γαπητοί φίλοι,

Σς καλωσορίζω στό προσωπικό μου ἱστολόγιο καί σς εχομαι καλή περιήγηση. Σ’ ατό θά βρετε κείμενα θεολογικο καί πνευματικο περιεχομένου, πως κείμενα ναφερόμενα στήν πίστη καί Παράδοση τς κκλησίας, ντιαιρετικά κείμενα, κείμενα πνευματικς οκοδομς, κείμενα ναφερόμενα σέ προβληματισμούς καί ναζητήσεις τς ποχς μας καί, γενικά, διάφορα στοιχεα πό τήν πίστη καί ζωή τς ρθόδοξης κκλησίας.

Εχομαι τά κείμενα ατά καί κάθε νάρτηση σ’ ατό τό ἱστολόγιο νά φανον χρήσιμα σέ σους νδιαφέρονται, νά προβληματίσουν θετικά, νά φυπνίσουν καί νά οκοδομήσουν πνευματικά.

ελογία καί Χάρις το Κυρίου νά εναι πάντοτε μαζί σας.

Μετά τιμς καί γάπης.

π. Σωτήριος θανασούλιας

φημέριος Μητροπολιτικο ερο Ναο γίου Βασιλείου Τριπόλεως.

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020

Ουσία και υποστάσεις του Θεού



Διάγραμμα – Περίληψη
Θέματος Ζ' το Θεολογικο Προγράμματος «ρθοδοξία καί Ζωή»
τς ερς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας,
περιόδου ΙΔ', τους 2019-2020.

Ὁ προσωπικός Θεός τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας»: Ὁ Θεός, ὅπως ἀποκαλύπτεται στή Βιβλική καί Πατερική Παράδοση, δέν ἔχει καμμία σχέση οὔτε μέ τά περί Θεοῦ διανοήματα τῶν Δυτικῶν θεολόγων, οὔτε μέ τίς ἀντίστοιχες ἀντιλήψεις τῶν Ἀνατολικῶν θρησκειῶν καί τῆς «Νέας Ἐποχῆς». Ἐδῶ ὁ  Θεός ἐμφανίζεται πάντοτε ὡς πρόσωπο, μέ πλήρεις προσωπικές ἰδιότητες, ἰδιαίτερα δέ μέ συγκεκριμένη βούληση (θέλημα) γιά κάθε περίπτωση, τήν ὁποία ἐκφράζει, συνήθως, μέσῳ ἱερῶν προσώπων, ὅπως οἱ Προφῆτες («τάδε λέγει Κύριος»!). Στήν Παλαιά Διαθήκη εἶναι παρών καί ἐνεργεῖ ἐντός τοῦ Λαοῦ Του. Ἀπευθύνεται σέ ὅσους ἐμφανίζεται διά τῆς προσωπικῆς ἀντωνυμίας «ἐγώ»: «Ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου ... οὐκ ἔσονταί σοι θεοί ἕτεροι πλήν ἐμοῦ» (Ἐξ. 20, 2-3). «Ἐγώ εἰμι ὁ Θεός τοῦ πατρός σου, Θεός Ἀβραάμ καί Θεός Ἰσαάκ καί Θεός Ἰακώβ» (Ἐξ. 3,5). «Ἐγώ εἰμι ὁ ὤν» (Ἐξ. 3,14). «Ἐγώ μάρτυς λέγει Κύριος ὁ Θεός ... ἵνα γνῶτε καί πιστεύσητε καί συνῆτε ὅτι ἐγώ εἰμι. Ἔμπροσθέν μου οὐκ ἐγένετο ἄλλος θεός καί μετ’ ἐμέ οὐκ ἔσται. Ἐγώ ὁ Θεός, καί οὐκ ἔστι πάρεξ ἐμοῦ ὁ σῴζων. Ἐγώ ἀνήγγειλα καί ἔσωσα, ὠνείδισα, καί οὐκ ἦν ἐν ὑμῖν ἀλλότριος ... Ἐγώ Κύριος ὁ Θεός. Ἔτι ἀπ’ ἀρχῆς καί οὐκ ἔστιν ὁ ἐκ τῶν χειρῶν μου ἐξαιρούμενος· ποιήσω, καί τίς ἀποστρέψει αὐτό;» (Ἡσ. 43, 10-14) κ.ἄ. Ὅσοι Τόν γνώρισαν μαρτυροῦν σαφῶς γιά τίς προσωπικές Του ἰδιότητες καί ἐνέργειες: «Κύριος θανατοῖ καί ζωογονεῖ, κατάγει εἰς ᾅδου καί ἀνάγει· Κύριος πτωχίζει καί πλουτίζει, ταπεινοῖ καί ἀνυψοῖ. Ἀνιστᾷ ἀπό γῆς πένητα καί ἀπό κοπρίας ἐγείρει πτωχόν καθίσαι μετά δυναστῶν λαοῦ καί θρόνον δόξης κατακληρονομῶν αὐτοῖς. Διδούς εὐχήν τῷ εὐχομένῳ καί εὐλόγησεν ἔτη δικαίου ... Κύριος ἀσθενῆ ποιήσει ἀντίδικον αὐτοῦ, Κύριος ἅγιος» (Α' Βασ. 2, 6-10). Στήν Καινή Διαθήκη ἐμφανίζεται ὡς σαρκωμένο πρόσωπο, ὡς Ἰησοῦς Χριστός. Τό πρόσωπο αὐτό ταυτίζεται μέ τήν Ἀλήθεια καί τή Ζωή: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» (Ἰω. 14,6). Ὁ ἑνωμένος μέ Αὐτόν καθίσταται ἀληθής (γνήσιος) καί ζεῖ τήν αὐθεντική καί αἰώνια ζωή. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ μόνος Διδάσκαλος καί Καθηγητής (Ματθ. 23, 8-10), μέ τήν ἔννοια ὅτι μόνο διδάσκει καί δέν διδάσκεται ἀπό κανέναν. Οἱ Ἅγιοι διδάσκονται ἀπό Αὐτόν (τόν Χριστό) ἐντός τῆς θεοπτικῆς ἐμπειρίας τους, ἐντός τῆς ὁποίας γίνονται θεοφόροι καί θεοδίδακτοι.

Τό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος: Ὅσοι γνώρισαν τόν Θεό, τόν «περιγράφουν», συνήθως, ὡς Φῶς. Ὡστόσο, ἐντός αὐτοῦ τοῦ θείου καί ἀκτίστου Φωτός, σέ μιά ἐμπειρία πού ὑπερβαίνει καί τήν αἴσθηση καί τόν λόγο καί τή νόηση, βλέπουν ἄλλα δύο ὅμοια Φῶτα. Παραδόξως καί σέ ἀντίθεση μέ κάθε ἄλλη ἐμπειρία φωτός, τά τρία αὐτά Φῶτα εἶναι προσωπικά (πρόσωπα!) καί ἐνυπόστατα. Ἔτσι, οἱ γνωρίζοντες τόν Θεό μυοῦνται ἐμπειρικά στό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλά ἀντιλαμβάνονται καί κάποιες διακρίσεις ἐντός αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου, ὅπως: α) Ἄν καί τά τρία Φῶτα εἶναι ὅμοια, ὅμως διακρίνονται μεταξύ τους. Ἐπιπλέον, τό ἕνα εἶναι «πηγή» τῶν ἄλλων δύο Φώτων. Αὐτά «πηγάζουν» ἀπό τό πρῶτο Φῶς, μέ διαφορετικό, ὅμως, τρόπο τό καθένα. β) Ἡ γνώση αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου τῶν τριῶν Φώτων δέν εἶναι ἁπλή αἴσθηση ἤ πληροφορία περί αὐτῶν, ἀλλά εἶναι καί μετοχή σ’ αὐτά, δηλ. φωτισμός ὁλόκληρης τῆς προσωπικότητος (ψυχῆς καί σώματος) ἀπό τή Δόξα αὐτῶν τῶν Φώτων. Οἱ ἐμβαπτιζόμενοι μέσα σ’ αὐτό τό θεῖο Φῶς ὑφίστανται «ὀθνείαν ἀλλοίωσιν εὐπρεπεστάτην», γίνονται φωτοειδεῖς καί φωτοφόροι, «ἐκλάμπουσιν ὡς φωστῆρες». Ἄρα, ὑπάρχει ἕνα μετεχόμενο μέρος αὐτῶν τῶν Φώτων καί ἕνα μή μετεχόμενο. γ) Τόσο τό μή μετεχόμενο, ὅσο καί τό μετεχόμενο μέρος διακρίνονται σαφῶς ἀπό τόν κόσμο στό σύνολό του (ὁρατό καί ἀόρατο), δηλαδή ἀπό κάθε κτιστό: Μεταξύ κτιστῶν καί ἀκτίστων δέν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότητα. Οἱ ἔχοντες αὐτές τίς ἐμπειρίες μέ τίς διακρίσεις πού τίς συνοδεύουν ἐπιχειροῦν στή συνέχεια νά τίς ἐκφράσουν γιά τήν ὀφέλεια τῶν συνανθρώπων τους. Τό ὄργανο τῆς ἐκφράσεως καί διατυπώσεως αὐτῶν τῶν ἐμπειριῶν εἶναι ὁ ἀνθρώπινος «λόγος», ὁ ὁποῖος ὅμως διαφέρει ἀπό τό ὄργανο τῆς ὁράσεως τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ὁ «νοῦς». Ὁ Θεός ὁρᾶται, ὄχι διά τοῦ «λόγου», οὔτε διά τῆς «αἰσθήσεως», ἀλλά διά τοῦ κεκαθαρμένου «νοῦ» ἤ ἀφοῦ ἔχουν θεραπευθεῖ τά ἀσθενοῦντα γνωστικά μας ὄργανα ἤ ἀφοῦ ἔχει ἀποκτήσει κάποιος «πνευματικούς ὀφθαλμούς», ἤ ὁ Θεός ὁρᾶται «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι» («ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς») καί στή συνέχεια ὁ «λόγος» διατυπώνει τά ὁραθέντα μέ κτιστά (ἀναγκαστικά) νοημάτα καί ρημάτα, ἤ μέ παραδείγματα ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Ὅλα τά περί Θεοῦ παραδείγματα (ρήματα ἤ νοήματα) εἶναι κτιστά: ἀκόμη καί τά δόγματα εἶναι κτιστές διατυπώσεις περί Θεοῦ, εἶναι «ρητά» καί ὄχι «ἄρητα ρήματα». Στήν Παλαιά Διαθήκη αὐτά τά «ρητά ρήματα» εἶναι ἁπλά παραδείγματα, ἀλλά καί ὅροι ὅπως «Θεός», «Κύριος», «Κύριος τῆς Δόξης», «Ἄγγελος», «Σοφία», «Πνεῦμα Κυρίου» κ.ἄ. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι οἱ Προφῆτες καί Δίκαιοι τῆς ἐποχῆς γνώριζαν τό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλά ἀπέφευγαν νά μιλήσουν σαφῶς γι’ αὐτό, λόγῳ τοῦ σοβαροῦ κινδύνου τῆς εἰδωλολατρίας (πολυθεΐας). Μετέπειτα, στήν Καινή Διαθήκη καί ἐνωρίτερα, ὑπάρχουν πιό ἐνδεικτικοί ὅροι, ὅπως «Πατήρ», «Υἱός», «Ἅγιον Πνεῦμα», «Λόγος», «Παράκλητος» κ.ἄ. Ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἔπρεπε νά ἀντιμετωπίσει μεγάλες αἱρέσεις, πού χρησιμοποιοῦσαν εὐρύτατα τήν ἑλληνική φιλοσοφία (οἱ αἱρετικοί «θεολογοῦν» «ἀριστοτελικῶς»), χρησιμοποίησε κι αὐτή ἀντίστοιχους ὅρους γιά νά ἐκφράσει σαφέστερα τήν ἀλήθεια περί Θεοῦ. Ἔτσι προῆλθαν τά δόγματα.
Ἡ διατύπωση τοῦ Τριαδικοῦ δόγματος: Τά δόγματα εἶναι κτιστές διατυπώσεις περί Θεοῦ, οἱ ὁποῖες, ὅμως, ὁδηγοῦν μέ ἀσφάλεια στήν ἴδια τήν πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ. Ἀφορμή γιά τή διατύπωσή τους ἦταν οἱ αἱρέσεις, μέ μεγαλύτερη τόν Ἀρειανισμό. Ὁ Ἄρειος (256-336) ἀπέρριπτε τήν ἀλήθεια γιά τήν Ἁγία Τριάδα, μέ τόν ἰσχυρισμό ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καί, κατ’ ἐπέκτασιν, τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι κτιστά. Οἱ ὅροι τῆς διατυπώσεως τῶν δογμάτων προέρχονται ἀπό τήν ἑλληνική φιλοσοφία. Ὡστόσο, γιά νά ἐκφράσουν τίς ἀλήθειες περί Θεοῦ ἔπρεπε νά ὑποστοῦν κάποια ἐπεξεργασία. Αὐτή ἔγινε ἀπό τούς μεγάλους Πατέρες κατόπιν παρατηρήσεων στόν κτιστό κόσμο καί ἰδιαίτερα στόν ἄνθρωπο. Εἰδικότερα, χρησιμοποιήθηκαν οἱ ὅροι «οὐσία», «φύσις», «ὑπόστασις» καί «πρόσωπον» καί τά παράγωγά τους («ὁμοούσιος», «ἐνυπόστατον» κ.ἄ.). Οἱ τρεῖς πρῶτοι εἶναι φιλοσοφικοί καί σήμαιναν ἀρχικά τό ἴδιο πράγμα: ὅ,τι πράγματι ὑπάρχει, ὅ,τι δέν ὑφίσταται ἐξ αἰτίας κάποιου ἄλλου, τό αὐθύπαρκτο, ὅ,τι δέν εἶναι «συμβεβηκός». Στή θεολογική τους χρήση, ὅμως, διαχωρίστηκε ἡ ἔννοια τοῦ ὅρου «ὑπόστασις», ὥστε ἡ «οὐσία» καί ἡ «φύσις» νά σημαίνουν τό «κοινόν» (τά κοινά χαρακτηριστικά) τῶν ἐπιμέρους ἀτόμων ἑνός εἶδους καί ἡ «ὑπόστασις» νά σημαίνει τό «ἴδιον» (τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά) ἑνός ἀτόμου τοῦ ἴδιου εἶδους. Μέ τόν ὅρο «ὑπόστασις» ταυτίστηκε ὁ ὅρος «πρόσωπον». Ἔτσι, στήν περίπτωση τοῦ ἀνθρώπου «φύσις» ἤ «οὐσία» εἶναι ὁ «ἄνθρωπος» γενικά, ἡ ἀνθρωπότητα, τά κοινά στοιχεῖα ὅλων τῶν ἀνθρώπων, καί «ὑπόστασις» ἤ «πρόσωπον» εἶναι ὁ ἐπιμέρους ἄνθρωπος, ὁ Πέτρος, ὁ Παῦλος κ.λπ. Με αὐτά τά δεδομένα, τό τριαδικό δόγμα ἔλαβε τήν ἑξῆς τελική διατύπωση: «μία οὐσία - τρεῖς ὑποστάσεις» ἤ «μία φύσις - τρία πρόσωπα».
«Πρόσωπον» καί θεολογικός Περσοναλισμός: Ὁ ὅρος «πρόσωπον» ἔχει διαφορετική προέλευση. Προέρχεται ἀπό τό ἀρχαῖο θέατρο καί σήμαινε τόν προσωρινό ρόλο πού ἀσκοῦσε ὁ ἠθοποιός στή σκηνή. Οἱ Πατέρες τόν μετέτρεψαν ἀπό θεατρικό σέ ὀντολογικό ὅρο καί τόν ταύτισαν μέ τήν «ὑπόσταση». Ὡστόσο, ἄν καί «ὑπόστασις» καί «πρόσωπον» εἶναι «ταὐτόν», ὁ ὅρος «πρόσωπον» μόνο γιά ὁρισμένες «ὑποστάσεις» χρησιμοποιεῖται (περί ἀνθρώπου, περί Θεοῦ καί περί Ἀγγέλων). Σήμερα ὁ ὅρος χρησιμοποιεῖται εὐρύτατα (σύγχρονος φιλοσοφικός καί θεολογικός Περσοναλισμός - Προσωποκρατία), ἀλλά τό περιεχόμενό του ἔχει διαφοροποιηθεῖ ἀρκετά ἀπό τό περιεχόμενο, μέ τό ὁποῖο χρησιμοποιεῖται στήν Πατερική Παράδοση. Χαρακτηριστικά τοῦ «προσώπου» θεωροῦνται συνήθως ἡ ἑτερότητα, ἡ κοινωνία, ἡ ἐλευθερία, ἡ βούληση, ἡ αὐτογνωσία κ.ἄ. Τό ζήτημα τῆς προτεραιότητος μεταξύ «φύσεως» καί «προσώπου»: «φυσοκεντρικές» καί «προσωποκεντρικές» θεωρήσεις τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί τοῦ Θεοῦ. Σχέσεις προσώπου - βουλήσεως καί σύγχρονος Βολονταρισμός (Βουλησιαρχία): Κατά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, πηγή τῆς βουλήσεως εἶναι ἡ «φύση» καί ὄχι τό «πρόσωπο». «Προσωπικός» εἶναι ὁ τρόπος, μέ τόν ὁποῖο ἐνεργεῖται ἡ βούληση σέ κάθε περίπτωση. Πρόσωπο καί κοινωνία: Κατά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, τά πρόσωπα εἶναι «ἀκοινώνητα» καί ὁ ὅρος «κοινωνία προσώπων» εἶναι θεολογικά ἐσφαλμένος.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου