Διάγραμμα – Περίληψη
Θέματος ΙΓ' τοῦ Θεολογικοῦ Προγράμματος «Ὀρθοδοξία καί Ζωή»
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας,
περιόδου Ζ΄, ἔτους
2012-2013.
Ἡ πορνεία ὡς πάθος καί ἁμάρτημα: Κατά τούς Πατέρες, τά δύο πρῶτα
πάθη πού προέρχονται ἀπό τή Φιληδονία, εἶναι ἡ
γαστριμαργία καί ἡ πορνεία. Αὐτά συνδέονται στενά
μεταξύ τους: τό πρῶτο πάθος τρέφει τό δεύτερο. Πορνεία εἶναι
ἡ «παράχρησις» (παθολογική ἤ κακή χρήση) τῆς
σεξουαλικότητας. Ὑπάρχει καλή καί κακή χρήση τῆς σεξουαλικότητας, ὅπως
ὑπάρχει καλή καί κακή χρήση τῆς ἡδονῆς.
Κατά τούς Πατέρες, ἡ σεξουαλικότητα δέν εἶναι ἔμφυτη
στήν ἀνθρώπινη φύση, δηλ. δέν εἶναι κάτι «φυσικό» γιά
τόν ἄνθρωπο, μέ τήν ἔννοια πού δίνει ἡ
Πατερική Παράδοση στό «φυσικό». Ἡ σεξουαλικότητα ἐμφανίζεται
μετά τήν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων καί δέν εἶναι ἡ
αἰτία τῆς πτώσης τους: «ὅτε
διά τῆς παραβάσεως θάνατος εἰς τόν κόσμον εἰσῆλθε,
τότε ἔγνω Ἀδάμ τήν γυναῖκα αὐτοῦ»
(Ἰω. Δαμασκηνός). Οἱ Πρωτόπλαστοι ἦσαν
γυμνοί «καί οὐκ ἠσχύνοντο» (Γεν. 2,25), «ἀπαθείας γάρ ἄκρας
τοῦτό ἐστιν» (Ἰω. Δαμασκηνός). Ὁ
Χριστός, ἄν καί ἀνέλαβε τά «φυσικά καί ἀδιάβλητα»
πάθη, δέν ἀνέλαβε τή ἀνθρώπινη σεξουαλικότητα,
γιατί αὐτή εἶναι μέν «φυσικό» (=κοινό μετά τήν πτώση), ἀλλά
ὄχι ἀναγκαῖο στοιχεῖο
τοῦ ἀνθρώπου. Ὡστόσο, ἄν
καί ἡ παρθενία συνιστᾶ κανόνα τελειότητος, ἡ
ὕπαρξη ἤ ἡ
ὀρθή χρήση τῆς σεξουαλικότητας δέν
συνιστᾶ ἁμαρτία. Ἡ σεξουαλικότητα εἶναι
μιά πανίσχυρη δύναμη στόν ἄνθρωπο (καί στά ζῶα),
πού συμβάλλει στή διαιώνιση τοῦ εἴδους.
Στά ζῶα αὐτή ἡ δύναμη εἶναι ἄλογη,
δηλ. ἐνστικτώδης, ἐνῶ
στόν ἄνθρωπο μπορεῖ νά εἶναι
«ἔλλογος» («κατήκοος τῷ λόγῳ»,
ἐλεγχόμενη ἀπό τόν λόγο), δηλ. ἡ
σεξουαλικότητα εἶναι μιά δύναμη πού μποροῦμε νά τήν ἐλέγξουμε.
Ἡ χρήση της δέν συνιστᾶ πορνεία, α) ὅταν
λειτουργεῖ ἐντός τοῦ Γάμου καί β) ὅταν
ἀπολυτοποιεῖται ἡ
ἡδονή, πού προέρχεται ἀπ’ αὐτήν.
Ἡ πορνεία δέν εἶναι ἀποκλειστικά
σαρκικό πάθος, ἀλλά καί ψυχικό, γιατί δέν ὑπάρχουν ἀποκλειστικά
σωματικές ἡδονές. Γι’ αὐτό, τό πνεῦμα
(δαιμόνιο) τῆς πορνείας πολεμᾶ ἀκόμη
καί ὑπερήλικες.