Διάγραμμα – Περίληψη
Θέματος Η' τοῦ Θεολογικοῦ Προγράμματος «Ὀρθοδοξία καί Ζωή»
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας,
περιόδου ΙΒ', ἔτους 2017-2018.
Ἡ ἀναζήτηση τοῦ προορισμοῦ: Τό σημαντικότερο, ἴσως,
«ὑπαρξιακό» ἐρώτημα τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι τό, Γιατί ὑπάρχουμε; Ποιός εἶναι ὁ
σκοπός τῆς ζωῆς μας; Γιατί μᾶς δημιούργησε ὁ Θεός; Ἡ βιολογική ζωή (ἡ χωρίς
προορισμό ζωή), δέν ἀποτελεῖ ἱκανοποιητική ἀπάντηση στό ἐρώτημα. Ἡ ἀναζήτηση
τοῦ προορισμοῦ ἐπιχειρεῖται συνήθως μέ τήν ὑπέρβαση τῆς βιολογικῆς ζωῆς, μέσω μιᾶς
ὑποτιθέμενης «πνευματικῆς» ζωῆς. Στήν ἀναζήτηση αὐτή ὁ ἄνθρωπος δημιουργεῖ ὑποκατάστατα
τοῦ προορισμοῦ του, προσδίδοντας ὑπέρτερη ἀξία σέ πράγματα (συγκεκριμένα ἤ
ἀφηρημένα) πού τόν περιβάλλουν. Ἔτσι, δημιουργεῖ τίς λεγόμενες «ἀξίες» (ὅπως, ἡ
οἰκογένεια, ἡ φιλία, ἡ θρησκεία, ἡ παιδεία, ἡ πατρίδα, ἡ δικαιοσύνη, ἡ εἰρήνη,
ὁ ἐθελοντισμός, ὁ ἀκτιβισμός κ.ἄ.) καί κατασκευάζει ἀξιολογικά συστήματα
(ἱεραρχήσεις ἀξιῶν), τά ὁποῖα στή συνέχεια ἀπολυτοποιεῖ. Ἰδιαίτερα στίς σύγχρονες
ἐκκοσμικευμένες κοινωνίες οἱ «ἀξίες» λειτουργοῦν ὡς ὑποκατάστατα αὐτοῦ τούτου
τοῦ Θεοῦ. Ἡ σχέση (διάκριση) «ἀξιῶν» καί «ἀρετῶν». Ἄλλη μορφή ὑποτιθέμενης
«πνευματικῆς» ζωῆς εἶναι τά προϊόντα τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ: ἡ γνώση, ἡ
ἐπιστήμη, ἡ διανόηση, ἡ τέχνη κ.λπ. Ὁ ἄνθρωπος, συνήθως, ταυτίζει τό
«πολιτιστικό» (τίς ἐκδηλώσεις τοῦ «ψυχικοῦ ἀνθρώπου») μέ τό «πνευματικό» (τό
προϊόν τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος). Ὡστόσο, ὅλα αὐτά τά στοιχεῖα εἶναι ἀνθρώπινα
ἐπιτεύγματα καί ἀποτελοῦν ἁπλῶς καί μόνο ὑποκατάστατα τοῦ αὐθεντικοῦ ἀνθρώπινου
προορισμοῦ.
Ἡ Βιβλική καί Πατερική ἔννοια τοῦ προορισμοῦ: Στήν Ἁγία Γραφή ὀ ἀνθρώπινος
προορισμός (ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας) ἀποκαλύπτεται ἤδη στή διήγηση γιά τή
δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου (Γεν. 1,26). Αὐτός εἶναι, βέβαια, τό «καθ’ ὁμοίωσιν».
«Καθ’ ὁμοίωσιν» εἶναι ἡ «θέωσις». «Θέωσις» εἶναι τό νά γίνει ὁ ἄνθρωπος «θεός»,
δηλ. τό νά γίνει «κατά χάριν» ὅ,τι εἶναι ὁ Θεός «κατά φύσιν» (ὁ ἄνθρωπος εἶναι
«θεός κεκλημένος», κατά τούς Πατέρες). «Θεώσις» εἶναι ἡ (ἐλευθέρα) προσπάθεια ὁμοιώσεως
- μιμήσεως τοῦ Θεοῦ. «Θεώσις» εἶναι ἡ κοινωνία μέ τόν Θεό. Ὡστόσο, ἡ «θέωσις»
εἶναι μιά μορφή κοινωνίας διαφορετική ἀπό ἐκείνη τῶν ἄλλων ὄντων. Ὅλα τά ὄντα
κοινωνοῦν τοῦ Θεοῦ μέ διάφορους τρόπους, μετέχοντας σέ κάποιες Ἐνέργειές Του. Ἡ
«θέωσις» εἶναι ἡ ὑψίστη μορφή κοινωνίας, μέσω τῆς μετοχῆς στή θεοποιό Ἐνέργεια ἤ
Δόξα τοῦ Θεοῦ. «Θέωσις» εἶναι ὁ ἐν Χριστῷ δοξασμός τοῦ ἀνθρώπου. Στόν
μεταπτωτικό ἄνθρωπο ἡ ὑπέρβαση τῆς βιολογικῆς ὕπαρξης καί ἡ αὐθεντική
πνευματική ζωή συνίσταται στή μετοχή στά τρία εἴδη τῶν σωστικῶν Ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ:
α) στίς καθαρτικές, β) στίς φωτιστικές καί γ) στίς θεοποιούς Ἐνέργειες. Οἱ ἀντίστοιχες
τρεῖς «τάξεις τῶν σωζομένων» ἤ στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς: α) ἡ κάθαρση, β) ὁ φωτισμός
καί γ) ἡ θέωση. Ἡ ἀντιστοιχία τῶν τριῶν σταδίων στίς καταστάσεις «παρά φύσιν»,
«κατά φύσιν» καί «ὑπέρ φύσιν» ἤ στίς καταστάσεις «πτώση», «κατ’ εἰκόνα»
(προπτωτική κατάσταση) καί «καθ’ ὁμοίωσιν». Ἡ διάκριση Οὐσίας καί Ἐνεργείας τοῦ
Θεοῦ, ὡς προϋπόθεση τῆς θεώσεως: τό Φῶς τό Ὁποῖο «εἶναι» καί τό Φῶς ἐντός τοῦ
Ὁποίου «κατοικεῖ» ὁ Θεός. Τό ἄκτιστο, ἀλλά μεθεκτό τῶν θείων Ἐνεργειῶν. Τό ἀπερίγραπτο
τῶν θείων Ἐνεργειῶν (ἡ θέωση, ὡς κατάσταση «ὑπέρ αἴσθησιν», «ὑπέρ λόγον» καί
«ὑπέρ νοῦν»).
Ἡ πτώση ὡς ἀστοχία τοῦ ἀνθρώπινου προορισμοῦ: Ἡ πτώση, ἀπό τήν ἄποψη
τοῦ προορισμοῦ, ἀποτελεῖ ἀστοχία («ἁμαρτία» = ἀστοχία, στήν ἀρχική της ἔννοια):
ὁ ἄνθρωπος ἀστόχησε (ἀπέτυχε) στήν ἐκπλήρωση τοῦ προορισμοῦ του, κινούμενος
πρός τήν ἀντίθετη κατεύθυνση, ἤ μᾶλλον πρός τήν ἴδια κατευθύνση, ἀλλά μέ
ἐσφαλμένο τρόπο. Τό «καθ’ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ καί τό «ἔσεσθε ὡς θεοί» τοῦ διαβόλου
μοιάζουν πολύ ἐξωτερικά, ἀλλά διαφέρουν ριζικά στό βάθος. Ὁ ἄνθρωπος ἐπλανήθη,
πιστεύοντας ὅτι μπορεῖ νά γίνει «θεός», χωρίς τόν Θεό, ἀλλά μόνο μέ τίς δικές του
δυνάμεις. Ἔκτοτε, ἡ τάση τῆς αὐτονομίας συνυπάρχει παρασιτικά μέ τή φυσική τάση
ἐξαρτήσεως κοινωνίας τοῦ Θεοῦ, διχάζοντας
τόν ἄνθρωπο. Μέ τήν πτώση, ἡ ἁμαρτία κυριάρχησε ὄχι, βέβαια, ὡς ὄν ἤ ὡς
ὑπόστασις (ὕπαρξις), ἀλλά ὡς «παράσιτος δύναμις» μέσα στόν κόσμο. Ὡστόσο, αὐτή
ἡ «παράσιτος δύναμις» εἶναι ὄντως φθοροποιός καί θανατηφόρος: «τά ὀψώνια τῆς
ἁμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. 6,23). Δι’ αὐτῆς ὁ ἄνθρωπος καθίσταται α) νεκρός καί β)
δοῦλος τοῦ διαβόλου, τῶν παθῶν του καί τοῦ περιβάλλοντος. Στήν κατάσταση αὐτή ἡ
ἐπίτευξη τοῦ προορισμοῦ του ἦταν δυνατή μόνο μέ τήν ἐξωτερική παρέμβαση ἑνός
πανίσχυρου Λυτρωτοῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου