γαπητοί φίλοι,

Σς καλωσορίζω στό προσωπικό μου ἱστολόγιο καί σς εχομαι καλή περιήγηση. Σ’ ατό θά βρετε κείμενα θεολογικο καί πνευματικο περιεχομένου, πως κείμενα ναφερόμενα στήν πίστη καί Παράδοση τς κκλησίας, ντιαιρετικά κείμενα, κείμενα πνευματικς οκοδομς, κείμενα ναφερόμενα σέ προβληματισμούς καί ναζητήσεις τς ποχς μας καί, γενικά, διάφορα στοιχεα πό τήν πίστη καί ζωή τς ρθόδοξης κκλησίας.

Εχομαι τά κείμενα ατά καί κάθε νάρτηση σ’ ατό τό ἱστολόγιο νά φανον χρήσιμα σέ σους νδιαφέρονται, νά προβληματίσουν θετικά, νά φυπνίσουν καί νά οκοδομήσουν πνευματικά.

ελογία καί Χάρις το Κυρίου νά εναι πάντοτε μαζί σας.

Μετά τιμς καί γάπης.

π. Σωτήριος θανασούλιας

φημέριος Μητροπολιτικο ερο Ναο γίου Βασιλείου Τριπόλεως.

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2022

«Ορθοδοξία και Ζωή» 2022-2023: Ο άνθρωπος κατά την Παλαιά Διαθήκη

 


Διάγραμμα – Περίληψη Θέματος Ζ΄ τοῦ Θεολογικοῦ Προγράμματος «Ὀρθοδοξία καί Ζωή» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, περιόδου ΙΖ΄, ἔτους 2022-2023.

Εἰσαγωγικά: Κάθε ἄνθρωπος ἔρχεται σέ κάποια στιγμή ἀντιμέτωπος μέ τό πρόβλημα περί τοῦ ἑαυτοῦ του. Διερωτᾶται: Ποιός εἶμαι; Ἀπό ποῦ προέρχομαι; Ποῦ πορεύομαι; Γιατί ζῶ; Ποιό τό νόημα τῆς ζωῆς; («Τίνες ἦμεν, Τί γεγόναμεν, Ποῦ ἦμεν, Ποῦ ἐνεβλήθημεν, Ποῦ σπεύδομεν, Πόθεν λυτρούμεθα», Κλήμης Ἀλεξανδρεύς). Ὅσο ἐξελίσσεται ὁ κόσμος καί ὅσο τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ἀπειλεῖται, τόσο τό περί ἀνθρώπου ἐρώτημα τίθεται ἐντονότερα. Ὁπωσδήποτε, τό ἐρώτημα αὐτό εἶναι καί καίριο θεολογικό ἐρώτημα. Ἡ θεολογική του ἀπάντηση (Ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία) εἶναι προϋπόθεση γιά τήν κατανόηση ὅλης τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας. Μάλιστα, ἔχει λεχθεῖ ὅτι ὁ αἰῶνας μας ἀπό ἄποψη θεολογικοῦ ἐνδιαφέροντος θά εἶναι «ὁ αἰῶνας τῆς ἀνθρωπολογίας» (Μητρ. Κάλλιστος Γουέαρ). Ἡ Παλαιά Διαθήκη ἀπαντᾶ στό ἀνθρωπολογικό ἐρώτημα ἀπό τίς πρῶτες ἤδη σελίδες της: παράλληλα μέ τή δημιουργία τοῦ κόσμου (κοσμολογικό ἐρώτημα), ὁμιλεῖ καί περί ἀνθρώπου ἤ μᾶλλον ὁμιλεῖ περί κόσμου γιά νά ὁμιλήσει περί ἀνθρώπου - ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό κέντρο τοῦ κόσμου κατά τή Βιβλική ἀντίληψη!

Ὁ ἄνθρωπος ὡς θεῖο δημιούργημα: Κατά τή διήγηση τῆς Γενέσεως, ὁ ἄνθρωπος δημιουργεῖται τελευταῖος ἀπό τόν ὁρατό κόσμο, τήν ἕκτη «ἡμέρα» τῆς δημιουργίας, μαζί μέ τά χερσαῖα ζῶα, τά ὁποῖα εἶναι ἡ ἄμεση συγγένειά του. Οἱ Πατέρες δέν διστάζουν νά ἀποκαλοῦν τόν ἄνθρωπο «ζῶον». Ὡστόσο, ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνο ζῶο. Ἔχει ἐπιπλέον στοιχεῖα σαφοῦς ὑπεροχῆς ἀπό τά ζῶα. Δημιουργεῖται μέ διαφορετικό τρόπο (μέ ἰδιαίτερη δημιουργική Ἐνέργεια): «ἔπλασεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον χοῦν ἀπό τῆς γῆς καί ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοήν ζωῆς» (Γεν. 2,7). Τό ζήτημα τῆς διαφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά ζῶα. Ἐπί αἰῶνες πιστευόταν ὅτι ἡ διαφορά αὐτή ἔγκειται στόν «λόγο»: ὁ ἄνθρωπος ἔχει «λόγο», ἐνῶ τά ζῶα εἶναι «ἄλογα». Σήμερα πιστεύεται γενικά ὅτι καί τά ζῶα ἔχουν (ὑποτυπώδη) νόηση, καί μάλιστα μετρήσιμη, μέ ἀποτέλεσμα πολλοί νά θεωροῦν (ἰδιαίτερα οἱ ὑλιστές ἀνθρωπολόγοι) ὅτι ἡ διαφορά τους ἀπό τόν  ἄνθρωπο ζῶα εἶναι μόνο ποσοτική καί ὄχι ποιοτική (φυσική). Κατά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, τήν βαθύτατα Βιβλική, ἡ διαφορά δέν ἔγκειται στόν «λόγο», ἀλλά στήν «κατ’ εἰκόνα» καί «καθ’ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου. Ὄντως, τό «κατ’ εἰκόνα» καί τό «καθ’ ὁμοίωσιν» εἶναι καίρια στοιχεῖα τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας. Τό πρῶτο ὑποδηλώνει κάποια ὁμοιότητα μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου, τηρουμένου τοῦ χάσματος μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου. Τό δεύτερο ἀναφέρεται στή δεδομένη δυνατότητα ἡ ὁμοιότητα αὐτή νά καλλιεργεῖται, νά ἐπαυξάνεται καί νά τελειοποιεῖται συνεχῶς: «καθ’ ὁμοίωσιν» εἶναι «ἡ τῆς ἀρετῆς κατά τό δυνατόν ὁμοίωσις» (Ἰω. Δαμασκηνός). Εἰδικότερα, κατ’ ἐξοχήν περιεχόμενο τοῦ «κατ’ εἰκόνα» εἶναι: α) τό «νοερόν» καί β) τό «αὐτεξούσιον». Κατ’ ἄλλους, τό «κατ’ εἰκόνα» εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Ἁγ. Πνεύματος στόν προπτωτικό ἄνθρωπο (Τατιανός, Εἰρηναῖος). Κατά τούς Πατέρες, τό «νοερόν» («νοῦς») δέν ταυτίζεται μέ τό «λογικόν» («λόγο», νόηση), ἀλλά εἶναι δύναμη ἤ μέρος τῆς ψυχῆς, τοῦ ὁποίου τήν ὕπαρξη σχεδόν ἀγνοοῦμε, λόγω τοῦ τραγικοῦ γεγονότος τῆς πτώσεως. Δευτερεύοντα στοιχεῖα τοῦ «κατ’ εἰκόνα» εἶναι τό «λογικόν», τό «ἀρχικόν», ἡ ἰδιότητα τοῦ ἀνθρώπου νά ἐξουσιάζει τόσο τό περιβάλλον, κατά μίμησιν τῆς παντοκρατορικῆς ἐξουσίας τοῦ Θεοῦ («καί ἀρχέτωσαν», Γεν. 1,26), ὅσο καί τό ἴδιον σῶμα («φύσει ἀρχικόν») κ.ἄ. Τό «αὐτεξούσιο» εἶναι τό στοιχεῖο τῆς ἐλευθερίας (ἐλεύθερης βούλησης), πού διακρίνειι σαφῶς τόν ἄνθρωπο: τά ζῶα ἐνεργοῦν «κατ’ ἔνστικτο», ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος ἐνεργεῖ «κατά βούλησιν». Τό «αὐτεξούσιο» ἐπλήγη, ἐπίσης, κατά τήν ἀνθρώπινη πτώση, ἀλλά διατηρεῖται τουλάχιστον ὡς δυνατότητα ἐπιλογῆς. Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση ἀπορρίπτει ντετερμινιστικές θεωρήσεις τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἰδιαίτερος τρόπος δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ὑποδηλώνει, ἐπίσης, τά συστατικά του: ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπό α) σῶμα καί β) ψυχή ἤ συνίσταται σέ σῶμα καί ψυχή. Ἄνθρωπος εἶναι ἡ ἕνωση («ὁ φυσικώτατος δεσμός»!) σώματος καί ψυχῆς. Μεταξύ αὐτῶν ὑπάρχει στενή σχέση καί ἀλληλεπίδραση. Τό μέν προέρχεται ἐκ τῆς γῆς («χοῦς ἀπό τῆς γῆς»), καί ἡ δέ ἀπό τή θεία «πνοή» («πνοή ζωῆς»). Τό μέν εἶναι ὑλικό καί ὁρατό, ἡ δέ εἶναι ἄϋλη καί ἀόρατη. Ἀμφότερα δημιουργοῦνται ταυτοχρόνως, ἀλλά τό μέν σῶμα (τοῦ μεταπτωτικοῦ τουλάχιστον ἀνθρώπου) ἔχει ἀρχή καί τέλος, ἡ δέ ψυχή ἔχει ἀρχή, ἀλλά δέν ἔχει τέλος. Θάνατος (φυσικός) εἶναι ἡ διάσπαση τοῦ δεσμοῦ σώματος καί ψυχῆς καί ἡ ἐπιστροφή τῶν συστατικῶν τοῦ ἀνθρώπου στήν προέλευσή τους. Γενικά ὁ ἄνθρωπος εἶναι συμπερίληψη ὅλης τῆς δημιουργίας «μικρός κόσμος»: ἀνόργανη ὕλη - «ζῶον» (ζωή, κίνηση) - «λόγος» (νόηση) - «νοῦς». Μέ τά δύο πρῶτα στοιχεῖα «κοινωνεῖ» μέ ὅλο τόν ὁρατό κόσμο (ἀνόργανα κτίσματα, φυτά, ζῶα) καί μέ τά ἑπόμενα «κοινωνεῖ» μέ τούς ἀοράτους καί «καθαρούς Νόες» (τούς ἁγίους Ἀγγέλους). Μέ αὐτή τήν ἔννοια ὁ ἄνθρωπος εἶναι «μεθόριος»: ἵσταται μεταξύ γῆς καί οὐρανοῦ, ὁρατοῦ καί ἀοράτου κόσμου, συμπεριλαμβάνοντας ἐντός του ὁλόκληρη τήν ὁρατή καί ἀόρατη κτίση.

Τό ἀνθρώπινο σῶμα: Ἡ διάκριση τοῦ ἀνθρώπου σέ σῶμα καί ψυχή, ὅπως ὑποδηλώνεται στήν Π. Διαθήκη καί ἐπεξεργάζεται ἀπό τούς μεγάλους Πατέρες, ἦταν ἤδη γνωστή (καί χαρακτηριστική) στήν ἑλληνική φιλοσοφία. Ὅμως, ἐκεῖ τό σῶμα θεωρεῖται τό «φύσει κακό» συστατικό τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι τό «δεσμωτήριον» (φυλακή) ἤ τό «σῆμα» (τάφος) τῆς ψυχῆς. Ὁ ἐγκλεισμός τῆς ψυχῆς στό σῶμα θεωρεῖται πτώση. Ἡ «λύτρωση» συνίσταται στήν ἀπελευθέρωση ἀπό τό σῶμα, ἡ δέ ἀνάσταση τῶν σωμάτων θεωρεῖται σκάνδαλο καί μωρία. Κατά τήν Ὀρθόδοξη ἀντίληψη, τό σῶμα εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, καί, ὡς ἐκ τούτου, «καλόν λίαν» (Γεν. 1,31), ἀλλά καί «ναός τοῦ ἐν ἡμῖν Ἁγίου Πνεύματος» (Α' Κορ. 6, 19). Ἡ σωματική ἄσκηση  δέν ἀναφέρεται στό ἴδιο τό σῶμα, ἀλλά στό «σωματικό φρόνημα», δηλ. στήν ἐνοικοῦσα στό σῶμα ἁμαρτία καί στά ἐνοικοῦντα σ’ αὐτό πάθη. Ὅμως, τά παραπάνω δέν ἀνήκουν στήν ἀρχική φύση (δημιουργία) τοῦ σώματος, ἀλλά «ἐπεισῆλθαν» σ’ αὐτό μετά τήν πτώση. Ἡ ἄσκηση ἀποσκοπεῖ στήν ἀπελευθέρωση τοῦ σώματος ἀπό μιά «ἐπιγενομένη» φθοροποιό κατάσταση καί εἶναι «παθοκτόνος καί ὄχι σωματοκτόνος». Ἄλλωστε, κατά τόν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο ἐνοικεῖ ἡ ἁμαρτία καί στήν ψυχή, προκαλῶντας τό «ψυχικό φρόνημα» καί τά ψυχικά πάθη, εἶναι δέ γεγονός ὅτι κάθε ἁμαρτία ἀρχίζει ἀπό τή συγκατάθεση τῆς ψυχῆς. Ἐτσι ὑπάρχει ὁ «σαρκικός ἄνθρωπος» (ὁ ὑποταγμένος στά πάθη τοῦ σώματος), ὁ «ψυχικός ἄνθρωπος» (ὁ ὑποταγμένος στά πάθη τῆς ψυχῆς, ὁ ὁποῖος «οὐ δέχεται τά τοῦ Πνεύματος», Α' Κορ. 2, 14) καί ὁ «πνευματικός ἄνθρωπος» (ὁ ἀπελευθερωμένος ἀπό τά πάθη τόσο τοῦ σώματος, ὅσο καί τῆς ψυχῆς καί ὑποταγμένος στόν «νόμο» τοῦ Ἁγ. Πνεύματος). Τό σῶμα συμμετέχει στή διαδικασία τοῦ ἁγιασμοῦ (προσευχή, νηστεία κ.ἄ) τοῦ ἀνθρώπου, ἄρα καί στόν δοξασμό του. Τά δεδοξασμένα σώματα τῶν Ἁγίων τιμῶνται ὡς ἅγια λείψανα στήν Ἐκκλησία. Στά σώματα ἀναφέρεται ἡ ἀναμενόμενη «ἀνάστασις τῶν νεκρῶν», σέ συνδυασμό μέ τήν ἐπίσης ἀναμενόμενη ἐν Χριστῷ ἀφθαρτοποίηση καί («χάριτι») ἀθανασία τῶν σωμάτων: «πάντες ἀλλαγησόμεθα ... δεῖ τό φθαρτόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καί τό θνητόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν» (Α' Κορ. 15, 52-53). 

Δεῖτε βιντεοσκοπημένο τό Θέμα στόν παρακάτω σύνδεσμο:

https://www.youtube.com/watch?v=kN1QwyleDuk&t=31s

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου