γαπητοί φίλοι,

Σς καλωσορίζω στό προσωπικό μου ἱστολόγιο καί σς εχομαι καλή περιήγηση. Σ’ ατό θά βρετε κείμενα θεολογικο καί πνευματικο περιεχομένου, πως κείμενα ναφερόμενα στήν πίστη καί Παράδοση τς κκλησίας, ντιαιρετικά κείμενα, κείμενα πνευματικς οκοδομς, κείμενα ναφερόμενα σέ προβληματισμούς καί ναζητήσεις τς ποχς μας καί, γενικά, διάφορα στοιχεα πό τήν πίστη καί ζωή τς ρθόδοξης κκλησίας.

Εχομαι τά κείμενα ατά καί κάθε νάρτηση σ’ ατό τό ἱστολόγιο νά φανον χρήσιμα σέ σους νδιαφέρονται, νά προβληματίσουν θετικά, νά φυπνίσουν καί νά οκοδομήσουν πνευματικά.

ελογία καί Χάρις το Κυρίου νά εναι πάντοτε μαζί σας.

Μετά τιμς καί γάπης.

π. Σωτήριος θανασούλιας

φημέριος Μητροπολιτικο ερο Ναο γίου Βασιλείου Τριπόλεως.

Σάββατο 23 Μαρτίου 2024

«Το μυστήριο του Χριστού» 2023-4: Το πρόσωπο του Ιησού Χριστού

 


Διάγραμμα – Περίληψη Θέματος Θ' τοῦ Προγράμματος Ὀρθόδοξης Κατήχησης «Τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ», περιόδου Α', ἔτους 2023-2024. 

Εἰσαγωγικά: Προϋπόθεση γιά νά προσεγγίσουμε τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ πίστη στήν ἀλήθεια γιά τήν Ἁγία Τριάδα (ἡ «ψηλάφηση» τοῦ μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος), ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶναι «ὁ εἷς τῆς Τριάδος». Ὁ Θεός τῆς πίστεώς μας εἶναι «μία φύσις ἤ οὐσία καί τρεῖς ὑποστάσεις ἤ πρόσωπα». Περισσότερο, ὅμως, ἀπό τό πῶς εἶναι ὁ Θεός καθ’ Αὐτόν μᾶς ἐνδιαφέρει τό πῶς σχετίζεται μέ τόν κόσμο καί ἰδιαιτερα μέ τόν ἄνθρωπο. Ὁ Θεός ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ τόν κόσμο, μέσω τῶν ἐνεργειῶν Του, οἱ ὁποῖες εἶναι ἄκτιστες. Μέ τίς ἄκτιστες ἐνέργειές Του δημιουργεῖ τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο. Εἰδικότερα ὁ ἄνθρωπος, ὅπως καί οἱ Ἄγγελοι, δημιουργεῖται γιά νά μετέχει καί στή θεοποιό ἐνέργεια ἤ Δόξα τοῦ Θεοῦ, δηλ. στήν ὕψιστη μορφή θείας μετοχῆς, πού ταυτίζεται μέ τήν κατάσταση τοῦ Παραδείσου. Ὅμως, ὅπως γνωρίζουμε, ὁ ἄνθρωπος ἐξέπεσε ἀπό τήν κατάσταση αὐτή, στερήθηκε τή μετοχή στή Δόξα τοῦ Θεοῦ (Ρωμ. 3,23), ἀπώλεσε τόν Παράδεισο, «παρεδόθη τῇ φθορᾷ καί συνεζεύχθη τῷ θανάτῳ», κατέστη δοῦλος τῶν παθῶν καί διάγει σέ αἰχμαλωσία τοῦ διαβόλου.

Τό προαιώνιο μυστήριο: Ὁ Θεός, προγνωρίζοντας τήν ἀνθρώπινη πτώση, εἶχε ἤδη ἕτοιμο ἕνα σχέδιο γιά τή σωτηρία του, πού ἀποτελεῖ «μυστήριον», «ἀπ’ αἰῶνος ἀπόκρυφον καί ἀγγέλοις ἄγνωστον» (ἐκκλ. ὕμνος) ἤ «μυστήριον χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένον, φανερωθέν δέ νῦν» (Ρωμ. 14, 24-25). Τό σχέδιο αὐτό ἔπρεπε νά εἶναι τέλειο, γι’ αὐτό εἶναι «μέγα» (τό «μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριον», Α΄ Τιμ. 3,16), ἐπειδή α) ὁ ἄνθρωπος δέν μποροῦσε μέ τίς δικές του δυνάμεις νά ὑπερβεῖ τόν θάνατο καί νά λυτρωθεῖ ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου καί β) ὁ Θεός μποροῦσε καί αὐθαίρετα νά σώσει τόν ἄνθρωπο, ἀλλά ἡ σωτηρία αὐτή θά ἦταν «βίᾳ καί δυναστείᾳ» σωτηρία καί θά ἀδικοῦσε τόν διάβολο. Ἡ αὐθεντική σωτηρία μποροῦσε νά προσφερθεῖ ἀπό κάποιον πού θά ἦταν ταυτοχρόνως καί Θεός καί ἄνθρωπος. Ἐνῶ, ὅμως, τό μυστήριο τῆς σωτηρίας εἶναι «σεσιγημένον», «ἄγνωστον», «ἀπόκρυφον» κ.λπ., ἀποκαλύπτεται σκιωδῶς καί αἰνιγματικά σέ Δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: γιά πρώτη φορά στούς Πρωτοπλάστους στό λεγόμενο «πρωτευαγγέλιο» (Γεν. 3,15) καί ἔπειτα σέ πρόσωπα ὅπως ὁ Σολομών, ὁ Ἡσαΐαςς κ.ἄ. «Ὅτε δέ ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου» (Γαλ. 4,4), ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, «Θεός ὤν τέλειος, ἄνθρωπος τέλειος γίνεται καί ἐπιτελεῖται τό πάντων καινῶν καινότατον, τό μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον»! (ἅγ. Ἰωάννης Δαμασκηνός). «Αὐτουργός» τῆς σωτηρίας μας γίνεται τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τό Ὁποῖο πραγματοποιεῖ τήν «εὐδοκία» τοῦ Πατρός μέ τή «συνέργεια» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι οὔτε οἱ Ἄγγελοι, οὔτε ὁ διάβολος γνώριζαν τό μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως (θείας Οἰκονομίας): «Ἔλαθεν τόν ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος τούτου ἡ παρθενία τῆς Μαρίας, ὁ Τοκετός αὐτῆς, ὁμοίως καί ὁ Θάνατος τοῦ Κυρίου· τρία μυστήρια κραυγῆς, ἅτινα ἐν ἡσυχίᾳ Θεοῦ ἐπράχθη» (ἅγ. Ἰγνάτιος). Τό μυστήριο τοῦτο πραγματοποιήθηκε ἐν τόπῳ καί χρόνῳ, «ἐν Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας ἐν ἡμέραις Ἡρῴδου τοῦ βασιλέως» (Ματθ. 2,1), στό ἱστορικό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁλόκληρη ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι ἡ προεργασία, ἡ προετοιμασία τῆς φανερώσεως αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου: «ὁ νόμος παιδαγωγός ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστόν» (Γαλ. 3,24).

Φύσεις καί πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ: Ἡ Ἐκκλησία θεμελιώθηκε στήν ἀλήθεια («πέτρα» τῆς πίστεως), ὅτι ὁ Χριστός δέν ἦταν οὔτε κοινός ἄνθρωπος, οὔτε Ἅγιος, οὔτε Προφήτης, ἀλλά «ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ματθ. 16,16), ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος «ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α΄ Τιμ. 3,16). Κατέχοντας ἡ Ἐκκλησία τήν ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεός ἔγινε πράγματι ἄνθρωπος, χωρίς νά πάψει νά εἶναι Θεός, τήν διατύπωσε μέ τούς ἴδιους ὅρους μέ τούς ὁποίους διατύπωσε καί τήν ἀλήθεια γιά τήν Ἁγία Τριάδα, δηλ. μέ τούς ὅρους «οὐσία», «φύσις», «ὑπόστασις» καί «πρόσωπον». Ἐνῶ, ὅμως, στό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος ὑπάρχουν «μία φύσις ἤ οὐσία καί τρεῖς ὑποστάσεις ἤ πρόσωπα», στό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχουν «δύο φύσεις ἤ οὐσίες καί μία ὑπόστασις ἤ πρόσωπον». Μέ ἄλλα λόγια, στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἑνώθηκαν μέ τρόπο ἄρρητο καί ἀκατανόητο δύο «τέλειες» (ὁλόκληρες) φύσεις, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη, σέ ἕνα πρόσωπο, πού εἶναι τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Αὐτό σημαίνει, ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ δέν εἶχε δικό της πρόσωπο, ἀλλά πρόσωπό της χρημάτισε ἐξ ἀρχῆς («ἐξ ἄκρας συλλήψεως») τό πρόσωπο ἤ ἡ ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου, δηλ. τό πρόσωπο τῆς θείας φύσεως. Γι’ αὐτό λέγεται ὅτι ὁ Θεός Λόγος «προσέλαβε» τήν ἀνθρώπινη φύση, ἡ δέ ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου μπορεῖ νά ἀποκαλεῖται καί «σύνθετη», μόνο ὅμως μέ τήν ἔννοια ὅτι εἶναι κοινή ὑπόσταση τῶν δύο φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ εἶναι «τέλεια» (πλήρης, ὁλόκληρη), χωρίς ὅμως τό στοιχεῖο τῆς ἁμαρτίας (ὁ Χριστός ἦταν πλήρως καί ἀπολύτως ἀναμάρτητος), γιατί ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι στοιχεῖο τῆς αὐθεντικῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἀλλά μεταγενέστερη προσθήκη, σ’ αὐτήν (ἀσθένεια): εἶναι στοιχεῖο «ἐπιγενόμενον», «ἐπεισελθόν» καί «συμβεβηκός». Ὡστόσο, ὁ Χριστός προσέλαβε τά λεγόμενα «ἀδιάβλητα πάθη» (πείνα, δίψα, κόπωση, πόνος, θάνατος), τά ὁποῖα εἶναι μέν ἀποτελέσματα τῆς ἁμαρτίας, ὅμως καθ’ αὐτά δέν εἶναι ἁμαρτία, ἀλλά μπορεῖ νά γίνουν ἁμαρτία («διαβλητά»). Τά προσέλαβε δέ, ὄχι γιά νά τά ἐπικυρώσει ἤ νά τά διαιωνίσει, ἀλλά γιά νά τά καταργήσει, γι’ αὐτό καί μετά τήν Ἀνάσταση ἦταν ἐλεύθερος καί ἀπό τά «ἀδιάβλητα πάθη». Οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ διατήρησαν τά φυσικά τους ἰδιώματα, ἀλλά καί τίς φυσικές τους ἐνέργειες καί τίς φυσικές τους θελήσεις. Ἔτσι ὁ Χριστός εἶχε δύο «φυσικές ἐνέργειες», θεία καί ἀνθρώπινη, καί δύο «φυσικές θελήσεις», θεία καί ἀνθρώπινη, ὄχι ὅμως «ὑπενάντιες» (ἀντιτιθέμενες), ἀλλά συμφωνοῦσες μεταξύ τους, ἐπειδή ἡ ἀνθρώπινη θέληση ἀκολουθοῦσε πάντοτε καί ἐλεύθερα τή θεία, ἤθελε ἐλευθέρως ὅ,τι ἀκριβῶς ἤθελε καί ἡ θεία θέληση, τό ἀντικείμενο τῶν δύο θελήσεων (τό «θελητόν») ἦταν κοινό.

Ὁ τρόπος ἑνώσεως τῶν φύσεων: Ἡ διατύπωση τῆς ἀλήθειας γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, προῆλθε μέ ἀφορμή μεγάλες χριστολογικές αἱρέσεις, κυρίως ἀπό τόν δ΄ μ.Χ. αἰ. καί ἑξῆς, πού ἐπιχειροῦσαν νά κατανοήσουν τόν «τρόπο» ἑνώσεως Θεοῦ καί ἀνθρώπου στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως, ὁ «τρόπος» τῆς ἑνώσεως εἶναι ἄρρητος καί ἀκατανότητος καί παραμένει ἄρρητος καί ἀκατανόητος ἀκόμη καί μετά τή διατύπωσή του σέ δόγματα. Τά δόγματα μόνο ὄψεις τῆς ἀλήθειας ἀποκαλύπτουν καί ἐπικυρώνουν. Δέν εἶναι λογικές κατανοήσεις τῆς ἀλήθειας, οὔτε ἰσχύουν ὡς φιλοσοφικές ἀρχές. Οἱ αἱρετικοί τῆς ἐποχῆς, ἀντίθετα ἐφάρμοσαν στό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ φιλοσοφικές ἀρχές, ὅπως «δύο τέλεια ἕν γενέσθαι οὐ δύναται» καί «οὐκ ἔστιν φύσιν ἀπρόσωπον ἤ ἀνυπόστατον εἰπεῖν». Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, δίδασκε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι «τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος ὁ αὐτός»! Ἔτσι, ἄλλοι διαιροῦσαν τίς φύσεις καί ἄλλοι τίς συνέχεαν. Διαίρεση τῶν φύσεων ἔκανε ὁ Νεστοριανισμός, ὁ ὁποῖος θεωροῦσε τίς φύσεις ἐπιφανειακά ἑνωμένες. Τήν ἕνωση θεωροῦσε ἁπλή «συνάφεια» (ἐπαφή). Πίστευε ὅτι ὁ Χριστός γιά τήν ἀκρίβεια ἔχει δύο πρόσωπα, τά ὁποῖα ἑνώνονται «κατ’ εὐδοκίαν» (κατά τήν κοινή θέληση). Ἡ θέληση τοῦ ἀνθρώπου Ἰησοῦ ταυτίστηκε μέ τή θέληση τοῦ Θεοῦ Λόγου καί μόνο μέ αὐτή τήν ἔννοια (δηλ. καταχρηστικῶς) μπορεῖ νά γίνεται λόγος γιά «ἕνα πρόσωπο», τό «πρόσωπον τῆς ἑνώσεως» τῶν Νεστοριανῶν. Συνέπεια αὐτῆς τῆς «ἑνώσεως» εἶναι τό γεγονός ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία, ἡ Μητέρα τοῦ Ἰησοῦ, δέν εἶναι «Θεοτόκος», ἀλλά πρέπει νά ἀποκαλεῖται «Χριστοτόκος» ἤ «ἀνθρωποτόκος». Ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τοῦ Νεστορίου (395-451) ἀντέδρασε ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας (370-444) καί συγκροτήθηκε ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (Ἔφεσος, 431), ἡ ὁποία καταδίκασε τόν Νεστοριανισμό καί ἐπικύρωσε τήν ἐκκλησιαστική διδασκαλία ὅτι τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνα (τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου), στό ὁποῖο οἱ δύο φύσεις ἑνώθηκαν «καθ’ ὑπόστασιν» (ὑποστατική ἕνωση). Ἀναζωπύρωση τοῦ Νεστοριανισμοῦ μέ συγκεκαλυμμένη μορφή καταδίκασε ἡ Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (Κων/πολη, 553). Οἱ ἀκραῖοι ἀντίπαλοι τοῦ Νεστοριανισμοῦ κατέληξαν στήν αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, κατά τήν ὁποία οἱ δύο φύσεις ἑνώθηκαν τόσο στενά, ὥστε ἡ θεία ἀπορρόφησε τήν ἀνθρώπινη, μέ ἀποτέλεσμα μετά τήν ἕνωση νά παραμείνει «μία φύσις». Οἱ Μονοφυσίτες ἀπέρριπταν τίς ἐκφράσεις «δύο φύσεις» καί «ἐν δύο φύσεσι», δεχόμενοι τίς διατυπώσεις «δύο φύσεις πρό τῆς ἑνώσεως, μία φύσις μετά τήν ἕνωσιν» καί «ἐκ δύο φύσεων». Καταδικάστηκαν ἀπό τήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (Χαλκηδόνα, 451), ἡ ὁποία ὁμολογεῖ τόν Χριστό «τέλειον τόν αὐτόν ἐν θεότητι καί τέλειον τόν αὐτόν ἐν ἀνθρωπότητι ... ἐν δύο φύσεσιν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως γνωριζόμενον ... οὐκ εἰς δύο πρόσωπα μεριζόμενον ἤ διαιρούμενον, ἀλλ’ ἕνα καί τόν αὐτόν υἱόν μονογενῆ, Θεόν Λόγον». Συγκεκαλυμμένη ἐκδήλωση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ μέ τή μορφή τῶν αἱρέσεων τοῦ Μονοθελητισμοῦ (δεχόταν μία θέληση στόν Χριστό) καί τοῦ Μονοενεργητισμοῦ (δεχόταν μία ἐνέργεια στόν Χριστό) καταδίκασε ἡ ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (Κων/πολη, 680-681). Ὁ Μονοφυστιτισμός μέ ἤπια μορφή ἐπιβιώνει μέχρι σήμερα στίς λεγόμενες «Ἀντιχαλκηδόνιες» ἤ «Προχαλκηδόνιες Ἐκκλησίες».

 

(«Τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ», Πρόγραμμα Ὀρθόδοξης Κατήχησης, Τρίπολη, Πνευματικό Κέντρο Μητροπολιτικοῦ Ἱ. Ναοῦ Ἁγίου Βασιλείου Τριπόλεως, πλατεία Ἐθνάρχου Μακαρίου. Ὑπεύθυνος π. Σωτήριος Ὀ. Ἀθανασούλιας. Περίοδος Α', ἔτος 2023-2024).

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου