γαπητοί φίλοι,

Σς καλωσορίζω στό προσωπικό μου ἱστολόγιο καί σς εχομαι καλή περιήγηση. Σ’ ατό θά βρετε κείμενα θεολογικο καί πνευματικο περιεχομένου, πως κείμενα ναφερόμενα στήν πίστη καί Παράδοση τς κκλησίας, ντιαιρετικά κείμενα, κείμενα πνευματικς οκοδομς, κείμενα ναφερόμενα σέ προβληματισμούς καί ναζητήσεις τς ποχς μας καί, γενικά, διάφορα στοιχεα πό τήν πίστη καί ζωή τς ρθόδοξης κκλησίας.

Εχομαι τά κείμενα ατά καί κάθε νάρτηση σ’ ατό τό ἱστολόγιο νά φανον χρήσιμα σέ σους νδιαφέρονται, νά προβληματίσουν θετικά, νά φυπνίσουν καί νά οκοδομήσουν πνευματικά.

ελογία καί Χάρις το Κυρίου νά εναι πάντοτε μαζί σας.

Μετά τιμς καί γάπης.

π. Σωτήριος θανασούλιας

φημέριος Μητροπολιτικο ερο Ναο γίου Βασιλείου Τριπόλεως.

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2022

«Ορθοδοξία και Ζωή» 2022-2023: Όψεις της θεοπνευστίας της Αγίας Γραφής

 


Διάγραμμα – Περίληψη Θέματος Γ΄ τοῦ Θεολογικοῦ Προγράμματος «Ὀρθοδοξία καί Ζωή» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, περιόδου ΙΖ΄, ἔτους 2022-2023. 

Εἰσαγωγικά στό θέμα τῆς θεοπνευστίας: Ἡ Ἁγία Γραφή θεωρεῖται πρωταρχική «πηγή» τῆς πίστεως ἤ τῆς θείας Ἀποκαλύψεως ἀπό ὅλες τίς χριστιανικές ὁμάδες καί αἱρέσεις. Ἀπό κάποιες, μάλιστα, τίς προτεσταντικές, θεωρεῖται «μοναδική» (ἀποκλειστική) πηγή: «Sola Sriptura» («μόνο ἡ Γραφή»!). Ἐπιπλέον, ὅλες σχεδόν οἱ χριστιανικές ὁμάδες χρησιμοποιοῦν τό ἴδιο ἀκριβῶς κείμενο. Γιατί τότε καταλήγουν σέ διαφορετικά συμπεράσματα, σέ διαφορετικές «ἀλήθειες» περί Θεοῦ; Προφανῶς, ἐπειδή: α) σέ κάθε μία ἀπό αὐτές ὑπόκειται διαφορετική ἀντίληψη περί θεοπνευστίας τῆς Γραφῆς, β) χρησιμοποιεῖται διαφορετική μέθοδος ἑρμηνείας καί γ) ἐκλείπει τό ἑρμηνευτικό «κλειδί» γιά τήν κατανόηση τῶν Γραφῶν. Ὅ,τι ἰσχύει στήν προκειμένη περίπτωση γιά τό «ὅλον» (Ἁγία Γραφή), ἰσχύει καί γιά τό «μέρος» (Παλαιά Διαθήκη). Συνήθως λέμε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι θεόπνευστη: «Πᾶσα Γραφή θεόπνευστος» (Β' Τιμ. 3,16). Ὡστόσο, ὑπάρχουν διάφορες ἐκδοχές τῆς θεοπνευστίας. Οἱ πιό γνωστές εἶναι: α) ἡ «κατά γράμμα» καί β) ἡ «κατά πνεῦμα» θεοπνευστία.

Ἡ «κατά γράμμα» θεοπνευστία: Κατά τήν ἀντίληψη αὐτή, ὁ Θεός ἀποκαλύπτει στούς συγγραφεῖς «ρήματα» (λέξεις), τά ὁποῖα μεταφέρονται αὐτούσια στό κείμενο τῶν Γραφῶν. Ὁ ἱερός συγγραφέας θεωρεῖται ἁπλό (ἤ καί ἄβουλο) «ὄργανο» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἤ τοῦ Θεοῦ, χωρίς ἰδιαίτερη (προσωπική) συμμετοχή στό ἔργο του. Λειτουργεῖ περίπου ὅπως ἕνα «μέντιουμ» (μεσάζον) τοῦ ἀποκρυφιστικοῦ χώρου. Πρόκειται γιά καθαρά μαγική ἐκδοχή τῆς θεοπνευστίας, κατά τήν ὁποία στήν περίπτωση κάθε συγγραφέως τῶν Γραφῶν ἐπιτελεῖται ἕνα ἐπιπλέον «θαῦμα» τοῦ Θεοῦ. Κατά τήν ἀντίληψη αὐτή, ὁλόκληρο τό περιεχόμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, μέχρι καί τῶν λεπτομερειῶν του, εἶναι θεόπνευστο. Ἡ ἐκδοχή αὐτή τῆς θεοπνευστίας, ἄν καί μποροῦν νά βρεθοῦν στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση ἐκφράσεις πού τήν στηρίζουν (π.χ. «ὑπό Πνεύματος Ἁγίου φερόμενοι ἐλάλησαν Ἅγιοι Θεοῦ ἄνθρωποι», Β' Πέτρ. 1,21, οἱ Πατέρες ἀποκαλοῦνται «λῦρες» ἤ «ὄργανα» τοῦ Πνεύματος κ.ἄ.), δέν εἶναι Ὀρθόδοξη. Συναντᾶται, συνήθως, στίς αἱρέσεις: ὅλες σχεδόν οἱ σύγχρονες χριστιανικές αἱρέσεις, ἔχουν αὐτή τήν ἀντίληψη περί θεοπνευστίας. Ἀλλά, καί στήν ἐποχή τῶν μεγάλων Πατέρων οἱ αἱρέσεις ἐμφανίζονταν μέ μιά ὑπερβολική ἐξάρτηση ἀπό τό «γράμμα» τῆς Γραφῆς (ὅπως καί οἱ Φαρισαῖοι τῆς ἐποχῆς τοῦ Κυρίου), κατηγοροῦσαν δέ τούς Πατέρες ὅτι εἰσάγουν ὅρους «καινούς» καί «ἀγράφους»! Ἡ ἴδια ἀντίληψη, στήν πιό ἀκραία μορφή της, συναντᾶται καί στό Ἰσλάμ: Τό Κοράνιο εἶναι τό «ἱερό βιβλίο», πού ἔπεσε αὐτούσιο ἀπό τόν οὐρανό. Πραγματικός συγγραφέας του εἶναι ὁ Ἀλάχ, ὁ δέ Μωάμεθ εἶναι ἁπλό ὄργανό του. Τό Ἰσλάμ εἶναι «ἡ θρησκεία ἑνός βιβλίου». Στόν Χριστιανισμό ἡ ἀντίληψη αὐτή, προϋποθέτει ὅτι, μεταξύ τῶν «ρημάτων» (λέξεων - ὅρων) τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν πραγμάτων, στίς ὁποῖες αὐτά ἀναφέρονται, ὑπάρχει πλήρης ἀντιστοιχία, ὅπως συμβαίνει καί στήν ἀνθρώπινη γλώσσα. Ἡ Ἁγία Γραφή ταυτίζεται σαφῶς μέ τόν «Λόγο τοῦ Θεοῦ» ἤ μέ τήν «Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ». Ὅμως, κατά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, «ἡ εὐσέβεια δέν βρίσκεται στά ρήματα (ὀνόματα - λέξεις), ἀλλά στά πράγματα». Ἐπειδή ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἀποκαλύπτει ὁ Θεός στούς «φίλους» Του (Προφῆτες, Ἀποστόλους καί Ἁγίους) εἶναι «ὑπέρ λόγον», δέν μποροῦν νά μεταφερθοῦν αὐτούσια οὔτε στά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, οὔτε, βέβαια, καί σέ ὁποιοδήποτε ἄλλο κείμενο. Ὁ Θεός δέν ἀποκαλύπτει «ρήματα» ἤ μᾶλλον ἀποκαλύπτει «ἄρητα ρήματα», πού δέν ταυτίζονται μέ τά «ρητά ρήματα» τῶν Γραφῶν. Μεταξύ τῶν «ἀρήτων ρημάτων», πού ἀποκαλύπτει ὁ Θεός, καί τῶν «ρητῶν ρημάτων» τῆς Ἁγίας Γραφῆς δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει πλήρης ἀντιστοιχία, ὅπως συμβαίνει στήν ἀνθρώπινη γλώσσα, γιατί ὅ,τι ἀποκαλύπτει ὁ Θεός στούς «φίλους» Του δέν ὁμοιάζει μέ καμμία πραγματικότητα τοῦ κόσμου μας. Ἔτσι, τά «ρήματα» τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἁπλῶς ὑποδεικνύουν ἐκεῖνα, τά ὁποῖα ἀποκαλύπτει ὁ Θεός. Ὁ Λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς (ἀλλά καί τῆς Θεολογίας μας στό σύνολό της) εἶναι ἀναγκαστικά λόγος παραδειγματικός καί συμβολικός: «τά καθ’ ὑμᾶς περί τῶν ὑπέρ ἡμᾶς ἀναγκαζόμεθα λέγειν» (ἅγ. Ἰωάννης Δαμασκηνός). Ἐπιπλέον, κατά τήν ἁπλοϊκή αὐτή ἀντίληψη τῆς «κατά γράμμα» θεοπνευστίας, ἄν ἀνακαλυφθεῖ ἔστω καί μία ἀντίφαση ἤ ἕνα λάθος στήν Ἁγία Γραφή, τότε καταρρέει πλήρως κάθε ἰσχυρισμός περί θεοπνευστίας της, οἱ δέ ἐχθροί τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔχουν ἀνακαλύψει πολλές τέτοιες «ἀντιφάσεις» τῆς Γραφῆς.

Ἡ «κατά πνεῦμα» θεοπνευστία: Ἀναγκαστικά, λοιπόν, ἰσχύει ἡ ἀντίληψη περί τῆς «κατά πνεῦμα» ἤ «κατ’ ἔννοιαν» θεοπνευστίας, κατά τήν ὁποία ἡ θεοπνευστία δέν ἔγκειται στό «γράμμα», ἀλλά στό «πνεῦμα», στήν ἔννοια, στό φρόνημα, στό περιεχόμενο, στή μαρτυρία τῶν Γραφῶν: «τό γράμμα ἀποκτέννει, τό δέ πνεῦμα ζωοποιεῖ»! (Β΄ Κορ. 3,6). Οἱ ἱεροί συγγραφεῖς περιγράφουν καί διατυπώνουν ὅ,τι ἀποκαλύπτει ὁ Θεός μέ τούς δικούς ὅρους, μέ τά δικά τους (ἀνθρώπινα) «ρήματα», μέ τά δικά τους ἐκφραστικά μέσα. Ἔτσι ἐξηγοῦνται οἱ διαφορές στό ὕφος καί στή γλώσσα μεταξύ τῶν ἱερῶν συγγραφέων, ἀφοῦ ὁ Θεός δέν ἀποκαλύπτει σ’ αὐτούς «ρήματα». Τά «ρήματα» τῶν Γραφῶν, ὡς «ρητά» καί ἀνθρώπινα, ἐνδέχεται νά σφάλλουν. Ὅμως, ἀκόμη καί στήν περίπτωση αὐτή, ὑποδεικνύουν τήν ἴδια ἀκριβῶς πραγματικότητα. Πέρα ἀπό τίς διαφορές καί τήν ποικιλία τῶν γραφικῶν «ρημάτων» ὑπάρχει μιά θαυμαστή ἑνότητα: τό κοινό φρόνημα τῶν Ἁγίων, ὁ «νοῦς Χριστοῦ», ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ! Ὅμως, τί ἀκριβῶς ἀποκαλύπτει ὁ Θεός στούς «φίλους» Του; Μήπως ἀποκαλύπτει «νοήματα» (ἔννοιες, συλλογισμούς); Καί ἐδῶ ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση μαρτυρεῖ σαφῶς ὅτι, ὅσα ἀποκαλύπτει ὁ Θεός δέν εἶναι μόνο «ὑπέρ λόγον», ἀλλά καί «ὑπέρ ἔννοιαν» καί «ὑπέρ νοῦν»! Αὐτό ἀποκλείει κάθε συγγένεια τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας μέ τή φιλοσοφία. Γιά τήν ἀκρίβεια, ὁ Θεός ἀποκαλύπτει στούς «φίλους» Του (Προφῆτες, Ἀποστόλους καί Ἁγίους) τόν ἴδιο τόν Ἑαυτό Του καί, εἰδικότερα, ἀποκαλύπτει τή Δόξα Του, μέσῳ τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου Του. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὡς «Κύριος τῆς Δόξης», ἀποκαλύπτει τήν Δόξα τοῦ Θεοῦ, καί δι’ Αὐτῆς τόν Ἑαυτό Του, στήν μέν Παλαιά Διαθήκη ὡς Ἄσαρκος Λόγος, στή δέ Καινή, ὡς Λόγος Σεσαρκωμένος, δηλ. μέσῳ τῆς ἀνθρωπίνης φύσης Του. Ἡ Δόξα αὐτή (ἤ Ἐνέργεια ἤ Μεγαλοπρέπεια ἤ Βασιλεία ἤ Σοφία ἤ Φῶς) τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη, δηλ. εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός κατά τήν προσιτή καί μεθεκτή πλευρά Του, καί, ὡς ἄκτιστη, ὑπερέχει ἀσυγκρίτως κάθε κτιστοῦ πράγματος τοῦ κόσμου τούτου: εἶναι «ἐπηρμένη ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν» (Ψαλμ. 8,2), «εὐπρεπεστέρα ἡλίου καί ὑπέρ πᾶσαν ἄστρων θέσιν, φωτί συγκρινομένη, εὑρίσκεται προτέρα» (Σ. Σολ. 7,29) κ.λπ. Εἶναι ἡ Δόξα, πού ἀποκαλύφθηκε στή Μεταμόρφωση (ὡς Φῶς), στήν Πεντηκοστή (ὡς Πύρινες Γλῶσσες), ἀλλά καί στό ὄρος Σινά καί στόν Λαό τῆς Π. Διαθήκης στήν ἔρημο. Οἱ βλέποντες τή θεία Δόξα καί μετέχοντες σ’ αὐτήν, δηλ. οἱ ἐν Χριστῷ δεδοξασμένοι, καθίστανται θεόπτες, θεοφόροι, θεόπνευστοι. Γιά τήν ἀκρίβεια, δέν ὑπάρχουν θεόπνευστα κείμενα, ἀλλά θεόπνευστα πρόσωπα ἤ μᾶλλον ὑπάρχουν θεόπνευστα κείμενα ἐπειδή ἀκριβῶς ὑπάρχουν θεόπνευστα πρόσωπα. Ὁ (αὐθεντικός) Χριστιανισμός δέν εἶναι «θρησκεία ἑνός βιβλίου» (τῆς Ἁγ. Γραφῆς), ἀλλά «θρησκεία» ἑνός Προσώπου, τοῦ θεανδρικοῦ Προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό Ὁποῖο «κοινωνεῖ» τή Δόξα Του στούς «Ἑαυτοῦ φίλους». Οἱ θεόπτες καί θεόπνευστοι «φίλοι» τοῦ Χριστοῦ, γνωρίζουν τά τοῦ Θεοῦ, ὅσο τοῦτο εἶναι ἐφικτό στόν ἄνθρωπο, καί καθίστανται Θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας. Δέν καθίστανται ἐπιστήμονες ἤ φιλόσοφοι, δηλ. δέν τούς ἀποκαλύπτονται ἀλήθειες περί τοῦ κτιστοῦ κόσμου, παρά μόνο σέ ἔκτακτες περιπτώσεις καί μέσῳ τῶν εἰδικῶν χαρισμάτων, πού λαμβάνουν στήν κατάσταση τῆς θεοπτίας. Αὐτοί οἱ θεόπτες καί Θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας μεταφέρουν τήν προσωπική τους περί Θεοῦ μαρτυρία στά ἱερά κείμενά τους, εἴτε πρόκειται γιά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, εἴτε γιά κείμενα τῆς λεγομένης Ἱερᾶς Παραδόσεως. Ἡ θεοπνευστία τῆς Γραφῆς ἔγκειται στό γεγονός ὅτι ἐμπεριέχει τήν περί Θεοῦ αὐθεντική μαρτυρία τῶν θεοπτῶν Προφητῶν καί Ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ. Προφανῶς, ἐμπεριέχει καί πληροφορίες περί τοῦ κτιστοῦ κόσμου. Αὐτές ἐνδέχεται νά σφάλλουν, ὅμως ἡ περί Θεοῦ μαρτυρία της καί ἡ περί τῶν σχέσεων τοῦ Θεοῦ μέ τόν κόσμο ἤ μέ τόν ἄνθρωπο, οὐδέποτε σφάλλει. Τά τυχόν «σφάλματα» ἤ «ἀντιφάσεις» τῆς Ἁγ. Γραφῆς ἀναφέρονται (ὅλα) σέ πληροφορίες περί τοῦ κτιστοῦ κόσμου, πού περιστασιακά αὐτή ἀναφέρει. Ἡ ἄκτιστη καί ἄρητη ἐμπειρία τῶν Ἁγίων μεταφέρεται ἀναγκαστικά στά ἱερά κείμενα μέ κτιστά καί «ρητά ρήματα» (παραδείγματα ἤ σύμβολα), τά ὁποῖα ἁπλῶς ὑποδεικνύουν τήν ἄκτιστη πραγματικότητα, χωρίς νά ἀντιστοιχοῦν πλήρως σ’ αὐτήν. Αὐτό σημαίνει ὅτι, ἡ Ἁγία Γραφή δέν εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά λόγος περί τοῦ Θεοῦ ἤ λόγος περί τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἤ λόγος περί Ἀποκαλύψεως. Ἡ ἀξία τῶν «ρητῶν ρημάτων» της ἔγκειται στό ὅτι ὑποδεικνύουν ὀρθῶς τήν πραγματικότητα στήν ὁποία ἀναφέρονται, στό ὅτι ὁδηγοῦν ἀσφαλῶς στόν μόνο ἀληθινό Θεό καί στό ὅτι συμβάλλουν καίρια στήν διά τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.  

Δεῖτε βιντεοσκοπημένο τό Θέμα στόν παρακάτω σύνδεσμο:

https://www.youtube.com/watch?v=8BHNU0V8Owk&t=40s

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου