γαπητοί φίλοι,

Σς καλωσορίζω στό προσωπικό μου ἱστολόγιο καί σς εχομαι καλή περιήγηση. Σ’ ατό θά βρετε κείμενα θεολογικο καί πνευματικο περιεχομένου, πως κείμενα ναφερόμενα στήν πίστη καί Παράδοση τς κκλησίας, ντιαιρετικά κείμενα, κείμενα πνευματικς οκοδομς, κείμενα ναφερόμενα σέ προβληματισμούς καί ναζητήσεις τς ποχς μας καί, γενικά, διάφορα στοιχεα πό τήν πίστη καί ζωή τς ρθόδοξης κκλησίας.

Εχομαι τά κείμενα ατά καί κάθε νάρτηση σ’ ατό τό ἱστολόγιο νά φανον χρήσιμα σέ σους νδιαφέρονται, νά προβληματίσουν θετικά, νά φυπνίσουν καί νά οκοδομήσουν πνευματικά.

ελογία καί Χάρις το Κυρίου νά εναι πάντοτε μαζί σας.

Μετά τιμς καί γάπης.

π. Σωτήριος θανασούλιας

φημέριος Μητροπολιτικο ερο Ναο γίου Βασιλείου Τριπόλεως.

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2022

«Ορθοδοξία και Ζωή» 2022-2023: Η αυθεντική ερμηνεία της Αγίας Γραφής

 


Διάγραμμα – Περίληψη Θέματος Δ΄ τοῦ Θεολογικοῦ Προγράμματος «Ὀρθοδοξία καί Ζωή» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, περιόδου ΙΖ΄, ἔτους 2022-2023. 

Ἑρμηνευτικές μέθοδοι τῆς Ἁγίας Γραφῆς: Οἱ διάφορες χριστιανικές ὁμάδες χρησιμοποιοῦν τό ἴδιο κείμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλά καταλήγουν σέ διαφορετικά συμπεράσματα. Τοῦτο ὀφείλεται μεταξύ ἄλλων στό ὅτι χρησιμοποιοῦν διαφορετικές μεθόδους ἑρμηνείας ἤ χρησιμοποιοῦν τίς ἴδιες μεθόδους μέ ἐσφαλμένο τρόπο. Οἱ πιό γνωστές ἑρμηνευτικές μέθοδοι εἶναι: α) ἡ γραμματική - ἱστορική ἑρμηνεία καί β) ἡ ἀλληγορική ἑρμηνεία, πού ἀντιστοιχοῦν στίς δύο ἀντιλήψεις περί θεοπνευστίας τῆς Ἁγ. Γραφῆς, στήν «κατά γράμμα» καί στήν «κατά πνεῦμα» θεοπνευστία. Ἡ πρώτη μέθοδος στήν ἀκραία μορφή της ἐξαρτᾶ ἀπόλυτα τήν ἑρμηνεία τῆς Ἁγ. Γραφῆς ἀπό τό γράμμα της: Ὅσα λέγονται ἐκεῖ, ἰσχύουν καί πρέπει νά ἑρμηνεύονται κατά λέξη. Ἡ διατύπωση τῆς Γραφῆς ἔχει ἀπόλυτη καί δεσμευτική σημασία. Τό ποῦ ἀκριβῶς τίθεται τό κόμμα ἔχει, ἐπίσης, σημασία. Ἄν π.χ. ἡ Ἁγ. Γραφή λέει ὅτι ὁ Θεός ἔχει χέρια καί πόδια, σημαίνει ὅτι ἔχει ὄντως χέρια καί πόδια. Ἄν λέει ὅτι κάθεται σέ θρόνο, σημαίνει ὅτι ὁ θρόνος αὐτός ὑπάρχει σέ συγκεκριμένο τόπο! Τέτοιες ἀντιλήψεις συναντᾶμε σέ πολύ γνωστές αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς μας, ὅπως οἱ Πεντηκοστιανοί. Γενικά, οἱ αἱρέσεις ἀρέσκονται στή γραμματική ἑρμηνεία. Κατά τή δεύτερη μέθοδο, ὅσα λέει ἡ Ἁγ. Γραφή εἶναι σημαντικά ἄλλων, ἀνώτερων καί πνευματικότερων πραγμάτων: Ἡ Γραφή «ἄλλα λέει καί ἄλλα ἐννοεῖ». Ἀκραία ἐφαρμογή τῆς μεθόδου αὐτῆς συναντᾶμε στόν ἀποκρυφιστικό χῶρο (ἀπόπειρες ἀποκρυφιστικῆς ἑρμηνείας τῆς Ἁγ. Γραφῆς). Χρήση αὐτῆς τῆς μεθόδου γίνεται ἀπό τήν ἴδια τήν Ἁγ. Γραφή: χρησιμοποιεῖται ὁ παραβολικός λόγος, ὁ Κύριος μίλησε μέ παραβολές, ὁ Ἴδιος ἑρμήνευσε παραβολές Του, ὁ ἀπ. Παῦλος ἑρμηνεύει γεγονότα τῆς Π. Διαθήκης ὡς «ἀλληγορούμενα» (Γαλ. 4,24) κ.ἄ. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας χρησιμοποίησαν μέ προσοχή καί τίς δύο μεθόδους, χωρίς νά ἀπολυτοποιήσουν καμμία, ἀφοῦ ἡ ἀπολυτοποίηση τῶν μεθόδων ὁδηγεῖ σέ αἱρέσεις καί πλάνες: ἡ ἀκραία γραμματική ἑρμηνεία ἀποκλείει τήν πρόσβαση στό βαθύτερο νόημα τῶν Γραφῶν, ἡ δέ ἀκραία ἀλληγορία ἀνοίγει τήν πύλες γιά τήν εἴσοδο κάθε φανταστικοῦ καί ξένου στοιχείου. Ἐπιπλέον, ἡ ἀλληγορία καθίσταται ἐπικίνδυνη ὅταν ἀρνεῖται τήν ἱστορική βάση τῶν ἱερῶν κειμένων. Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία οἱ Κατηχητικές Σχολές Ἀντιοχείας καί Ἀλεξανδρείας χρησιμοποιοῦσαν τή γραμματική καί τήν ἀλληγορική ἑρμηνεία ἀντίστοιχα. Χαρακτηριστικοί ἐκπρόσωποι τῆς πρώτης εἶναι ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καί τῆς δευτέρης οἱ ἅγ. Ἀθανάσιος καί Κύριλλος Ἀλεξανδρείας. Αἱρετικοί ἐκπρόσωποι τῆς πρώτης εἶναι οἱ Ἀρειανοί καί οἱ Νεστοριανοί καί τῆς δεύτερης οἱ Μονοφυσίτες. Ὡστόσο, ὑπάρχουν καί ἄλλες ἑρμηνευτικές μέθοδοι. Οἱ Πατέρες χρησιμοποίησαν ἀρκετά τήν τυπολογική μέθοδο (τυπολογία), κατά τήν ὁποία πρόσωπα ἤ γεγονότα τοῦ παρελθόντος (Π. Διαθήκη), ἀποτελοῦν τύπους, εἰκόνες, προτυπώσεις μελλοντικῶν γεγονότων (Κ. Διαθήκη). Στήν ἐποχή μας ἐμφανίστηκαν νέες ἑρμηνευτικές μέθοδοι. Μία ἀπ’ αὐτές, ἡ μέθοδος τῆς «ἀπομυθεύσεως» τῶν Γραφῶν τοῦ Rudolf Bultmann (1884-1976) ἐπέφερε ἐπανάσταση στίς Βιβλικές σπουδές, ἡ δέ ἐφαρμογή ἀκυρώνει οὐσιαστικά τό περιεχόμενο τῆς Βίβλου.

Ἁγία Γραφή καί Ἱερά Παράδοση: Εἶναι φανερό, ὅτι ἡ αὐθεντική κατανόηση τῆς Ἁγ. Γραφῆς δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τίς ἑρμηνευτικές μεθόδους. Αὐτές μόνο βοηθητικά ἐπενεργοῦν. Ἀλλοῦ πρέπει νά ἀναζητηθεῖ τό «κλειδί» τῆς ἑρμηνείας. Σέ ἄλλες περιπτώσεις (ἐπιστήμη, φιλοσοφία), τό «κλειδί» τῆς κατανοήσεως τοῦ περιεχομένου τους εἶναι ὁ κοινός λόγος ἤ τά ἐμπειρικά δεδομένα. Ὅμως, στήν περίπτωση τῆς Γραφῆς αὐτό δέν ἰσχύει, γιατί τό περιεχόμενό της δέν εἶναι προϊόν οὔτε ἀνθρώπινων συλλογισμῶν, οὔτε κοινῆς ἐμπειρίας. Τό «κλειδί» στήν προκειμένη περίπτωση ἔγκειται στήν πηγή τοῦ περιεχομένου τῶν Γραφῶν, πού εἶναι ἡ Ἀποκάλυψη καί, εἰδικότερα, ἡ Ἀποκάλυψη τῆς Δόξης τοῦ Θεοῦ στούς Προφῆτες τῆς Π. Διαθήκης καί στούς Ἀποστόλους τῆς Καινῆς. Αὐτή ἡ Ἀποκάλυψη εἶναι κατάσταση «ὑπέρ αἴσθησιν», «ὑπέρ λόγον» καί «ὑπέρ νοῦν». Εἶναι μιά νέα, ἄλλου εἴδους ἐμπειρία («ξένη», «ὀθνεία»), ἐντελῶς διαφορετική ἀπό τήν καθημερινή ἐμπειρία. Ἡ ἐμπειρία αὐτή εἶναι κοινή στούς Προφῆτες καί στούς Ἀποστόλους, γεγονός πού ἐξασφαλίζει τή βαθυτάτη ἑνότητα μεταξύ Παλαιᾶς καί Κ. Διαθήκης. Ὁμως, δέν περιορίζεται μόνο στίς Γραφές. Ἐπεκτείνεται στούς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μέχρι σήμερα, οἱ ὁποῖοι μετέχουν στήν ἴδια ἀκριβῶς ἐμπειρία μέ αὐτή τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Προφητῶν. Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ Πατέρες εἰδικότερα, εἶναι οἱ μόνοι πού μποροῦν νά ἑρμηνεύσουν ὀρθά τήν Ἁγ. Γραφή, γιατί εἶναι οἱ μόνοι πού κατέχουν τίς ἀντικειμενικές προϋποθέσεις τῆς ἑρμηνείας της. Οἱ ἀντικειμενικές προϋποθέσεις στήν προκειμένη περίπτωση εἶναι ἡ κοινή θεοπτική ἐμπειρία. Ὅπως ἕνα βιβλίο ἰατρικῆς κατανοεῖται πλήρως ἀπό ἕναν γιατρό, πού ἔχει τίς ἴδιες εἰδικές γνώσεις μέ τόν συγγραφέα τοῦ βιβλίου, ὅπως ἕνα βιβλίο φυσικῆς κατανοεῖται πλήρως ἀπό ἕναν φυσικό, πού ἔχει τίς ἴδιες εἰδικές γνώσεις κ.λπ., ἔτσι καί ἡ Ἁγ. Γραφή κατανοεῖται πλήρως ἀπό τούς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας, πού ἔχουν τήν ἴδια ἀκριβῶς θεοπτική ἐμπειρία μέ τούς συγγραφεῖς της. Γι’ αὐτό, ἡ ἑρμηνεία τῶν Πατέρων εἶναι δεσμευτική γιά τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας μας: εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νά ἑρμηνεύουμε τήν Ἁγ. Γραφή ὅπως τήν ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες. Εἰδικότερα ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος (691/2 μ.Χ.) ὁρίζει: «εἰ γραφικός ἀνακινηθείη λόγος, μή ἄλλως τοῦτον ἑρμηνευέτωσαν, ἤ ὡς ἄν οἱ τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρες καί διδάσκαλοι, διά τῶν οἰκείων συγγραμμάτων παρέθεντο» (ιθ´ Κανόνας). Οἱ Πατέρες, ὄχι μόνο ἑρμηνεύουν αὐθεντικά τήν Ἁγ. Γραφή, ἀλλά καί τά δικά τους ἔργα εἶναι ἐξ ἴσου θεόπνευστα. Τά ἔργα τῶν Πατέρων συνιστοῦν ὅ,τι ἀποκαλοῦμε συνήθως «Ἱερά Παράδοση», ἡ δέ Ἱερά Παράδοση εἶναι ἐξ ἴσου «πηγή» τῆς θείας Ἀποκαλύψεως, κατά τή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως καί ἡ Ἁγ. Γραφή. Ἄν οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας «λαλοῦν φερόμενοι» ἀπό τό ἴδιο Ἅγιο Πνεῦμα (Β' Πέτρ. 1, 21), ὅπως οἱ Προφῆτες καί Ἀπόστολοι τῆς Ἁγ. Γραφῆς, τότε καί τά συγγράμματά τους ἔχουν τό ἴδιο κύρος μέ αὐτό τῆς Ἁγ. Γραφῆς. Ἡ Ἁγ. Γραφή εἶναι μέρος τῆς Παραδόσεως, εἶναι τό πρῶτο καί θεμελιῶδες μέρος της.

Ἁγία Γραφή καί Ἐκκλησία: Οἱ συγγραφεῖς τῆς Ἁγ. Γραφῆς δέν ἐνεργοῦν ὡς μενονωμένα πρόσωπα, ἀλλά ὡς μέλη τῆς τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Οὔτε γράφουν γιά τόν ἑαυτό τους, ἀλλά γιά τήν Ἐκκλησία, γιά τήν «οἰκοδομή» τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκόμη καί στήν Παλαιά Διαθήκη οἱ Προφῆτες ἐνεργοῦν ὡς μέλη τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ, πού προτυπώνει τήν Ἐκκλησία, καί γιά τή σωτηρία τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης, ὅ,τι ἔχουν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Ἅγιοι, ὡς ἐμπειρία, τό λαμβάνουν ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἡ θεοπτία τους μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία ἐπιτυγχάνεται, ἀφοῦ οὔτε ἡ ἁπλή σωτηρία δέν εἶναι δυνατή ἐκτός Ἐκκλησίας. Ἀλλά, καί ἡ ὁδός, πού ὁδηγεῖ στή θεοπτία, μόνο ἐντός τῆς Ἐκκλησίας διαφυλάσσεται, καί εἶναι ἡ ὁδός τῶν ἱερῶν Μυστηρίων, τοῦ Βαπτίσματος, τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἀλλά καί τῆς ἀσκήσεως, τῆς προσευχῆς κ.λπ. Σέ ἔσχατη ἀνάλυση, ἡ Ἁγ. Γραφή εἶναι ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ἐντός της γεννήθηκε καί μόνο ἐντός της ἔχει νόημα. Ἡ Ἐκκλησία καθορίζει τόν Κανόνα της καί προηγεῖται σαφῶς τῆς Ἁγ. Γραφῆς. Ἡ Ἁγ. Γραφή εἶναι ἀποκλειστική «ἰδιοκτησία» της. Οἱ αἱρετικοί, οἱ σχισματικοί, οἱ ἄθεοι, ὅσοι γενικά δέν ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία, δέν ἔχουν δικαίωμα νά τήν χρησιμοποιοῦν. Ὅταν τήν χρησιμοποιοῦν, σφετερίζονται κάτι πού ἀνήκει ἀποκλειστικά σ’ αὐτήν. Ἡ αὐθεντική ἑρμηνεία τῆς Ἁγ. Γραφῆς μόνο ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ἐπιτυγχάνεται. Ἡ ὁδός πρός τήν αὐθεντική ἑρμηνεία εἶναι ἡ ὁδός πού ἀκολούθησαν οἱ Πατέρες, δηλ. ἡ ὁδός τῆς πίστεως στόν Χριστό, τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, τῆς μετοχῆς στή Θεία Εὐχαριστία, τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἀσκήσεως, τῆς ταπεινώσεως, τῆς προσευχῆς κ.λπ. Χωρίς αὐτές τίς προϋποθέσεις αὐθεντική ἑρμηνεία δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει. Ἀλλά, οὔτε ἡ αὐτονομημένη ἑρμηνεία τῆς Ἁγ. Γραφῆς (δηλ. ἡ ἑρμηνεία διά τοῦ κοινοῦ λόγου) εἶναι δυνατή. Πολύ περισσότερο δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει αὐθεντική ἑρμηνεία, ὅταν αἱρετικοί ἐπιχειροῦν νά ἑρμηνεύσουν τήν Ἁγ. Γραφή.  

Δεῖτε βιντεοσκοπημένο τό Θέμα στόν παρακάτω σύνδεσμο:

https://www.youtube.com/watch?v=hMLL_TVbkug&t=31s


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου