γαπητοί φίλοι,

Σς καλωσορίζω στό προσωπικό μου ἱστολόγιο καί σς εχομαι καλή περιήγηση. Σ’ ατό θά βρετε κείμενα θεολογικο καί πνευματικο περιεχομένου, πως κείμενα ναφερόμενα στήν πίστη καί Παράδοση τς κκλησίας, ντιαιρετικά κείμενα, κείμενα πνευματικς οκοδομς, κείμενα ναφερόμενα σέ προβληματισμούς καί ναζητήσεις τς ποχς μας καί, γενικά, διάφορα στοιχεα πό τήν πίστη καί ζωή τς ρθόδοξης κκλησίας.

Εχομαι τά κείμενα ατά καί κάθε νάρτηση σ’ ατό τό ἱστολόγιο νά φανον χρήσιμα σέ σους νδιαφέρονται, νά προβληματίσουν θετικά, νά φυπνίσουν καί νά οκοδομήσουν πνευματικά.

ελογία καί Χάρις το Κυρίου νά εναι πάντοτε μαζί σας.

Μετά τιμς καί γάπης.

π. Σωτήριος θανασούλιας

φημέριος Μητροπολιτικο ερο Ναο γίου Βασιλείου Τριπόλεως.

Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2018

Η ψυχή και τα μέρη της


Διάγραμμα – Περίληψη
Θέματος ΣΤ' το Θεολογικο Προγράμματος «ρθοδοξία καί Ζωή»
τς ερς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας,
περιόδου ΙΒ', τους 2017-2018.

Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου: Ἄν τό σῶμα εἶναι τό θνητόν, ἡ ψυχή εἶναι τό «ἀθάνατον» μέρος τοῦ ἀνθρώπου: ἡ Ὀρθόδοξη ὑμνολογία ὁμιλεῖ σαφῶς περί ψυχῆς ὡς «πράγματος ἀθανάτου». Ἡ Γένεσις (2,7) ἀναφέρεται στόν ἰδιαίτερο τρόπο (ἰδιαίτερη δημιουργική ἐνέργεια) δημιουργίας της: ἡ ψυχή προέρχεται ἐκ τοῦ «ἐμφυσήματος» τοῦ Θεοῦ. Ὡστόσο, δέν ταυτίζεται μέ αὐτό τό «ἐμφύσημα»: «τοῦτο τό πνεῦμα προελθόν, οὐκ αὐτό γέγονε ψυχή, ἀλλά ψυχήν ἔκτισεν· οὐκ αὐτό εἰς ψυχήν μετεβλήθη, ἀλλά ψυχήν ἐδημιούργησε» (Ἰω. Χρυσόστομος). Ἡ ἀντίληψη γιά τήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς ἦταν εὐρύτατα διαδεδομένη στόν ἀρχαῖο ἑλληνικό κόσμο, ὁ δέ Πλάτων συγκεντρώνει ὅλα τά ὑπέρ αὐτῆς ἐπιχειρήματα. Ὡστόσο, στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση ἰσχύει μόνο μέ προϋποθέσεις, ὅπως: α) Ἡ ψυχή δέν εἶναι ἄκτιστη, ἀλλά κτιστή. β) Δέν εἶναι ἀθάνατη «κατά φύσιν», ἀλλά «κατά χάριν», ἀφοῦ «πᾶν τό ἀρξάμενον τελευτᾶ κατά φύσιν». γ) Δέν ταυτίζεται μέ τόν ἄνθρωπο, ἀλλά εἶναι μέρος ἀνθρώπου. δ) Ἡ ἀθανασία τοῦ ἀνθρώπου δέν στηρίζεται στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, ἀλλά στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί στή μέλλουσα ἀνάσταση τῶν σωμάτων. 

Ὅπως ἡ περί ψυχῆς ἐκκλησιαστική διδασκαλία διαφέρει ἀπό τήν ἀντίστοιχη τοῦ ἀρχαίου κόσμου, ἔτσι διαφέρει καί ἀπό αὐτήν τοῦ σύγχρονου πολιτισμοῦ, δηλ. τῆς φιλοσοφίας καί τῶν ἐπιστημῶν τῆς ἐποχῆς μας, ἰδιαίτερα ὅσων ἔχουν ὡς ἀντικείμενό τους τήν «ψυχή» (Ψυχολογία, Ψυχιατρική κ.ἄ.). Ἐκεῖ, λόγω τῆς προηγουμένης ταυτίσεως τῆς οὐσίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν «λόγο» (νόηση), ἡ «ψυχή» ταυτίζεται συνήθως μέ τή «συνείδηση» (τή νόηση ἤ τό νοεῖν, μέ κάποια στοιχεῖα βουλήσεως). Κατά τούς Πατέρες, ἡ ψυχή εἶναι «οὐσία ζῶσα, ἁπλῆ, ἀσώματος, σωματικοῖς ὀφθαλμοῖς κατ᾿ οἰκείαν φύσιν ἀόρατος, λογική τε καί νοερά, ἀσχημάτιστος ... αὐτεξούσιος, θελητική τε καί ἐνεργητική, τρεπτή, ἤτοι ἐθελότρεπτος, ὅτι καί κτιστή» (Ἰω. Δαμασκηνός). Εἶναι «ἀσώματος κατά χάριν», δηλ. σέ σύγκριση μέ τήν παχύτητα τῆς ὕλης καί ὄχι μέ τόν «κατ’ οὐσίαν» ἀσώματο Θεό. Ὡς κτίσμα, ἀντλεῖ ὅλες τίς ἰδιότητές της ἀπό τόν Θεό: «πάντα ταῦτα κατά φύσιν ἐκ τῆς τοῦ δημιουργήσαντος αὐτήν χάριτος εἰληφυῖα, ἐξ ἧς καί τό εἶναι καί τό φύσει οὕτως εἶναι εἴληφεν». Ἡ ψυχή μόνο ἐπί τοῦ ἀνθρώπου θεωρεῖται, τά δέ φυτά καί ζῶα διαθέτουν μόνο κάποιες δυνάμεις της (τή «θρεπτική», τήν «αὐξητική», τήν «αἰσθητική» καί τή «ζωτική»). Δημιουργεῖται ταυτόχρονα μέ τό σῶμα («ἅμα δέ τό σῶμα καί ἡ ψυχή πέπλασται· οὐ τό μέν πρότερον, τό δέ ὕστερον»). Ἡ ἐμψύχωση τοῦ ἀνθρωπίνου ἐμβρύου «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» ἤ «ἐξ ἄκρας ὑπάρξεως» ἤ «ἅμα σάρξ» καί ἡ ἐγκληματική πράξη τῆς ἐκτρώσεως. Κάθε σῶμα συνδέεται μέ μία μόνο ψυχή, κάτι πού ἀποκλείει τόσο τήν προΰπαρξη τῶν ψυχῶν, ὅσο καί τή διαδικασία τῆς μετενσάρκωσης, κατά τίς ἀντιλήψεις τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν (Ἰνδουϊσμοῦ, Βουδισμοῦ). Ἐπιπλέον, ἡ ψυχή ἀγαπᾶ τό «ἴδιον» (τό δικό της) σῶμα: «τοσοῦτον γάρ ἐρασμίαν ἔχει δι’ αὐτοῦ φυσικῶς τήν πρός τό οἰκεῖον σῶμα ἡ ψυχή συνάφειαν, ὡς μηδέποτε ἀπολιπεῖν τοῦτο ἐθέλει» (Γρηγ. Παλαμᾶς). Ἐκείνη παρέχει στό σῶμα τή ζωή, τήν κίνηση, τήν αἴσθηση κ.τ.λ. Δέν ἐντοπίζεται σέ μέρος ἤ σέ κάποιο ὄργανο τοῦ σώματος, ἀλλά χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανό της ὁλόκληρο τό σῶμα. Μετά τήν ἀναχώρησή της ἀπό αὐτό μέ τόν φυσικό θάνατο, τό μέν σῶμα νεκρώνεται καί διαλύεται, ἡ δέ ψυχή ὑφίσταται μιά πρώτη καί «μερική» κρίση («ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν, μετά δέ τοῦτο κρίσις», Ἑβρ. 9,27) καί προγεύεται τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ἤ τῶν αἰωνίων βασάνων κατά τά ἔργα της, μέχρι τῆς κοινῆς ἀναστάσεως. Τότε θά λάβει τό δικό της ἀναδημιουργημένο σῶμα καί θά κριθεῖ μαζί μέ αὐτό στήν «ἐσχάτη» καί «γενική» Κρίση τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου, «εἰς Ζωήν αἰώνιον» ἤ «εἰς Κόλασιν αἰώνιον» (Ματθ. 25, 31-46). 
Μέρη καί διαιρέσεις τῆς ψυχῆς: Ὁ Χριστιανισμός κληρονόμησε ἀπό τήν ἀρχαία ἑλληνική παράδοση (Πλάτων κ.ἄ.) τήν τριμερή διαίρεση τῆς ψυχῆς σέ α) «νοητικόν» (ἤ «λογιστικόν), β) «θυμοειδές» καί γ) «ἐπιθυμητικόν» (νόηση, συναίσθημα, βούληση). Ὡστόσο, γνωρίζει καί ἕνα ἄλλο, πρῶτο καί σπουδαιότερο μέρος της, τόν «νοῦ»: ἡ ψυχή εἶναι «οὐσία ... λογική τε καί νοερά ... οὐχ ἕτερον ἔχουσα παρ᾿ ἑαυτήν τόν νοῦν, ἀλλά μέρος αὐτῆς τό καθαρώτατον· ὥσπερ γάρ ὀφθαλμός ἐν σώματι, οὕτως ἐν ψυχῇ νοῦς». Ὁ «νοῦς», ὡς μή ταυτιζόμενος μέ τόν «λόγο», ἀγνοεῖται τόσο ἀπό τήν ἑλληνική, ὅσο καί ἀπό κάθε ἄλλη παλαιότερη καί σύγχρονη πολιτιστική παράδοση. Σύμφωνα μέ ἄλλη παρόμοια διαίρεση, ἡ ψυχή διακρίνεται σέ α) «λογικόν» καί β) «ἄλογον» μέρος, ὅπου τό μέν «λογικόν» περιλαμβάνει τόν «νοῦ» καί τόν «λόγο», τό δέ «ἄλογον» περιλαμβάνει τό «θυμοειδές» καί τό «ἐπιθυμητικόν». Γιά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, προφανῶς ἰσχύει, μέ προϋποθέσεις βέβαια, καί κάθε ἄλλη σύγχρονη διαίρεση, ὅπως ἡ μετά τόν Sigmund Freud (1856-1939) διαίρεση σέ «συνειδητό» καί «ἀσυνείδητο» μέρος, ἡ διαίρεση τοῦ ψυχικοῦ βίου ἀπό τόν Eduard Spranger (1882-1963) σέ θεωρητικότητα, οἰκονομικότητα, αἰσθητικότητα, θρησκευτικότητα, κοινωνικότητα καί ἀρχικότητα, καί ἄλλες παρόμοιες διαιρέσεις. Ὡστόσο, εἶναι φανερό, ὅτι στά ἐπί μέρους στοιχεῖα τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχει σαφής ἀξιολογική ἱεράρχηση, τήν δέ ἀκρόπολη τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας κατέχει σαφῶς ὁ «νοῦς». Μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις, ὁ ἄνθρωπος λειτουργεῖ φυσιολογικά καί αὐθεντικά, ὅταν τό κατώτερο μέρος του, τό σῶμα, εἶναι ὑποταγμένο στήν ψυχή, ὅταν τό «ἄλογον» μέρος τῆς ψυχῆς εἶναι ὑποταγμένο στό «λογικόν» καί ὅταν ὁ «λόγος» εἶναι ὑποταγμένος στόν «νοῦ». Ἐπιπλέον, ὁ ἄνθρωπος λειτουργεῖ φυσιολογικά ὅταν ὁ «νοῦς» εἶναι ὑποταγμένος στό θεῖο θέλημα καί κινεῖται «πνευματικῶς», δηλ. ἐνεργεῖ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Κάθε ἀνατροπή ἤ διαταραχή αὐτῆς τῆς ἱεραρχίας καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο νοσοῦντα, ἀσθενῆ, «παρά φύσιν», ἀπάνθρωπο, κτηνώδη (ἀφοῦ τά ζῶα ἐνεργοῦν κατά τά ἔνστικτα τοῦ σώματος - φύσεως καί ὄχι κατά λόγον) κ.λπ. Ἡ ἀνατροπή αὐτῆς τῆς ἱεραρχίας εἶναι ἡ γενικευμένη νόσος τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος, τῆς ὁποίας πηγή εἶναι ἡ πτῶσις τῶν Προπατόρων τοῦ ἀνθρωπίνου γένους (Γεν. 3, 1,1-24) καί τῆς ὁποίας ἡ θεραπεία ἐπιτυγχάνεται μόνο διά τοῦ Χριστοῦ καί ἐν Χριστῷ.
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου