γαπητοί φίλοι,

Σς καλωσορίζω στό προσωπικό μου ἱστολόγιο καί σς εχομαι καλή περιήγηση. Σ’ ατό θά βρετε κείμενα θεολογικο καί πνευματικο περιεχομένου, πως κείμενα ναφερόμενα στήν πίστη καί Παράδοση τς κκλησίας, ντιαιρετικά κείμενα, κείμενα πνευματικς οκοδομς, κείμενα ναφερόμενα σέ προβληματισμούς καί ναζητήσεις τς ποχς μας καί, γενικά, διάφορα στοιχεα πό τήν πίστη καί ζωή τς ρθόδοξης κκλησίας.

Εχομαι τά κείμενα ατά καί κάθε νάρτηση σ’ ατό τό ἱστολόγιο νά φανον χρήσιμα σέ σους νδιαφέρονται, νά προβληματίσουν θετικά, νά φυπνίσουν καί νά οκοδομήσουν πνευματικά.

ελογία καί Χάρις το Κυρίου νά εναι πάντοτε μαζί σας.

Μετά τιμς καί γάπης.

π. Σωτήριος θανασούλιας

φημέριος Μητροπολιτικο ερο Ναο γίου Βασιλείου Τριπόλεως.

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2020

Ουσία και ενέργειες του Θεού



Διάγραμμα – Περίληψη
Θέματος Η' το Θεολογικο Προγράμματος «ρθοδοξία καί Ζωή»
τς ερς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας,
περιόδου ΙΔ', τους 2019-2020.

Μιά δεύτερη διάκριση περί Θεοῦ: Ἡ περί Θεοῦ ἀντίληψη τῆς Χριστιανικῆς (Ὀρθόδοξης) Ἐκκλησίας ἔχει ἀξία, ἐπειδή βασίζεται στίς ἐμπειρίες ὅσων βλέπουν τόν Θεό (Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Ἁγίων). Αὐτοί μαρτυροῦν ὅτι ὑπάρχει ἕνα μετεχόμενο καί ἕνα μή μετεχόμενο «μέρος» τοῦ Θεοῦ, καί ὅτι ὁ μετέχων αὐτοῦ τοῦ «μέρους» μετέχει ὄντως τοῦ Θεοῦ. Ἄρα, ἐκτός τῆς διακρίσεως μεταξύ «οὐσίας» καί «ὑποστάσεων» τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει καί μιά ἄλλη διάκριση, ἡ μετέπειτα γνωστή ὡς διάκριση μεταξύ «οὐσίας» καί «ἐνεργείας» ἤ «ἐνεργειῶν» τοῦ Θεοῦ. Ἡ διάκριση αὐτή ἐνυπάρχει στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη. Χωρίς αὐτήν δέν μπορεῖ νά κατανοηθεῖ ἡ διαδικασία τῆς σωτηρίας καί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε ἡ φαινομενική ἀντίθεση μεταξύ τῶν βιβλικῶν ἐκφράσεων «Θεόν οὐδείς ἑώρακεν πώποτε» (Ἰω. 1,18) καί «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. 5,8).

Ἡ θεολογική κρίση τοῦ ιδ΄ αἰῶνα: Ἡ ἀλήθεια αὐτή ἀμφισβητήθηκε τόν ιδ' μ.Χ. αἰ. («Ἡσυχαστικές ἔριδες») ἀπό τόν αἱρετικό Μοναχό Βαρλαάμ τόν Καλαβρό (1290-1350) καί ἀπό ἕναν περιορισμένο κύκλο διανοουμένων («ἀνθρωπιστῶν») τῆς αὐτοκρατορίας, ἀρχίζοντας ἀπό ἐμπειρικά δεδομένα. Ὁ Βαρλαάμ ἀμφισβήτησε τόν ἰσχυρισμό τῶν Ὀρθοδόξων Μοναχῶν ὅτι βλέπουν τό ἄκτιστο Φῶς, ἐφαρμόζοντας τήν ἀσκητική διαδικασία τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Ὀρθόδοξοι Πατέρες ταύτιζαν τό Φῶς αὐτό μέ τό Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου καί τίς ἐμπειρίες τους μέ αὐτές τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων, ὅπως ἡ φωτεινή Νεφέλη, ὁ θεῖος Γνόφος, ἡ Περιστερά τῆς Βαπτίσεως, οἱ πύρινες Γλῶσσες τῆς Πεντηκοστῆς, ὁ Στῦλος Πυρός, ὁ Στῦλος Νεφέλης, οἱ ἀνεωγμένοι Οὐρανοί κ.λπ. Ὁ Βαρλαάμ ἰσχυρίστηκε ὅτι οἱ ὁράσεις αὐτές ἦταν «γινόμενα καί ἀπογινόμενα κτίσματα», ὅτι τό Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως ἦταν κτιστό καί «χεῖρον τῆς ἡμετέρας νοήσεως» καί ὅτι ὁ Θεός ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ τόν ἄνθρωπο, μέσω τέτοιων «γινομένων καί ἀπογινομένων κτισμάτων». Ὡστόσο, ἐκτός τῆς θείας Ἀποκαλύψεως, ὑπάρχει (κατά τόν Βαρλαάμ) καί μιά ἄλλη ὑπέρτερη «ὁδός» πρός τόν Θεό, ἡ «ὁδός» «τῶν μαθημάτων», δηλ. ἡ μέσῳ ἀφηρημένων («ἀΰλων») ἐννοιῶν (συλλογισμῶν) γνῶσις τοῦ Θεοῦ. Ὁ Βαρλαάμ εἶχε ἤδη ὑποστηρίξει ὅτι οἱ περί Θεοῦ συλλογισμοί εἶναι «διαλεκτικοί» καί δέν ὁδηγοῦν σέ βέβαιες γνώσεις περί Θεοῦ, ἔχοντες ὡς ἀφετηρία τά «ἔνδοξα» τοῦ Ἀριστοτέλη. Ἀντίθετα, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς (1296-1359) ὑποστήριξε ὅτι οἱ περί Θεοῦ συλλογισμοί εἶναι «ἀποδεικτικοί», γιατί βασίζονται στίς θεοπτικές ἐμπειρίες τῶν Ἁγίων (σέ ἀσφαλή ἐμπειρικά δεδομένα): «τῆς γάρ ἀποδείξεως ἴσμεν βεβαιοτέραν φύσει τήν ἐμπειρίαν οὖσαν, ὥστε καί αὕτη ὑπέρ ἀπόδειξιν, καίτοι πᾶσα τέχνη καί ἐπιστήμη παρ’ αὐτῆς ἔχει τάς ἀρχάς». Τά τρία βασικά θέματα τῆς λεγόμενης «Ἡσυχαστικῆς ἔριδος»: α) «περί τῆς ἔξω παιδείας» δηλ. περί φιλοσοφίας, β) «περί εὐχῆς» καί γ) «περί φωτός». Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὑποστήριξε ὅτι: α) Ὑπάρχουν δύο εἴδη ἀληθείας καί, κατά συνέπειαν, δύο εἴδη γνώσεως. Ἡ «ἔξω παιδεία» δέν ὁδηγεῖ σέ γνώση τοῦ Θεοῦ καί δέν εἶναι σωτηριώδης. β) Ὅ,τι ἀποκαλεῖ ὁ Βαρλαάμ «εὐχή» (προσευχή) δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τήν ἐκκλησιαστική προσευχή, ὡς ὁδό γνώσεως τοῦ Θεοῦ. γ) Τό θεῖο Φῶς, πού βλέπουν οἱ Ὀρθόδοξοι ἀσκητές, δέν εἶναι ἡ «οὐσία», ἀλλά ἡ «ἐνέργεια» τοῦ Θεοῦ. Κατά συνέπειαν, ὑπάρχει διάκριση μεταξύ «οὐσίας» καί «ἐνέργειας» τοῦ Θεοῦ». Μεγάλες Σύνοδοι τῶν ἐτῶν 1341, 1347, 1351 μέ κύρος Οἰκουμενικῆς Συνόδου καταδίκασαν τίς πλάνες τοῦ Βαρλαάμ καί ἐπικύρωσαν τή διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου.
Ἡ διατύπωση τοῦ δόγματος: Στή μεγάλη Σύνοδο τοῦ 1351 ὁ Αὐτοκράτορας Ἰωάννης ΣΤ' Καντακουζηνός (1347-1354) σύνοψισε τά θέματα τῆς διαμάχης καί προκάλεσε τή Σύνοδο νά ἀπαντήσει τεκμηριωμένα σέ ἕξι ἐρωτήματα, ἡ δέ Σύνοδος ἀπάντησε ὡς ἑξῆς: α) Ὑπάρχει ὄντως «θεοπρεπής ἐπί Θεοῦ διάκρισις οὐσίας καί ἐνεργεί­ας» ἤ «οὐσίας» καί «ἐνεργειῶν», τό δέ «ἀνενέργητον» εἶναι καί «ἀνυπόστατον». Ὁ Θεός εἶναι τρισυπόστατος, ἀλλά καί «παντοδύναμος» (μέ πολλές «δυνάμεις» - «ἐνέργειες»). Ἡ «ἐνέργεια» εἶναι «φυσική» καί ἀχώριστη τῆς «οὐσίας». β) Ἡ θεία «ἐνέργεια» εἶναι ἄκτιστη, γιατί κάθε ἐνέργεια «χαρακτηρίζεται» ἀπό τή φύση («οὐσία») της, ἀπό τήν ὁποία καί πηγάζει. Ἡ ἄκτιστη φύση ἔχει ἄκτιστη ἐνέργεια καί ἡ κτιστή φύση ἔχει κτιστή ἐνέργεια, ὅπως προκύπτει καί ἀπό τίς ἀποφάσεις τῆς ἁγίας ΣΤ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου (680-681 μ.Χ.). γ) Κατά τούς Πατέρες καί Θεολόγους τῆς Ἐκκλησίας, ἡ διάκριση «οὐσίας» καί «ἐνεργείας» δέν εἰσάγει σύνθεση στόν Θεό, γιατί δέν πρόκειται γιά διάκριση αὐθύπαρκτων πραγμάτων. δ) «Θεός» δέν ἀποκαλεῖται μόνο ἡ «οὐσία», ἀλλά μᾶλλον καί κυρίως ἡ «ἐνέργεια» τοῦ Θεοῦ: «Τό Θεός ὄνομα οὐ τήν οὐσίαν τῆς θεότητος σημαίνει· ἀκατάληπτος γάρ αὕτη καί ἀνώνυμός ἐστιν· ἀλλ’ ἐκ τῆς θεωρητικῆς αὐτοῦ ἐνεργείας Θεός εἴρηται». ε) Ἡ «οὐσία» ὑπέρκειται τῆς «ἐνεργείας» τοῦ Θεοῦ, ὄχι κατά τό ἄκτιστον, ἀλλά κατά τό αἴτιον, τό ἀμέθεκτον, τό ἀνώνυμον κ.λπ. στ) Κάθε δημιούργημα μετέχει τῆς «ἐνεργείας» καί ὄχι τῆς «οὐσίας» τοῦ Θεοῦ, καθώς καί οἱ Ἅγιοι κατά τήν ἕνωσή τους μέ τόν Θεό. Δέν μετέχουν, ὅμως, ὅλα κατά τόν ἴδιο τρόπο, γιατί ἡ μία θεία «ἐνέργεια» «πολλαπλασιάζεται ἀπολλαπλασιάστως» καί «μερίζεται ἀμερίστρως ἐν μεριστοῖς», ὥστε γίνεται λόγος καί γιά πολλές «ἐνέργειες» τοῦ Θεοῦ. Ἄλλα ὄντα μετέχουν μόνο στή δημιουργική καί συνεκτική (θεία πρόνοια) «ἐνέργεια» τοῦ Θεοῦ, ἄλλα μετέχουν καί στή ζωοποιό, ἄλλα καί στή λογοποιό, ἄλλα καί στή θεοποιό «ἐνέργεια». Ἡ μετοχή στή θεοποιό «ἐνέργεια» ἤ Δόξα τοῦ Θεοῦ ἐκ μέρους τῶν Ἁγίων καί τῶν Ἀγγέλων εἶναι ὁ ὕψιστος βαθμός μετοχῆς στόν Θεό. Ἡ «οὐσία» τοῦ Θεοῦ εἶναι παντελῶς ἀμέθεκτη καί γιά τούς Ἁγίους καί γιά τούς Ἀγγέλους, τόσο στόν παρόντα, ὅσο καί στόν μέλλοντα αἰώνα.
Συνέπειες καί σημασία τοῦ δόγματος: Ἡ διάκριση «οὐσίας» καί «ἐνέργειας» ἐπί τοῦ Θεοῦ, ἀποτελει «κλειδί» γιά τήν κατανόηση τῆς ὈρθόδοξηςΠαράδοσης. Κατ’ ἀρχήν, τήν διαφοροποιεῖ ἀπό τήν περί Θεοῦ ἀντίληψη τῆς Νέας Ἐποχῆς, κατά τήν ὁποία ὁ Θεός εἶναι μόνο ἐνέργεια (ἀπρόσωπη). Κατά τήν Ὀρθόδοη Παράδοση, ὁ Θεός εἶναι «ἐνέργεια», ἐπειδή πρῶτα εἶναι «οὐσία» καί δέν ὑπάρχει «ἐνέργεια» ἄνευ «οὐσίας». Τήν διαφοροποιεῖ, ἐπίσης, ἀπό τή δυτική - ἀριστοτελική ἀντίληψη, κατά τήν ὁποία ὁ Θεός εἶναι «actus purus» («καθαρά ἐνέργεια»). Ὁ Δυτικός Χριστιανισμός οὐδέποτε κατενόησε, οὔτε μέχρι σήμερα ἀποδέχεται αὐτή τή διάκριση, μέ ἀποτέλεσμα νά διακατέχεται ἀπό συγχύσεις καί πλάνες περί Θεοῦ, ἀνθρώπου καί σωτηρίας. Μιά πρώτη ἐπίπτωση εἶναι ἡ περί «κτιστῆς Χάριτος» διδασκαλία τῶν Δυτικῶν. Κατά τήν Ὀρθόδοξη πίστη, ἡ θεία Χάρις, πού ἐνεργεῖ στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί στόν ἁγιασμό τῶν πιστῶν, εἶναι ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Κατά τή δυτική ἀντίληψη, εἶναι μιά κτιοτή (δημιουργημένη) δύναμη. Κατ’ ἄλλη ἄποψη, ὑπάρχει διάκριση μεταξύ «ἀκτίστου Χάριτος», πού ταυτίζεται μέ τήν θεία «οὐσία» καί «κτιστῆς Χάριτος», στήν ὁποία μετέχουν οἱ πιστοί τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Ἅγιοι. Κατά μία ἄποψη, οἱ σεσωσμένοι καί οἱ Ἅγιοι οὐδέποτε μετέχουν τοῦ Θεοῦ ἤ βλέπουν τόν Θεό, διότι ὁ Θεός ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ τόν ἄνθρωπο μόνο μέσῳ «γινομένων καί ἀπογινομένων κτισμάτων». Κατ’ ἄλλη ἄποψη, οἱ σεσωσμένοι καί οἱ Ἅγιοι δέν μετέχουν τοῦ Θεοῦ καί δέν βλέπουν τόν Θεό μόνο στήν παροῦσα ζωή, στή μέλλουσα ζωή, ὅμως, θά μετέχουν τῆς ἴδιας τῆς θείας «οὐσίας»! Κατά συνέπειαν, οἱ Ὀρθόδοξοι Πατέρες ἀπό τόν 14ο αἰ. μ.Χ. καί ἔπειτα ὀρθῶς θεωροῦσαν τόν μοναχό Βαρλαάμ (1290-1350) καί τούς ὀπαδούς του Γρηγόριο Ἀκίνδυνο (1310-1350), Νικηφόρο Γρηγορᾶ (1295-1360) κ.ἄ. ὡς λατινόφρονες. Ἡ περί «κτιστῆς Χάριτος» διδασκαλία καί ἡ ἀπόρριψη τῆς διακρίσεως μεταξύ «οὐσίας» καί «ἐνέργειας» ἤ «ἐνεργειῶν» τοῦ Θεοῦ εἶναι σήμερα ἀπό τίς μεγαλύτερες διαφορές μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου καί τῆς λεγομένης Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας.

*     *     *

Ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό: Ἐντός τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὑπάρχει ἡ δυνατότητα, ἀλλά καί ἡ πραγματικότητα τῆς ἑνώσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Ἡ ἕνωση αὐτή εἶναι κατάσταση «κατά Χάριν» ἤ «κατ’ ἐνέργειαν» καί πηγάζει ἀπό τήν «καθ’ ὑπόστασιν» ἕνωση τῶν δύο φύσεων (θείας καί ἀνθρώπινης) στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὑπάρχουν πολλά εἴδη ἑνώσεως (ὑπάρχει π.χ. τό εἶδος ἑνώσεως, πού ἀποκαλεῖται «κρᾶσις»). Ἡ ἕνωση Θεοῦ καί ἀνθρώπου ἀποκαλεῖται καί «μετοχή» («μέθεξις Θεοῦ»). Ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος χρησιμοποίησε τέσσερα ἐπιρρήματα γιά νά ἐκφράσει τό μυστήριο τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ: «ἀτρέπτως», «ἀναλλοιώτως», «ἀχωρίστως» καί «ἀδιαιρέτως». Ἐπίσης ἡ ἕνωση ἔγινε «οὐδαμοῦ τῆς τῶν φύσεων διαφορᾶς ἀνηρημμένης διά τήν ἕνωσιν»: «τό γάρ κτιστόν μεμένηκε κτιστόν καί τό ἄκτιστον ἄκτιστον· τό θνητόν ἔμεινε θνητόν καί τό ἀθάνατον ἀθάνατον· τό περιγραπτόν περιγραπτόν καί τό ἀπερίγραπτον ἀπερίγραπτον· τό ὁρατόν ὁρατόν καί τό ἀόρατον ἀόρατον· τό μέν διαλάμπει τοῖς θαύμασι, τό δέ ταῖς ὕβρεσιν ὑποπέπτωκεν». Ὡστόσο ἡ «καθ’ ὑπόστασιν» ἕνωσις διαφέρει ἀπό τήν κατάσταση τῆς θεώσεως τῶν ἀνθρώπων καί στό ὅτι ἐκεῖ ἰσχύει ἡ «κοινοποίησις» ἤ «ἀντίδοσις τῶν ἰδιωμάτων» («ἐνεργεῖ ἑκατέρα μορφή μετά τῆς θατέρου κοινωνίας ὅπερ ἴδιον ἔσχηκεν»). Τό παράδειγμα τῆς ἑνώσεως τοῦ πυρός καί τοῦ σιδήρου: α) ὁ σίδηρος μεταβάλλεται, ἀλλά δέν ἐξέρχεται τῆς οὐσίας του (παραμένει σίδηρος), β) ἡ μετάδοση ἰδιοτήτων γίνεται μόνο ἀπό τή μία πλευρά πρός τήν ἄλλη καί ὄχι ἀντίστροφα (ὁ σίδηρος «πυροῦται», ἀλλά τό πῦρ δέν «σιδηροῦται»).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου