ΤΕΥΧΟΣ
37 ΤΡΙΠΟΛΙΣ
ΜΑΡΤΙΟΣ – ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2005
ΠΟΙΟΙ
ΚΑΤΕΣΤΡΕΨΑΝ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΜΝΗΜΕΙΑ;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
ΣΕ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΥΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΛΑΤΡΩΝ
Ἡ τοποθέτηση τοῦ προβλήματος
Οἱ
περισσότερες ἀπό
τίς ἀρχαιολατρικές ὁμάδες,
πού δροῦν τελευταῖα στή
χώρα μας, προβάλλουν μεταξύ
ἄλλων τόν ἰσχυρισμό
ὅτι οἱ Χριστιανοί μέ
τήν ἐπικράτησή τους κατέστρεψαν τούς
ναούς τῆς ἀρχαίας θρησκείας, μερικοί
ἀπό τούς ὁποίους ἦσαν ἐξαιρετικά μνημεῖα
τέχνης καί πολιτισμοῦ.
Ξεκινώντας ἀπό
μεμονωμένες ἱστορικές πληροφορίες
ἤ ἀπό μεμονωμένα περιστατικά,
προβαίνουν σέ αὐθαίρετες
γενικεύσεις, διαστρέφοντας πλήρως
τήν πραγματικότητα καί
προβάλλοντας μιά εἰκόνα
τοῦ παρελθόντος, πού
δέν ἔχει καμία σχέση
μέ τήν ἱστορική ἀλήθεια.
Πρόκειται γιά ἕνα
ἀπό τά πιό ἐντυπωσιακά θέματα
τῆς ἀρχαιολατρικῆς προπαγάνδας
τῶν ἡμερῶν μας, μέ ἀπώτερο
στόχο τήν κατάργηση τοῦ
Χριστιανισμοῦ καί τήν ἀναβίωση τῆς ἀρχαίας
εἰδωλολατρικῆς θρησκείας.
Σάν
ἀπάντηση στούς παραπάνω
ἰσχυρισμούς καί
σ' αὐτές τίς μεθοδεύσεις, παραθέτουμε
ἕνα σχετικό κείμενο
τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου
Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Χριστοδούλου, ὁ
ὁποῖος μέ τήν γνωστή εὐρυμάθεια
καί ἐπιστημονικότητα πού
τόν διακρίνει καί
τήν ἄνεση μέ τήν
ὁποία κινεῖται στίς
πηγές, θέτει τά πράγματα
στήν ὀρθή τους βάση. Ὅσα
ἀκολουθοῦν μεταφέρονται
κατά λέξη ἀπό τό βιβλίο του Ἑλληνισμός
προσήλυτος. Ἡ μετάβαση
τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀπό
τήν ἀρχαιότητα στό χριστιανισμό,
ἔκδ. Media Ecclesiastica, Ἀθῆναι
2004, σ. 109 - 116, στό ὁποῖο ὁ ἐνδιαφερόμενος μπορεῖ
νά δεῖ καί τίς ὑποσημειώσεις - πραπομπές
πού κατοχυρώνουν τίς
ἀπόψεις τοῦ συγγραφέως,
τίς ὁποῖες παραλείπουμε λόγῳ
ἐλλείψεως χώρου.
Ἡ μοίρα τῶν ναῶν
Οἱ
ἰδεομανεῖς τῆς
ἀρχαιότητος ἔχουν δώσει
στό εὐρύ κοινό τήν
ἐντύπωση ὅτι ἀμέσως
μόλις ὁ χριστιανισμός ἀναγνωρίστηκε
ὡς ἐπίσημη θρησκεία, μαινόμενα
στίφη χριστιανῶν ὅρμησαν
κατά τῶν εἰδωλολατρικῶν ναῶν
καί τούς κατέστρεψαν. Ἡ
πραγματικότητα ὅμως, μιλώντας
τουλάχιστον γιά τήν
Ἑλλάδα, εἶναι ἐντελῶς
διαφορετική.
Ἡ
κατάρευση τοῦ παγανισμοῦ
καί ἡ ἄνοδος τοῦ χριστιανισμοῦ
εἶναι μιά διαδικασία
πού κράτησε αἰῶνες. Στή
διάρκεια αὐτῆς
τῆς διαδικασίας, ἀναπτύχθηκε
γενικώτερη θρησκευτική ἀναταραχή,
πού σέ πολλές πόλεις
τῆς Ἀνατολῆς καί
τῆς Ἀφρικῆς κυρίως, βρέθηκε
ἐκτός ἐλέγχου. Συνέβησαν, πράγματι,
ἐπιθέσεις, μέ στόχο
ναούς μέσα στούς ὁποίους
ὑπῆρχαν ἀγάλματα
τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦσαν οἱ
μάγοι, βωμοί στούς
ὁποίους γίνονταν μαγικές
τελετουργίες κλπ. Οἱ καταστροφές
δέν ἦσαν σπάνιες. Τήν
ἴδια περίοδο, ὅμως,
ὑποκινούμενες ἀπό
μάγους, γίνονταν καί
καταστροφές χριστιανικῶν ναῶν.
Αὐτά
συνέβαιναν κυρίως σέ
πόλεις μέ πολυφυλετικό
πληθυσμό, ὅπου ἡ διαφοροποίηση ἔριχνε
λάδι στή φωτιά.
Σέ πόλεις ὅμως μέ
σοβαροῦ βαθμοῦ ἐθνική
ὁμοιογένεια, ὅπου
οἱ χριστιανοί μέ
τούς εἰδωλολάτρες εἶχαν
οἰκογενειακούς δεσμούς
ἤ οἰκονομική συνεργασία,
οἱ θρησκευτικές συγκρούσεις
δέν ἔφθασαν σέ ἐπίπεδα
σκληρῆς ἀντιπαράθεσης.
Ἐν
τούτοις στήν Ἑλλάδα
δέν ἔχουμε τέτοια φαινόμενα
- τουλάχιστον ἔτσι ὅπως
τά φαντάζονται οἱ
ἰδεομανεῖς. Ὑπῆρξε
μέν νομοθεσία πού
ἐπέβαλε τό κλείσιμο
τῶν εἰδωλολατρικῶν ναῶν
κατ' ἀρχήν στήν Κωνσταντινούπολη καί
τή Ρώμη, ἀλλά δέν φαίνεται νά τηρήθηκε,
ἀφοῦ στήν Κωνσταντινούπολη δέν
προκύπτει ὅτι πρίν
τήν ἀπαγόρευση λειτουργοῦσαν εἰδωλολατρικοί
ναοί, ἐνῶ στή Ρώμη οἱ ναοί συνέχισαν καί μετά
τόν ἀπαγορευτικό νόμο
νά λειτουργοῦν. Ἀργότερα,
ὁ Θεοδόσιος ὁ
Β' ὑπόγραψε νόμο μέ
τόν ὁποῖο δόθηκε ρητή ἐντολή
καταστροφῆς τῶν ναῶν καί ἱερῶν τῆς ἀρχαίας θρησκείας. Ἀλλά
καί αὐτός ὁ νόμος δέν εἶχε
καθολική ἐφαρμογή στήν
αὐτοκρατορία, ὅπως
βεβαιώνουν οἱ ἱστορικές
καί ἀρχαιολογικές μαρτυρίες.
Καί πάντως ἡ ἀρχαιολογική
ἔρευνα δέν ἐπιβεβαιώνει
τέτοιες καταστροφές στήν
Ἀθήνα καί τούς
ἄλλους μεγάλους ἀρχαίους
ἑλληνικούς χώρους.
Ἡ
«καταστροφή» τῶν ναῶν, ἐξ ἄλλου, δέν σήμαινε
τίποτε περισσότερο ἀπό
τήν ἀπομάκρυνση τῶν σκευῶν
λατρείας, πού εἶχε
γίνει πιά κυρίως
μαγεία, τῶν ξοάνων καί ἀγαλμάτων
ἐκείνων πού καί
ἀπό τούς μάγους καί ἀπό
τούς χριστιανούς θεωροῦνταν
κατοικητήρια δαιμόνων, καί
τῶν βωμῶν πάνω
στούς ὁποίους γίνονταν «ἀποτρόπαιες
θυσίες». Ἐν τούτοις,
καί αὐτό ἀκόμη τό νόμο δέ βιάστηκε κανείς νά
τόν ἐφαρμόσει στήν Ἑλλάδα.
Ἡ
διαδικασία ἐκχριστιανισμοῦ στήν
Ἀθήνα κράτησε αἰῶνες,
καί σέ ὅλη τή μακρά αὐτή
διαδικασία, δέν ἔχουμε οὔτε μία
περίπτωση βίαιης καταστροφῆς
καί ἐκχριστιάνισης ἀρχαίου
ναοῦ - μέ τήν πιθανή ἐξαίρεση
τοῦ ναοῦ τοῦ Ἀσκληπιοῦ, κέντρου
λατρείας ἀλλά καί μαγείας. Μόνον
ὅταν οἱ ναοί
ἐγκαταλείφθηκαν, πέρασαν
στά χέρια τῶν χριστιανῶν.
Αὐτό δέν ἴσχυσε ἀποκλειστικά
καί μόνο γιά τήν
Ἀθήνα. Τό ἴδιο
ἀκριβῶς διαπιστώνεται καί
στήν Κόρινθο.
Ἡ ἐγκατάλειψη τῶν ἀρχαίων ναῶν
Ὁπωσδήποτε,
οἱ καταστροφές τῶν
εἰδωλολατρικῶν ναῶν
στήν Ἑλλάδα δέν ὀφείλονταν σέ θρησκευτικές
συγκρούσεις. Ἡ Ἑλλάδα
εἶχε σέ πολύ μεγάλο βαθμό ρημάξει
καί καταστραφεῖ, πρίν
τήν ἀναγνώριση τοῦ χριστιανισμοῦ
ὡς θρησκείας, ὅταν
ἀκόμη οἱ χριστιανοί ἦσαν
θύματα μεγάλων διωγμῶν
ἤ καί δέν εἶχαν κάν ἐμφανισθεῖ
στήν ἱστορία. Ἤδη στήν ἑλληνιστική
ἐποχή, δέν εἶναι λίγες οἱ
πόλεις πού εἶχαν
μετατραπεῖ σέ μικρή ὁμάδα
χαμόσπιτων, μέ σπασμένα
ἀγάλματα καί ἐρειπωμένους
ναούς.
Τό
μαντεῖο τῆς Δωδώνης εἶχε
σταματήσει πρό πολλοῦ
νά λειτουργεῖ καί
ἦταν ἐρείπια, μᾶς πληροφορεῖ
ὁ Στράβων στά Γεωγραφικά
του, τά ὁποῖα εἶχαν ἤδη ὁλοκληρωθεῖ περίπου
τό 7 π.Χ. Ὁ Στράβων,
ἐπισημαίνει μάλιστα
ὅτι ὄχι μόνο τό μαντεῖο τῆς
Δωδώνης, ἀλλά
καί ὅλα τά ἄλλα μαντεῖα τῆς
Ἑλλάδος εἶχαν ἤδη
οὐσιαστικά σβύσει
στά χρόνια του.
Τό
μαντεῖο τῶν Δελφῶν φυτοζωοῦσε,
ἀλλά ἦταν πιά ἕνα
ἱερό πάμπτωχο, περιγράφει ὁ
Στράβων. Ὁ Νέρων
πῆγε ἐκεῖ, καί ἀφοῦ σάρωσε τά βραβεῖα
σέ ἀγῶνες πού ὀργάνωσαν
γιά νά τόν βραβεύσουν, ὑποσχέθηκε
πώς θά φροντίσει νά
δώσει στό μαντεῖο
τήν παλιά του δόξα.
Ὡστόσο, δέν παράλειψε
φεύγοντας γιά τή
Ρώμη, νά ἁρπάξει
πολλά ἀπό τά ἔργα τέχνης πού
εἶχαν ἀφήσει στή θέση
τους οἱ πρό αὐτοῦ Ρωμαῖοι. Καί
βέβαια, ἐπιστρέφοντας
στή Ρώμη ξέχασε ἀμέσως
τίς ὑποσχέσεις του καί τό
μαντεῖο. Ἀργότερα, ὁ Δομητιανός
ἀποκατάστησε τό
ναό τοῦ Ἀπόλλωνα. Ἀλλά
ὁ Πλούταρχος, σύγχρονος τοῦ
Ἀποστόλου Παύλου, μιλάει
γιά γιά τήν περασμένη πιά
δόξα τοῦ μαντείου
πού ἔχει ἤδη σβύσει. Αἰσθάνεται
μάλιστα τήν ἀνάγκη
νά ἐξηγήσει αὐτή
τή δραματική παρακμή,
καί τήν ἀποδίδει στήν ἠθική
παρακμή τῆς κοινωνίας καί
τή συνακόλουθη πτώση
τοῦ ἐπιπέδου τῶν ἐρωτημάτων,
ἀφοῦ ρωτοῦσαν πιά
τό θεό ὄχι γιά σοβαρά
θέματα ἀλλά
γιά γάμους καί κληρονομιές
καί τά παρόμοια. Δέν λησμονεῖ
ὅμως ὁ Πλούταρχος ὅτι ἕνας
παράγων τῆς παρακμῆς
εἶναι σίγουρα καί
ἡ πληθυσμιακή ἐρήμωση
τῆς Ἑλλάδας, ἡ «ὁλιγανδρία»,
ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας τό μαντεῖο μένει
πολύ χρόνο ἔρημο καί χωρίς
προσκυνητές. Αὐτή ἡ ζοφερή πραγματικότητα
τόν ὑποχρεώνει νά
πεῖ τόν μεγάλο λόγο,
αὐτός ὁ εἰδωλολάτρης ἱερέας:
«ἀπάγγειλον ὅτι ὁ
Πάν ὁ μέγας τέθνηκε».
Ἡ
Δῆλος, τό νησί
τοῦ Ἀπόλλωνα καί «ἱερά
καρδία» τῶν Ἰώνων, εἶχε μετατραπεῖ
ἀπό τόν 2ο αἰ. π.Χ. σέ
ἱερό τόπο αἰγυπτιακῶν θεοτήτων
(Ἴσιδος, Σεράπιδος, Ἄνουβι)
καί σέ πάνθεον συριακῶν καί
φοινικικῶν λατρειῶν. Τό
νησί δέν ἦταν πιά τό
ἄβατο τοῦ Ἀπόλλωνα.
Ἀλλά πάντως, καί σέ
αὐτό τό κατάντημα, δέν ἔζησε
πολύ: καταστράφηκε ἀπό
τόν στρατηγό τοῦ
Μιθριδάτη Ἀρχέλαο, πού κατέσφαξε
20.000 ἄτομα καί λήστεψε
τό θησαυρό τοῦ
Ἀπόλλωνα. Στή συνέχεια,
τό νησί ἔγινε ἄντρο πειρατῶν,
πού ρήμαξαν ὅ,τι εἶχε
ἀπομείνει ὄρθιο, Ἀργότερα,
ἡ Ρώμη ἔδιωξε τούς πειρατές,
καί τό νησί ἀνάσανε, πλήν ὅμως
φορτώθηκε ὄχι μέ
ἀγάλματα τοῦ Ἀπόλλωνα,
ἀλλά μέ προτομές Ρωμαίων
ἡγεμόνων.
Ἐκτός
ἀπό τούς ἱερούς χώρους τῆς εἰδωλολατρίας,
καί οἱ μεγάλες πόλεις εἶχαν
διαλυθεῖ ἤ συρρικνωθεῖ. Ἡ
ἄλλοτε ἰσχυρότατη
καί πλούσια Κέρκυρα εἶχε
γίνει χαλάσματα σέ
τέτοιο βαθμό, πού
ἔγινε παροιμιώδης. Χαλάσματα
βλέπει στή θέση
τῆς φημισμένης Σάμου
ὁ Κικέρων, σύγχρονος τοῦ
Ἀποστόλου Παύλου, καθώς
γράφει στόν ἀδελφό
του. Ὁ Στράβων μιλᾶ γιά
τήν «κάποτε» λαμπρή Θήβα,
γιά τήν Τανάγρα καί
τίς Θεσπιές, λέγοντας
ὅτι αὐτό πού σήμερα σώζεται δέν
εἶναι οὔτε κάν
ἀξιόλογο χωριό. Τήν
Κόρινθο οἱ Ρωμαῖοι
τήν εἶχαν ξεκληρίσει, καί
ἀποικίσει μέ Ἰταλούς,
ὅπως βεβαιώνει ὁ
Παυσανίας, καί μέ
Ἑβραίους πού εἶχε
βίαια ἀπομακρύνει ὁ
Κλαύδιος ἀπό
τή Ρώμη. Στήν ἀλληλογραφία
τοῦ Κικέρωνα, διαβάζουμε ἀφήγηση
ταξιδιοῦ στό Σαρωνικό, τό
45 μ.Χ.: «Μπροστά μου ἦταν ἡ
Αἴγινα, πίσω μου τά
Μέγαρα, δεξιά ὁ
Πειραιᾶς, ἀριστερά ἡ
Κόρινθος, πόλεις ἄλλοτε
οἱ πιό ἀνθηρές, τώρα πεσμένες καί
καταστραμμένες κείτονται μπροστά
στά μάτια μου». Ἐρειπωμένη
ἀπό πληθυσμό ἡ
Σπάρτη κατά τόν
Στράβωνα, ἐνῶ
ἡ Νεμέα ἦταν χωριουδάκι, κι ὁ
ναός τοῦ Διός μέ γκρεμισμένη ὀροφή
καί χωρίς ἄγαλμα μέσα, περιγράφει
ὁ Παυσανίας ἤδη
τόν 2ο μ.Χ. αἰώνα, σέ
μιάν ἐποχή δηλαδή πού
ὁ χριστιανισμός ἦταν
στό λίκνο του ἀκόμη.
Αὐτά
τά στοιχεῖα, ἐλάχιστα
ἀπό ὅσα θά μπορούσαμε νά
παραθέσουμε, δείχνουν πόσο
ἐσφαλμένη καί
παραπλανητική εἶναι ἡ ἀντίληψη ὅτι οἱ
χριστιανοί παραλάβανε μιάν
Ἑλλάδα πλήρη λαμπρῶν
ναῶν, τήν ὁποία τάχα αὐτοί κατάστρεψαν μέ μίσος...
Ἀπό
αὐτή τή μοίρα, πάντως, πάντως,
εἶχε ξεφύγει ἡ
Ἀθήνα, ἡ ὁποία λόγω τῆς φήμης της ὡς σχολῆς
τοῦ πνεύματος, ἀντιμετωπιζότανε
μέ προσοχή ἀπό
τούς ἡγεμόνες τῶν ἑλληνιστικῶν
χρόνων ἀλλά καί τούς Ρωμαίους. Οἱ
πόλεμοι καί οἱ
εἰσβολές προκαλούσανε καταστροφές
σέ πολλά δημόσια
κτίρια, ἀλλά
μετά τίς καταστροφές ἄρχιζε
καί πάλι ἡ ἀνοικοδόμηση στό
ἄστυ. Ναί μέν
ὁ Σύλλας πέρασε ἀπό
στόματος μαχαίρας τήν
πόλη, σφάζοντας καί
πουλώντας ὡς δούλους
τό μεγαλύτερο μέρος
τοῦ πληθυσμοῦ της, καταστρέφοντας
καί κυρίως λεηλατώντας σέ
ἀπίστευτο βαθμό τούς
θησαυρούς της, ἀλλά
οἱ Ρωμαῖοι, διόρθωσαν
ἀρκετά κτίρια καί οἰκοδόμησαν
πολλά καινούργια. Ὁ
Πομπήιος, ὁ Καῖσαρ
καί ὁ Αὔγουστος καί βεβαίως
ὁ Ἀδριανός θεωροῦνται
οἱ ἄνθρωποι πού ἀνοικοδόμησαν
τήν Ἀθήνα, στέλνοντας ὅμως
πολλούς Ρωμαίους νά
ἐγκατασταθοῦν καί
νά γίνουν πολίτες. Ὡστόσο,
ἡ ρωμαϊκή Ἀθήνα
δέν ἦταν πιά ἡ
πόλη οὔτε τοῦ Σόλωνα
οὔτε τοῦ Περικλῆ:
τό ἄστυ χτιζόταν, ἀλλά
ἡ ἐνδοχώρα του, οἱ δῆμοι
τῆς Ἀθήνας, καί φυσικά
τά ἐκεῖ ἱερά καί οἱ ναοί, εἶχαν ἀφεθεῖ νά ρημάξουν.
Οἱ καταστροφεῖς τῶν ναῶν
Οἱ
ἰδεομανεῖς, κατηγοροῦν
τούς χριστιανούς ὅτι
ἔσπασαν ἀγάλματα
ἀφθάστου τέχνης καί
κίονες γιά νά
τά χρησιμοποιήσουν ὡς
οἰκοδομικά ὑλικά
φτιάχνοντας τούς δικούς
των ναούς.
Ἡ
ἐρήμωση τῶν ναῶν,
ὅμως, ἦταν προϊόν
πολλῶν παραγόντων. Ἕνας
ἀπό αὐτούς ἦταν ὁ δημογραφικός, πού
ἀναφέρει ὁ Πλούταρχος. Ἡ Ἑλλάδα
εἶχε μπεῖ σέ
φάση πληθυσμιακῆς κατάρρευσης.
Στόν παράγοντα αὐτόν
ἀναφέρθηκα ἤδη. Ἄν
σέ αὐτό προσθέσουμε τήν
κατακόρυφη αὔξηση τοῦ
ἀριθμοῦ τῶν
χριστιανῶν, μποροῦμε νά
καταλάβουμε πόσο μειωνόταν
ὁ ἀριθμός τῶν εἰδωλολατρῶν.
Ὁ
Πλούταρχος γράφει ὅτι
ἐνῶ παλιά χρειάζονταν
τρεῖς ἱέρειες στούς Δελφούς
γιά νά καλύπτουν τίς ἀνάγκες
τοῦ κοινοῦ, στά
χρόνια του ὑπερεπαρκοῦσε
μία μόνον. Μέ τήν
ἀνάπτυξη τοῦ χριστιανισμοῦ,
ὁ εἰδωλολατρικός κόσμος
μειωνόταν σταθερά. Γιά
παράδειγμα, ἤδη στά
χρόνια τοῦ Μεγάλου
Κωνσταντίνου οἱ Ἕλληνες
χριστιανοί ἦσαν τόσοι, ὥστε
Ἐπίσκοποί των μετεῖχαν
στήν Α' Οἰκουμενική
Σύνοδο τῆς Νίκαιας,
τό 325 μ.Χ. Στήν Ἀθήνα,
οἱ πρώτοι χριστιανοί συγκεντρώνονταν
σέ σπηλιές τῆς
Ἀκρόπολης, πολύ σύντομα
ὅμως αὐξήθηκαν
τόσο, ὥστε νά οἰκοδομήσουν
μιά μεγάλη βασιλική στίς
ὄχθες τοῦ Ἰλισσοῦ.
Αὐτό συνέβη καί σέ
ἄλλες πόλεις τῆς
αὐτοκρατορίας: στό
τέλος τοῦ 4ου αἰ.
μ.Χ., ἡ Ἀντιόχεια εἶχε περισσότερους
ἀπό 200.000 κατοίκους, ἀπό
τούς ὁποίους οἱ μισοί
περίπου ἦσαν χριστιανοί - γιά
νά φέρω ἕνα παράδειγμα.
Ἕνας
ἀκόμη παράγοντας ἦταν
ἠ ἀναγνώριση τοῦ χριστιανισμοῦ
ὡς ἐπίσημης θρησκείας τοῦ
κράτους. Αὐτό,
ἀναμφισβήτητα ἔπαιξε
τό ρόλο του. Ἡ πολιτεία
δέν ἦταν πλέον πρόθυμη
νά διαθέσει ποσά
γιά τή συντήρηση παγανιστικῶν
ναῶν καί τήν ἀποκατάσταση τῶν
ζημιῶν πού ἔφερναν ὁ χρόνος
ἤ οἱ βαρβαρικές ἐπιδρομές.
Ἀλλά
δέν πρέπει νά παραληφθεῖ
ἕνας τρίτος, ὄχι
σέ σημασία, παράγοντας:
οἱ ἔμποροι οἰκοδομικῶν
ὑλικῶν χρησιμοποιοῦσαν τά
ὑλικά τῶν ἐρειπωμένων κι ἐγκαταλειμμένων
ναῶν, πουλώντας τα σέ
ὅσους ἤθελαν νά
χτίσουν σπίτι ἤ
ναό.
Ἡ
ἐπαναχρησιμοποίηση οἰκοδομικῶν
ὑλικῶν ναῶν καί δημοσίων κτιρίων,
δέν γινόταν κρυφά:
ἦταν πρακτική πολύ
γνωστή στήν ἀρχαιότητα. Πάρα πολλοί
τάφοι καί μνημεῖα
τοῦ Κεραμεικοῦ νεκροταφείου,
πού ἀνῆκαν σέ οἰκογένειες
χωρίς ἀπογόνους πιά, καταστράφηκαν
ἀπό τούς ἀρχαίους γιά νά
ἀνοικοδομήσουν τά
Μακρά Τείχη. Σύνηθες ἦταν
στόν ἀρχαῖο κόσμο ἡ ἀνοικοδόμηση νέου
κτίσματος πάνω σέ
θεμέλια ἐρειπωμένου ναοῦ
ἤ μνημείου.
Πρέπει
νά καταλάβουμε ἐδῶ
ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί,
εἰδωλολάτρες καί
χριστιανοί, δέν ἦσαν κτηνώδεις καταστροφεῖς:
ἁπλούστατα, δέν ὑπῆρχε
τήν ἐποχή ἐκείνη ἡ ἔννοια τοῦ διατηρητέου
μνημείου. Ἐλάχιστες εἶναι οἱ
περιπτώσεις πού βλέπουμε
τάση προστασίας τοῦ
παλαιοῦ κτίσματος γιά ἱστορικούς
ἤ αἰσθητικούς λόγους
- καί πάλι, πρόκειται γιά
αὐτοκράτορες ἤ ἡγεμόνες
πού διατάσσουν τή
διατήρηση κτίσματος, ὄχι
γιά γενικώτερη τάση.
Βλέπουμε χριστιανούς αὐτοκράτορες
πού περισώζουν εἰδωλολατρικούς
ναούς, ἐπικαλούμενοι τήν
αἰσθητική τους ποιότητα.
Βέβαιο εἶναι ὅτι,
δέν ὑπῆρχε κοινωνική συναντίληψη
γιά τή διαρτήρηση μνημείου,
ἀρχιτεκτονικοῦ ἤ
ἄλλου.
Ἡ
ἀντίληψη τοῦ διατηρητέου
ἀρχαίου, φαίνεται νά
γεννήθηκε στό Βυζάντιο
μόλις στά χρόνια
τῶν Παλαιολόγων, καί
στή Δύση μέ τόν Πετράρχη. Ὁ
Ἕλληνας λόγιος Μανουήλ
Χρυσολωρᾶς, γράφει στενοχωρημένος
ἀπό τή Ρώμη στόν βυζαντινό
αὐτοκράτορα: «Ἔχει συμβεῖ
σ' αὐτήν [τή Ρώμη] ὅ,τι καί στή
δική μας πόλη [Κωνσταντινούπολη]:
ὅτι ἡ ἴδια εἶναι γιά
τόν ἑαυτό της εἶδος μεταλλείου
καί λατομείου, μέ
λίγα λόγια τρέφεται καί
ἀναλώνεται συγχρόνως ἀπό
τόν ἑαυτό της. [...] Πολλοί ἀδριάντες
ἔχουν γίνει ἀσβέστης
καί κονίαμα ἤ μέ ἄλλο τρόπο λίθοι
οἰκοδομικοί». Ὁ
Χρυσολωρᾶς εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού δίδαξε
τό σεβασμό πού
πρέπει νά τρέφουμε
πρός τό μνημεῖο, πρός
τήν ἀρχιτεκτονική ἀρχαία
κληρονομιά.
Πῶς ἐπικράτησε ὁ Χριστιανισμός;
Ἡ ἄποψη τοῦ ἐθνικοῦ μας ἱστορικοῦ Κων/νου Παπαρηγόπουλου
«Ὁ μέν ἀρχαῖος κόσμος
κατέπιπτε βαθμηδόν, οἴκοθεν μᾶλλον ἤ δι' ἐξωτερικῆς ἐπιδράσεως· ὁ δέ νέος
διεπλάττετο ὁσημέραι» (Κων. Παπαρηγόπουλου, Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, ἔκδ.
Γαλαξία, Ἀθήνα 2001, τ. 8, σ. 203). «Οἱ ναοί κατέπιπτον καί ἡ πίστις ἐμαραίνετο
καί ἐν γένει τό ἀρχαῖον θρήσκευμα ἐφθείρετο, ἀλλ' ἐφθείρετο ἡρέμα ὡς ἐξ
ὀργανικοῦ θανατηφόρου νοσήματος μᾶλλον, ἤ διά πληγῶν ἔξωθεν καταφερομένων» (σ.
204) «Τό κύριον τοῦ Ἰουλιανοῦ μέλημα ἦτο ἡ τοῦ ἀρχαίου θρησκεύματος ἀνόρθωσις,
πρός πραγμάτωσιν δέ τοῦ μωροῦ τούτου ὀνείρου κατησώρευσεν ἐπί ματαίῳ θησαυρούς
πρακτικῆς δραστηριότητος. Ὡς ἐραστής παράφρων ἱστάμενος ἐνώπιον τοῦ πτώματος
ἐρωμένης περιποθήτου, ἐφαντάζετο ὁ ταλαίπωρος ὅτι δύναται, διά τῶν ἀσπασμῶν καί
αὐτοῦ καί τῶν περιπτύξεων, νά ἐμφυσήσῃ ζωήν εἰς σῶμα σῶζον μέν ἔτι καλλονήν
ἀπαράμιλλον, ἀλλ' οὐδέν ἧττον ἄψυχον κατακείμενον. Θέαμα οἰκτρόν» (σ. 222).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου