Ι΄ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ
ΜΙΚΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
ΔΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΝ
ΔΙΑΛΟΓΟΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΡΑΒΕΝΝΑ,
13 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2007.
«Ἐκκλησιολογία
καὶ κανονικαὶ συνέπειαι τῆς μυστηριακῆς φύσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκκλησιαστικὴ
κοινωνία, συνοδικότης καὶ ἐξουσία»[1].
Εἰσαγωγὴ
1. «Ἵνα πάντες ἓν ὧσι,
καθὼς σύ, Πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγώ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος
πιστεύσῃ ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλας» (Ἰωάν. 17,21). Εὐχαριστοῦμεν τὸν Τριαδικὸν Θεόν,
ὁ ὁποῖος συνήγαγεν ἡμᾶς – τὰ μέλη τῆς Μικτῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς διὰ τὸν Θεολογικὸν
Διάλογον μεταξὺ τῆς Ῥωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας – ὥστε
νά ἀνταποκριθῶμεν ἀπὸ κοινοῦ ἐν ὑπακοῇ εἰς αὐτὴν τὴν προσευχὴν τοῦ Ἰησοῦ. Ἔχομεν
ἐπίγνωσιν ὅτι ὁ διάλογός μας ἀρχίζει ἐκ νέου ἐντὸς ἑνὸς κόσμου, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀλλάξει
ριζικῶς κατὰ τοὺς προσφάτους καιρούς. Τό φαινόμενον τῆς ἐκκοσμικεύσεως καὶ τῆς παγκοσμιοποιήσεως,
καθὼς καὶ ἡ πρόκλησις ἐκ μέρους νέων συναντήσεων μεταξὺ Χριστιανῶν καὶ πιστῶν ἄλλων
θρησκειῶν, ἀπαιτοῦν καὶ πάλιν ἐπειγόντως ἀπὸ τοὺς μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ νά δίδουν
μαρτυρίαν τῆς πίστεως, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἐλπίδος των. Εἴθε τὸ Πνεῦμα τοῦ Ἀναστάντος
Κυρίου νά ἐνδυναμώνῃ τὰς καρδίας καὶ τὰς διανοίας μας, προκειμένου νά φέρωμεν τοὺς
καρποὺς τῆς ἑνότητος εἰς τὴν σχέσιν μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν μας, ὥστε ἀπὸ κοινοῦ νά
διακονήσωμεν τὴν ἑνότητα καὶ τὴν εἰρήνην ὅλης τῆς ἀνθρωπίνης οἰκογενείας. Εἴθε τὸ
αὐτὸ Πνεῦμα νά μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τὴν πλήρη ἔκφρασιν τοῦ μυστηρίου τῆς ἐκκλησιαστικῆς
(ecclesial) κοινωνίας, τήν ὁποίαν ἀναγνωρίζομεν εὐγνωμόνως ὡς τό ὡραιότερον δῶρον
τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν κόσμον, μυστηρίου, τοῦ ὁποίου τὸ κάλλος ἀντανακλᾶται ἰδιαιτέρως
εἰς τὴν ἁγιότητα τῶν ἁγίων, εἰς τὴν ὁποίαν πάντες ἐκλήθημεν.
2. Συμφώνως πρός τό σχέδιον
ἐργασίας τοῦ Διαλόγου, τὸ ὁποῖον υἱοθετήθη κατὰ τὴν πρώτην ἐν Ῥόδῳ συνάντησίν της
τὸ 1980, ἡ Μικτὴ Ἐπιτροπὴ ἤρχισε μέ τήν μελέτην τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας (communion)
ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τῆς Θ. Εὐχαριστίας. Τοῦτο κατέστησε
δυνατὴν μίαν βαθυτέραν κατανόησιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, τόσον εἰς τὸ ἐπίπεδον
τῆς τοπικῆς κοινότητος περὶ τὸν ἐπίσκοπον αὐτῆς, ὅσον καὶ εἰς τὸ ἐπίπεδον τῶν σχέσεων
μεταξὺ ἐπισκόπων καὶ μεταξὺ τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, τῶν ὁποίων ἕκαστος προεδρεύει,
ἐν κοινωνίᾳ μετὰ τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, τῆς ἐκτεινομένης εἰς ὁλόκληρον τὸν
κόσμον (Κείμενον τοῦ Μονάχου, 1982). Προκειμένου νά διευκρινίσῃ τὴν φύσιν τῆς κοινωνίας,
ἡ Μικτὴ Ἐπιτροπὴ ὑπεγράμμισε τὴν σχέσιν, ἡ ὁποία ὑπάρχει μεταξὺ τῆς πίστεως, τῶν
Μυστηρίων – ἰδιαιτέρως τῶν τριῶν Μυστηρίων τῆς χριστιανικῆς μυήσεως – καὶ τῆς ἑνότητος
τῆς Ἐκκλησίας (Κείμενον τοῦ Μπάρι, 1987). Κατόπιν διὰ τῆς μελέτης τοῦ μυστηρίου
τῆς Ἱερωσύνης ἐν τῇ μυστηριακῇ δομῇ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ἐπιτροπὴ ἐπεσήμανε σαφῶς τὸν
ῥόλον τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς ὡς ἐγγυήσεως τῆς κοινωνίας τῆς καθ’ ὅλου Ἐκκλησίας
καὶ τῆς συνεχείας αὐτῆς μετὰ τῶν Ἀποστόλων ἐν παντὶ καιρῷ καὶ τόπῳ (Κείμενον τοῦ
Βάλαμο, 1988). Ἀπὸ τοῦ ἔτους 1990 μέχρι τὸ 2000 τὸ κύριον θέμα, τὸ ὁποῖον συνεζητήθη
ὑπὸ τῆς Ἐπιτροπῆς, ἦτο αὐτὸ τῆς «Οὐνίας» (Κείμενον τοῦ Μπελεμεντίου, 1993, Βαλτιμόρη,
2000), θέμα, τὸ ὁποῖον θὰ ἐξετάσωμεν περαιτέρω εἰς τὸ ἐγγὺς μέλλον. Ἐν τῷ παρόντι
ἐπιλαμβανόμεθα τοῦ θέματος, τὸ ὁποῖον ἐτέθη εἰς τὸ τέλος τοῦ Κειμένου τοῦ Βάλαμο
καὶ μελετῶμεν τά θέματα ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, τῆς συνοδικότητας καὶ τῆς ἐξουσίας.
3. Ἐπὶ τῇ βάσει τῶν κοινῶν
αὐτῶν δηλώσεων τῆς πίστεώς μας, πρέπει τώρα νά ἐξαγάγωμεν τὰς ἐκκλησιολογικὰς καὶ
κανονικὰς συνεπείας, αἱ ὁποῖαι ἀπορρέουν ἐκ τῆς μυστηριακῆς φύσεως τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐφ’ ὅσον ἡ Θ. Εὐχαριστία, ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀποτελεῖ τὸ
κριτήριον τῆς καθόλου ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, τίνι τρόπῳ αἱ θεσμικαὶ δομαὶ (institutional
structures) ἀντανακλοῦν κατὰ τρόπον ὁρατὸν τὸ μυστήριον τῆς κοινωνίας ταύτης; Ἐφ’
ὅσον ἡ Μία καὶ Ἁγία Ἐκκλησία πραγματοῦται τόσον ἐντὸς ἑκάστης τοπικῆς Ἐκκλησίας,
ἡ ὁποία τελεῖ τὴν Θ. Εὐχαριστίαν, ὅσον καὶ ταυτοχρόνως ἐντὸς τῆς κοινωνίας ὅλων
τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, τίνι τρόπῳ ἡ ζωὴ τῶν Ἐκκλησιῶν καθιστᾷ ἔκδηλον αὐτὴν τὴν
μυστηριακὴν δομήν;
4. Ἑνότης καὶ πολλαπλότης,
ἡ σχέσις μεταξὺ τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας καὶ τῶν πολλῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἡ καταστατική
αὐτή σχέσις τῆς Ἐκκλησίας, θέτει ἐπίσης τὸ ζήτημα τῆς σχέσεως μεταξὺ τῆς ἐξουσίας,
ἡ ὁποία εἶναι ἐγγενὴς εἰς ἕκαστον ἐκκλησιαστικὸν θεσμόν, καὶ τῆς συνοδικότητος,
ἡ ὁποία ἀπορρέει ἐκ τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας ὡς κοινωνίας. Δεδομένου ὅτι οἱ ὅροι
«ἐξουσία» καὶ «συνοδικότης» καλύπτουν μίαν πολὺ εὐρεῖαν περιοχήν, θὰ ἀρχίσωμεν διά
τοῦ ὁρισμοῦ τὸν τρόπον, κατὰ τὸν ὁποῖον τοὺς κατανοοῦμεν.
Ι. Τὰ θεμέλια τῆς Συνοδικότητος
καὶ τῆς Ἐξουσίας
1. Συνοδικότης
5. Ὁ ὅρος συνοδικότης (Conciliarity
or Synodality) προέρχεται ἐκ τῆς ἑλληνικῆς λέξεως “σύνοδος” (λατινιστὶ concilium),
ἡ ὁποία πρωτίστως σημαίνει σύναξιν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν μίαν ἰδιαιτέραν εὐθύνην.
Εἶναι ἐν τούτοις δυνατὸν νά ἐκληφθῇ ἐπίσης ὁ ὅρος ἐν εὐρυτέρᾳ ἐννοίᾳ, ὡς ἀναφερόμενος
εἰς ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας (πρβλ. τὸν ῥωσικὸν ὅρον sobornost). Κατὰ συνέπειαν
θὰ ὁμιλήσωμεν πρωτίστως περὶ τῆς συνοδικότητος ὡς δηλούσης ὅτι ἕκαστον μέλος τοῦ
Σώματος τοῦ Χριστοῦ, δυνάμει τοῦ Βαπτίσματος, ἔχει τὴν θέσιν του καὶ ἰδίαν εὐθύνην
εἰς τὴν εὐχαριστιακὴν κοινωνίαν (λατινιστὶ communio). Ἡ συνοδικότης ἀντανακλᾶ τὸ
Τριαδικὸν μυστήριον καὶ εὑρίσκει εἰς αὐτὸ τὴν τελικὴν θεμελίωσίν της. Τὰ τρία πρόσωπα
τῆς Ἁγίας Τριάδος «ἀριθμοῦνται», ὅπως λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος (Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
45), χωρὶς ὁ χαρακτηρισμὸς ὡς «δευτέρου» ἤ «τρίτου» προσώπου νά ὑποδηλώνῃ μείωσιν
ἤ ὑποταγήν τινα. Ὁμοίως, ὑφίσταται ἐπίσης μία τάξις μεταξὺ τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν,
ἡ ὁποία ἐν τούτοις δέν ὑποδηλώνει ἀνισότητα εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν των φύσιν.
6. Ἡ Θ. Εὐχαριστία φανερώνει
τὴν Τριαδικὴν κοινωνίαν, ἡ ὁποία καθίσταται ἐνεργός ἐν τοῖς πιστοῖς ὡς ὀργανική
ἑνότης πλειόνων μελῶν, ἐξ ὧν ἕκαστος ἔχει ἴδιον χάρισμα, ἰδίαν διακονίαν ἤ ἴδιον
λειτούργημα, ἀναγκαῖα ἐν τῇ ποικιλίᾳ καί ἑτερότητι αὐτῶν, πρός οἰκοδομήν πάντων
ἐν τῷ ἐκκλησιαστικῷ Σώματι τοῦ Χριστοῦ. (πρβλ. 1 Κορ. 12, 4-30). Ἅπαντες καλοῦνται,
δεσμεύονται καὶ θεωροῦνται ὑπεύθυνοι – ἕκαστος κατὰ διαφορετικόν, ἀλλ’ οὐχ ἧττον
πραγματικὸν τρόπον – εἰς τὴν ἀπὸ κοινοῦ πραγματοποίησιν τῶν ἐνεργειῶν, αἱ ὁποῖαι
διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καθιστοῦν παροῦσαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τὴν διακονίαν τοῦ
Χριστοῦ, «τῆς ὁδοῦ καί τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ζωῆς» (Ἰωάν. 14,6). Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον
πραγματοποιεῖται εἰς τό ἀνθρώπινον γένος τὸ μυστήριον τῆς σωτηριώδους κοινωνίας
μετὰ τῆς Ἁγίας Τριάδος.
7. Ἑκάστη κοινότης καὶ
ἕκαστον πρόσωπον ἐντὸς αὐτῆς εἶναι φορεὺς τῆς «ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως», ὅπως
τὴν ἀποκαλεῖ ἡ ἑλληνικὴ θεολογία, τὸ sensus fidelium κατὰ τὴν λατινικὴν ὁρολογίαν.
Λόγῳ τοῦ Βαπτίσματος καὶ τοῦ Χρίσματος ἕκαστον μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἀσκεῖ μίαν μορφὴν
ἐξουσίας ἐντὸς τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὑπὸ τὴν ἔννοιαν αὐτήν, ἅπαντες οἱ πιστοὶ
(καὶ οὐχί μόνον οἱ ἐπίσκοποι) εἶναι ὑπεύθυνοι διὰ τὴν πίστιν, τὴν ὁποίαν ὁμολογοῦν
κατὰ τὸ Βάπτισμά των. Κοινὴ μας διδασκαλία εἶναι ὅτι ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐδέχθη
«τὸ χρῖσμα ἀπὸ τοῦ Ἁγίου» (1 Ἰωάν. 2, 20 καὶ 27), ἐν κοινωνίᾳ μετὰ τῶν ποιμένων
του, δέν δύναται νά σφάλλῃ εἰς θέματα πίστεως (πρβλ. Ἰωάν. 16,13).
8. Διακηρύσσοντες τὴν πίστιν
τῆς Ἐκκλησίας καὶ διευκρινίζοντες τοὺς κανόνας τῆς χριστιανικῆς συμπεριφορᾶς, οἱ
ἐπίσκοποι διὰ τοῦ θείου θεσμοῦ ἔχουν ἕν ἰδιαίτερον ρόλον. «Ὡς διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων
οἱ ἐπίσκοποι εἶναι ὑπεύθυνοι διὰ τὴν κοινωνίαν ἐν τῇ ἀποστολικῇ πίστει καὶ διά τὴν
πιστότητα πρός τὰς ἀπαιτήσεις ἑνὸς βίου συμφώνως πρὸς τὸ Εὐαγγέλιον» (Κείμενον τοῦ
Βάλαμο, § 40).
9. Αἱ Σύνοδοι εἶναι ὁ κύριος
τρόπος, διὰ τοῦ ὁποίου ἀσκεῖται ἡ κοινωνία μεταξὺ τῶν ἐπισκόπων (πρβλ. Κείμενον
τοῦ Βάλαμο, § 52). Οὕτως «ἡ προσκόλλησις εἰς τὴν ἀποστολικὴν κοινωνίαν συνδέει τὸ
σύνολον τῶν ἐπισκόπων μεταξὺ των, διὰ τῆς συνδέσεως τῆς ἐπισκοπῆς τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν
πρὸς τὸ κολλέγιον τῶν Ἀποστόλων. Καὶ οὗτοι ἐπίσης συγκροτοῦν κολλέγιον ἐρριζωμένον
ὑπὸ τοῦ Πνεύματος εἰς τὸ «ἅπαξ διὰ παντός» τῆς ἀποστολικῆς ὁμάδος, μοναδικοῦ μάρτυρος
τῆς πίστεως. Τοῦτο σημαίνει ὄχι μόνον ὅτι ὀφείλουν νά εἶναι ἡνωμένοι μεταξὺ των
ἐν τῇ πίστει, τῇ φιλανθρωπίᾳ, τῇ ἀποστολῇ, τῇ καταλλαγῇ, ἀλλ’ ἐπίσης ὅτι ἔχουν κοινὴν
τὴν αὐτὴν εὐθύνην καὶ τὴν αὐτὴν διακονίαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν» (Κείμενον τοῦ Μονάχου,
ΙΙΙ, § 4).
10. Ἡ συνοδικὴ αὐτὴ διάστασις
τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ἀνήκει εἰς τὸ ἐσώτατον τῆς φύσεως αὐτῆς. Τοῦτο σημαίνει ὅτι
θεμελιοῦται εἰς τὴν θέλησιν τοῦ Χριστοῦ διὰ τὸν λαὸν Του (πρβλ. Ματθ.18,15-20),ἀκόμη
καὶ ἄν αἱ κανονικαὶ πραγματώσεις της προσδιορίζονται κατ΄ ἀνάγκην ἐπίσης ὑπὸ τῆς
ἱστορίας καὶ ἐντός τοῦ κοινωνικοῦ, πολιτικοῦ καὶ πολιτισμικοῦ πλαισίου. Οὕτως ὁριζομένη
ἡ συνοδικὴ διάστασις τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νά ἀναζητηθῇ εἰς τὰ τρία ἐπίπεδα ἐκκλησιαστικῆς
κοινωνίας, τὸ τοπικόν, τὸ ἐπαρχιακὸν καὶ τό ἀνά τήν οἰκουμένην : ἐπί τοῦ ἐπιπέδου
τῆς τοπικῆς (local) Ἐκκλησίας, τῆς πεπιστευμένης εἰς ἕνα ἐπίσκοπον, ἐπί τοῦ ἐπαρχιακοῦ
ἐπιπέδου ἑνός συνόλου τοπικῶν Ἐκκλησιῶν μετά τῶν ἐπισκόπων των, οἱ ὁποῖοι ἀναγνωρίζουν
τόν «πρῶτον» μεταξύ των (Ἀποστολικὸς Κανὼν 34), καί ἐπί τοῦ ἐπιπέδου τῆς ἀνα τήν
οἰκουμένην (universal) Ἐκκλησίας, ὅπου ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι εἶναι πρῶτοι εἰς τὰς διαφόρους
ἐπαρχίας, ἀπὸ κοινοῦ μεθ’ ὅλων τῶν ἐπισκόπων, συνεργάζονται εἰς ὅ,τι ἀφορᾷ εἰς τὸ
σύνολον τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἐπί τοῦ τελευταίου τούτου ἐπιπέδου ὀφείλουν νά γνωρίζουν
οἱ «πρῶτοι» ποῖος εἶναι ὁ «πρῶτος» μεταξύ αὐτῶν.
11. Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει
εἰς πλείονας καὶ διαφόρους τόπους, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον φανερώνει τὴν καθολικότητά της.
Οὖσα «καθολική», εἶναι εἷς ζῶν ὀργανισμός, τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἑκάστη τοπικὴ Ἐκκλησία,
ὅταν εὑρίσκηται ἐν κοινωνίᾳ μετὰ τῶν ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀποτελεῖ φανέρωσιν
τῆς Μιᾶς καὶ Ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως τὸ νά εἶναι «καθολική» σημαίνει
ὅτι εὑρίσκεται ἐν κοινωνίᾳ μετὰ τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας πάντοτε καὶ πανταχοῦ. Διὰ τοῦτο
ἡ διακοπὴ τῆς εὐχαριστιακῆς κοινωνίας σημαίνει τὸν τραυματισμὸν ἑνὸς ἐκ τῶν οὐσιωδῶν
χαρακτηριστικῶν τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τῆς καθολικότητός της.
2. Ἐξουσία
12. Ὅταν ὁμιλῶμεν περὶ
ἐξουσίας, ἀναφερόμεθα εἰς τὴν ἐξουσίαν, ὡς αὕτη περιγράφεται εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην.
Ἡ ἐξουσία τῆς Ἐκκλησίας πηγάζει ἐκ τοῦ Κυρίου καὶ τῆς Κεφαλῆς αὐτῆς, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Λαβὼν τὴν ἐξουσίαν Του παρὰ τοῦ Θεοῦ Πατρὸς, ὁ Χριστὸς μετὰ τὴν Ἀνάστασίν Του τὴν
συνεμερίσθη διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μετὰ τῶν Ἀποστόλων (πρβλ. Ἰωάν. 20,22). Διὰ
τῶν Ἀποστόλων αὐτὴ μετεβιβάσθη εἰς τοὺς ἐπισκόπους, τοὺς διαδόχους των, καὶ δι'
αὐτῶν εἰς ἅπασαν τὴν Ἐκκλησίαν. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἤσκησε τὴν ἐξουσίαν
ταύτην κατὰ ποικίλους τρόπους, διὰ τῶν ὁποίων ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ φανεροῦται εἰς
τὸν κόσμον μέχρι τῆς ἐσχατολογικῆς πραγματώσεως αὐτῆς (πρβλ. 1 Κορ. 15, 24-28):
διὰ τῆς διδασκαλίας (πρβλ. Ματθ. 5,2, Λουκ. 5, 3), διὰ τῆς ἐπιτελέσεως θαυμάτων
(πρβλ. Μάρκ. 1,30-34, Ματθ. 14, 35-36), διὰ τῆς ἐκδιώξεως ἀκαθάρτων πνευμάτων (πρβλ.
Μάρκ. 1, 27, Λουκ. 4, 35-36), διὰ τῆς ἀφέσεως ἁμαρτιῶν (πρβλ. Μάρκ. 2, 10, Λουκ.
5, 24) καὶ διὰ τῆς καθοδηγήσεως τῶν μαθητῶν Του εἰς τὰς ὁδοὺς τῆς σωτηρίας (πρβλ.
Ματθ. 16, 24). Συμφώνως πρὸς τὴν ληφθεῖσαν ἐντολήν, παρά τοῦ Χριστοῦ (πρβλ. Ματθ.
28, 18-20), ἡ ἄσκησις τῆς ἐξουσίας, ἥτις προσιδιάζει εἰς τοὺς Ἀποστόλους καὶ ἐν
συνεχείᾳ εἰς τοὺς ἐπισκόπους, περιλαμβάνει τὴν ἐξαγγελίαν καὶ τὴν διδασκαλίαν τοῦ
Εὐαγγελίου, τὸν ἁγιασμὸν διὰ τῶν Μυστηρίων, ἰδιαιτέρως δέ τῆς Θ. Εὐχαριστίας, καὶ
τὴν ποιμαντικὴν καθοδήγησιν τῶν πιστῶν (πρβλ. Λουκ. 10, 16).
13. Ἡ ἐξουσία ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ
ἀνήκει εἰς Αὐτὸν τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, τὴν μίαν Κεφαλὴν τῆς Ἐκκλησίας (πρβλ. Ἐφεσ.
1, 22, 5, 23). Διὰ τοῦ Ἁγίου Του Πνεύματος, ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα Του μετέχει τῆς ἐξουσίας
Του (πρβλ. Ἰωάν. 20, 22-23). Ἡ ἐξουσία ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἔχει ὡς στόχον τὴν σύναξιν
τοῦ συνόλου τῆς ἀνθρωπότητος ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ (πρβλ. Ἐφεσ. 1, 10, Ἰωάν. 11,52). Ἡ
ἐξουσία, συνδεδεμένη μετὰ τῆς χάριτος τῆς λαμβανομένης κατὰ τὴν χειροτονίαν, δέν
ἀποτελεῖ ἰδιωτικὸν κτῆμα ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι τὴν λαμβάνουν, οὔτε κάτι, τὸ ὁποῖον
τοὺς ἀνατίθεται ὑπὸ τῆς κοινότητος, ἀντιθέτως ἀποτελεῖ δῶρον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
προωρισμένον διὰ τὴν διακονίαν τῆς κοινότητος καὶ οὐδέποτε ἀσκούμενον ἐκτὸς αὐτῆς.
Ἡ ἄσκησις αὐτῆς περιλαμβάνει τὴν συμμετοχὴν τοῦ συνόλου τῆς κοινότητος, τοῦ ἐπισκόπου
ὄντος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ τῆς Ἐκκλησίας οὔσης ἐν τῷ ἐπισκόπῳ (πρβλ. Ἁγ. Κυπριανοῦ,
Ἐπιστ. 66, 8).
14. Ἡ ἄσκησις τῆς ἐξουσίας,
ἡ ὁποία λαμβάνει χώραν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ διὰ τῆς δυνάμεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρέπει νά εἶναι, εἰς ὅλας τὰς μορφὰς της καὶ εἰς ὅλα τὰ ἐπίπεδα,
διακονία ἀγάπης, ὅπως ἦτο αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ (πρβλ. Μάρκ. 10, 45. Ἰωάν. 13, 1-16).
Ἡ ἐξουσία περὶ τῆς ὁποίας ὁμιλοῦμεν, ἐφ’ ὅσον ἐκφράζει θείαν ἐξουσίαν, δέν δύναται
νά ὑφίσταται ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ εἰ μὴ μόνον ἐν τῇ ἀγάπῃ μεταξὺ ἐκείνου, ὁ ὁποῖος τὴν
ἀσκεῖ, καὶ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ὑπόκεινται εἰς αὐτήν. Εἶναι ὡς ἐκ τούτου μία ἐξουσία
ἂνευ κυριαρχίας, ἄνευ φυσικοῦ ἤ ἠθικοῦ καταναγκασμοῦ. Ἐφ’ ὅσον συνιστᾷ μετοχὴν εἰς
τὴν ἐξουσίαν τοῦ σταυρωθέντος καὶ ἐγερθέντος Κυρίου, εἰς τὸν ὁποῖον ἐδόθη πᾶσα ἐξουσία
ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς (πρβλ. Ματθ. 28,18), δύναται καὶ πρέπει νά ἀπαιτῇ ὑπακοήν.
Ταυτοχρόνως, λόγῳ τῆς Ἐνανθρωπήσεως καὶ τοῦ Σταυροῦ, ἡ ἐξουσία εἶναι ριζικῶς διάφορος
ἐκείνης τῶν ἀρχόντων τῶν ἐθνῶν καὶ τῶν μεγάλων τοῦ κόσμου τούτου (πρβλ. Λουκ. 22,
25-27). Ἐνῶ ἡ ἐξουσία αὕτη ἀνατίθεται ἄνευ ἀμφιβολίας εἰς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι,
λόγῳ ἀδυναμίας καὶ ἁμαρτωλότητος, συχνάκις ὑπόκεινται εἰς τὸν πειρασμὸν νά καταχραστοῦν
αὐτῆς, οὐχ ἧττον ὅμως ἡ ἐξ αἰτίας αὐτῆς ταύτης τῆς φύσεως τῆς εὐαγγελικῆς ταύτισις
μεταξὺ ἐξουσίας καὶ διακονίας συνιστᾷ θεμελιώδη κανόνα διὰ τὴν Ἐκκλησίαν. Διὰ τοὺς
Χριστιανοὺς τὸ ἄρχειν ἐστὶ διακονεῖν. Οὕτως, ἡ ἄσκησις καὶ ἡ πνευματικὴ ἀποτελεσματικότης
τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας διασφαλίζονται συνεπῶς μέσῳ τῆς ἐλευθέρας συναινέσεως
καὶ τῆς ἑκουσίας συνεργασίας. Εἰς προσωπικὸν ἐπίπεδον τοῦτο μεταφράζεται ὡς ὑπακοὴ
εἰς τὴν ἐξουσίαν τῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου νά ἀκολουθήσῃ τις τὸν Χριστόν, ὅστις
ἐν ἀγάπῃ ἐγένετο ὑπήκοος τῷ Πατρὶ ἄχρι θανάτου, θανάτου δὲ Σταυροῦ (πρβλ. Φιλ. 2,8).
15. Ἡ ἐξουσία ἐντὸς τῆς
Ἐκκλησίας θεμελιοῦται ἐπὶ τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, παρόντος καὶ ζῶντος ἐν τῇ κοινότητι
τῶν μαθητῶν. Ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι ὁ ἀποκαλυφθεὶς Λόγος Θεοῦ, ὅπως ἡ Ἐκκλησία διὰ τοῦ
ἐν αὐτῇ παρόντος καὶ ἐνεργοῦντος Ἁγίου Πνεύματος ἀντελήφθη αὐτὸν εἰς τὴν ζῶσαν Παράδοσιν,
τὴν ὁποίαν παρέλαβε ὑπὸ τῶν Ἀποστόλων. Εἰς τὴν καρδίαν αὐτῆς τῆς Παραδόσεως εὑρίσκεται
ἡ Θ. Εὐχαριστία (πρβλ. 1Κορ. 10, 16-17. 11, 23-26). Ἡ ἐξουσία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀπορρέει
ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι εἶναι ὁ Λόγος Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀναγιγνωσκόμενος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ
καὶ ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, μεταδίδει τὸ Εὐαγγέλιον τῆς σωτηρίας. Διὰ τῆς Ἁγίας Γραφῆς,
ὁ Χριστὸς ἀπευθύνεται πρὸς τὴν συνηγμένην κοινότητα καὶ πρὸς τὴν καρδίαν ἑκάστου
πιστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία, διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖον εἶναι παρόν ἐν αὐτῇ, αὐθεντικῶς
ἑρμηνεύει τὴν Ἁγίαν Γραφήν, ἀνταποκρινομένη εἰς τὰς ἀνάγκας τῶν καιρῶν καὶ τῶν τόπων.
Τὸ πάγιον ἔθος τῶν Συνόδων νά ἐνθρονίζουν τὰ Εὐαγγέλια εἰς τὸ μέσον τῆς συνελεύσεώς
των μαρτυρεῖ τόσον τὴν παρουσίαν τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν Λόγον Του, ὁ ὁποῖος εἶναι τὸ
ἀναγκαῖον σημεῖον ἀναφορᾶς δι’ ὅλας τὰς συζητήσεις καὶ τὰς ἀποφάσεις των, καὶ ταυτοχρόνως
βεβαιώνει τὴν ἐξουσίαν τῆς Ἐκκλησίας νά ἑρμηνεύῃ τὸν λόγον τοῦτον τοῦ Θεοῦ.
16. Ἐν τῇ θείᾳ Οἰκονομίᾳ
Του, ὁ Θεὸς θέλει ἡ Ἐκκλησία Του νά ἔχῃ μίαν δομὴν ἀποβλέπουσαν πρὸς τὴν σωτηρίαν.
Εἰς τὴν οὐσιώδη αὐτὴν δομὴν ἀνήκουν ἡ ὁμολογουμένη Πίστις καὶ τὰ Μυστήρια τὰ τελούμενα
ἐν τῇ ἀποστολικῇ διαδοχῇ. Ἡ ἐξουσία ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ κοινωνίᾳ συνδέεται πρὸς
αὐτὴν τὴν βασικήν καί οὐσιώδη δομήν: ἡ ἄσκησίς της ῥυθμίζεται διά τῶν κανόνων καὶ
τῶν διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας. Τινές ἐξ αὐτῶν τῶν ῥυθμίσεων εἶναι δυνατὸν νά ἐφαρμόζωνται
ποικιλοτρόπως συμφώνως πρὸς τὰς ἀνάγκας τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας εἰς διαφόρους
χρόνους καὶ τόπους, ὑπὸ τὸν ὅρον ὅτι ἡ οὐσιώδης δομὴ τῆς Ἐκκλησίας θά εἶναι πάντοτε
σεβαστή. Τοιουτοτρόπως, ὅπως ἀκριβῶς ἡ κοινωνία ἐν τοῖς μυστηρίοις προϋποθέτει κοινωνίαν
ἐν τῇ αὐτῇ πίστει (πρβλ. Κείμενον τοῦ Μπάρι, §§ 29-33), οὕτω καὶ προκειμένου νά
ὑπάρξῃ πλήρης ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία, πρέπει νά ὑπάρξῃ ἐπίσης, μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν
μας, ἀμοιβαία ἀναγνώρισις τῶν κανονικῶν θεσμῶν ἐν τῇ νομίμῳ διαφοροποιήσει αὐτῶν.
ΙΙ. Ἡ τριπλῆ πραγμάτωσις
τῆς Συνοδικότητος καὶ τῆς Ἐξουσίας
17. Ἔχοντες τονίσει τὴν
θεμελίωσιν τῆς συνοδικότητος καὶ τῆς ἐξουσίας ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ σημειώσει τὴν πολυπλοκότητα
τοῦ περιεχομένου τῶν ὅρων αὐτῶν, πρέπει τώρα νά ἀπαντήσωμεν εἰς τὰ ἀκόλουθα ἐρωτήματα:
Πῶς τὰ θεσμικὰ στοιχεῖα τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζουν καὶ διακονοῦν κατὰ τρόπον ὁρατὸν
τὸ μυστήριον τῆς κοινωνίας; Πῶς αἱ κανονικαὶ δομαὶ τῶν Ἐκκλησιῶν ἐκφράζουν τὴν μυστηριακὴν
ζωὴν των; Πρὸς τὸν σκοπὸν αὐτὸν διεκρίναμεν μεταξὺ τριῶν ἐπιπέδων ἐκκλησιαστικῶν
θεσμῶν: αὐτὸ τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας περὶ τὸν ἐπίσκοπόν της, αὐτὸ τῆς ἐπαρχίας, ἡ
ὁποία περιλαμβάνει περισσοτέρας γειτνιαζούσας τοπικὰς Ἐκκλησίας, καὶ αὐτὸ ὁλοκλήρου
τῆς οἰκουμένης, ἡ ὁποία περιλαμβάνει ὅλας τὰς τοπικὰς Ἐκκλησίας.
1. Τὸ τοπικὸν ἐπίπεδον
(local level)
18. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ
ὑπάρχει ὅπου ὑπάρχει κοινότης συνηγμένη ἐν τῇ Θ. Εὐχαριστίᾳ, εἰς τὴν ὁποίαν προεξάρχει
ἀμέσως ἤ μέσῳ τῶν πρεσβυτέρων του, ἐπίσκοπος κανονικῶς κεχειροτονημένος ἐν τῇ ἀποστολικῇ
διαδοχῇ, διδάσκων τήν παρά τῶν Ἀποστόλων ληφθεῖσαν πίστιν, ἐν κοινωνίᾳ μετά τῶν
ἄλλων ἐπισκόπων καί τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν. Καρπὸς αὐτῆς τῆς Θ. Εὐχαριστίας καὶ τῆς
διακονίας εἶναι ἡ σύναξις πάντων ὅσων ἔλαβον τὸ Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸ Βάπτισμα
εἰς μίαν αὐθεντικὴν κοινωνίαν πίστεως, προσευχῆς, ἀποστολῆς, ἀδελφικῆς ἀγάπης καὶ
ἀλληλοβοηθείας. Ἡ κοινωνία αὕτη ἀποτελεῖ τὸ πλαίσιον, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἀσκεῖται
πᾶσα ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία. Ἡ κοινωνία εἶναι τὸ κριτήριον διὰ τὴν ἄσκησιν αὐτῆς.
19. Ἑκάστη τοπικὴ Ἐκκλησία
ἔχει ὡς ἀποστολὴν νά καταστῇ, διά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, τόπος ὅπου ὁ Θεός ὑπηρετεῖται
καὶ τιμᾶται, ὅπου ὁ Λόγος τοῦ Εὐαγγελίου καταγγελλέται, ὅπου τελοῦνται τὰ Μυστήρια,
ὅπου προσπαθοῦν οἱ πιστοὶ νά ἀνακουφίσουν τήν δυστυχίαν τοῦ κόσμου, καὶ ὅπου ἕκαστος
πιστὸς δύναται νά εὕρῃ τὴν σωτηρίαν. Εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου (πρβλ. Ματθ. 5, 14-16),
ἡ ζύμη (πρβλ. Ματθ. 13,33), ἡ ἱερατικὴ κοινότης τοῦ Θεοῦ (πρβλ. 1 Πέτρου 2,5 καὶ
9). Αἱ κανονικαί διατάξεις, αἱ ὁποῖαι τὴν διέπουν, ἀποσκοποῦν εἰς τὴν διασφάλισιν
αὐτῆς τῆς ἀποστολῆς.
20. Ὡς ἐκ τοῦ Βαπτίσματός
του, τό ὁποῖον κατέστησεν αὐτόν μέλος Χριστοῦ, κάθε βεβαπτισμένος καλεῖται, κατά
τὰς δωρεάς τοῦ ἑνός Ἁγίου Πνεύματος, νά διακονήσῃ ἐν τῇ κοινότητι (πρβλ. 1 Κορ.
12, 4-27). Τοιουτοτρόπως, μέσῳ τῆς κοινωνίας, διὰ τῆς ὁποίας ὅλα τὰ μέλη εὑρίσκονται
ἐν ἀμοιβαίᾳ διακονίᾳ μεταξὺ των, ἡ τοπικὴ Ἐκκλησία παρουσιάζεται ἤδη «συνοδική»
εἰς τὴν δομὴν της. Ἡ «συνοδικότης» αὕτη δέν φαίνεται μόνον εἰς τὰς σχέσεις ἀλληλεγγύης,
ἀμοιβαίας βοηθείας καὶ ἀλληλοσυμπληρώσεως, τὰς ὁποίας ἔχουν μεταξὺ των οἱ διάφοροι
κεχειροτονημένοι λειτουργοί. Βεβαίως τὸ «πρεσβυτέριον» εἶναι τὸ συμβούλιον τοῦ ἐπισκόπου
(πρβλ. Ἁγ. Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Πρὸς Τραλλιανούς, 3), καὶ ὁ διάκονος εἶναι ἡ «δεξιὰ
χείρ του» (Διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων, 2,28,6), καί κατά τήν προτροπήν τοῦ Ἁγ. Ἰγνατίου
Ἀντιοχείας, πρέπει «ἐν συμφωνίᾳ....πάντα πράσσειν» (πρβλ. Πρὸς Ἐφεσίους, 6). Ἐν
τούτοις, ἡ συνοδικότης περιλαμβάνει ἐπίσης ὅλα τὰ μέλη τῆς κοινότητος ἐν τῇ ὑπακοῇ
πρὸς τὸν ἐπίσκοπον, ὅστις εἶναι ὁ «πρῶτος» καὶ ἡ κεφαλὴ τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ὡς
ἀπαιτεῖται τοῦτο ὑπὸ τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας. Συμφώνως πρὸς τὴν ἀνατολικὴν
καὶ τὴν δυτικὴν παράδοσιν, ἡ ἐνεργὸς συμμετοχὴ τῶν λαϊκῶν, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν,
μοναχῶν καὶ ἀφιερωμένων προσώπων, διενεργεῖται εἰς τὴν ἐπισκοπὴν καὶ εἰς τὴν ἐνορίαν
διὰ πολλῶν μορφῶν διακονίας καὶ ἀποστολῆς.
21. Τὰ χαρίσματα τῶν μελῶν
τῆς κοινότητος προέρχονται ἐκ τοῦ ἑνὸς Ἁγίου Πνεύματος καὶ κατευθύνονται πρὸς τὸ
καλὸν πάντων. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ φωτίζει τόσον τὰς ἀπαιτήσεις ὅσον καὶ τὰ ὅρια τῆς
ἐξουσίας ἑνὸς ἑκάστου ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Δέν θὰ πρέπῃ νά ὑπάρχῃ οὔτε παθητικότης οὔτε
ὑποκατάστασις τῶν λειτουργιῶν οὔτε ἀμέλεια οὔτε κυριαρχία τοῦ ἑνὸς εἰς βάρος τοῦ
ἄλλου. Ὅλα τὰ χαρίσματα καὶ τὰ λειτουργήματα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν συγκλίνουν εἰς τὴν
ἑνότητα ὑπὸ τὸ λειτούργημα τοῦ ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος ὑπηρετεῖ τὴν κοινωνίαν τῆς τοπικῆς
Ἐκκλησίας. Πάντες καλοῦνται νά ἀνακαινισθοῦν ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τοῖς Μυστηρίοις
καὶ νά ἀνταποκριθοῦν ἐν συνεχεῖ μετανοίᾳ, ὥστε νά διασφαλίζεται ἡ κοινωνία των ἐν
ἀληθείᾳ καὶ ἀγάπῃ.
2. Τὸ ἐπαρχιακὸν ἐπίπεδον
(regional level)
22. Ἐφ’ ὅσον ἡ Ἐκκλησία
ἀποκαλύπτεται ὡς καθολικὴ ἐν τῇ συνάξει τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἡ καθολικότης αὐτὴ
ὀφείλει νά ἐκδηλοῦται ἀληθῶς ἐν τῇ κοινωνίᾳ μετά τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν, αἱ ὁποῖαι
ὁμολογοῦν τὴν αὐτὴν ἀποστολικὴν πίστιν καὶ ἔχουν τὴν ἰδίαν βασικὴν ἐκκλησιαστικὴν
δομήν, ἀρχῆς γενομένης ἐξ ἐκείνων, αἱ ὁποῖαι γειτνιάζουν μεταξὺ των, λόγῳ τῆς κοινῆς
εὐθύνης αὐτῶν διὰ τὴν ἀποστολὴν των εἰς τὴν ἰδίαν αὐτῶν ἐπαρχίαν (πρβλ. Κείμενον
τοῦ Μονάχου, III, 3, καὶ Κείμενον τοῦ Βάλαμο, §§ 52 καὶ 53). Ἡ κοινωνία μεταξὺ τῶν
Ἐκκλησιῶν ἐκφράζεται ἐν τῇ χειροτονίᾳ τῶν ἐπισκόπων. Ἡ χειροτονία αὕτη γίνεται συμφώνως
πρὸς τὴν κανονικὴν τάξιν ὑπὸ τριῶν ἤ περισσοτέρων ἐπισκόπων, ἤ τουλάχιστον δύο (πρβλ.
4ον Κανόνα τῆς Α’ ἐν Νικαίᾳ Συνόδου), οἱ ὁποῖοι ἐνεργοῦν ἐξ ὀνόματος τοῦ ἐπισκοπικοῦ
σώματος καὶ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ἔχοντες καὶ οἱ ἴδιοι λάβει τὸ ἀξίωμά των ὑπὸ τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν ἐν τῇ ἀποστολικῇ διαδοχῇ. Ὅταν τοῦτο
ἐπιτελεῖται συμφώνως πρὸς τοὺς κανόνας, διασφαλίζεται ἡ κοινωνία μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν
ἐν τῇ ἀληθεῖ πίστει, ἐν τοῖς Μυστηρίοις καὶ ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ ζωῇ, καθὼς καὶ ἡ
ζῶσα κοινωνία μετὰ τῶν προηγουμένων γενεῶν.
23. Τοιαύτη πραγματικὴ
κοινωνία μεταξὺ πολλῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἑκάστη τῶν ὁποίων εἶναι ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία
ἐν ἰδιαιτέρῳ τόπῳ, ἔχει ἐκφρασθεῖ μέσῳ ὡρισμένων πρακτικῶν: τῆς συμμετοχῆς ἐπισκόπων
γειτνιαζουσῶν ἐπισκοπῶν εἰς τὴν χειροτονίαν ἐπισκόπου τοπικῆς Ἐκκλησίας, τῆς προσκλήσεως
εἰς ἐπίσκοπον ἄλλης Ἐκκλησίας, προκειμένου νά συλλειτουργήσῃ εἰς τὴν σύναξιν τῆς
τοπικῆς Ἐκκλησίας, τῆς προσκλήσεως πρὸς πιστοὺς αὐτῶν τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν νά λάβουν
μέρος εἰς τὴν εὐχαριστιακὴν τράπεζαν, τῆς ἀνταλλαγῆς ἐπιστολῶν ἐπ' εὐκαιρίᾳ μιᾶς
χειροτονίας, καὶ τῆς παροχῆς ὑλικῆς βοηθείας.
24. Εἷς κανών, ὁ ὁποῖος
εἶναι ἀποδεκτὸς εἰς τὴν Ἀνατολὴν καὶ εἰς τὴν Δύσιν, ἐκφράζει τὴν σχέσιν μεταξὺ τῶν
τοπικῶν Ἐκκλησιῶν μιᾶς ἐπαρχίας: «Τοὺς ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους εἰδέναι χρὴ τὸν
ἐν αὐτοῖς πρῶτον, καὶ ἡγεῖσθαι αὐτὸν ὡς κεφαλήν, καὶ μηδὲν τι πράττειν περιττὸν
ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης, ἐκεῖνα δὲ μόνα πράττειν ἕκαστον, ὅσα τῇ αὐτοῦ παροικίᾳ
ἐπιβάλλει, καὶ ταῖς ὑπ’ αὐτὴν χώραις. Ἀλλὰ μηδὲ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω
τι. Οὕτω γὰρ ὁμόνοια ἔσται, καὶ δοξασθήσεται ὁ Θεός, διὰ Κυρίου, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι»
(Ἀποστολικὸς Κανὼν 34).
25. Ἡ διάταξις αὕτη, ἡ
ὁποία ἐπανεμφανίζεται ὑπὸ πολλὰς μορφὰς εἰς τὴν κανονικὴν παράδοσιν, ἔχει ἐφαρμογήν
εἰς ὅλας τὰς σχέσεις μεταξὺ τῶν ἐπισκόπων μιᾶς περιφερείας, εἴτε ἐκείνων μιᾶς Ἐπαρχίας,
εἴτε ἐκείνων μιᾶς Μητροπόλεως ἤ ἑνὸς Πατριαρχείου. Ἡ πρακτικὴ ἐφαρμογὴ της εἶναι
δυνατὸν νά εὑρεθῇ εἰς τὰς συνόδους μιᾶς Ἐπαρχίας, Περιφερείας ἤ Πατριαρχείου. Τὸ
γεγονὸς ὅτι ἡ σύνθεσις μιᾶς ἐπαρχιακῆς συνόδου εἶναι πάντοτε κατ’ οὐσίαν ἐπισκοπική,
ἀκόμη καὶ ὅταν περιλαμβάνῃ ἄλλα μέλῃ τῆς Ἐκκλησίας, ἀποκαλύπτει τὴν φύσιν τῆς συνοδικῆς
ἐξουσίας. Μόνον οἱ ἐπίσκοποι ἔχουν φωνὴν ἀποφασιστικήν. Ἡ ἐξουσία μιᾶς συνόδου βασίζεται
εἰς τὴν φύσιν αὐτοῦ τούτου τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος καὶ φανερώνει τὴν συλλογικὴν
φύσιν τοῦ ἐπισκοπικοῦ θεσμοῦ εἰς τὴν διακονίαν τῆς κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν.
26. Μία σύνοδος καθ’ ἑαυτὴν
προϋποθέτει τὴν μετοχὴν ὅλων τῶν ἐπισκόπων μιᾶς ἐπαρχίας. Διέπεται ὑπὸ τῆς ἀρχῆς
τῆς ὁμοφωνίας καὶ τῆς ὁμονοίας, ἡ ὁποία ἐπισημαίνεται ὑπὸ τῆς εὐχαριστιακῆς συλλειτουργίας,
ὡς τοῦτο ὑποδηλώνεται ὑπὸ τῆς καταληκτικῆς δοξολογίας τοῦ ἀνωτέρω ἀναφερθέντος Ἀποστολικοῦ
Κανόνος 34. Ἐν τούτοις, παραμένει γεγονὸς ὅτι ἕκαστος ἐπίσκοπος ἐν τῇ ποιμαντικῇ
μερίμνῃ του εἶναι κριτής καὶ ὑπεύθυνος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ διὰ τὰς ὑποθέσεις τῆς ἰδίας
τῆς ἐπισκοπῆς του (πρβλ. Κυπριανοῦ, Ἐπιστ. 55,21), ὑπὸ τὴν ἔννοιαν αὐτὴν εἶναι ὁ
θεματοφύλαξ τῆς καθολικότητος τῆς τοπικῆς αὐτοῦ Ἐκκλησίας καὶ πρέπει πάντοτε μετά
προσοχῆς νά προάγῃ τὴν καθολικὴν κοινωνίαν μετὰ τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν.
27. Ἐκ τῶν ἀνωτέρω συνάγεται
ὅτι μία ἐπαρχιακὴ σύνοδος οὐδεμίαν ἐξουσίαν ἔχει ἐπὶ ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν ἐπαρχιῶν.
Οὐχ ἧττον ὅμως ἡ ἀνταλλαγὴ πληροφοριῶν καὶ αἱ διαβουλεύσεις μεταξὺ τῶν ἀντιπροσώπων
πολλῶν συνόδων ἀποτελοῦν φανέρωσιν τόσον τῆς καθολικότητος ὅσον καὶ ἐκείνης τῆς
ἀμοιβαίας ἀδελφικῆς βοηθείας καὶ ἀγάπης, ἡ ὁποία θὰ πρέπει νά συνιστᾷ τὸν κανόνα
μεταξὺ ὅλων τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν πρὸς μεγαλυτέραν κοινὴν ὠφέλειαν. Ἕκαστος ἐπίσκοπος
εἶναι ὑπεύθυνος δι’ ὁλόκληρον τὴν Ἐκκλησίαν ὁμοῦ μεθ’ ὅλων τῶν συναδέλφων αὐτοῦ
εἰς τὸ ἕν καὶ τὸ αὐτὸ ἀποστολικὸν λειτούργημα.
28. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον
πολλαὶ ἐκκλησιαστικαὶ ἐπαρχίαι προέβησαν εἰς τὸ νά ἐνδυναμώσουν τοὺς δεσμοὺς τῆς
κοινῆς εὐθύνης των. Τοῦτο ὑπῆρξεν εἷς ἐκ τῶν παραγόντων, οἱ ὁποῖοι συνετέλεσαν εἰς
τὴν ἵδρυσιν τῶν Πατριαρχείων εἰς τὴν ἱστορίαν τῶν Ἐκκλησιῶν μας. Αἱ πατριαρχικαὶ
σύνοδοι διέπονται ὑπὸ τῶν αὐτῶν ἐκκλησιολογικῶν ἀρχῶν καὶ τῶν αὐτῶν κανονικῶν διατάξεων
ὡς καὶ αἱ ἐπαρχιακαὶ σύνοδοι.
29. Κατὰ τοὺς ἑπομένους
αἰῶνας, τόσον εἰς τὴν Ἀνατολὴν ὅσον καὶ εἰς τὴν Δύσιν, ἀνεπτύχθησαν ὡρισμένοι νέοι
σχηματισμοὶ κοινωνίας μεταξὺ τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Νέα Πατριαρχεῖα καὶ αὐτοκέφαλοι
Ἐκκλησίαι ἱδρύθησαν εἰς τὴν χριστιανικὴν Ἀνατολήν, ἐνῶ εἰς τὴν λατινικὴν Ἐκκλησίαν
ἐνεφανίσθη προσφάτως ἓν ἰδιαίτερον σχῆμα συγκροτήσεως τῶν ἐπισκόπων, αἱ Ἐπισκοπικαὶ
Συνδιασκέψεις. Αὗται δέν εἶναι, ἐξ ἑπόψεως ἐκκλησιολογικῆς, ἁπλῶς διοικητικαὶ ὑποδιαιρέσεις
: ἐκφράζουν τὸ πνεῦμα τῆς κοινωνίας ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἐνῶ ταυτοχρόνως σέβονται τὴν
ποικιλομορφίαν τῶν ἀνθρωπίνων πολιτισμῶν.
30. Εἰς τὴν πραγματικότητα
ἡ ἐπαρχιακὴ συνοδικότης, οἱαδήποτε καὶ ἄν εἶναι τὰ περιγράμματα καὶ ἡ κανονικὴ ῥύθμισις
αὐτῆς, ἀποδεικνύει ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι μία κοινωνία προσώπων ἤ τοπικῶν
Ἐκκλησιῶν ἀποκεκομμένων ἐκ τῶν ἀνθρωπίνων ῥιζῶν των. Ἐπειδὴ εἶναι ἡ κοινότης τῆς
σωτηρίας καὶ ἐπειδὴ ἡ σωτηρία αὕτη ἀποτελεῖ «ἀνακαίνισιν τῆς κτίσεως» (πρβλ. Ἀγ.
Εἰρηναίου, Adv. Haer., 1,36,1), συμπεριλαμβάνει τὸ ἀνθρώπινον πρόσωπον μὲ ὁτιδήποτε
συνδέει τοῦτο πρὸς τὴν ἀνθρωπίνην πραγματικότητα, ὡς αὕτη ἐδημιουργήθη ὑπὸ τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἁπλῶς μία συλλογὴ ἀτόμων, ἀποτελεῖται ἐκ κοινοτήτων μὲ διαφορετικοὺς
πολιτισμούς, ἱστορίας καὶ κοινωνικὰς δομάς.
31. Κατὰ τὴν συγκρότησιν
τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν εἰς ἐπαρχιακὸν ἐπίπεδον ἡ καθολικότης ἐμφανίζεται ὑπὸ τὸ ἀληθὲς
αὐτῆς φῶς. Εἶναι ἡ ἔκφρασις τῆς παρουσίας τῆς σωτηρίας ὄχι εἰς ἕνα κόσμον χωρὶς
διαφοροποιήσεις, ἀλλ’ εἰς τὴν ἀνθρωπότητα, ὅπως ὁ Θεὸς τὴν ἐδημιούργησε καὶ ἔρχεται
νά τὴν σώσῃ. Κατὰ τὸ μυστήριον τῆς σωτηρίας ἡ ἀνθρωπίνη φύσις προσλαμβάνεται εἰς
τὴν πληρότητά της καὶ ταυτοχρόνως θεραπεύεται ἐξ ἐκείνων, τὰ ὁποῖα ἡ ἁμαρτία τὴν
ἔχει διαποτίσει διὰ τῆς αὐταρκείας, τῆς ὑπερηφανείας, τῆς δυσπιστίας πρός τοὺς ἄλλους,
τῆς ἐπιθετικότητος, τῆς ζηλοτυπίας, τοῦ φθόνου, τοῦ ψεύδους καὶ τοῦ μίσους. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ
κοινωνία εἶναι τὸ δῶρον, διὰ τοῦ ὁποίου ὅλη ἡ ἀνθρωπότης συνδέεται ἀπὸ κοινοῦ ἐν
τῷ Πνεύματι τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου. Ἡ ἑνότης αὕτη, ἡ ὁποία δημιουργεῖται ὑπὸ τοῦ
Πνεύματος, μακρὰν τοῡ νά περιπέσῃ εἰς ὁμοιομορφίαν, ἀπαιτεῖ καὶ οὕτω διαφυλάσσει
- καί, τρόπον τινά, ἐνισχύει - τὴν ποικιλομορφίαν καὶ τὴν ἰδιαιτερότητα.
3. Τὸ «παγκόσμιον» ἐπίπεδον
(universal level)
32. Ἑκάστη τοπικὴ Ἐκκλησία
εὑρίσκεται ἐν κοινωνίᾳ ὄχι μόνον μετὰ τῶν γειτνιαζουσῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ μετὰ τοῦ
συνόλου τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, μετ’ ἐκείνων, αἱ ὁποῖαι ὑπάρχουν τώρα εἰς τὸν κόσμον,
μετ’ ἐκείνων, αἱ ὁποῖαι ὑπῆρξαν ἀπ’ ἀρχῆς, μετ’ ἐκείνων, αἱ ὁποῖαι θὰ ὑπάρξουν εἰς
τὸ μέλλον, καθὼς καὶ μετὰ τῆς ἤδη θριαμβευούσης Ἐκκλησίας. Συμφώνως πρὸς τὴν θέλησιν
τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καὶ ἀδιαίρετος, ἡ αὐτὴ πάντοτε καὶ πανταχοῦ. Ἀμφότεραι
αἱ πλευραὶ ὁμολογοῦν εἰς τὸ Σύμβολον Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως ὅτι ἡ Ἐκκλησία
εἶναι μία καὶ καθολική. Ἡ καθολικότης αὐτῆς ἐμπεριέχει ὄχι μόνον τὴν ποικιλομορφίαν
τῶν ἀνθρωπίνων κοινοτήτων ἀλλ' ἐπίσης καὶ τὴν θεμελιώδη ἑνότητά των.
33. Εἶναι, ἑπομένως, σαφές,
ὅτι πρέπει νά ὁμολογῆται καὶ νά βιώνεται μία καὶ ἡ αὐτὴ πίστις εἰς ὅλας τὰς τοπικὰς
Ἐκκλησίας, νά τελῆται ἡ αὐτὴ μοναδικὴ Θ. Εὐχαριστία πανταχοῦ, καὶ νά ἐπιτελῆται
μία καὶ ἡ αὐτὴ ἀποστολικὴ διακονία εἰς ὅλας τὰς κοινότητας. Μία τοπικὴ Ἐκκλησία
δέν δύναται νά ἀλλοιώσῃ τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως, τὸ ὁποῖον διετυπώθη ὑπὸ τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων, καίτοι ἡ Ἐκκλησία θὰ ἔπρεπε πάντοτε «νά δίδῃ καταλλήλους ἀπαντήσεις εἰς
νέα προβλήματα, ἀπαντήσεις στηριζομένας ἐπὶ τῶν Ἱερῶν Γραφῶν καὶ ἐν συμφωνίᾳ καὶ
οὐσιώδει συνεχείᾳ μετὰ τῶν προηγουμένων διατυπώσεων τῶν δογμάτων» (Κείμενον τοῦ
Μπάρι, § 29). Μία τοπικὴ ἐπίσης Ἐκκλησία δέν δύναται διὰ μονομεροῦς ἀποφάσεως νά
τροποποιήσῃ ἕν θεμελιῶδες ζήτημα ἀφορῶν εἰς τὴν μορφὴν τῶν λειτουργημάτων, καὶ οὐδεμία
τοπικὴ Ἐκκλησία δύναται νά τελῇ τὴν Θ. Εὐχαριστίαν ἐν ἑκουσίῳ χωρισμῷ ἀπὸ τῶν λοιπῶν
τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, χωρὶς νά βλάπτῃ σοβαρῶς τὴν ἐκκλησιαστικὴν κοινωνίαν. Εἰς ὅλα
αὐτὰ τὰ ζητήματα θίγεται ὁ δεσμὸς αὐτῆς ταύτης τῆς κοινωνίας - καὶ συνεπῶς αὐτὸ
τοῦτο τὸ εἶναι τῆς Ἐκκλησίας.
34. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς
κοινωνίας ὅλαι αἱ Ἐκκλησίαι ῥυθμίζουν μέσῳ κανόνων ὁτιδήποτε σχετίζεται πρὸς τὴν
Θ. Εὐχαριστίαν καὶ τὰ Μυστήρια, τὴν διακονίαν καὶ τὴν χειροτονίαν, τὴν παράδοσιν
καὶ τὴν διδασκαλίαν τῆς πίστεως. Εἶναι σαφές, διατὶ εἶναι ἀναγκαῖαι εἰς τὸν χῶρον
αὐτὸν αἱ κανονικαί καί πειθαρχικαί διατάξεις.
35. Ὅταν κατὰ τὴν πορείαν
τῆς ἱστορίας ἀνέκυπτον σοβαρὰ προβλήματα, τὰ ὁποῖα ἐπηρέαζον τὴν παγκόσμιον κοινωνίαν
καὶ συμφωνίαν μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν - ἐν σχέσει εἴτε πρὸς τὴν αὐθεντικὴν ἑρμηνείαν
τῆς πίστεως εἴτε πρὸς τὰ ἱερατικὰ ἀξιώματα καὶ τὴν σχέσιν των μετὰ τῆς καθ’ ὅλου
Ἐκκλησίας, εἴτε πρὸς τὴν κοινὴν πειθαρχίαν, τὴν ὁποίαν ἀπαιτεῖ ἡ πιστότης εἰς τὸ
Εὐαγγέλιον-, ἐγίνετο προσφυγὴ εἰς τὰς Οἰκουμενικὰς Συνόδους. Αἱ Σύνοδοι αὕται ἦσαν
οἰκουμενικαί, ὄχι ἁπλῶς ἐπειδὴ συνήθροιζον ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐπισκόπους ἐξ ὅλων τῶν ἐπαρχιῶν
καὶ ἰδιαιτέρως ἐκείνων τῶν πέντε κυριωτέρων ἐπισκοπικῶν ἑδρῶν, τῆς Ῥώμης, τῆς Κωνσταντινουπόλεως,
τῆς Ἀλεξανδρείας, τῆς Ἀντιοχείας καὶ τῶν Ἱεροσολύμων, συμφώνως πρὸς τὴν ἀρχαίαν
τάξιν. Ἦσαν ἐπίσης οἰκουμενικαί, διότι αἱ ἐπίσημοι δογματικαὶ ἀποφάσεις των καὶ
αἱ διατυπώσεις των περὶ τῆς κοινῆς πίστεως, ἰδίως ἐπὶ κρισίμων θεμάτων, εἶναι δεσμευτικαὶ
δι’ ὅλας τὰς Ἐκκλησίας καὶ ὅλους τοὺς πιστούς, εἰς οἱονδήποτε χρόνον καὶ τόπον.
Διὰ τοῦτο αἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων παραμένουν κανονιστικαί.
36. Ἡ ἱστορία τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων δεικνύει ποῖα πρέπει νά θεωρῶνται τὰ εἰδικὰ χαρακτηριστικὰ των. Τό θέμα
τοῦτο χρῄζει περαιτέρω μελέτης εἰς τὸν μελλοντικὸν διαλογόν μας, κατὰ τὸν ὁποῖον
θὰ πρέπει να ληφθῇ ὑπ’ ὄψιν ἡ ἐξέλιξις τῶν ἐκκλησιαστικῶν δομῶν κατὰ τοὺς προσφάτους
αἰῶνας τόσον εἰς τὴν Ἀνατολὴν ὅσον καὶ εἰς τὴν Δύσιν.
37. Ἡ οἰκουμενικότης τῶν
ἀποφάσεων μιᾶς Συνόδου ἀναγνωρίζεται διὰ μέσου μιᾶς διαδικασίας ἀποδοχῆς εἴτε μακρᾶς
εἴτε βραχείας διαρκείας, συμφώνως πρὸς τὴν ὁποίαν ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ συνόλῳ του
– μέσῳ τῆς μελέτης καί τῆς σπουδῆς, τῆς διακρίσεως, τῆς συζητήσεως καὶ τῆς προσευχῆς
– ἀναγνωρίζει εἰς τὰς ἀποφάσεις αὐτὰς τὴν μίαν ἀποστολικὴν πίστιν τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν,
ἡ ὁποία ἦτο πάντοτε ἡ αὐτὴ καὶ τῆς ὁποίας διδάσκαλοι καὶ θεματοφύλακες εἶναι οἱ
ἐπίσκοποι. Αὐτὴ ἡ διαδικασία ἀποδοχῆς ἑρμηνεύεται διαφοροτρόπως εἰς τὴν Ἀνατολὴν
καὶ τὴν Δύσιν συμφώνως πρὸς τὰς ἀντιστοίχους κανονικὰς παραδόσεις των.
38. Ἡ συνοδικότης ἑπομένως
περιέχει πολὺ περισσότερα πράγματα ἀπὸ τὴν συνέλευσιν τῶν ἐπισκόπων. Ἐμπεριέχει
ἐπίσης καὶ τὰς Ἐκκλησίας των. Οἱ «πρῶτοι» εἶναι θεματοφύλακες τῆς πίστεως τῶν Ἐκκλησιῶν
των καί ἐκφρασταί τῆς φωνῆς των. Αἱ ἀποφάσεις τῶν ἐπισκόπων πρέπει νά γίνωνται ἀποδεκταὶ
εἰς τὴν ζωὴν τῶν Ἐκκλησιῶν, καὶ ἰδιαιτέρως εἰς τὴν λειτουργικὴν ζωὴν αὐτῶν. Κατὰ
συνέπειαν ἑκάστη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία γίνεται ἀποδεκτὴ ὡς τοιαύτη, ἀποτελεῖ,
ὑπὸ τὴν πλήρη καὶ κυριολεκτικὴν σημασίαν τοῦ ὅρου, φανέρωσιν τῆς κοινωνίας ὁλοκλήρου
τῆς Ἐκκλησίας καὶ διακονίαν εἰς αὐτήν.
39. Ἐν ἀντιθέσει πρὸς
τὰς τοπικὰς καὶ τὰς ἐπαρχιακὰς συνόδους, μία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος δέν ἀποτελεῖ «θεσμόν»,
τοῦ ὁποίου ἡ συχνότης δύναται νά ῥυθμίζεται ὑπὸ κανόνων, εἶναι μᾶλλον ἓν «γεγονός»,
εἷς καιρὸς ἐμπνεόμενος ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖον καθοδηγεῖ τὴν Ἐκκλησίαν,
ὥστε νά ἀπεργάζεται ἐντὸς αὐτῆς τοὺς θεσμούς, τοὺς ὁποίους ἔχει ἀνάγκην καὶ οἱ ὁποῖοι
ἀνταποκρίνονται εἰς τὴν φύσιν της. Ἡ ἁρμονία αὕτη μεταξὺ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν συνόδων
εἶναι τόσον βαθεῖα, ὥστε ἀκόμη καὶ μετὰ τὸ σχίσμα μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, τὸ
ὁποῖον κατέστησεν ἀδύνατον τὴν σύγκλησιν οἰκουμενικῶν συνόδων ἐν τῇ αὐστηρᾷ ἐννοίᾳ
τοῦ ὅρου, ἀμφότεραι αἱ Ἐκκλησίαι συνέχισαν νά συγκαλοῦν συνόδους, ὅταν ἀνεφύοντο
σοβαρὰ προβλήματα. Αἱ σύνοδοι αὐταὶ συνήθροιζον τοὺς ἐπισκόπους τοπικῶν Ἐκκλησιῶν
ἐν κοινωνίᾳ μετὰ τῆς ἐπισκοπικῆς ἕδρας τῆς Ῥώμης ἤ, καίτοι τοῦτο κατενοεῖτο κατὰ
διαφορετικὸν τρόπον, μετὰ τῆς ἐπισκοπικῆς ἕδρας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀντιστοίχως.
Ἐν τῇ Ῥωμαιοκαθολικῇ Ἐκκλησίᾳ ὡρισμέναι ἐκ τῶν συνόδων αὐτῶν, αἱ ὁποῖαι συνεκλήθησαν
εἰς τὴν Δύσιν, ἐθεωρήθησαν ὡς οἰκουμενικαί. Ἡ κατάστασις αὕτη, ἡ ὁποία ἠνάγκασεν
ἀμφοτέρας τὰς πλευρὰς τοῦ Χριστιανισμοῦ νά συγκαλοῦν συνόδους καταλλήλους πρὸς μίαν
ἑκάστην ἐξ αὐτῶν, διηυκόλυνε τὰς διχογνωμίας, αἱ ὁποῖαι συνέβαλον εἰς τὴν ἀμοιβαίαν
ἀποξένωσιν. Πρέπει νά ἀναζητηθοῦν τὰ μέσα, τὰ ὁποῖα θὰ ἐπιτρέψουν τὴν ἐπανεγκαθίδρυσιν
τῆς οἰκουμενικῆς ὁμοφωνίας.
40. Κατὰ τὴν πρώτην χιλιετίαν,
ἡ παγκόσμιος κοινωνία τῶν Ἐκκλησιῶν εἰς τὰς συνήθεις περιπτώσεις διετηρεῖτο μέσῳ
ἀδελφικῶν σχέσεων μεταξὺ τῶν ἐπισκόπων. Αἱ σχέσεις αὗται, μεταξὺ τῶν ἰδίων τῶν ἐπισκόπων,
μεταξὺ τῶν ἐπισκόπων καὶ τῶν ἀντιστοίχων πρώτων αὐτῶν, καθὼς ἐπίσης καὶ μεταξὺ τῶν
ἰδίων τῶν πρώτων κατὰ τὴν κανονικὴν τάξιν, ἡ ὁποία μαρτυρεῖται ὑπὸ τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας,
ἐξέθρεψαν καὶ ἑδραίωσαν τὴν ἐκκλησιαστικὴν κοινωνίαν. Ἡ ἱστορία καταγράφει τὰς διαβουλεύσεις,
τὰς ἐπιστολὰς καὶ τὰς ἐκκλήσεις πρὸς τὰς κυριωτέρας ἐπισκοπικὰς ἕδρας, εἰδικώτερον
δὲ πρὸς ἐκείνην τῆς Ῥώμης, αἱ ὁποῖαι ἐκφράζουν ζωηρῶς τὴν ἀλληλεγγύην, τὴν ὁποίαν
δημιουργεῖ ἡ κοινωνία. Κανονικαὶ ὑποχρεώσεις, ὅπως ἡ συμπερίληψις τῶν ὀνομάτων τῶν
ἐπισκόπων τῶν κυρίων ἐπισκοπικῶν ἑδρῶν εἰς τὰ δίπτυχα καὶ ἡ κοινοποίησις τῆς ὁμολογίας
πίστεως εἰς τοὺς ἄλλους πατριάρχας ἐπ’ εὐκαιρίᾳ ἐκλογῶν, συνιστοῦν συγκεκριμένας
ἐκφράσεις κοινωνίας.
41. Ἀμφότεραι αἱ πλευραὶ
συμφωνοῦν ὅτι ἡ κανονικὴ αὕτη τάξις ἀνεγνωρίζετο ὑπὸ πάντων κατὰ τὴν περίοδον τῆς
ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας. Περαιτέρω, συμφωνοῦν ὅτι ἡ Ῥώμη, ὡς ἡ Ἐκκλησία ἡ «προκαθημένη
τῆς ἀγάπης» κατὰ τὴν ἔκφρασιν τοῦ Ἁγ. Ἰγνατίου Ἀντιοχείας (Πρὸς Ῥωμαίους, Πρόλογος),
κατεῖχε τὴν πρώτην θέσιν εἰς τὴν τάξιν καὶ ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Ῥώμης ἦτο ἑπομένως ὁ
πρῶτος μεταξὺ τῶν Πατριαρχῶν. Διαφωνοῦν, ἐν τούτοις, ἐπὶ τῆς ἑρμηνείας τῶν ἱστορικῶν
δεδομένων τῆς περιόδου ταύτης, θεωροῦσαι τὰ προνόμια τοῦ ἐπισκόπου Ῥώμης ὡς «πρώτου»
ὡς ἕν ζήτημα, τὸ ὁποῖον κατενοήθη ἤδη διαφοροτρόπως κατὰ τὴν πρώτην χιλιετίαν.
42. Ἡ συνοδικότης εἰς τὸ
παγκόσμιον ἐπίπεδον, ἀσκουμένη ὑπὸ τῶν Οἰκουμενικῶν συνόδων, συνεπάγεται ἐνεργὸν
ῥόλον τοῦ ἐπισκόπου Ῥώμης ὡς «πρώτου» τῶν ἐπισκόπων τῶν κυριωτέρων ἐπισκοπικῶν ἑδρῶν,
ἐν τῇ ὁμοφωνίᾳ τῶν συναθροιζομένων ἐπισκόπων. Καίτοι ὁ ἐπίσκοπος Ῥώμης δέν συνεκάλεσε
τὰς Οἰκουμενικὰς συνόδους τῶν πρώτων αἰώνων καὶ οὐδέποτε προήδρευσε προσωπικῶς εἰς
αὐτάς, ἐν τούτοις ἐνεπλέκετο στενῶς εἰς τὴν διαδικασίαν λήψεως τῶν ἀποφάσεων ὑπὸ
τῶν συνόδων.
43. Τὸ πρωτεῖον καὶ ἡ συνοδικότης
ἀλληλεξαρτῶνται ἀμοιβαίως. Διὰ τοῦτο τὸ πρωτεῖον εἰς τὰ διάφορα ἐπίπεδα τῆς ζωῆς
τῆς Ἐκκλησίας, τοπικόν, ἐπαρχιακὸν καὶ παγκόσμιον, πρέπει νά θεωρῆται πάντοτε εἰς
τὸ πλαίσιον τῆς συνοδικότητος, καθὼς ἐπίσης καὶ ἡ συνοδικότης εἰς τὸ πλαίσιον τοῦ
πρωτείου.
Ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὸ πρωτεῖον
ἐπὶ τῶν διαφόρων ἐπιπέδων, ἐπιθυμοῦμεν νά διαδηλώσωμεν τὰ ἑξῆς σημεῖα:
1. Τὸ πρωτεῖον εἰς ὅλα
τὰ ἐπίπεδα ἀποτελεῖ πρακτικὴν σταθερῶς ἑδραιωμένην εἰς τὴν κανονικὴν παράδοσιν τῆς
Ἐκκλησίας.
2. Καίτοι τὸ γεγονὸς τοῦ
πρωτείου εἰς τὸ παγκόσμιον ἐπίπεδον εἶναι ἀποδεκτὸν τόσον ὑπὸ τῆς Ἀνατολῆς ὅσον
καὶ ὑπὸ τῆς Δύσεως, ὑφίστανται διαφοραὶ κατανοήσεως ὡς πρὸς τὸν τρόπον, κατὰ τὸν
ὁποῖον πρέπει αὐτὸ νά ἀσκῆται, καθὼς ἐπίσης καὶ ὡς πρὸς τὴν βιβλικὴν καὶ θεολογικὴν
θεμελίωσίν του.
44. Εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς
Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως, τουλάχιστον μέχρι τοῦ ἐνάτου αἰῶνος, ἀνεγνωρίζετο, πάντοτε
ἐντὸς τοῦ πλαισίου τῆς συνοδικότητος, ἀναλόγως πρὸς τὰς συνθήκας τῆς ἐποχῆς, μία
σειρὰ προνομίων διὰ τὸν «πρῶτον» ἤ τὴν «κεφαλὴν» εἰς ἕκαστον ἐκ τῶν καθιερωμένων
ἐκκλησιαστικῶν ἐπιπέδων: τοπικῶς, διὰ τὸν ἐπίσκοπον ὡς «πρῶτον» τῆς ἐπισκοπῆς του
ἐν σχέσει πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τὸν λαὸν του, ἐπαρχιακῶς, διὰ τὸν «πρῶτον»
ἑκάστης Μητροπόλεως ἐν σχέσει πρὸς τοὺς ἐπισκόπους τῆς ἐπαρχίας του, καὶ διὰ τὸν
«πρῶτον» ἑκάστου τῶν πέντε Πατριαρχείων ἐν σχέσει πρὸς τοὺς Μητροπολίτας ἑκάστης
περιοχῆς, καὶ παγκοσμίως, διὰ τὸν ἐπίσκοπον Ῥώμης ὡς «πρῶτον» μεταξὺ τῶν Πατριαρχῶν.
Ἡ διάκρισις αὕτη τῶν ἐπιπέδων δέν μειώνει τὴν μυστηριακὴν ἰσότητα ἑκάστου ἐπισκόπου
ἤ τὴν καθολικότητα ἑκάστης τοπικῆς Ἐκκλησίας.
45. Τὸ θἐμα περὶ τοῦ ῥόλου
τοῦ ἐπισκόπου Ῥώμης ἐν τῇ κοινωνίᾳ ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν ἀναμένεται νά μελετηθῇ εἰς
μεγαλύτερον βάθος. Ποία εἶναι ἡ ἰδιαιτέρα λειτουργία τοῦ ἐπισκόπου τῆς «πρώτης ἕδρας»
εἰς μίαν ἐκκλησιολογίαν τῆς κοινωνίας καὶ ἐν σχέσει πρὸς ὅσα ἔχομεν διατυπώσει περὶ
συνοδικότητος καὶ αὐθεντίας εἰς τὸ παρόν κείμενον; Πῶς θὰ πρέπει νά κατανοηθῇ καὶ
νά βιωθῇ ἡ διδασκαλία τῆς πρώτης καὶ τῆς δευτέρας Βατικανῆς Συνόδου περὶ τοῦ παγκοσμίου
πρωτείου ὑπὸ τὸ φῶς τῆς ἐκκλησιαστικῆς πρακτικῆς τῆς πρώτης χιλιετίας; Ταῦτα εἶναι
κρίσιμα ἐρωτήματα διὰ τὸν διάλογόν μας καὶ διὰ τὰς ἐλπίδας μας πρὸς ἀποκατάστασιν
τῆς πλήρους κοινωνίας μεταξὺ μας.
46. Ἡμεῖς, τὰ μέλη τῆς
Μικτῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς διὰ τὸν Θεολογικὸν Διάλογον μεταξὺ τῆς Ῥωμαιοκαθολικῆς
Ἐκκλησίας καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἴμεθα πεπεισμένοι ὅτι ἡ ἀνωτέρω ἔκθεσις
περὶ ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, συνοδικότητος καὶ ἐξουσίας παρουσιάζει θετικὴν καὶ
σημαντικὴν πρόοδον εἰς τὸν διάλογον μας καὶ ὅτι παρέχει σταθερὰν βάσιν διὰ μελλοντικὴν
συζήτησιν τοῦ ζητήματος τοῦ πρωτείου εἰς τὸ παγκόσμιον ἐπίπεδον ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔχομεν ἐπίγνωσιν ὅτι ἀπομένουν νά διευκρινισθοῦν πλείονα ἀκανθώδη ζητήματα, ἀλλ’
ἐλπίζομεν ὅτι, στηριζόμενοι ὑπὸ τῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ «ἵνα
πάντες ἕν ὧσι, ...ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ» (Ἰωάν. 17,21) καὶ ἐν ὑπακοῇ πρὸς τὸ Ἅγιον
Πνεῦμα, δυνάμεθα νά οἰκοδομήσωμεν ἐπὶ τῆς ἤδη ἐπιτευχθείσης συμφωνίας. Ἐπαναβεβαιοῦντεςκαὶ
ὁμολογοῦντες «ἕνα Κύριον, μίαν πίστιν, ἕν βάπτισμα» (Ἐφεσ. 4,5), δοξάζομεν τὸν Θεόν,
τὴν Ἁγίαν Τριάδα, Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, ὁ ὁποῖος συνήγαγεν ἡμᾶς ἐπὶ τὸ
αὐτό.
ΠΗΓΗ:
ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ:
Στή
θέση
αὐτή («Οἰκουμενική
Κίνησις») ἀναρτῶνται
πρός
ἐνημέρωσιν
τῶν
ἐνδιαφερομένων
ἐπίσημα
κείμενα, ἀναφερόμενα
στόν
Διάλογο
τῆς
Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας
μέ
διάφορες
Χριστιανικές
Ὁμολογίες, ἀκόμη
καί
ἄν
δέν
ἐκφράζουν
ἀκριβῶς
ἤ
ὀρθῶς
τό
φρόνημα
τῆς
Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου