γαπητοί φίλοι,

Σς καλωσορίζω στό προσωπικό μου ἱστολόγιο καί σς εχομαι καλή περιήγηση. Σ’ ατό θά βρετε κείμενα θεολογικο καί πνευματικο περιεχομένου, πως κείμενα ναφερόμενα στήν πίστη καί Παράδοση τς κκλησίας, ντιαιρετικά κείμενα, κείμενα πνευματικς οκοδομς, κείμενα ναφερόμενα σέ προβληματισμούς καί ναζητήσεις τς ποχς μας καί, γενικά, διάφορα στοιχεα πό τήν πίστη καί ζωή τς ρθόδοξης κκλησίας.

Εχομαι τά κείμενα ατά καί κάθε νάρτηση σ’ ατό τό ἱστολόγιο νά φανον χρήσιμα σέ σους νδιαφέρονται, νά προβληματίσουν θετικά, νά φυπνίσουν καί νά οκοδομήσουν πνευματικά.

ελογία καί Χάρις το Κυρίου νά εναι πάντοτε μαζί σας.

Μετά τιμς καί γάπης.

π. Σωτήριος θανασούλιας

φημέριος Μητροπολιτικο ερο Ναο γίου Βασιλείου Τριπόλεως.

Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2022

Πρωτείο και Ορθόδοξη Εκκλησία

 

ΤΕΥΧΟΣ 117      ΤΡΙΠΟΛΙΣ      ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2021 

ΠΡΩΤΕΙΟ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ 

Ἡ ἐπικαιρότητα τοῦ θέματος 

Ἀφορμή γιά νά ἀσχοληθοῦμε μέ τό θέμα τοῦ πρωτείου μᾶς δόθηκε ἀπό δύο χαρακτηριστικά γεγονότα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικαιρότητας, πού συνέβησαν ἐντός τοῦ Δεκεμβρίου τοῦ ἤδη παρελθόντος ἔτους. Τό πρῶτο εἶναι ἡ ἐπίσημη ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα Φραγκίσκου στήν Ἑλλάδα (4-6/12/2021) καί τό δεύτερο ἡ ἵδρυση ἀπό τό Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας Ἐξαρχίας στήν Ἀφρική (δηλαδή ἐντός τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας τοῦ παλαιφάτου Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας) στήν ἐκπνοή σχεδόν τοῦ ἔτους (29/12/2021). Καί τά δύο αὐτά γεγονότα σχετίζονται ἄμεσα μέ τό πρωτεῖο.

Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα ἔδωσε ἀφορμή νά ἔλθουν καί πάλι στό προσκήνιο οἱ σχέσεις τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τόν Ρωμαιοκαθολικισμό, μέ ἐπίσημες δηλώσεις, μέ ἱστορικές καί θεολογικές ἀναφορές, ἀκόμη καί μέ ἀντιδράσεις ἐκ μέρους παραδοσιακῶν Ὀρθοδόξων. Ὅπως εἶναι γνωστό, τό παπικό πρωτεῖο εἶναι ἡ μεγαλύτερη, ἴσως, διαφορά μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ καί τό μεγαλύτερο, προφανῶς, ἐμπόδιο γιά τήν προσέγγιση Ἀνατολῆς καί Δύσης. Ἱστορικά, ὑπῆρξε τό κατ’ ἐξοχήν αἴτιο τοῦ μεγάλου Σχίσματος τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ (1054 μ.Χ.). Τίς τελευταῖες, μάλιστα, δεκαετίες συζητεῖται, ὡς ἀποκλειστικό σχεδόν θέμα στόν
ἐπίσημο Θεολογικό Διάλογο μεταξύ Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί Ρωμαιοκαθολικισμοῦ.

Παράλληλα, τούς τελευταίους αἰῶνες καί, εἰδικότερα, ἀπό τήν ἅλωση περίπου τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1453 μ.Χ.), ἐμφανίζονται, ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ ρωσικοῦ ἐθνικισμοῦ ἤ ἐθνοφιλετισμοῦ, ἀλλά καί τοῦ γνωστοῦ κινήματος τοῦ Πανσλαβισμοῦ, οἱ ἀπόπειρες τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας νά ὑποκαταστήσει τή θέση (πρωτοκαθεδρία), πού οἱ ἱεροί Κανόνες παρέχουν στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, καί νά ἐνεργεῖ ὡς ἡγετική δύναμη στήν ἀνά τήν οἰκουμένη Ὀρθοδοξία. Αὐτά δέ ἐπιχειροῦνται μέ πολλούς καί διάφορους τρόπους, οἱ κυριότεροι ἀπό τούς ὁποίους εἶναι: α) ἡ κατασυκοφάντηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί, τελευταῖα, τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου προσωπικά, ὅτι ἐνεργοῦν καθ’ ὑπέρβασιν τῶν ἱερῶν Κανόνων καί ὅτι διεκδικοῦν «πρωτεῖο» ἀντίστοιχο μέ ἐκεῖνο τοῦ Πάπα Ρώμης! καί β) ἡ χρησιμοποίηση τῶν λεγομένων «δορυφόρων» τῆς Μόσχας, δηλαδή τῶν Πατριαρχείων Σερβίας, Ἀντιοχείας, Βουλγαρίας, τῆς Ἐκκλησίας Τσεχίας καί Σλοβακίας καί ἄλλων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, μέ σκοπό νά ἐπηρεάζουν τίς ἀποφάσεις σέ Πανορθόδοξες Συνόδους, συνάξεις, διασκέψεις κ.λπ. καί νά δημιουργοῦν ἰσχυρό μέτωπο ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Πρόσφατα ἀποτελέσματα τῶν ἐνεργειῶν αὐτῶν εἶναι ἡ ἀπουσία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τή Μεγάλη Σύνοδο τῆς Κρήτης τό 2016 (συμπαρασύρωντας καί τίς Ἐκκλησίες - Πατριαρχεῖα, Ἀντιοχείας, Βουλγαρίας καί Γεωργίας), ἡ διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ ὅσους ἀναγνωρίζουν τή νεοσύστατη Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας (Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας, Ἐκκλησία Κύπρου καί Ἐκκλησία Ἑλλάδος) καί ἡ πρόσφατη εἰσπήδηση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στήν κανονική δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας (Ἀφρική). Ἄς δοῦμε, ὅμως, τό θέμα ἀναλυτικότερα. 

Ἡ ἐμφάνιση τῶν «πρεσβείων τιμῆς» καί τό πρωτεῖο 

Ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, ἡ διαμόρφωση τῆς κανονικῆς ὀργάνωσης τῆς Ἐκκλησίας, ἄρχισε μέ τή λήξη τῶν Διωγμῶν (313) καί ὁλοκληρώθηκε στήν πρό τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451) ἐποχή, κατά τή διάρκεια ἑνός αἰώνα περίπου. Βασικές ἀρχές, πού κατηύθυναν αὐτή τή διαδικασία, εἶναι ὅτι κάθε Ἐπίσκοπος ἐκφράζει, ἀπό τό λειτούργημά του καί ἀπό τή θέση του, τό φρόνημα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, στήν ὁποία προΐσταται, καί ὅτι ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μεταξύ τους ἴσοι. Ὡστόσο, στήν πράξη οἱ Ἐπίσκοποι τῶν μεγάλων πόλεων ἄρχισαν νά διακρίνονται ἀπό τούς λοιπούς Ἐπισκόπους τῆς περιοχῆς τους καί νά ἀποκτοῦν «πρεσβεῖα τιμῆς» καί, εἰδικότερα, τό προνόμιο νά προεδρεύουν στίς Συνόδους τῶν Ἐπισκόπων μιᾶς μητροπολιτικῆς περιοχῆς. Οἱ Ἐπίσκοποι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ὀνομάστηκαν Μητροπολῖτες, χωρίς νά πάψουν νά εἶναι ἴσοι μέ τούς Ἐπισκόπους τῆς δικαιοδοσίας τους, ἔγιναν «πρῶτοι μεταξύ ἴσων» («primae inter pares»), δηλαδή ἀπέκτησαν ἕνα εἶδος πρωτείου. Ἔτσι ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (325) ἐπεκύρωσε μέ ἱερούς Κανόνες τό λεγόμενο Μητροπολιτικό σύστημα.

Ἀλλά, καί μεταξύ τῶν Μητροπολιτῶν ἄρχισαν νά διακρίνονται οἱ Μητροπολῖτες τῶν μεγάλων ἀστικῶν κέντρων τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου καί νά ἀποκτοῦν ἐπιπλέον «πρεσβεῖα τιμῆς». Αὐτοί ὀνομάστηκαν ἀρχικά Ἀρχιεπίσκοποι καί στή συνέχεια Πατριάρχες, θεωροῦνται δέ ἐπίσης «πρῶτοι μεταξύ ἴσων». Ἤδη πρό τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451) εἶχε διαμορφωθεῖ πλήρως τό λεγόμενο Πατριαρχικό σύστημα καί ὁ θεσμός τῆς «πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν». Ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἐπεκύρωσε μέ Κανόνες τά ὅρια τῆς δικαιοδοσίας καθενός ἀπό τούς Πατριάρχες, ἀλλά καί τήν «τάξη» (σειρά) τῶν πέντε Πατριαρχῶν τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἑξῆς: α) Ρώμης, β) Κωνσταντινουπόλεως, γ) Ἀλεξανδρείας, δ) Ἀντιοχείας καί ε) Ἱεροσολύμων.

Τούς τελευταίους αἰῶνες ἔλαβαν πατριαρχική ἀξία ἤ αὐτοκεφαλία (ἐκκλησιαστική ἀνεξαρτησία) ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί οἱ Ἐκκλησίες (κατά τάξη) Ρωσίας (1589), Σερβίας (1872), Ρουμανίας (1885), Βουλγαρίας (1872), Γεωργίας (1990), Ἑλλάδος (1850), Πολωνίας (1924), Ἀλβανίας (1937), Τσεχίας καί Σλοβακίας (1998) καί Οὐκρανίας (2019). Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀνέθεσε στό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως καί τίς Ἐκκλησίες τῆς διασπορᾶς (ἱεραποστολῆς). Ἔτσι, ὅλα τά νεότερα Πατριαρχεῖα καί οἱ Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες ἀνῆκαν στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἀπό τό ὁποῖο ἀποσπάστηκαν καί ἀνεξαρτητοποιήθηκαν, μέ ἐξαίρεση τήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ἡ ὁποία ἀναγνωρίστηκε ἀνεξάρτητη ἀπό τήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (431) καί σήμερα ἀριθμεῖται μετά τήν Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας.

Τό πρωτεῖο, λοιπόν, ἐμφανίζεται στήν Ἐκκλησία ἀπό τότε πού ἐμφανίζονται τά «πρεσβεῖα τιμῆς» τῶν Θρόνων, λειτουργεῖ δέ ὀρθά καί πρός ὄφελος ὅλων, ὅταν ἀσκεῖται μέσα στά ὅρια τῆς δικαιοδοσίας του, ὅπως αὐτά ὁρίζονται ἀπό τούς ἱερούς Κανόνες. Ὅταν, ἀντίθετα, ἐπιχειρεῖται νά ἐπιβληθεῖ καί ἔξω ἀπό τά κανονικά του ὅρια, τότε προκύπτει μεῖζον ἐκκλησιαστικό πρόβλημα καί προκαλεῖται σοβαρή ἐκκλησιολογική ἐκτροπή. 

Τό πρωτεῖο ὡς αἴτιο τοῦ Σχίσματος 

Μέ αὐτά τά δεδομένα, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἦταν τό πρῶτο κατά τάξη Πατριαρχεῖο στήν ἑνωμένη Ἐκκλησία. Ἀπό τήν ἐποχή τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325) περίπου ἐπιχειροῦσε νά ἐπιβληθεῖ στά ὅρια τῆς δικαιοδοσίας του, δηλ. στίς Ἐκκλησίες τῆς Δύσεως. Οἱ συνθῆκες, ὅμως, δέν ἦταν ἰδιαίτερα εὐνοϊκές, γιατί καί κάποιες ἰσχυρές Ἐκκλησίες (Μεδιολάνων, Καρθαγένης) ἀντιδροῦσαν. Γιά τήν ἐνίσχυση τοῦ κύρους της δημιουργήθηκαν κάποιες «παραδόσεις», πού ἐξελίχθηκαν ὅμως σέ ἐκκλησιολογικές ἐκτροπές, ὅπως: α) Ὁ ἀπόστολος Πέτρος εἶχε ἀδιαμφισβήτητη ὑπεροχή (ἕνα εἶδος «πρωτείου») μεταξύ τῶν ἄλλων Ἀποστόλων. β) Οἱ Ἐκκλησίες πού ἔχουν ἱδρυθεῖ ἀπ’ εὐθείας ἀπό αὐτόν, δηλ. ὅσες διαθέτουν «πέτρειο ἀποστολικότητα», ὅπως ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ὑπερέχουν σαφῶς ἔναντι ὅσων ἱδρύθηκαν ἀπό ἄλλους Ἀποστόλους. γ) Ὁ ἑκάστοτε Πάπας δέν εἶναι ἁπλῶς διάδοχος τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, ἀλλά τό πρόσωπο ἐκεῖνο διά τοῦ ὁποίου ὁ Πέτρος εἶναι παρών καί ἐνεργεῖ στήν Ἐκκλησία: ὁ Πάπας εἶναι «ὁ ἴδιος ὁ Πέτρος» («Petrus ipse»)! δ) Ὁ Πάπας εἶναι ἡ ὁρατή κεφαλή ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ἡ «κεφαλή ὅλης τῆς οἰκουμένης» («caput totius orbi»). Εἶναι ὁ μοναδικός ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς («vicarius Christi»). Ἀργότερα ἡ «παράδοση» αὐτή ἐνισχύθηκε μέ τήν ἀντίληψη ὅτι ὁ Πάπας κατέχει τό πλήρωμα τῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας καί ὅτι κάθε Ἐπίσκοπος εἶναι ἀντιπρόσωπός του, ἀπό τόν ὁποῖο λαμβάνει τήν ἱερατική ἐξουσία. Ἄρα, ὅ,τι ἔχει κάθε Ἐπίσκοπος ὑστερεῖ σαφῶς ἔναντι ἐκείνου πού ἔχει ὁ Πάπας, ἀλλά καί ὅ,τι ἔχουν ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι μαζί ὑστερεῖ ἔναντι ἐκείνου πού ἔχει ὁ Πάπας! Κατά συνέπεια, οἱ Σύνοδοι τῶν Ἐπισκόπων ὑστεροῦν ἔναντι τοῦ Πάπα, ὁ ὁποῖος ὑπέρκειται κάθε Συνόδου! ε) Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, φεύγοντας γιά νά ἱδρύσει τή Νέα Ρώμη στήν Ἀνατολή, παρέδωσε στόν Πάπα Σίλβεστρο καί στούς διαδόχους του τήν αὐτοκρατορική ἐξουσία σέ ὁλόκληρη τή Δυτική Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία, καθώς καί τό δικαίωμα νά φέρουν τά αὐτοκρατορικά σύμβολα καί τό στέμμα του (τιάρα). Ἀργότερα ἡ «παράδοση» αὐτή ἐνισχύθηκε μέ τήν ἀντίληψη ὅτι ὁ Πάπας ἀσκεῖ τήν κοσμική ἐξουσία σέ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἔφυγε ἀπό τή Ρώμη, γιατί θεωροῦσε ἀσέβεια νά ὑπάρχει δεύτερος Αὐτοκράτορας δίπλα στόν Αὐτοκράτορα πού ἔχει διοριστεῖ ἀπό τόν Θεό! Ὁ Χριστός παρέδωσε στόν Πάπα δύο ξίφη, σύμβολα τῆς πνευματικῆς καί τῆς κοσμικῆς (πολιτικῆς) ἐξουσίας. Τό ἕνα κρατᾶ ὁ ἴδιος γιά νά ἀσκεῖ ἀπ’ εὐθείας τήν πνευματική ἐξουσία στήν Ἐκκλησία καί τό ἄλλο τό παραδίδει στούς κυβερνῆτες τῶν ἐθνῶν γιά νά ἀσκοῦν τήν πολιτική ἐξουσία ἐν ὀνόματί του. Κάθε ἐξουσία στόν κόσμο, κάθε κυβέρνηση, εἶναι νόμιμη ἄν ἀσκεῖται ἐν ὀνόματι τοῦ Πάπα καί κατά τή βούλησή του.

Ἡ παπική τιάρα.
Στέμμα, ὑποτίθεται, τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου
καί κατ’ ἐξοχήν σύμβολο τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα.

Εἶναι γεγονός, ὅτι οἱ ἀντιλήψεις αὐτές ἀναπτύχθηκαν σταδιακά γιά νά φτάσουν στίς παραπάνω ἀκραῖες μορφές τους. Στήν πορεία τοῦ χρόνου ἐνισχύθηκαν μέ ψευδεπίγραφα κείμενα, ὅπως ἡ «Ψευδοκωνσταντίνεια Δωρεά», νόθο κείμενο τοῦ 750 μ.Χ. περίπου, καί οἱ «Ψευδοϊσιδώρειες Διατάξεις», συλλογή αὐθεντικῶν καί πλαστῶν κειμένων τῶν μέσων τοῦ 9ου μ.Χ. αἰ. Εἰδικές συνθῆκες στή Δύση, ἐπέβαλλαν τήν ἐνίσχυση τοῦ πρωτείου, ἀφοῦ γιά κάποιους αἰῶνες ὁ παπικός Θρόνος ἀγνωνιζόταν σθεναρά κατά τῆς ἐπέλασης τῶν Φράγκων στό δυτικό τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Τό παπικό πρωτεῖο χρησιμοποιήθηκε ὡς ἀνάχωμα ἔναντι τῶν διεκδικήσεων τοῦ ἑκάστοτε Φράγκου Βασιλέως. Ἀπό τόν 9ο μ.Χ. αἰ. ἐπινοήθηκε ὁ θεσμός τῶν Καρδιναλίων (τῶν ἐκλεκτόρων τοῦ Πάπα), μέ προφανή σκοπό νά ἀποκλειστοῦν ἀπό τίς παπικές ἐκλογές Φράγκοι Κληρικοί, ἀλλά καί Φράγκοι ἡγεμόνες. Ὅταν, ὅμως, ὁ ἴδιος ὁ παπικός Θρόνος κατελήφθη ἀπό τούς Φράγκους, ὁλοκληρώθηκε τό Σχίσμα μέ τά Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς (1054). Ὄντως, ὁ Πάπας Σέργιος ὁ Δ΄ (1009-1012) εἶναι ὁ πρῶτος Φράγκος Πάπας. Ἐπί τοῦ διαδόχου του Λέοντος Θ΄ (1049-1054) ἔγινε τό λεγόμενο μέγα Σχίσμα (1054). Οἱ Φράγκοι, καταλαμβάνοντας τόν παπικό Θρόνο, βρῆκαν ἕνα ἰσχυρό ὅπλο, τό πρωτεῖο, καί τό ἔστρεψαν ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν τῆς Ἀνατολῆς (δηλ. ὅσων δέν μπόρεσαν νά ὑποτάξουν στήν ἐξουσία τους), προβάλλοντας καί τά δικά τους ἐκκλησιαστικά ἔθιμα καί θεολογικά ἐπινοήματα, ὅπως τό filioque.

Βέβαια, ἡ πρώτη ἀπόπειρα νά ἀσκηθεῖ τό πρωτεῖο ἔξω ἀπό τά κανονικά ὅριά του ἐμφανίζεται πολύ νωρίς, στήν Γ΄Οἰκουμενική Σύνοδο (431) καί, φυσικά, ἀκολούθησαν ἄλλες παρόμοιες. Ὅμως, αὐτές δέν ὁδήγησαν σέ σχίσμα. Οἱ Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς τίς ἀπέκρουαν, ἄν καί σέβονταν ἀπόλυτα τόν παπικό Θρόνο. Ἔτσι, ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (451) ἔθεσε σέ κρίση τόν Τόμο (ἐκτενές δογματικό κείμενο) τοῦ Πάπα ἁγίου Λέοντος (440-461). Ἡ Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (553) καταδίκασε τόν Πάπα Βιγίλιο (537-555), ἐπειδή, ἐνῶ βρισκόταν στήν Κων/πολη, ἀρνήθηκε νά συμμετάσχει στίς ἐργασίες της. Μόνο ὅταν ἀργότερα ἀναγνώρισε τή Σύνοδο, ἀκυρώθηκε ἡ καταδίκη του. Ἡ ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (680/1) καταδίκασε τόν Πάπα Ὀνώριο (625-638) ὡς αἱρετικό, τήν δέ καταδίκη τοῦ Ὀνωρίου ἐπανέλαβε ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (787). Αὐτά σημαίνουν ὅτι, κατά τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, πού ἴσχυε καί στή Δύση πρίν τό Σχίσμα, ὁ Πάπας ὑπόκειται στίς Συνόδους καί δέν ὑπέρκειται αὐτῶν. Τό Σχίσμα ἐπῆλθε ὅταν τό πρωτεῖο, μαζί μέ ἄλλες δογματικές πλάνες, ἐπιχειρήθηκε νά ἐπιβληθεῖ παντοῦ ἀπό τούς Φράγκους κατακτητές τοῦ παπικοῦ Θρόνου.

Μήπως, ὅμως, αὐτά εἶναι ἀντιλήψεις ἄλλων ἐποχῶν καί δέν ἰσχύουν σήμερα, στήν ἐποχή τῆς τεχνολογίας καί τῆς μετανεοτερικότητας; Δυστυχῶς, σχετικά πρόσφατα, στήν Α΄ Σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ (1869/70), ὁ Παπισμός ἐνίσχυσε τό πρωτεῖο, ἀνακηρύσσοντας ὡς «θεόθεν ἀποκαλυφθέν δόγμα» μιά ἀκόμη παράδοξη πλάνη: τό παπικό ἀλάθητο! Κατά τό «δόγμα» αὐτό, ὁ Πάπας, ὅταν ὁμιλεῖ «ἐκ καθέδρας» (ex cathedra), δηλ. ὅταν, ἀσκώντας τά καθήκοντα τοῦ ποιμένος καί διδασκάλου ὅλων τῶν Χριστιανῶν, ὁρίζει τά σχετικά μέ τήν πίστη καί τά ἤθη, ἔχει τό ἴδιο ἀλάθητο μέ ἐκεῖνο τῆς Ἐκκλησίας, οἱ δέ ἀποφάσεις του εἶναι ἀμετάτρεπτες «ἐξ ἑαυτῶν» καί ὄχι ἀπό τή συναίνεση τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν κάποιος διανοηθεῖ νά ἔχει ἀντίρρηση σ’ αὐτή τήν ἀπόφαση, «ἀνάθεμα ἔστω»! 

Ἀπό τό πρωτεῖο τοῦ Ρώμης στό πρωτεῖο τοῦ Μόσχας 

Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἱδρύθηκε ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τό 988 μ.Χ., ὅταν βαπτίστηκε ὁ Ρῶσος ἡγεμόνας Βλαδίμηρος (980-1015) μέ τούς ὑπηκόους του. Ἡ νέα Ἐκκλησία ὀργανώθηκε ὡς Μητρόπολη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ὁ ἐπικεφαλῆς τῆς ὁποίας ἐκλεγόταν στήν Κωνσταντινούπολη καί ἦταν Ἕλληνας. Τόν 15ο αἰ. ὁ τελευταῖος Ἕλληνας Μητροπολίτης Ρωσίας Ἰσίδωρος μετεῖχε στήν ἑνωτική Σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας (1438/9) καί συνυπέγραψε τήν ἕνωση μέ τούς Παπικούς. Ἐπιστρέφοντας, ὅμως, ἀποδοκιμάστηκε ἀπό τόν ὀργισμένο Ρῶσο ἡγεμόνα Βασίλειο, καθαιρέθηκε καί διέφυγε στή Δύση. Λίγο ἀργότερα (1448) Σύνοδος στή Μόσχα ἐξέλεξε αὐθαίρετα νέο Μητροπολίτη, παρά τήν ἰσχύουσα ἐκκλησιαστική τάξη. Τήν ἴδια περίπου ἐποχή ἐμφανίζονται οἱ ἀπαρχές τοῦ ρωσικοῦ ἐθνικισμοῦ: ἀνεπίσημοι ἐκκλησιαστικοί κύκλοι κατηγοροῦσαν τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὅτι προσχώρησε στόν Παπισμό καί ἔγινε Οὐνιτικό καί ὅτι ἡ Ρωσική Ἐκκλησία εἶναι πλέον ἡ αὐθεντική συνέχεια τοῦ Χριστιανισμοῦ, παρά τό γεγονός ὅτι ἡ ἕνωση εἶχε ἀποκηρυχθεῖ κατά τόν ἴδιο περίπου τρόπο καί ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι τέτοιες κατηγορίες διαδίδονται ἀνεπίσημα μέχρι σήμερα.

Ἡ Μόσχα
ἀμφισβητεῖ τήν πρωτοκαθεδρία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου
στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Τήν ἴδια περίπου ἐποχή, καί ἰδιαίτερα μετά τήν ἅλωση (1453), ἐμφανίζεται ἡ περίφημη θεωρία τῆς Τρίτης Ρώμης, κατά τήν ὁποία, ἡ πρώτη Ρώμη ἔγινε αἱρετική καί εἶναι αἰχμάλωτη τοῦ διαβόλου, ἡ δεύτερη καταλύθηκε ἀπό τούς Ἀγαρηνούς καί ἡ τρίτη «λάμπει ὡς ὁ ἥλιος». Ὁ Ρῶσος ἡγεμόνας (Τσάρος) εἶναι ὁ «νέος Κωνσταντῖνος»: «Ὅλα τά χριστιανικά βασίλεια θά φτάσουν σέ ἕνα τέλος καί θά ἑνωθοῦν στό ἕνα καί μοναδικό βασίλειο τοῦ δικοῦ μας ἡγεμόνα, δηλαδή στό ρωσικό βασίλειο, σύμφωνα μέ τά βιβλία τῶν προφητῶν. Δύο Ρῶμες ἔπεσαν, ἀλλά ἡ τρίτη στέκεται ὄρθια καί τέταρτη δέν θά ὑπάρξει». Παράλληλα, ἐμφανίζεται μιά περίεργη ρωσική ἐκδοχή τῆς «Ψευδοκωνσταντίνειας Δωρεᾶς»: Ὁ Πατριάρχης Μόσχας κατέχει καί φέρει τό λευκό Ἐπανωκαλύμαυχο, τό ὁποῖο δώρησε, δῆθεν, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος στόν Πάπα Σίλβεστρο μετά τό Βάπτισμά του καί τό ὁποῖο ἔφτασε στόν ρῶσο Πατριάρχη μετά τήν προδοσία τῆς Φλωρεντίας!

Ὅταν τόν ἑπόμενο αἰώνα ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλως Ἱερεμίας Β΄ ὁ Τρανός βρισκόταν σέ περιοδία στή Ρωσία, δέχθηκε, προφανῶς, ἀφόρητες πιέσεις νά παραχωρήσει ἀνεξαρτησία καί πατριαρχική ἀξία στή ρωσική Ἐκκλησία. Ἔτσι τό 1589 ἐκδόθηκε ὁ Τόμος ἱδρύσεως τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ὡς πέμπτου Πατριαρχείου μετά τῶν Ἱεροσολύμων. Στούς ἑπόμενους αἰῶνες ἡ ρωσική Ἐκκλησία γνώρισε περιόδους ἀκμῆς, μεταρυθμίσεων, ἀλλά καί σκληρῶν διωγμῶν, ἰδιαίτερα μετά τήν «Ὀκτωβριανή Ἐπανάσταση» (1917). Ὡστόσο, ἵδρυσε καί διατηρεῖ παράλληλες Ἱεραρχίες σέ ὅλες σχεδόν τίς περιοχές τῆς διασπορᾶς, στά ὅρια τῆς δικαιοδοσίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, παρά τό γεγονός ὅτι οἱ ἱεροί Κανόνες ἀπαγορεύουν τήν ὕπαρξη περισσότερων Ἐπισκόπων στόν ἴδιο τόπο. Μετά τήν πτώση τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος (1989) ἀνέκτησε νέες δυνάμεις, ἐπαναλαμβάνει τίς γνωστές διεκδικήσεις καί θεωρίες καί ἀμφισβητεῖ τόν ἡγετικό ρόλο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. 

Τό ὀρθόδοξο περιεχόμενο τοῦ πρωτείου 

Εἶναι φανερό, ὅτι τό πρωτεῖο δέν εἶναι κάτι ἔξω ἀπό τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ἀντίθετα, εἶναι θεσμός κατοχυρωμένος ἀπό τούς ἱερούς Κανόνες: «Τούς Ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους εἰδέναι χρή τῶν ἐν αὐτοῖς πρῶτον, καί ἡγεῖσθαι αὐτόν ὡς κεφαλήν, καί μηδέν τι πράττειν περιττόν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης ... ἀλλά μηδέ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω τι» (λδ΄ ἀποστολικός Κανόνας). Τό πρόβλημα εἶναι ἡ κακή λειτουργία τοῦ πρωτείου. Στήν τοπική Ἐκκλησία τό πρωτεῖο ἀνήκει, φυσικά, στόν Ἐπίσκοπο. Στό ἐπίπεδο τῆς Μητροπόλεως ἀνήκει στόν Μητροπολίτη - Πρόεδρο τῆς τοπικῆς Συνόδου καί στό ἐπίπεδο τοῦ Πατριαρχείου ἤ τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς στόν ἀντίστοιχο Προκαθήμενο.

Ὁ παραπάνω Κανόνας ὁρίζει περίπου καί τό πλαίσιο λειτουργίας τοῦ πρωτείου. Ὁ ἑκάστοτε πρῶτος συγκαλεῖ τή Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων του καί προεδρεύει σ’ αὐτήν. Σύνοδος χωρίς τή συγκατάθεσή του καί τήν παρουσία του δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει. Ἀλλά, καί ἐκεῖνος δέν μπορεῖ νά ἐνεργήσει παρά τή γνώμη τῆς Συνόδου. Αὐτό σημαίνει ὅτι, προεδρεύει μέν στή Σύνοδο, ἀλλά εἶναι ὑποχρεωμένος νά ἐκτελεῖ καί νά ἐφαρμόζει ὅλες τίς ἀποφάσεις της, ἀκόμη καί ἄν προσωπικά διαφωνεῖ, δηλ. ὑπόκειται στή Σύνοδο. Αὐτά ἰσχύουν γιά κάθε μορφή πρωτείου, δηλ. γιά Μητροπολίτες, Ἀρχιεπισκόπους καί Πατριάρχες. Ἐπιπλέον, τό πρωτεῖο δέν μπορεῖ νά ἀσκηθεῖ σέ ἄλλη δικαιοδοσία, δηλ. σέ ἄλλη Ἀρχιεπισκοπή, Πατριαρχεῖο κ.λπ.

Τό ἐρώτημα εἶναι, ἄν ὑπάρχει πρωτεῖο στήν ἀνά τήν Οἰκουμένη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως συμβαίνει στίς τοπικές. Καί ἐκεῖ, βέβαια, ὑπάρχει πρῶτος, ἀφοῦ ὑπάρχει κανονική τάξη τῶν Προκαθημένων. Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία αὐτός ἦταν ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης, μετά δέ τό Σχίσμα εἶναι ὁ Κωσταντινουπόλεως. Ὁ πρῶτος δέν ἔχει τό δικαίωμα νά ἐπεμβαίνει στά ἐσωτερικά τῶν ἄλλων Πατριαρχείων καί Ἐκκλησίων. Ἔχει, ὅμως, τό δικαίωμα νά μεριμνᾶ γιά ζητήματα πού ἀφοροῦν ὁλόκληρη τή Ὀρθοδοξία, νά συγκαλεῖ γιά τήν ἐπίλυσή τους Συνάξεις Προκαθημένων ἤ εὐρύτερες Συνόδους καί νά προεδρεύει σ’ αὐτές. Σέ κάθε περίπτωση πάντως, τό πρωτεῖο στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι πρωτεῖο διακονίας καί ἀγάπης καί ὄχι πρωτεῖο ἐξουσίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου