γαπητοί φίλοι,

Σς καλωσορίζω στό προσωπικό μου ἱστολόγιο καί σς εχομαι καλή περιήγηση. Σ’ ατό θά βρετε κείμενα θεολογικο καί πνευματικο περιεχομένου, πως κείμενα ναφερόμενα στήν πίστη καί Παράδοση τς κκλησίας, ντιαιρετικά κείμενα, κείμενα πνευματικς οκοδομς, κείμενα ναφερόμενα σέ προβληματισμούς καί ναζητήσεις τς ποχς μας καί, γενικά, διάφορα στοιχεα πό τήν πίστη καί ζωή τς ρθόδοξης κκλησίας.

Εχομαι τά κείμενα ατά καί κάθε νάρτηση σ’ ατό τό ἱστολόγιο νά φανον χρήσιμα σέ σους νδιαφέρονται, νά προβληματίσουν θετικά, νά φυπνίσουν καί νά οκοδομήσουν πνευματικά.

ελογία καί Χάρις το Κυρίου νά εναι πάντοτε μαζί σας.

Μετά τιμς καί γάπης.

π. Σωτήριος θανασούλιας

φημέριος Μητροπολιτικο ερο Ναο γίου Βασιλείου Τριπόλεως.

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2022

«Ορθοδοξία καί Ζωή»: Η ενότητα της Εκκλησίας

 


Διάγραμμα – Περίληψη Θέματος ΙΖ΄ τοῦ Θεολογικοῦ Προγράμματος «Ὀρθοδοξία καί Ζωή» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, περιόδου ΙΣΤ΄, ἔτους 2021-2022. 

Εἰσαγωγικά: Ἡ πίστη στήν Ἐκκλησία εἶναι «ὅρος» ἀπαράβατος (προϋπόθεση) τῆς χριστιανικῆς μας ἰδιότητας, πού συμπριλαμβάνεται στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Ἐκεῖ ὁμολογοῦμε: α) ὅτι πιστεύουμε καί στήν Ἐκκλησία καί β) ὅτι αὐτή ἔχει τέσσερις χαρακτηριστικές ἰδιότητες i) τήν ἑνότητα, ii) τήν ἁγιότητα, iii) τήν καθολικότητα καί iv) τήν ἀποστολικότητα. Ἡ πρώτη ἰδιότητα εἶναι ἡ ἑνότητα: ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία. Τό πρόβλημα τῆς ἑνότητος ἀπασχόλησε τήν Ἐκκλησία ἤδη ἀπό τήν ἀποστολική ἐποχή. Βασική ἐκκλησιολογική ἀρχή ἀπό τή «σύσταση» ἤδη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἀλήθεια ὅτι τά μέλη της, ὅσοι ἔχουν βαπτιστεῖ στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἀποτελοῦν «ἕν Σῶμα», καί ὅτι τό Σῶμα αὐτό εἶναι «αὐτό τοῦτο» τό ἱστορικό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό Ὁποῖο ἐπεκτείνεται μέσα στόν χρόνο. Ὅπου ὑπάρχουν παρεκκλίσεις ἀπό αὐτή τήν ἀλήθεια, ἐκεῖ ἐμφανίζονται διασπαστικές ἤ αὐτονομιστικές τάσεις. Παράδειγμα, οἱ ἔριδες στήν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου, τίς ὁποῖες θεραπεύει ἐπεμβαίνοντας ὁ ἀπ. Παῦλος (Α΄ Κορ. 1, 10-13). Στήν πρώϊμη μεταποστολική ἐποχή ὁ ἅγ. Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας (30-113) ἐπισημαίνει μέ ἔμφαση ὅτι ὁρατά καί οὐσιώδη στοιχεῖα τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ (μία) Θεία Εὐχαριστία καί ὁ (ἕνας) Ἐπίσκοπος. Στή δέ ἐποχή τῆς διατυπώσεως τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως (Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, 381 μ.Χ.) ἡ Ἐκκλησία εἶχε ταλανιστεῖ ἀπό τή μάστιγα τῶν σχισμάτων καί τῶν μεγάλων αἱρέσεων.

Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας: Τό ἐρώτημα: Ὑπάρχουν πολλές Ἐκκλησίες ἤ μία; Καί, ἄν ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Σῶμα Χριστοῦ», ὑπάρχουν πολλά «σώματα» Χριστοῦ ἤ ἕνα; Προφανῶς, οὔτε πολλά «σώματα» ὑπάρχουν, οὔτε τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ «μεμέρισται» (ἤ μᾶλλον εἶναι «μελιζόμενον καί μή διαιρούμενον»!), οὔτε ὁ Κύριος ἵδρυσε πολλές Ἐκκλησίες. Τά θεμέλια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος εἶναι: α) Ὁ «εἷς Θεός καί Πατήρ». β) Ὁ «εἷς Κύριος Ἰησοῦς Χριστός». γ) Τό ἕν καί ἑνιαῖον «Σῶμα Χριστοῦ»: «μεμέρισται ὁ Χριστός;» (Α΄ Κορ. 1,13). δ) Ἡ μία Κεφαλή. ε) Τό ἕν «ζωοποιόν» Ἅγιον Πνεῦμα («εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε»). στ) Ἡ «μία πίστις». ζ) Τό ἕν Βάπτισμα. η) Ἡ μία Θεία Εὐχαριστία. Ἡ ἑνότητα, ὡς αἴτημα τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ: «ἵνα πάντες ἕν ὧσιν» (Ἰω. 17,21). Βιβλικές καί Πατερικές μαρτυρίες περί ἑνότητος: «Ἕν σῶμα καί ἕν Πνεῦμα, καθώς καί ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν· εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα· εἷς Θεός καί Πατήρ πάντων, ὁ ἐπί πάντων, καί διά πάντων, καί ἐν πᾶσιν ἡμῖν» (Ἐφ. 4, 3-6). «Τό ποτήριον τῆς εὐλογίας ὅ εὐλογοῦμεν, οὐχί κοινωνία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἐστι; Τόν ἄρτον ὅν κλῶμεν, οὐχί κοινωνία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἐστιν; Ὅτι εἷς ἄρτος, ἕν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμεν· οἱ γάρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνός ἄρτου μετέχομεν» (Α΄ Κορ. 10, 16-17). «Καθάπερ γάρ τό σῶμα ἕν ἐστι καί μέλη ἔχει πολλά, πάντα δέ τά μέλη τοῦ σώματος τοῦ ἑνός, πολλά ὄντα, ἕν ἐστι σῶμα, οὕτω καί ὁ Χριστός· καί γάρ ἐν ἑνί Πνεύματι ἡμεῖς πάντες εἰς ἕν σῶμα ἐβαπτίσθημεν» (Α΄ Κορ. 12, 12-13). «Ὅταν πάντες ὁμοίως πιστεύομεν, τότε ἑνότης ἐστι» (ἅγ. Χρυσόστομος). «Ὥσπερ ἦν τοῦτο τό κλάσμα διεσκορπισμένον ἐπάνω τῶν ὀρέων καί συναχθέν ἐγένετο ἕν, οὕτω συναχθήτω σου ἡ Ἐκκλησία ἀπό τῶν περάτων τῆς γῆς εἰς τήν σήν βασιλείαν» (Διδαχή Ἀποστόλων).

Ἡ μία Ἐκκλησία καί οἱ τοπικές Ἐκκλησίες: Κατά τήν ἐκκλησιαστική Παράδοση, ὅπου ὑπάρχει Ἐπίσκοπος καί τελεῖται Θεία Εὐχαριστία, ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ «Καθολική Ἐκκλησία»: «Ὅπου ἄν φανῇ ὁ Ἐπίσκοπος, ἐκεῖ τό πλῆθος ἔστω, ὥσπερ ὅπου ἄν ᾖ Χριστός Ἰησοῦς, ἐκεῖ ἡ καθολική Ἐκκλησία» (ἅγ. Ἰγνάτιος). Αὐτό σημαίνει ὅτι κάθε τοπική Ἐκκλησία εἶναι καί «Καθολική», δηλ. ὁλοκληρωμένη, πλήρης καί τέλεια Ἐκκλησία. Ἐπίσης, ἔχει ὅλα τά ἐχέγγυα ἑνότητος: τόν ἕνα Κύριο, τή μία πίστη, τό ἕν Βάπτισμα. Ποιά εἶναι ἡ σχέση κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας μέ τήν «κατά τήν οἰκουμένην» Καθολική Ἐκκλησία; Οἱ τοπικές Ἐκκλησίες δέν διασποῦν τήν ἐκκλησιαστική ἑνότητα καί δέν συνιστοῦν «πολλές Ἐκκλησίες»; Δέν συμβαίνει αὐτό, ἐπειδή κάθε τοπική Ἐκκλησία οὐσιαστικά συμπίπτει μέ κάθε ἄλλη. Ἡ «κατά τήν οἰκουμένην» Καθολική Ἐκκλησία δέν εἶναι ἄθροισμα τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλά σύμπτωση, ταύτιση, κοινωνία τῆς μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας μέ τήν ἄλλη στό ἕνα Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δηλ. στή Θεία Εὐχαριστία. Κάθε τοπική Ἐκκλησία εἶναι συγκεκριμένη ἔκφραση τῆς μίας Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ Καθολική Ἐκκλησία σέ συγκεκριμένο τόπο. Ἡ ἑνότητα τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν δέν εἶναι ἐξωτερικό ψυχολογικό ἤ συναισθηματικό γεγονός, οὔτε συμφωνία ἤ ταυτότητα γνώμης (ὁμοφωνία, «εὐδοκία»), ἀλλά βαθύτατο ὀντολογικό ἤ μᾶλλον μυστηριακό γεγονός. Ἡ ἑνότητα τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ἐκφράζεται διά τῶν Ἐπισκόπων; Ἡ μνημόνευση τοῦ ὀνόματος Ἐπισκόπου σέ κάθε Θεία Εὐχαριστία σημαίνει κοινωνία μαζί του, ἀλλά καί κοινωνία μέ ὅλους ὅσοι κοινωνοῦν μαζί του. Ἡ μνημόνευση τῆς Συνόδου ἀπό τόν Ἐπίσκοπο σημαίνει κοινωνία μέ τόν πρόεδρο τῆς Συνόδου καί μέ ὅλα τά μέλη της (τούς ἄλλους Ἐπισκόπους). Ἡ μνημόνευση ἀπό τόν Πρόεδρο τῆς Συνόδου τῶν προέδρων τῶν ἄλλων αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν σημαίνει κοινωνία μέ τούς Προέδρους, μέ τούς Ἐπισκόπους καί μέ ὅλα τά μέλη μέλη τῶν ἄλλων αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Ἔτσι κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας κοινωνεῖ (ἑνώνεται μυστηριακά καί πραγματικά) μέ ὅλα τά ἄλλα μέλη τῆς Ἐκκλησίας σέ ὅλο τόν κόσμο, μέσω τοῦ Ἐπισκόπου καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Τό νόημα τῶν Συνόδων εἶναι ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι συνέρχονται, εἰκονίζοντας ὁ καθένας ὁλόκληρη τήν τοπική του Ἐκκλησία, γιά νά ἐπιβεβαιώσουν τήν ἕνωση καί τήν κοινωνία τους ἐν Χριστῷ. Κατά κανόνα, οἱ ἀποφάσεις τῶν Συνόδων λαμβάνονται μέ ὁμοφωνία καί κατ’ ἐξαίρεσιν, ὅταν ὑπάρχουν διαφωνίες, μέ πλειοψηφία («κρατείτω ἡ τῶν πλειόνων ψῆφος»)

Ἐκκλησία καί ψευδώνυμες «ἐκκλησίες»: Ἐκτός ἀπό τή μία καί αὐθεντική Ἐκκλησία, ὑπάρχουν καί οἱ πολλές ψευδώνυμες «ἐκκλησίες» (οἱ κατ’ ὄνομα ἤ οἱ αὐτοαποκαλούμενες «ἐκκλησίες»). Καταστάσεις ψευδωνύμου «ἐκκλησίας» εἶναι ἡ αἵρεση καί τό σχίσμα. Αἵρεση εἶναι ἡ διαστροφή τῆς σώζουσας ἀλήθειας, πού δίδαξε ὁ Χριστός. Ἡ περί Θεοῦ ἀλήθεια ὁδηγεῖ στή γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί στήν κοινωνία μαζί Του, δηλ. στή σωτηρία. Ἡ αἵρεση, ἀντίθετα, περιγραφεῖ «ἄλλον θεό», ἀναφέρεται σ’ αὐτόν καί ὁδηγεῖ σ’ αὐτόν, δηλ. ὁδηγεῖ ἐκτός σωτηρίας, ἀποκλείει ἀπό τή σωτηρία: αἵρεση = πλάνη. Κατά τά ἱερά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ αἵρεση εἶναι εἰσήγηση τοῦ διαβόλου, εἶναι «βοτάνη διαβόλου», «ζιζάνιον» καί «διδασκαλία δαιμονίων»: «ἐν ὑστέροις καιροῖς ἀποστήσονταί τινες τῆς πίστεως, προσέχοντες πνεύμασι πλάνοις καί διδασκαλίαις δαιμονίων» (Α΄ Τιμ. 4,1). Ἡ αἵρεση εἶναι ἐσχατολογικό φαινόμενο. Σέ κάθε περίπτωση ἀποκόπτει ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἔδαφος ἐπί τοῦ ὁποίου ἀναφύεται εἶναι ἡ ἁμαρτία καί, εἰδικότερα, ἡ ἀνθρώπινη αὐτοπεποίθηση, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ ἀλαζονεία καί ἡ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στήν ἀνθρώπινη λογική. Ὄντως, ἡ ἀπουσία «πτωχείας τοῦ πνεύματος» εἰσάγει τίς ἀρχές τῆς φιλοσοφίας στήν προσέγγιση τῶν θεμάτων τῆς πίστεως. Ἡ ἐκκλησιαστική ἀντιμετώπιση τῆς αἱρέσεως γίνεται: α) διά τοῦ διαλόγου, β) διά τοῦ ἀφορισμοῦ ἤ τοῦ ἀναθεματισμοῦ. Παρόμοια κατάσταση εἶναι καί τό σχίσμα. Σχίσμα σημαίνει ἀποκοπή (ἐκούσια συνήθως) ἀπό τήν Ἐκκλησία, χωρίς νά ὑπάρχει διαφωνία σέ οὐσιώδη θέματα πίστεως, ἀλλά γιά δευτερεύοντες καί ἀσήμαντους λόγους. Ὡστόσο, καί τό σχίσμα εἶναι κατάσταση ἐκτός Ἐκκλησίας καί «ἐκτός Ἐκκλησίας οὐκ ἔστι σωτηρία»! Κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο, «τοῦ εἰς αἵρεσιν ἐμπεσεῖν τό τήν Ἐκκλησίαν σχίσαι οὐκ ἔλαττόν ἐστι κακόν» καί «οὐδέν οὕτω παροξύνει τόν Θεόν, ὡς τό Ἐκκλησίαν διαιρεθῆναι». «Κάποιος ἅγιος ἄνθρωπος εἶπε κάτι, πού φαίνεται τολμηρό, ὅμως τό εἶπε! Ποιό εἶναι αὐτό; Εἶπε, ὅτι οὔτε τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου δέν ἔχει τή δύναμη νά ἐξαλείψει αὐτή τήν ἁμαρτία (τό σχίσμα)». Οἱ ἀλήθειες τῶν ὁποίων ἡ διαστροφή συνιστᾶ αἵρεση εἶναι οἱ ἀλήθειες περί τῶν ἀκτίστων, δηλ. περί τοῦ Θεοῦ καί περί τῶν σχέσεων τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο καί τόν κόσμο. Ἡ διαστροφή ἀληθειῶν πού ἀναφέρονται στά κτιστά δέν συνιστᾶ αἵρεση. Κατά συνέπειαν, ὑπάρχουν θέματα γιά τά ὁποῖα «τό ἐπιτυγχάνειν οὐκ ἄχρηστον, καί τό διαμαρτάνειν ἀκίνδυνον» (ἅγ. Γρηγόριος Θεολόγος). Γνωρίσματα τῆς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας: α) ἡ αὐθεντική πίστη, β) ἡ ἱστορική συνέχεια, γ) ἡ  Ἀποστολική Διαδοχή.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου