
«Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος,
Ἰησοῦς Χριστός» κ.ἄ.
Αὐτό,
ὅμως, δέ σημαίνει
ὅτι ἡ κατάσταση τῆς ἁγιότητος
εἶναι ἄσχετη πρός τόν
ἄνθρωπο. Ἀντίθετα, ἀποτελεῖ
βασικό στόχο τῆς ζωῆς του. Προορισμός μας, κατά τή
χριστιανική πίστη, εἶναι νά ὁμοιάσουμε
στόν Θεό, δηλ. νά γίνουμε ἅγιοι. Ὁ
προορισμός αὐτός εἶναι ταυτόχρονα ἐντολή
- ἀπαίτηση τοῦ Θεοῦ:
«ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι
ἐγώ ἅγιος εἰμί»
(Α' Πέτρ. 1, 16). Ὅσο ὁ
ἀνθρωπος ὁμοιάζει στόν Θεό, τόσο
μετέχει στήν ἁγιότητά Του, τόσο γίνεται
ἅγιος. Βέβαια, ἡ
ἁγιότητα τοῦ ἀνθρώπου
εἶναι πάντα σχετική. Οὔτε
ταυτίζεται, οὔτε συγκρίνεται μέ τήν ἁγιότητα τοῦ
Θεοῦ. Ἀπόλυτα ἅγιος εἶναι
μόνο ὁ Θεός, ὁ ἄνθρωπος
γίνεται ἅγιος σχετικά.
Ὁ
φυσικός χῶρος, μέσα στόν
ὁποῖο ἐπιτυγχάνεται ἡ
ἁγιότητα, εἶναι ἡ
Ἐκκλησία (ἡ
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία).
Σ' αὐτήν ἀνήκουν οἱ βαπτισμένοι
Χριστιανοί, πού ἔχουν κεφαλή τόν
Χριστό καί ἀγωνίζονται γιά τόν
ἁγιασμό τους. Κατά
τό Σύμβολο τῆς Πίστεως,
ἡ Ἐκκλησία εἶναι
ἁγία, ὄχι ὅμως ἀπό τά μέλη της (τούς ἀνθρώπους),
ἀλλά ἀπό τήν κεφαλή της (τόν
Χριστό). Ἡ κεφαλή ἁγιάζει
ὁλόκληρο τό σῶμα.
Ἐπίσης ὀνομάζεται ἁγία
καί ἀπό τόν προορισμό τῶν
μελῶν της, πού εἶναι
νά γίνουν ἅγιοι. Μέ
αὐτή τήν ἔννοια στίς ἐπιστολές
τῆς Καινῆς Διαθήκης
π.χ. ὅλοι οἱ Χριστιανοί
ἀποκαλοῦνται γενικῶς
«ἅγιοι» καί μέχρι
σήμερα ἀκοῦμε
στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράσεις
ὅπως: «ἅγιοι Ἀρχιερεῖς»,
«ἅγιοι Ἐπίτροποι»
κ.ἄ. Αὐτές δέν ἀναφέρονται σέ μιά
κατάσταση, πού ἤδη
κατέχουν τά παραπάνω
πρόσωπα, ἀλλά
σέ μιά κατάσταση, τήν ὁποία
καλοῦνται (ὀφείλουν)
νά ἀποκτήσουν.
Ἡ εἰδική ἔννοια τῆς ἁγιότητας καί οἱ Ἅγιοι
Ὡστόσο,
αὐτή ἡ σχετική ἁγιότητα,
δέν ἀποτελεῖ μόνο
μακρινό στόχο τῶν πιστῶν. Εἶναι
μιά κατάσταση, τήν ὁποία
κάποιοι ἐπιτυγχάνουν.
Αὐτοί εἶναι οἱ κατ' ἐξοχήν
Ἅγιοι. Δέν ἀποκαλοῦνται
Ἅγιοι μέ τή
γενική ἔννοια, ὅπως ὅλα
τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά
ἐπειδή ἤδη ἔφθασαν στήν ἁγιότητα.
Μέσα στήν Ἐκκλησία
ὑπάρχουν διάφορες καταστάσεις
ἀνθρώπων. Κατά τούς
ἁγίους Πατέρες, ἄλλοι
βρίσκονται στήν κατάσταση
τοῦ «δούλου», ἄλλοι στήν
κατάσταση τοῦ «μισθωτοῦ»
καί ἄλλοι στήν κατάσταση
τοῦ «υἱοῦ». Ὁ δοῦλος ἐργάζεται μόνο γιά
τήν ἐπιβίωσή του, ὁ μισθωτός
ἐργάζεται γιά τήν
ἀμοιβή, ἐνῶ ὁ υἱός εἶναι ὁ κληρονόμος ὁλόκληρης
τῆς πατρικῆς περιουσίας.
Οἱ Ἅγιοι βρίσκονται στήν
κατάσταση τοῦ «υἱοῦ»
καί «κληρονόμου» τῆς
Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος
τούς ἀποκάλεσε «φίλους» Του (Ἰωάν.
15, 14 -15, Λουκ. 12, 4), καί ὁ
ἀπ. Παῦλος τούς
διακρίνει σαφῶς ἀπό
τούς «ἰδιῶτας» (Α' Κορ. 14, 16), δηλ. ἀπό
τά ἁπλά μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ
Ἐκκλησία, λοιπόν,
διακρίνει αὐτούς
τούς Ἁγίους ἀπό τά ἄλλα μέλη της καί
τούς προβάλλει. Τούς
τιμᾶ μέ πολλούς καί
διάφορους τρόπους: μέ
Ναούς, μέ εἰκόνες, μέ ἑορτές,
μέ ἀκολουθίες, μέ
ὕμνους κ.λ.π. Ἐπίσης
ἀπονέμει σ' αὐτούς
τιμητική προσκύνηση. Ὄχι
λατρεία, ἡ ὁποία ἀποδίδεται μόνο στόν
Τριαδικό Θεό, ἀλλά τιμητική προσκύνηση,
ἡ ὁποία ἀποδίδεται καί στίς
εἰκόνες καί στά
ἱερά λείψανα τῶν Ἁγίων.
Τιμᾶμε τούς Ἁγίους
γιά πολλούς λόγους,
ὅπως: α) Μέσῳ
τῶν Ἁγίων τιμᾶται ὁ
ἴδιος ὁ Θεός.
Αὐτός εἶναι ὁ τελικός ἀποδέκτης
τῆς τιμῆς τῶν
Ἁγίων καί ἡ
τιμή πρός ἐκείνους εἶναι μιά
μορφή λατρείας τοῦ
Θεοῦ. Γι' αὐτό,
σέ ἀπολυτίκια Ἁγίων
συναντᾶμε συχνά ἐκφράσεις
ὅπως: «δόξα τῷ
σέ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα
τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα
τῷ ἐνεργούντι διά
σοῦ πᾶσιν ἰάματα» (δόξα στόν
Χριστό πού σέ ἐδόξασε, δόξα σ' Αὐτόν
πού σέ στεφάνωσε, δόξα
σ' Αὐτόν πού πραγματοποιεῖ μέσα
ἀπό σένα θαυματουργικές θεραπεῖες).
β) Τιμώμενοι οἱ Ἅγιοι,
προβάλλονται ὡς πρότυπα
ζωῆς, πού πρέπει
νά ἀκολουθήσει καί
νά μιμηθεῖ κάθε
πιστός. Τά πρότυπα αὐτά
δέν εἶναι μακρυνά καί
ἀπρόσιτα, ἀλλά
προσιτά σέ ὅλους, ἀφοῦ
οἱ Ἅγιοι ἦσαν ἁπλοί
ἄνθρωποι, ὅπως ἐμεῖς,
πού ἔφθασαν σέ κατάσταση
δοξασμοῦ. Κάθε ἄνθρωπος, λοιπόν, μπορεῖ,
ἀκολουθώντας τό
παράδειγμά τους, νά
φθάσει σέ ἀνάλογο
βαθμό δοξασμοῦ ἀπό
τόν Θεό.
Τέλος,
ἡ Ἐκκλησία δέχεται
τή μεσιτεία τῶν
Ἁγίων, ἡ ὁποία βέβαια δέν ἔχει
καμία σχέση μέ τή μοναδική μεσιτεία
τοῦ Χριστοῦ, διά
τῆς ὁποίας σωζόμεθα (Α' Τιμ. 2, 5). Ἡ
μεσιτεία αὐτή εἶναι ἡ προσευχή τῶν
Ἁγίων, ἡ ὁποία συνεχίζεται μετά
τόν σωματικό τους θάνατο
καί ἔχει μεγάλη δύναμη,
ἀφοῦ, κατά τήν
Ἁγ. Γραφή, «πολύ
ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη»
(Ἰακ. 5, 16). Ἔτσι, ἐμεῖς
προσευχόμεθα στούς Ἁγίους
καί ἐκείνοι, ὅταν μεταφέρουν
τίς προσευχές μας στόν
Θεό, εἰσακούονται, μέ ὁρατά
καί θαυμαστά πολλές
φορές ἀποτελέσματα.
Πῶς
ἐπιτυγχάνεται, ὅμως,
ἡ ἁγιότητα; Ἡ ἁγιότητα
δέν εἶναι μιά κατάσταση
πού ἀποκτᾶ μόνος του ὁ ἄνθρωπος
καί μέ τίς δικές του δυνάμεις.
Αὐτό πού ἁγιάζει, εἶναι ἡ
Χάρη τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Τό Ἅγιο
Πνεῦμα εἶναι ἡ πηγή τῆς ἁγιότητος καί ἡ
ἁγιότητα εἶναι ἀκριβῶς
μιά κατάσταση μετοχῆς στή
Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Χάρη αὐτή χορηγεῖται πρωτίστως
ἀπό τά Μυστήρια τῆς
Ἐκκλησίας, χορηγεῖται
ὅμως ἐπίσης ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται,
μέ τήν προσευχή καί
μέ ἄλλα πνευματικά μέσα,
γιά τήν ἀπαλλαγή ἀπό
τήν ἁμαρτία καί τά πάθη καί γιά
τήν ἀπόκτηση τῆς ἀνιοδιοτελοῦς
ἀγάπης, ἡ ὁποία,
ἐκτός ἀπό τόν Θεό, ἀγκαλιάζει ὁλόκληρο
τόν κόσμο, ἀκόμη
καί τούς ἐχθρούς, ἀκόμη καί τόν
ὑλική κτίση. Ὅσο ἁγωνίζεται ἔτσι ὁ
ἄνθρωπος, τόσο ὁμοιάζει
στόν Θεό καί, ὅσο ὁμοιάζει στόν Θεό,
τόσο περισσότερο μετέχει
στή Θεία Χάρη. Οἱ Ἅγιοι
ἔγιναν κατοικητήρια, ἀλλά
καί πηγές τῆς Θείας Χάρης, ὅπως θά
δοῦμε στή συνέχεια.
Ὅσοι
κατανοοῦν τό φαινόμενο τῆς
ἁγιότητας ἔξω ἀπ'
αὐτά τά πλαίσια (τῆς μετοχῆς
τῆς Θείας Χάρης), καταλήγουν ἀναγκαστικά
σέ πλανημένες ἐκδοχές
του. Στόν χῶρο τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ
π.χ., ὅπου ἡ ὕπαρξη ἀνθρώπων
μέ ἔκδηλη τήν παρουσία
τῆς Θείας Χάρης ἔχει ἀπό αἰώνων ἐκλείψει, «ἅγιοι» ἀνακηρύσσονται
ὅσοι διακρίθηκαν στόν τομέα τῆς
κοινωνικῆς προσφορᾶς ἤ
τῆς ἀνθρώπινης σοφίας καί γνώσεως (ἤ, ἀκόμη
χειρότερα, ὅσοι ἐργάστηκαν
γιά τήν ἐπικράτηση τῆς «πίστεως»
μέ θεμιτά καί
ἀθέμιτα μέσα). Κάπως
ἔτσι κατανοοῦν καί
στήν χώρα μας τό φαινόμενο
τῆς ἁγιότητος, ὅσοι ἔχουν
ἀπωλέσει τά ὀρθόδοξα
κριτήρια.
«Σημεῖα» τῆς ἁγιότητος
Ἡ
κατάσταση τῆς ἁγιότητας
διακρίνεται ἀπό
ὁρισμένα χαρακτηριστικά «σημεῖα»
καί βασίζεται σέ κάποιες
προϋποθέσεις. Βασικές προϋποθέσεις
εἶναι: α) Ὁ ἄμεμπτος
βίος. Ὁ Ἅγιος δέν ὑπόκειται
ταυτόχρονα σέ βαριά
ἁμαρτήματα, καί ἡ
ἀπαλλαγή ἀπ'
αὐτά θεωρεῖται προϋπόθεση
τῆς ἁγιότητας. β) Ἡ ὀρθοδοξία.
Ὁ Ἅγιος δέν σφάλλει
ὡς πρός τήν πίστη. Πίστη καί
ζωή συνδέονται ἄρρηκτα,
καί ἀστοχία ὡς πρός τήν πίστη σημαίνει καί
ἀστοχία ὡς πρός τόν ἀνθρώπινο προορισμό, δηλ. τήν
ἁγιότητα. Ἄς δοῦμε,
ὅμως, καί τά
βασικά «σημεῖα» ἤ
τεκμήρια τῆς ἁγιότητος,
τά ὁποῖα ποικίλουν κατά
περίπτωση, δηλ. δέν τά
συναντοῦμε ὅλα μαζί σέ
κάθε Ἅγιο:
α) Τά
θαύματα. Στήν Ἁγ.
Γραφή βλέπουμε ὅτι ὁ
Χριστός ἔκανε θαύματα. Ὁ
Ἴδιος διαβεβαίωσε ὅτι
«αὐτός πού πιστεύει σέ
μένα, θά κάνει
τά ἔργα πού κάνω
ἐγώ καί μεγαλύτερα ἀπ'
αὐτά πού κάνω ἐγώ» (Ἰωάν. 12, 12). Τά «ἔργα»
ἐδῶ εἶναι τά θαύματα
καί ἡ πίστη εἶναι ἡ
βεβαία πίστη τῶν Ἁγίων,
ὄχι ἡ ἁπλή τῶν πολλῶν. Θαύματα
κάνουν, λοιπόν, καί
οἱ Ἅγιοι, πολλά ἀπό
τά ὁποῖα φαίνονται πολύ πιό
ἐντυπωσιακά ἀπό
τά θαύματα τοῦ ἴδιου
τοῦ Κυρίου! Θαύματα κάνουν
οἱ Ἅγιοι καί μετά
τόν σωματικό τους θάνατο.
Τά θαυμάτα (ἰδιαίτερα
τά μετά τόν σωματικό θάνατο)
ἀποτελοῦν ἰσχυρότατη
ἔνδειξη ἁγιότητας.
β) Τά
ὑπερφυσικά χαρίσματα.
Ὁ ἀπ. Παῦλος, στό
Α' Κορ. 12, 28, παραθέτει μέ ἱεραρχική
σειρά ἕναν κατάλογο χαρισμάτων
τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας,
τά ὁποῖα χορηγοῦνται εἰδικά
σέ Ἁγίους. Μεταξύ αὐτῶν
εἶναι: α) Ἡ «προφητεία».
Πρόκειται γιά τό
«προφητικό» ἤ «προορατικό» χάρισμα,
διά τοῦ ὁποίου ὁ Ἅγιος βλέπει μέ
τή Χάρη τοῦ Ἁγ.
Πνεύματος ὅσα πρόκειται
νά συμβοῦν στό
μέλλον. Τό εἶχαν
οἱ μεγάλοι Προφῆτες τῆς
Π. Διαθήκης καί πολλοί
Ἅγιοι μετά Χριστόν.
Παραπλήσιο εἶναι τό
«διορατικό» χάρισμα, μέ τό
ὁποῖο ὁ Ἅγιος βλέπει ὅσα
ἀπό τά παρόντα δέν ὑποπίπτουν
ἄμεσα στίς φυσικές
αἰσθήσεις ἤ μπορεῖ
νά «διαβάζει» τά
βάθη τῆς ψυχῆς τῶν
ἀνθρώπων. β) Ἡ «διδασκαλία».
Τό χάρισμα τῆς θεόπνευστης
διδασκαλίας, πού εἶχαν
μεγάλοι Πατέρες καί
Διδασκάλοι τῆς Ἐκκλησίας.
γ) Τά «χαρίσματα ἰαμάτων».
Ἡ θαυματουργική θεραπεία
σοβαρῶν καί ἀνίατων ἀσθενειῶν,
πού βλέπουμε σέ μεγάλους
ἰατρούς Ἁγίους, ὅπως οἱ
ἅγιοι Ἀνάργυροι,
ὁ ἅγιος Παντελεήμων κ.ἄ.
γ) Ἡ
ἀφθαρσία. Τό
πιό χαρακτηριστικό, ἴσως,
«σημεῖο» τῆς ἁγιότητος, τό ὁποῖο
θά ἀναλύσουμε στήν ἑπόμενη
παράγραφο.
δ) Ἡ
μυροβλησία ἤ εὐωδία. Ἐκτός ἀπό τό φαινόμενο τῆς
ἀφθαρσίας, παρατηρεῖται
συνήθως στά λείψανα
τῶν Ἁγίων τό φαινόμενο τῆς
εὐωδίας ἤ ἀκόμη καί τῆς
μυροβλησίας (ρεύσεως μύρου
σέ ὑγρή μορφή), «σημεῖα»
ἁγιότητος καί παρουσίας
τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα μυροβλυσίας εἶναι
ὁ ἅγ. Δημήτριος ὁ
Μυροβλύτης στή Θεσ/νίκη
καί ὁ ἅγ. Νεῖλος ὁ
Μυροβλύτης στό Ἅγ.
Ὄρος. «Χριστός ἀνέστη
ἐκ νεκρῶν ... καί
ἐπλήρωσε τά σύμπαντα
εὐωδίας», ψάλλει ἡ
Ἐκκλησία μας. Πηγή
αὐτῆς τῆς εὐωδίας εἶναι τά λέιψανα
τῶν Ἁγίων.
ε) Ἡ
ἀναγνώριση ἀπό
τήν ἐκκλησιαστική συνείδηση.
Ὁ Ἅγιος πρῶτα ἀναγνωρίζεται
ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας,
ἀπό τόν Λαό τοῦ Θεοῦ, καί ἔπειτα ἀπό
τήν ἐπίσημη ἐκκλησιαστική
ἀρχή (Σύνοδο). Οἱ Σύνοδοι
ἀναμένουν τήν διαμόρφωση
τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνείδησης
καί ἡ ἐπίσημη ἀναγνώριση
τοῦ Ἁγίου γίνεται συνήθως μετά
ἀπό ἀρκετά χρόνια. Μάλιστα, ἐνῶ
ἡ ἀναγνώριση ἀπό
τήν ἐκκλ. συνείδηση θεωρεῖται
ἀπαραίτητο στοιχεῖο τῆς
ἁγιότητος, ἡ ἀναγνώριση
ἀπό τήν ἐκκλ. ἀρχή
δέν θεωρεῖται. Εἶναι
ἀναγκαία, ὅταν
κάποιοι πιστοί συγχέουν
τούς αὐθεντικούς Ἁγίους
μέ ψευδοαγίους (ἀπατεῶνες)
ἤ πλανημένους.
Τό φαινόμενο τῆς ἀφθαρσίας τῶν λειψάνων
Τό
φαινόμενο αὐτό
δέν εἶναι ἄγνωστο στήν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία. Στή
χώρα μας ὑπάρχουν
πολλά ἀκέραια ἄφθαρτα λείψανα,
τό ἀρχαιότερο τῶν ὁποίων
εἶναι τοῦ ἁγ.
Σπυρίδωνος στήν Κέρκυρα,
ὁ ὁποῖος ἔλαβε μέρος στήν
Α' Οἰκουμενική Σύνοδο
τό 325 μ.Χ. «Μόνον εἰς τήν
Μονήν τῶν Σπηλαίων εἰς τό
Κίεβον ὑπάρχουν 120 ἀκέραια ἱερά
λείψανα» (Ἰω. Ρωμανίδου, Ἐκκλησιαστικαί
Σύνοδοι καί πολιτισμός,
Θεολογία, τ. 66, 1995, σ. 664). Γιά νά
κατανοήσουμε τό φαινόμενο,
πρέπει νά ἀναφερθοῦμε
ἐπιγραμματικά στήν
Ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά
τό ἀνθρώπινο σῶμα. Αὐτή
εἶναι μακριά ἀπό
πλατωνικές ἤ φιλοσοφικές ἀρχές,
κατά τίς ὁποῖες τό σῶμα θεωρεῖται «δεσμωτήριο»
ἤ «τάφος» τῆς ψυχῆς
καί ἡ λύτρωση ταυτίζεται μέ
τήν ἀπελευθέρωση ἀπό
τό σῶμα. Τό σῶμα,
ὡς δημιούργημα τοῦ
Θεοῦ, εἶναι «καλόν λίαν»,
καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό
«συναμφότερον», δηλ. ἡ ψυχή
καί τό σῶμα, ἑνωμένα σέ μιά φυσική ἁρμονία.
Σέ κάθε ἐνέργεια συμμετέχει τόσο
ἡ ψυχή ὅσο καί τό
σῶμα: ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτάνει,
ἁμαρτάνει πρῶτα μέ
τήν ψυχή καί
ἔπειτα μέ τό
σῶμα, καί ὅταν
ἀσκεῖται στόν ἁγιασμό,
συμμετέχει ἐπίσης τό σῶμα,
μέ νηστεῖες, γονυκλισίες
κ.λ.π. Αὐτό σημαίνει ὅτι
τό σῶμα συμμετέχει καί
στά ἀποτελέσματα τόσο
τῆς ἁμαρτίας, δηλ. στόν κολασμό,
ὅσο καί τῆς
ἁγιότητος, δηλ. στόν δοξασμό
ἀπό τήν Χάρη τοῦ Ἁγ.
Πνεύματος.
Μέ
τήν πρώτη ἁμαρτία εἰσῆλθε καί στό
σῶμα ἡ φθορά καί
ὁ θάνατος. Ἄρα τό
σῶμα στήν ἀρχική
του μορφή ἦταν ἄφθαρτο! Ἡ ἀφθαρσία
τῶν λειψάνων δέν
ἀποτελεῖ θαῦμα,
ἀλλά ἀποκατάσταση τοῦ
σώματος διά τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ στήν
ἀρχική φυσική του κατάσταση.
Ὁ Κύριος ἦλθε νά
καταργήσει τή φθορά
καί τόν θάνατο, μέ τόν
Θάνατο καί τήν
Ἀνάστασή Του, πρός τοῦτο
δέ, προσέλαβε ὄχι
μόνο ἀνθρώπινη ψυχή, ἀλλά
καί σῶμα. Τό φαινόμενο
τῆς ἀφθαρσίας παρατηρεῖται
πρῶτα στό ἴδιο
τό Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ,
τό ὁποῖο «οὐκ εἶδε διαφθοράν» (Πράξ,
13, 37). Οἱ θεούμενοι, δηλ. ὅσοι καθ' ὁμοίωσιν
τοῦ Χριστοῦ ἔφθασαν
σέ κατάσταση σχετικῆς θεώσεως
(ἁγιότητος) συμμετέχουν καί
στό φαινόμενο τῆς
ἀφθαρσίας τοῦ
σώματος, ἀπ' αὐτήν
ἐδῶ τή ζωή. Ἡ ἀφθαρσία αὐτή
εἶναι σχετική καί
θά ὁλοκληρωθεῖ μέ
τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων
κατά τή Δευτέρα Παρουσία.
Πρός τό παρόν, «τά σώματα ἑκατοντάδων
θεουμένων παραμένουν σχετικῶς ἀκέραια
ἐπί αἰώνας εἰς μίαν κατάστασιν
μεταξύ φθορᾶς καί ἀφθαρσίας» (Ἰω. Ρωμανίδου,
ἔνθ. ἀνωτ.). Στά πλαίσια
αὐτά μποροῦμε νά
κατανοήσουμε τά λεγόμενα
τοῦ ἀπ. Παύλου ὅτι
«ἡ κτίση πρόκειται νά
ἐλευθερωθεῖ ἀπό
τή δουλεία τῆς
φθορᾶς» (Ρωμ. 8, 21), ὅτι «τό
φθαρτό τοῦτο» (τό σῶμα)
«πρέπει νά ἐνδυθεῖ
ἀφθαρσία καί
τό θνητό τοῦτο
πρέπει νά ἐνδυθεῖ
ἀθανασία» (Α' Κορ. 15, 53) καί
ὅτι «οἱ νεκροί
θά ἐγερθοῦν ἄφθαρτοι»
(Α' Κορ. 15, 52).
Παρατηρήσεις καί συμπεράσματα
Ἡ
κατάσταση τῆς ἁγιότητος
εἶναι κάτι πού
ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
γνωρίζει πολύ καλά
σέ κάθε πτυχή καί
λεπτομέρειά του. Ἡ Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία τιμᾶ
πλῆθος Ἁγίων ἀπό κάθε κατηγορία καί
τάξη (Προφῆτες, Ἀποστόλους,
Μάρτυρες, Ὁσίους,
Ἱεράρχες κ.λ.π.). Ἐπίσης
τιμᾶ τά λείψανα τῶν Ἁγίων,
ὡς κατοικητήρια καί
πηγές τῆς Θείας Χάρης καί ὡς
ἁπτές ἀποδείξεις τοῦ δοξασμοῦ,
στόν ὁποῖο ἔφθασε ὁ Ἅγιος,
ὡς ψυχή καί
σῶμα. Τά θεωρεῖ
«τιμιώτερα λίθων πολυτελῶν»
καί τά τοποθετεῖ σέ
πολύτιμες θῆκες. Κάποια
ἀπ' αὐτά διατηροῦνται ἐπί
αἰῶνες ἄφθαρτα, ὡς μάρτυρες
τῆς μελλούσης ἀφθαρσίας.
Κάθε ὑποτίμηση πρός τά
ἱερά λείψανα ἐπεκτείνεται
καί πρός τούς Ἁγίους, πρός τήν
Ἐκκλησία καί
πρός τόν ἴδιο τόν Θεό.
Ποιά θά εἶναι ἄραγε ἡ τύχη
τῶν λειψάνων νέων
καί ἄγνωστων Ἁγίων,
ἄν ἐφαρμοσθεῖ ἡ
σχεδιαζόμενη καύση τῶν
νεκρῶν;
Ἐπίσης
ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
διαθέτει τά κριτήρια
τῆς ἁγιότητος, πού τήν
διακρίνουν ἀπό
τίς διάφορες μορφές τῆς
πλάνης, ἀλλά
καί τή διαδικασία (τόν
τρόπο, τή μέθοδο)
μέ τήν ὁποία μπορεῖ νά
φθάσει κάποιος στήν
κατάσταση τοῦ ἐν
Χριστῷ δοξασμοῦ (τῆς
ἁγιότητος). Ἡ ἐμφάνιση
Ἁγίων καί στίς
μέρες μας μέ ὅλα
τά γνωρίσματα καί
τά χαρακτηριστικά τῶν
παλαιῶν Ἁγίων (ὅπως οἱ Γέροντες
Πορφύριος, Παΐσιος, Ἰάκωβος,
Σοφρώνιος, Βησαρίων κ.ἄ.,
τούς ὁποίους ἡ ἐκκλ. συνείδηση ἤδη
ἀποδέχεται ὡς Ἁγίους),
ἀποδεικνύει ὅτι
ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι
ζῶσα, ἐκπληρώνει πλήρως
τήν ἀποστολή της, πού
εἶναι νά ὁδηγεῖ
στή σωτηρία καί
τήν ἁγιότητα, καί κινεῖται
μέσα στίς ζῶσες
ἐνέργειες τῆς Χάρης
τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, διά
τῶν ὁποίων καταργεῖται ἡ
φθορά καί ὁ θάνατος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου