γαπητοί φίλοι,

Σς καλωσορίζω στό προσωπικό μου ἱστολόγιο καί σς εχομαι καλή περιήγηση. Σ’ ατό θά βρετε κείμενα θεολογικο καί πνευματικο περιεχομένου, πως κείμενα ναφερόμενα στήν πίστη καί Παράδοση τς κκλησίας, ντιαιρετικά κείμενα, κείμενα πνευματικς οκοδομς, κείμενα ναφερόμενα σέ προβληματισμούς καί ναζητήσεις τς ποχς μας καί, γενικά, διάφορα στοιχεα πό τήν πίστη καί ζωή τς ρθόδοξης κκλησίας.

Εχομαι τά κείμενα ατά καί κάθε νάρτηση σ’ ατό τό ἱστολόγιο νά φανον χρήσιμα σέ σους νδιαφέρονται, νά προβληματίσουν θετικά, νά φυπνίσουν καί νά οκοδομήσουν πνευματικά.

ελογία καί Χάρις το Κυρίου νά εναι πάντοτε μαζί σας.

Μετά τιμς καί γάπης.

π. Σωτήριος θανασούλιας

φημέριος Μητροπολιτικο ερο Ναο γίου Βασιλείου Τριπόλεως.

Κυριακή 15 Μαρτίου 2020

Η περί του Χριστού Ορθόδοξη πίστη



Διάγραμμα – Περίληψη
Θέματος Ι' το Θεολογικο Προγράμματος «ρθοδοξία καί Ζωή»
τς ερς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας,
περιόδου ΙΔ', τους 2019-2020.

Ἡ ἑνότητα Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης: Ἔχουμε προαναφέρει, ὅτι ἡ περί Θεοῦ ἀντίληψη τῆς Ἐκκλησίας βασίζεται στίς θεοπτικές ἐμπειρίες τῶν Ἁγίων. Οἱ Ἅγιοι βλέπουν τόν Θεό, ὡς ἄκτιστο Φῶς, εἰδικότερα δέ ὡς τρία ἀλληλοπεριχωρούμενα Φῶτα. Ὡστόσο, ἀπό τά Φῶτα αὐτά τό πιό οἰκεῖο σέ μᾶς εἶναι τό δεύτερο, τό Ὁποῖο εἶναι ἐκφαντορικό τοῦ πρώτου Φωτός, τῆς πηγῆς τῶν ἄλλων δύο Φώτων. Ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη μέσω τοῦ δευτέρου αὐτοῦ Φωτός ἀποκαλύπτεται ἕνα Πρόσωπο καί αὐτό εἶναι ὁ ἐμφανιζόμενος στόν Μωϋσῆ καί στούς Προφῆτες «Κύριος τῆς Δόξης» ἤ «Θεός τῶν Πατέρων ἡμῶν» ἤ «Ἄγγελος Κυρίου» ἤ «Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος». Κάποιοι Προφῆτες (Ἡσαΐας) εἶδαν ἀκόμη, ὅτι ἐκεῖνο τό ἄσαρκο Πρόσωπο ἐπρόκειτο κάποτε νά σαρκωθεῖ. Ἔτσι γνώρισαν καί μίλησαν (προεῖπαν) γιά ἕνα μυστήριο, «χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένον» (Ρωμ. 15,24), τό μυστήριο τῆς Σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Οἱ θεοπτικές ἐμπειρίες συνεχίζονται στήν Καινή Διαθήκη, τώρα ὅμως πηγάζουν ἀπό τό ἱστορικό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Οἱ Ἅγιοι τῆς Καινῆς βλέπουν ὅτι τό ἱστορικό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ ταυτίζεται μέ τόν ἐμφανιζόμενο στούς Προφῆτες «Κύριο τῆς Δόξης», «Θεό τῶν Πατέρων ἡμῶν», «Ἄγγελο Κυρίου», «Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελο» κ.λπ., δηλ. οἱ Ἅγιοι τῆς Καινῆς γνωρίζουν τόν Χριστό, ὅπως πραγματικά εἶναι (ὡς «Κύριο τῆς Δόξης»). Ἔτσι τόν γνώρισαν ὁ δίκαιος Συμεών, ὁ τίμιος Πρόδρομος κ.ἄ., οἱ δέ Ἀπόστολοι ὁδηγοῦνται σταδιακά στό νά γνωρίσουν τόν Χριστό ὅπως πραγματικά εἶναι. Αὐτό ἔγινε πρῶτα στή Μεταμόρφωση καί ἔπειτα στήν Πεντηκοστή. Κάθε θεοπτική ἐμπειρία ἀποτελεῖ ἐπανάληψη τοῦ γεγονότος τῆς Πεντηκοστῆς (ἔλευση τοῦ Χριστοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι) σέ συγκεκριμένο πρόσωπο. Κατά συνέπειαν, ὁ ἐμφανιζόμενος Θεός στήν Παλαιά Διαθήκη εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τό Ὁποῖο τότε μέν ἐμφανιζόταν ὡς Ἄσαρκος Λόγος, ἔπειτα δέ ὡς Λόγος Σεσαρκωμένος. Ἀποκαλεῖται δέ μεταξύ ἄλλων καί «Ἄγγελος», ἐπειδή ἀποκαλύπτει, φανερώνει, ἐξαγγέλει τόν κεκρυμένο Πατέρα. Ὁ ὅρος «Ἄγγελος» ταυτίζεται μέ τόν ὅρο «Λόγος» τῆς Καινῆς Διαθήκης. Κέντρο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ὁ Χριστός, ὅπως καί τῆς Καινῆς. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ σύνδεσμος ἤ ὁ ἑνωτικός κρίκος Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης. Ἄρα, ἡ Παλαιά Διαθήκη ἑρμηνεύεται μόνο Χριστολογικῶς Ἡ μή Χριστολογική κατανόηση καί ἑρμηνεία της εἶναι αἵρεση καί πλάνη.

Οἱ ἀρχαῖες Χριστολογικές αἱρέσεις: Ὅσοι προσπάθησαν νά κατανοήσουν τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἔξω ἀπό τίς θεοπτικές ἐμπειρίες τῶν Ἁγίων (δηλ. μέσω ἀνθρωπίνων συλλογισμῶν ἤ μέσω τῆς ἀνθρώπινης φαντασίας) ἔπεσαν σέ πλάνες καί ἔγιναν αἱρετικοί. Πρῶτοι ἐξ αὐτῶν ἦταν ὅσοι ἀμφισβητοῦσαν τήν ἀλήθεια γιά τήν Ἁγία Τριάδα: οἱ Τριαδολογικές αἱρέσεις εἶχαν ἀναπόφευκτες Χριστολογικές συνέπειες. Ὁ Ἄρειος (256-336) συμφωνοῦσε μέ τούς Πατέρες ὅτι ὁ ἐμφανιζόμενος στούς Προφῆτες «Κύριος τῆς Δόξης» καί ὁ ἱστορικός Ἰησοῦς Χριστός εἶναι τό ἴδιο Πρόσωπο, ἰσχυριζόταν ὅμως ὅτι τό Πρόσωπο αὐτό εἶναι κτιστό. Πρόδρομοι τοῦ Ἀρειανισμοῦ ἦταν οἱ Μοναρχιανοί. Ἐξ αὐτῶν, οἱ μέν Δυναμικοί Μοναρχιανοί (πίστευαν ὅτι ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἀπρόσωπες δυνάμεις τοῦ Πατρός) ἰσχυρίζονταν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἕνας θεοφόρος ἄνθρωπος (κάτι ἀνάλογο τῶν Προφητῶν), οἱ δέ Τροπικοί Μοναρχιανοί (πίστευαν ὅτι ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι διαφορετικοί τρόποι φανερώσεως τοῦ ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ Θεοῦ) ἰσχυρίζονταν ὅτι στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ σαρκώθηκε καί ἔπαθε ὁ ἴδιος ὁ Θεός Πατήρ («Πατροπασχίτες»). Μετά τή διατύπωση τῆς ἀλήθειας γιά τήν Ἁγία Τριάδα προέκυψε τό πρόβλημα τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖο ἑνώθηκαν ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Ἀπολλινάριος Λαοδικείας (310-390) διέκρινε τόν ἄνθρωπο σέ τρία μέρη, σῶμα, ψυχή καί πνεῦμα (νοῦ), πίστευε δέ ὅτι στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ τή θέση τοῦ νοῦ κατέλαβε ὁ Θεός Λόγος. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (328-390) ἀπάντησε, ὅτι τότε ἕνα μέρος τοῦ ἀνθρώπου (μάλιστα, τό σπουδαιότερο, «τό πταῖσαν καί πρωτοπαθῆσαν») ἔμεινε ἐκτός σωτηρίας, διότι «τό ἀπρόσληπτον, ἀθεράπευτον· ὅ δέ ἥνωται τῷ Θεῷ, τοῦτο καί σώζεται». Στή συνέχεια ὁ Νεστόριος (395-451), μέ βάση τίς γνωστές φιλοσοφικές ἀρχές α) «δύο τέλεια ἕν γενέσθαι οὐ δύναται» καί β) «οὐκ ἔστι φύσιν ἀπρόσωπον ἤ ἀνυπόστατον εἰπεῖν», δίδασκε τήν ἐξωτερική ἕνωση τῶν δύο φύσεων (θείας καί ἀνθρώπινης), κατά τό παράδειγμα τῶν δύο σανίδων ἐπαλλήλως τοποθετημένων ἤ κατά τό παράδειγμα τῶν δύο φίλων ἤ τῶν δύο συζύγων. Κατά συνέπειαν, ἡ Παρθένος Μαρία ἔτεκε «ψιλόν ἄνθρωπον» καί δέν πρέπει νά ἀποκαλεῖται «Θεοτόκος». Τήν αἵρεση τοῦ Νεστορίου ἀντιμετώπισε ὁ ἅγιος Κυριλλος Ἀλεξανδρείας (370-444). Οἱ ἀκραῖοι ὁπαδοί τοῦ ἁγίου Κυρίλλου κατέληξαν στόν Μονοφυσιτισμό, ὁ ἀρχηγέτης τοῦ ὁποίου Ἀρχιμανδρίτης Εὐτυχής (π. 378-451) δίδασκε ὅτι ἡ θεία φύση τελικά ἀπορρόφησε τήν ἀνθρώπινη, ὥστε μετά τήν ἕνωση ἔμεινε «μία φύσις» («δύο φύσεις πρό τῆς ἑνώσεως, μία φύσις μετά τήν ἕνωσιν»). Κατά συνέπειαν, ὁ Χριστός εἶναι «ἐκ δύο φύσεων», ἀλλά ὄχι καί «ἐν δυσί φύσεσι». Ὁ Μονοφυσιτισμός ἀντιμετωπίστηκε ἀπό τούς Πατετρες τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451), μέ βάση τή διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας. Λίγο ἀργότερα ὁ Μονοθελητισμός καί ὁ Μονοενεργητισμός (οἱ προεκτάσεις τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ) δίδασκαν ὅτι στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχουν μέν «δύο φύσεις» μετά τήν ἕνωση, ἀλλά μία θέληση ἤ μία ἐνέργεια, ἡ λεγόμενη «θεανδρική ἐνέργεια». Τίς νέες αὐτές αἱρέσεις ἀντιμετώπισε κυρίως ὁ ἅγιος Μαξιμος ὁ Ὁμολογητής (580-662).
Ἡ διατύπωση τοῦ Χριστολογικοῦ δόγματος: Ἡ διατύπωση τῆς ἀλήθειας περί τοῦ Χριστοῦ γίνεται ἀπό θεόπτες (Ἁγίους), ὅταν αὐτοί συγκροτοῦνται σέ Συνόδους, ἤ ἀπό Συνόδους, οἱ ὁποῖες ἀκολουθοῦν ἤ ἐπικυρώνουν τή θεολογική μαρτυρία τῶν θεοπτῶν. Συνήθως, οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι στηρίζονται στή διδασκαλία κάποιου ἀπό τούς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία καί ἐπικυρώνουν. Ἡ Α' Οἰκουμενική Σύνοδος (325) καταδίκασε τόν Ἄρειο καί διατύπωσε τήν ἀλήθεια περί τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μέ τούς ὅρους τοῦ πρώτου μέρους τοῦ Συμβόλου Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα δέ μέ τόν ὅρο «ὁμοούσιος». Ἡ Β' Οἰκουμενική Σύνοδος (381) διατύπωσε τήν ἀλήθεια περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στό δεύτερο μέρος τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως καί καταδίκασε μεταξύ ἄλλων τόν Ἀπολλινάριο Λαοδικείας καί τούς Μοναρχιανούς (Παῦλο Σαμοσατέα, Σαβέλλιο κ.ἄ.). Ἡ Γ' Οἰκουμενική Σύνοδος (431) καταδίκασε τόν Νεστόριο καί ἐπικύρωσε τή διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου γιά τό ἕνα πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου ἐν Χριστῷ καί γιά τήν «καθ’ ὑπόστασιν» ἕνωση τῶν δύο φύσεων. Ἡ Δ' Οἰκουμενική Σύνοδος (451) καταδίκασε τόν Εὐτυχή καί τόν Μονοφυσιτισμό καί ὁλοκλήρωσε τή διατύπωση τοῦ Χριστολογικοῦ δόγματος, διακηρύσσοντας ὅτι ὁ Χριστός εἶναι «δύο φύσεις - ἕν πρόσωπον», «τέλειος ἐν θεότητι καί τέλειος ἐν ἀνθρωπότητι ὁ αὐτός» καί ὅτι οἱ δύο φύσεις ἑνώθηκαν «ἀσυγχύτως», «ἀτρέπτως», «ἀχωρίστως» καί «ἀδιαιρέτως». Ἡ Ε' Οἰκουμενική Σύνοδος (553) ἀντιμετώπισε τήν ἀναζωπύρωση τοῦ Νεστοριανισμοῦ καί καταδίκασε τόν διδάσκαλο τοῦ Νεστορίου Θεόδωρο Μοψουεστίας (350-428) καί τούς ὁμοφρόνους του. Ἡ ΣΤ' Οἰκουμενική Σύνοδος (680-681) καταδίκασε τίς αἱρέσεις τοῦ Μονοθελητισμοῦ καί τοῦ Μονοενεργητισμοῦ καί διατύπωσε τήν ἀλήθεια γιά τίς δύο θελήσεις καί ἐνέργειες τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ζ' Οἰκουμενική Σύνοδος (787) καταδίκασε τήν Εἰκονομαχία, τήν τελευταία Χριστολογική αἵρεση, καί διατύπωσε τήν ἀλήθεια γιά τή δυνατότητα «περιγραφῆς» (ἐξεικονίσεως) τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ συνέπειες τῶν Χριστολογικῶν ἐρίδων: Μέ ἀφορμή τίς Χριστολογικές ἔριδες τῶν 4ου - 8ου μ.Χ. αἰ. διατυπώθηκε καθοριστικά ἡ ἀλήθεια περί τοῦ Χριστοῦ. Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι ἀντιμετώπισαν σχεδόν κάθε ἀπόπειρα παραχαράξεως αὐτῆς τῆς ἀληθείας, ἀκόμη καί μελλοντική, οἱ δέ σύγχρονες πλάνες περί τοῦ Χριστοῦ, ἀποτελοῦν συνήθως ἐπανεμφανίσεις ἀρχαίων καί ἤδη καταδικασμένων αἱρέσεων. Ὁ Ἀρειανισμός ὑπῆρξε ἡ ριζοσπαστικότερη αἵρεση τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἰσχυριζόμενος ὅτι ὁ Χριστός εἶναι κτιστός. Στήν ἐποχή μας ἐπανεμφανίζεται μέ πιό ἀκραῖες μορφές στίς περί τοῦ Χριστοῦ ἀντιλήψεις τοῦ Τεκτονισμοῦ, τῆς «Νέας Ἐποχῆς», ἀλλά καί παραχριστιανικῶν ὀργανώσεων, ὅπως οἱ «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ». Στούς Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὑπάρχουν ὅλα τά ἐπιχειρήματα ἐναντίον ὅσων ὑποβιβάζουν τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ στό ἐπίπεδο ἑνός ἀνθρώπου, ἔστω ἀνθρώπου ὑπερέχοντος ὅλων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Ὡστόσο, τά ἐπιχειρήματα αὐτά δέν εἶναι λογικά (φιλοσοφικά), ἀλλά ἐμπειρικά (ἔχουν ἀφετηρία τήν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων). Ἡ «σοφία τοῦ αἰῶνος τούτου» δέν μπορεῖ σέ καμμία περίπτωση νά ἀναγνωρίσει τόν ἱστορικό Ἰησοῦ Χριστό ὡς «Κύριο τῆς Δόξης» (Α' Κορ. 2, 6-8). Ἡ ἀλήθεια ὅτι ὁ ἱστορικός Ἰησοῦς εἶναι ὁ «Κύριος τῆς Δόξης» ἤ ὁ «Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» δέν εἶναι ἀνακάλυψη «σαρκός καί αἵματος», δηλ. ἀνακάλυψη ἀνθρωπίνη, ἀλλά ἄνωθεν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ Πατρός (Ματθ. 1,6,16), στούς ἀγαπῶντας τόν Θεό καί ἀναζητοῦντας Αὐτόν.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου