Διάγραμμα – Περίληψη
Θέματος ΣΤ' τοῦ Θεολογικοῦ Προγράμματος «Ὀρθοδοξία καί Ζωή»
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Μαντινείας καί Κυνουρίας,
περιόδου Ζ΄, ἔτους 2012-2013.
Ἡ ψυχή καί τά μέρη της: Ἡ ψυχή εἶναι
τό ἀθάνατο μέρος τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ἀντιλήψη γιά τήν ἀθανασία τῆς
ψυχῆς εἶναι ἤδη γνωστή ἀπό τήν ἑλληνική
φιλοσοφία, ὅπως καί ἡ διάκριση μεταξύ ψυχῆς
καί σώματος. Οἱ Πατέρες τήν προσλαμβάνουν καί τήν προσαρμόζουν στά Ὀρθόδοξα
δεδομένα ὡς ἑξῆς: α) Ἡ ψυχή δέν εἶναι
αἰώνια, ἀλλά κτιστή. β) Ἡ
ψυχή εἶναι «φύσει» θνητή καί «χάριτι» ἀθάνατη.
γ) Ἡ ψυχή δέν ταυτίζεται μέ τόν ὅλο ἄνθρωπο.
δ) Ἡ ἀθανασία τοῦ ἀνθρώπου
δέν στηρίζεται στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς,
ἀλλά στήν Ἀνάσταση τοῦ
Χριστοῦ. Ἡ ψυχή δέν ταυτίζεται μέ τή θεία πνοή (Γεν. 2,7), ἀλλά
εἶναι ἀποτέλεσμα (ἐνέργημά) της. Κύρια μέρη
ἤ δυνάμεις τῆς ψυχῆς
εἶναι ὁ «νοῦς» καί «λόγος»: ἡ ψυχή διακρίνεται σέ
«νοερά» καί «λογική» ψυχή. «Λόγος» εἶναι ἡ
νόηση, ἡ τυπική λογική καί «νοῦς» εἶναι
μιά ἄλλη δύναμη, πού μόνο στήν κατάσταση τοῦ
πεπτωκότος ἀνθρώπου ταυτίζεται μέ τή νόηση («λόγο»). Στόν μέσο ἄνθρωπο
ὁ νοῦς εἶναι ἀνενεργός («ἐσκοτισμένος»). Ὁ
«νοῦς» εἶναι «μέρος τῆς ψυχῆς
τό καθαρώτατον» καί «ὥσπερ ὀφθαλμός ἐν
σώματι, οὕτως ἐν ψυχῇ ὁ
νοῦς» (ἅγ. Ἰω. Δαμασκηνός). Ὁ «νοῦς»
εἶναι τό γνωστικό ὄργανο, μέ τό ὁποῖο
ὁ ἄνθρωπος βλέπει τόν Θεό καί κοινωνεῖ
μαζί Του. «Νοῦς» καί «λόγος» ὄχι μόνο διαφέρουν
μεταξύ τους, ἀλλά χρησιμοποιοῦν καί διαφορετικά
σωματικά ὄργανα: ὄργανο τοῦ
«λόγου» εἶναι ὁ ἐγκέφαλος, ἐνῶ
ὄργανο τοῦ «νοῦ»
εἶναι ἡ καρδία. Ὅμως, ὁ
«νοῦς» καί ὁ «λόγος» δέν εἶναι
τά μόνα μέρη τῆς ψυχῆς. Οἱ
Πατέρες χρησιμοποιοῦν τή βασική διάκριση τῆς ἑλληνικῆς
φιλοσοφίας, κατά τήν ὁποία ἡ ψυχή διακρίνεται σέ
νόηση, βούληση καί συναίσθημα («λογιστικόν», «θυμοειδές» καί «ἐπιθυμητικόν»).
Κατά τούς Πατέρες, ἡ νόηση («λογιστικόν») ἀποτελεῖ
τό «λογικόν» μέρος («νοῦς» καί «λόγος»), ὁ δέ θυμός καί ἡ
ἐπιθυμία («θυμοειδές» καί «ἐπιθυμητικόν») ἀποτελοῦν
τό «ἄλογον» μέρος τοῦ ἀνθρώπου.
Οἱ Πατέρες θά μποροῦσαν νά χρησιμοποιήσουν
ἄνετα καί σύγχρονες διακρίσεις τοῦ
ἀνθρώπου, κατά τίς ὁποῖες
ἡ «ψυχή» διακρίνεται σέ α) συνειδητό καί β) μή συνείδητο μέρος,
τό συνειδητό διακρίνεται σέ αἴσθηση, νόηση, βούληση,
συναίσθημα, διαίσθηση κ.λ.π. καί τό μή συνειδητό μέρος διακρίνεται σέ ὑποσυνείδητο,
ἀσυνείδητο κ.λπ.
Τό «κατ’ εἰκόνα» καί τό «καθ’ ὁμοίωσιν»: Ἄν καί δέν ὑπάρχει
καμμία ὁμοιότητα μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου,
ἡ Βιβλική καί Πατερική Παράδοση μιλάει γιά κάποια σχετική ὁμοιότητα
μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου. Ἡ
ὁμοιότητα αὐτή περιγράφεται μέ τήν
ἔκφραση «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ.
Ὁ ὅρος «εἰκόνα» ἀναφέρεται
πάντα σέ κάποια ὁμοιότητα μέ τό εἰκονιζόμενο. Ὡστόσο,
οἱ ὅροι «εἰκόνα» καί «κατ’ εἰκόνα»
δέν ταυτίζονται. Ὁ ὅρος «εἰκόνα» παραπέμπει σέ
μιά πραγματική ὁμοιότητα μέ τό εἰκονιζόμενο, γι’ αὐτό
«εἰκών τοῦ Θεοῦ
τοῦ ἀοράτου» (Κολ. 1,15) εἶναι μόνο ὁ
Υἱός (ὁ Χριστός) καί «εἰκών» τοῦ
Υἱοῦ εἶναι μόνο τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Ὁ Χριστός εἶναι εἰκών
«ἰσότυπος» καί «ἀπαράλλακτος» τοῦ
Πατρός, ἐνῶ ἐμεῖς, ὡς «κατ’ εἰκόνα», ἔχουμε
μόνο σχετική ὁμοιότητα μέ τόν Θεό. Ποῦ ἔγκειται,
ὅμως, αὐτή ἡ
ὁμοιότητα; Οἱ Πατέρες λένε ὅτι
ἔγκειται στό «νοερόν» καί στό «αὐτεξούσιον»:
«τό μέν γάρ "κατ’ εἰκόνα" τό νοερόν δηλοῖ καί αὐτεξούσιον»
(ἅγ. Ἰω. Δαμασκηνός). Κάποιοι θεωροῦν
στοιχεῖο τοῦ «κατ’ εἰκόνα» καί τό «ἀρχικόν»
(=ἡγεμονικόν - ἐξουσιαστικόν).
«Νοερόν» δέν εἶναι ὁ «λόγος» (λογική – νόηση), ἀλλά ὁ
«νοῦς». Ὅπως ὁ Θεός εἶναι φῶς
ἄκτιστο, ἔτσι καί ὁ
«νοῦς», ὡς «κατ’ εἰκόνα» τοῦ
Θεοῦ, εἶναι φῶς, ἀλλά
κτιστό. Τό φῶς αὐτό εἶναι «ἐσκοτισμένο» (σβυσμένο)
στήν κατάσταση τοῦ πεπτωκότος (μέσου) ἀνθρώπου καί ὁρατό
στήν κατάσταση τοῦ ὑγειοῦς πνευματικά (προπτωτικοῦ) ἀνθρώπου.
Τά ζῶα στεροῦνται «νοῦ»
(ὄχι, ὅμως, καί «λόγου» κατά τίς σύγχρονες ἀντιλήψεις)
καί στεροῦνται, ἐπίσης, «αὐτεξουσίου»,
γι’ αὐτό δέν μετέχουν στό «κατ’ εἰκόνα». «Αὐτεξούσιον»
εἶναι ἡ ἐλευθερία, ἡ δυνατότητα ἐπιλογῆς.
Τό «αὐτεξούσιον» εἶναι τό θεμέλιο ἀρετῆς
καί κακίας, σωτηρίας καί πτώσεως ἀνθρώπου. Μέ τό «αὐτεξούσιον»
ὁ ἄνθρωπος δρᾶ «κατ’ οἰκείαν
γνώμην», ἐνῶ τά ζῶα δροῦν
«κατ’ ἔνστικτον» καί «καθ’ ἡδονήν». Ὅμως,
τό «κατ’ εἰκόνα» εἶναι μόνο ἡ
βάση καί ἡ ἀρχή μιᾶς σχετικῆς
ὁμοιότητας μέ τόν Θεό. Ἡ σχετική αὐτή
ὁμοιότητα ἔχει τή δυνατότητα νά
καλλιεργηθεῖ καί νά ἐπαυξηθεῖ.
Ἡ δυνατότητα αὐτή περιγράφεται μέ τήν
ἔκφραση «καθ’ ὁμοίωσιν». «Καθ’ ὁμοίωσιν»
εἶναι ἡ ἐκπλήρωση τοῦ προορισμοῦ
τοῦ ἀνθρώπου, δηλ. ἡ θέωση. Ἡ
θέωση ἀποτελεῖ ὑπέρβαση
τῆς προπτωτικῆς κατάστασης τοῦ
ἀνθρώπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου