Διάγραμμα – Περίληψη Θέματος ΣΤ' τοῦ Προγράμματος Μελέτης καί Ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς «Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία καί Παράδοση», περιόδου Β', ἔτους 2024-2025.
Εἰσαγωγικά: Ὁ Ψαλμός 142 εἶναι κατάλληλος γιά ὅσους βρίσκονται σέ κατάσταση κινδύνου ἤ σέ ἀπόγνωση. Προῆλθε ἀπό συγκεκριμένες ἱστορικές συνθῆκες: τήν δίωξη τοῦ Δαβίδ κατά τήν ἐπανάσταση τοῦ Ἀβεσσαλώμ. Ὅμως, ἀναγωγικά ἀναφέρεται σέ ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα, ἀλλά καί σέ κάθε ἄνθρωπο, πού διώκεται καί θλίβεται ἀπό τόν διάβολο ἤ ἀπό κάθε ἐχθρό. Ὁ συντάκτης του, προφήτης Δαβίδ, ἐκθέτει τή θλιβερή κατάστασή του καί ζητᾶ ἐπειγόντως τήν παρέμβαση τοῦ Θεοῦ γιά νά λυτρωθεῖ ἀπ’ αὐτήν. Ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὁμολογεῖ τήν ἁμαρτωλότητά του. Ἀν κριθεῖ μέ ἀκρίβεια, θά ἐμφανισθεῖ ἔνοχος, ὅπως κάθε ἄνθρωπος. Ὁ «ἐχθρός» τόν ὁδήγησε στήν ἔσχατη ταπείνωση. Ζεῖ πλέον στό πυκνό σκοτάδι καί μοιάζει μέ ἀρχαῖο νεκρό. Στήν κατάσταση αὐτή ὁ ἄνθρωπος κυριεύεται ἀπό ἀκηδία (παράλυση, ἀδιαφορία, ἀπροθυμία γιά κάθε ἔργο, ἰδιαίτερα πνευματικό) καί ταραχή (ἔλλειψη εἰρήνης). Ἡ ἀνάνηψη ἀπό αὐτή τήν ἔκπτωση εἶναι κάτι πολύ δύσκολο. Τό πρῶτο βῆμα πρός αὐτή τήν κατεύθυνση εἶναι ἡ μελέτη τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ.
Ἡ μελέτη τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ: Στήν κατάσταση τῆς
ἔσχατης ἀπόγνωσης ὁ Δαβίδ στρέφει τήν προσοχή του στό παρελθόν, στίς παλιές
«καλές ἡμέρες». Ὄχι, βέβαια, στίς ἡμέρες τῆς δικῆς του εὐημερίας! Ἡ «μελέτη»
αὐτῶν τῶν ἡμερῶν μᾶλλον μεγαλύτερη ἀπόγνωση προκαλεῖ: «τί εἶχα, καί τί ἔχασα!».
Ἀντίθετα, στρέφει τήν προσοχή του στή «μελέτη» τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ μέσα στήν
ἱστορία (ἰδιαίτερα στόν Λαό τοῦ Θεοῦ), ἀλλά καί στήν προσωπική του ζωή. Ἡ
μελέτη αὐτή τρέφει τήν πίστη, πού σέ ὁριακές καταστάσεις κλονίζεται, καί πληροῖ
τήν ψυχή μέ ἐλπίδα καί θάρρος: ὅπως ἐνήργησε ὁ Θεός στό παρελθόν σέ παρόμοιες
περιπτώσεις, ἔτσι θά ἐνεργήσει καί τώρα, γιατί ὁ τρόπος, πού ἐνεργεῖ ὁ Θεός,
εἶναι πάντοτε ὁ ἴδιος καί οἱ νόμοι, μέ τούς ὁποίους κυβερνᾶ τόν κόσμο, εἶναι
ἐπίσης ἀμετάβλητοι! Γενικότερα, ἡ μελέτη τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ γίνεται «ἀπό
μνήμης», ἀλλά γίνεται καί μέ τή μελέτη συγκεκριμένων ἱερῶν κειμένων, στά ὁποῖα
αὐτές καταγράφονται, μέ πρώτη τήν Ἁγία Γραφή. Ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι ἀκριβῶς
καταγραφή πλήθους ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, εἴτε ὡς Ἀσάρκου Λόγου (Παλαιά Διαθήκη),
εἴτε ὡς Λόγου Σεσαρκωμένου (Καινή Διαθήκη). Ὡστόσο, ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ
καταγράφονται καί σέ ἄλλα κείμενα, ὅπως τά ἔργα τῶν Πατέρων, οἱ βίοι τῶν Ἁγίων,
τά Συναξάρια, τά Μαρτυρολόγια κ.ἄ. Σ’ αὐτά γίνεται συνεχῶς λόγος γιά ἐνέργειες
τοῦ Θεοῦ, πού καταργοῦν προσωρινά τούς νόμους τῆς φύσης (θαύματα). Πρόκειται
γιά τήν λεγόμενη Ἱερά Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ἱερά Παράδοση εἶναι ἀκριβῶς ἡ
καταγραφή τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ ἐντός τῆς Ἐκκλησίας καί ἔχει τό ἴδιο κύρος μέ
τήν Ἁγία Γραφή. Ὁ Χριστιανός ὀφείλει νά μελετᾶ συνεχῶς τήν Ἁγία Γραφή καί τά
κείμενα τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, γιά νά ἔχει συνεχή μνήμη τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ,
νά ἐνισχύεται στήν πίστη καί νά ἀποκτᾶ «νοῦν Χριστοῦ», δηλ. νά ἐξοικειώνεται μέ
τόν τρόπο, πού ἐνεργεῖ ὁ Θεός. Παράλληλα, ὁ Δαβίδ μελετᾶ καί τά «ἔργα» τοῦ
Θεοῦ. «Ἔργα» εἶναι τά ἀποτελέσματα (τά «ἐνεργήματα») τῶν ἐνεργειῶν, δηλαδή τά
δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Δαβίδ, ὅπως καί κάθε πιστός διδάσκεται ἀπό τή
δημιουργία (σ’ αὐτόν «οἱ οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ»!, Ψαλ. 18,1), δηλαδή
θεωρεῖ ὅσα ὑπάρχουν (τό «ἐπιστητό»), ὄχι αὐτόνομα, ὅπως κάνει ἡ ἐπιστήμη ἤ ὁ
ἑκάστοτε ἄθεος ἤ ἀδιάφορος περί Θεοῦ, ἀλλά ὡς «ἔργα» - δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ.
Ὡς ἀποτέλεσμα τῆς μελέτης τῶν ἐνεργειῶν καί τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ, ὁ Δαβίδ ὑψώνει
πρός Αὐτόν τά χέρια του, ἔνδειξη ὅτι ὅλη ἡ «ψυχή» του (ἡ προσωπικότητά του)
στρέφεται πρός τόν Θεό. Καί γιά μιά ἀκόμη φορά ἐκθέτει τήν κατάστασή του: ἡ
ψυχή του μοιάζει μέ ἄνυδρη γῆ. Ἡ ἀνομβρία εἶναι ζήτημα ζωῆς καί θανάτου γιά τίς
συνθῆκες τῆς Παλαιστίνης, πού ζεῖ ὁ Δαβίδ. «Ἄνυδρη γῆ» σημαίνει «νεκρή γῆ»!
Ἐπικλήσεις γιά τήν παρέμβαση τοῦ Θεοῦ (στίχ. 7-12): Στό β΄ μέρος τοῦ
Ψαλμοῦ ἐπικαλεῖται τήν ἐπείγουσα παρέμβαση τοῦ Θεοῦ, ἐκθέτωντας παράλληλα καί
πάλι τή δεινή κατάστασή του, μέ νέα παραδείγματα. Ἡ προσευχή του πρέπει νά
εἰσακουσθεῖ (νά γίνει ἀποδεκτή) γρήγορα («ταχύ»), γιατί ἡ ψυχή του τόν ἐγκαταλείπει
(«πνέει τά λοίσθια» - σβήνει ἡ ἀναπνοή του!). Ἄν ὁ Θεός στρέψει τό πρόσωπό του
ἀλλοῦ (περιφρονήσει τήν προσευχή του), τότε θά συμβεῖ σ’ αὐτόν ὅ,τι συμβαίνει
στούς νεκρούς: θά κατέβει στόν τάφο του. Μέχρι τό πρωΐ, μέχρι νά ξημερώσει,
πρέπει νά ἔχει ἀκούσει τή χαρμόσυνη εἴδηση γιά τή δυναμική παρέμβαση τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Δαβίδ ἐλπίζει, ἤ μᾶλλον ἔχει τή βεβαιότητα, γιά τήν παρέμβαση αὐτή. Ποῦ
στηρίζεται αὐτή τήν ἐλπίδα; Σέ ὑποκειμενικές καί ἀντικειμενικές προϋποθέσεις.
Ὑποκειμενικές εἶναι τό ὅτι στόν Θεό ἔχει στηρίξει ὅλες τίς ἐλπίδες του, σ’
Αὐτόν ἔχει στρέψει ὁλόκληρη τήν ὕπαρξή του καί παραμένει πιστός «δοῦλος» Του:
«ἐπί σοί ἤλπισα», «πρός σέ κατέφυγον», «πρός σέ ἦρα τήν ψυχήν μου», «ἐγώ δοῦλός
σού εἰμι». Ἀντικειμενικές εἶναι τό γεγονός ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἐλεήμων, εἶναι
δίκαιος, εἶναι Ζωή καί ζωοδότης, εἶναι ὁ δικός μου Θεός (ὑπάρχει ἤδη μακρά,
ζῶσα, προσωπική σχέση τοῦ Δαβίδ μέ τόν Θεό): «ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου», «ἐν τῷ
ἐλέει σου», «ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου» «σύ εἶ ὁ Θεός μου».
Ἡ «ὁδός» τῶν θελημάτων τοῦ Θεοῦ: Ὁ Δαβίδ δέν παραλείπει θά ἀναφερθεῖ σέ ἕνα ἀκόμη σημαντικό θέμα: τό θέμα τῆς «ὁδοῦ» καί τῶν θελημάτων τοῦ Θεοῦ. Ἡ πορεία τῆς ζωῆς μας, στήν αὐθεντικότητά της, μοιάζει μέ δρόμο («ὁδό»), πού ἔχει ἀρχή καί τέλος. Ἀρχή εἶναι ὁ Θεός (ἡ δημιουργική Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς ἔφερε στή ζωή) καί τέλος πάλι ὁ Θεός (ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὁ προορισμός μας). Πολλές φορές ὁ ἄνθρωπος ἐκτρέπεται ἀπό τήν πορεία του («χάνει τόν δρόμο του») καί περιπλανᾶται σάν χαμένος μέσα στόν πεπτωκότα κόσμο τῆς γενέσεως καί τῆς φθορᾶς. Κατά μία σοφή ρήση, «χάνει τόν δρόμο του ἐκεῖνος πού δέν γνωρίζει ἀπό πού προέρχεται καί πού πηγαίνει». Ὁ δρόμος αὐτός εἶναι εὐθύς («γῆ εὐθεία»). Γιά νά τόν βαδίζει κάποιος μέ ἀσφάλεια, πρέπει νά γνωρίζει «τά τῆς ὁδοῦ», δηλαδή τά θελήματα τοῦ Θεοῦ: Πορεύεται μέ ἀσφάλεια, ὅποιος ζεῖ σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ πνευματική ζωή, ἡ σωτηρία, ὁ δοξασμός μας εἶναι ἀπό μιά ἄποψη ἡ σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ζωή. Ἡ προσαρμογή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι κάτι εὔκολο. Ὁ Θεός, ὡς ζωντανό πρόσωπο, ἔχει θέλημα γιά κάθε θέμα, γιά κάθε ἄνθρωπο καί γιά κάθε λεπτομέρεια τῆς ζωῆς μας. Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι α) «φυσικό» καί «κοινό» (τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος θέλουν ἀκριβῶς τό ἴδιο πράγμα) καί β) «ἀγαθόν ... καί τέλειον» (Ρωμ. 12,2), δηλ. τό καλύτερο δυνατό σέ κάθε περίπτωση. Ἐπίσης, θέλημα ἔχει καί κάθε ἄνθρωπος. Στή φυσική (προπτωτική) κατάστασή μας τό ἀνθρώπινο θέλημα ἦταν ἀπόλυτα συντονισμένο μέ τό θεῖο καί τό ἀκολουθοῦσε χωρίς τήν παραμικρή βία. Ἦταν ἐπίσης «φυσικό» καί κοινό γιά ὅλους (ὅλοι οἱ ἄνθρωποι στή φυσική τους κατάσταση βούλονται καί θέλουν τά τοῦ Θεοῦ). Πτώση εἶναι ἡ ἐπανάσταση τοῦ ἀνθρωπίνου θελήματος ἐναντίον τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐπανάσταση αὐτή σημαίνει συντριβή γιά τόν ἄνθρωπο. Τότε ὁ ἄνθρωπος ἐκτρέπεται τῆς «ὁδοῦ», «χάνει τόν δρόμο του»: «κατελίπομεν τήν ὁδόν τῆς δικαιοσύνης σου, καί ἐπορεύθημεν ἐν τοῖς θελήμασι τῶν καρδιῶν ἡμῶν» (Εὐχή Θ΄ Ὥρας)! Στήν περίπτωση αὐτή τό ἀνθρώπινο θέλημα παύει νά εἶναι «φυσικό» καί γίνεται «γνωμικό». Τό «γνωμικό θέλημα» δέν εἶναι πλέον κοινό, ἀλλά διασπασμένο, κατακερματισμένο, ἀρρωστημένο: κάθε ἄνθρωπος ἔχει τή δική του «γνώμη» καί αὐτήν ὑπερασπίζεται. Ὁ Χριστός εἶχε δύο θελήματα «φυσικά»: θεῖο καί ἀνθρώπινο. Δέν εἶχε, ὅμως, «γνωμικό θέλημα»: τό ἀνθρώπινο θέλημά Του ἦταν ἐπίσης «φυσικό», δηλ. ἀκολουθοῦσε πάντοτε μέ φυσικό καί ἀπολύτως ἐλεύθερο τρόπο τό θεῖο καί πανσθενές θέλημα. Ὁ Χριστιανός, γιά νά εἶναι χριστοειδής καί χριστόμορφος, δηλ. γιά νά ὁμοιάζει στόν Χριστό, πρέπει νά θεραπεύσει τό «γνωμικό θέλημα», μεταβάλλοντάς το σέ «φυσικό». Τό ἔργο αὐτό γιά τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο δέν εἶναι εὔκολο, ἀλλά προϋποθέτει «βία φύσεως», δηλ. ἀσκητική προσπάθεια, ἐπειδή ἀκριβῶς τό ἐπαναστατημένο, ἀσθενές καί ἰδιοτελές «γνωμικό θέλημα», ἔχει γίνει «δευτέρα φύσις» τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου. Ἡ θεραπεία τοῦ «γνωμικοῦ θελήματος» ἀρχίζει ἀπό τήν γνώση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. «Μάρτυρες» τοῦ θείου θελήματος εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή καί ἡ Ἱερά Παράδοση. Ἐκεῖ μαρτυρεῖται τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά στίς γενικότητές του. Στίς λεπτομέρειές του τό θεῖο θέλημα δέν εἶναι δεδομένο, ἀλλά ἀναζητούμενο. Γι’ αὐτό ὁ πιστός προσεύχεται μετά τοῦ Δαβίδ, «εὐλογητός εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τά δικαιώματά σου» (Ψαλμ. 118,12). Ὅταν, λοιπόν, ὁ Δαβίδ λέει, «γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδόν, ἐν ᾗ πορεύσομαι» καί «τό Πνεῦμά σου τό ἀγαθόν ὁδηγήσει με ἐν γῇ εὐθείᾳ», ἀναφέρεται ἀκριβῶς στίς λεπτομέρειες τοῦ θείου θελήματος. Ἡ ἀνακάλυψη τοῦ θείου θελήματος γιά ὅσους τό ἀναζητοῦν εἶναι, τελικά, ἀποτέλεσμα φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὡστόσο, ἡ ἀνακάλυψη δέν ἀρκεῖ, ἀλλά ἀπαιτεῖται κυρίως ἡ ἐφαρμογή τοῦ θείου θελήματος: «Δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τό θέλημά σου». Ἡ τέλεια προσαρμογή στό θεῖο θέλημα, «τό ἀγαθόν ... καί τέλειον», ἐξασφαλίζει στόν ἄνθρωπο τό ἀπόλυτο «συμφέρον» του, στήν αἰώνια ζωή, ἀλλά καί στήν παροῦσα ζωή!
(«Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία καί Παράδοση»,
Πρόγραμμα Μελέτης καί Ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ἱ. Ναοῦ
Ἁγίου Βασιλείου Τριπόλεως. Ὑπεύθυνος π. Σωτήριος Ὀ. Ἀθανασούλιας. Περίοδος Β΄,
ἔτος 2024-2025).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου