ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ ΚΑΤΑ ΕΥΝΟΜΙΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΙΝΑ ΚΑΙ ΑΚΟΙΝΩΝΗΤΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ[1]
ΠΡΩΤ. ΙΩΑΝΝΟΥ Σ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ
Ι. Εἰς τό Μέρος Ι τῆς ἐκθέσεως ταύτης θά μᾶς ἀπασχολήσῃ ἡ προσπάθεια τοῦ Καθηγητοῦ τοῦ Τμήματος Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ[2] κ. Γ. Μαρτζέλου νά ἀνατρέψῃ τήν παραδοσιακήν, δηλαδή τήν Πατερικήν ἀντίληψιν περί τῆς διαμάχης μεταξύ τοῦ αἱρετικοῦ Εὐνομίου καί κυρίως τῶν Πατέρων Μεγάλου Βασιλείου καί τοῦ Γρηγορίου Νύσσης ἐπάνω εἰς τήν διάκρισιν μεταξύ τῆς θείας οὐσίας καί τῶν θείων «ἐνεργειῶν».
ΙΙ. Εἰς τό Μέρος ΙΙ θά μᾶς ἀπασχολήσῃ ἡ κατάργησις τοῦ δόγματος περί τῶν κοινῶν καί τῶν ἀκοινωνήτων τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀπό ὁλόκληρον τό Τμῆμα Θεολογίας τοῦ Α.Π.Θ. Δηλαδή κατήργησε τήν ἀποκάλυψιν τοῦ Θεοῦ εἰς τήν ἀνθρωπότητα μέσῳ τοῦ δοξασμοῦ τῶν θεουμένων ὅτι «ἅπαν, ὅ θεωρεῖται καί λέγεται ἐν τῇ παναγίᾳ καί ὁμοφυεῖ καί ὁμοουσίῳ Τριάδι, ἤ κοινόν ἐστι πάντων, ἤ ἑνός καί μόνου τῶν τριῶν». Μάλιστα τήν τελικήν μορφήν τῆς ὁρολογίας περί αὐτῶν τῶν κοινῶν καί τῶν ἀκοινωνήτων τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐτελειοποίησαν κυρίως οἱ ἐν λόγῳ ἀδελφοί Μέγας Βασίλειος καί Γρηγόριος Νύσσης καί ὁ φίλος τους Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί ἡ ὁποία ἦτο τό βασικόν θεμέλιον ὅλων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, κυρίως τῆς Β΄ τό 381 καί τῆς Η΄ τό 879.
ΙΙΙ. Συμπεράσματα καί Θεολογική Μέθοδος
Ι. ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ ΚΑΤΑ ΕΥΝΟΜΙΟΥ
Α΄. Εἰσαγωγικά
1. Τό 1983 καί τό
1984/93 ἐδημοσιεύθη ἡ διδακτορική διατριβή τοῦ κ. Γεωργίου Μαρτζέλου μέ τόν
τίτλον «Οὐσία καί ἐνέργειαι τοῦ Θεοῦ κατά τόν Μέγαν Βασίλειον»[3]. Ὁ συγγραφεύς
ἀχολεῖται μέ τούς ὡς ἄνω τρεῖς ὡσάν νά ἐπρόκειτο περί στοχαστῶν. Ἀσφαλῶς τοῦτο
ἰσχύει διά τόν Εὐνόμιον, ἀλλά ὄχι διά τούς Πατέρας Μ. Βασίλειον καί Γρηγόριον
Νύσσης. Τοῦτο διότι ἔφθασαν καί οἱ δύο μαζί καί μέ τόν Γρηγόριον τόν Θεολόγον
εἰς τήν ἐν Χριστῷ θεωρίαν τῆς δόξης τοῦ Πατρός ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι «δι’ ἐσόπτρου
ἐν αἰνίγματι» καί «πρόσωπον πρός πρόσωπον», δηλαδή διά τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς
θεώσεως, καί ἄφησαν τά ἅγια λείψανά τους εἰς μαρτυρίαν τοῦ γεγονότος τούτου.
Δηλαδή ἐθεολόγησαν ὡς θεόπται, ὄχι ὡς στοχασταί. Διά τοῦτο μάλιστα ἐγνώρισαν
ἐμπειρικῶς ὅτι τό θεμέλιον τοῦ δόγματος τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι τά κοινά καί τά
ἀκοινώνητά της, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη. Μάλιστα ὁ Γρηγόριος
Νύσσης ἐξηγεῖ τό φαινόμενον τῶν αἱρετικῶν κληρικῶν ἐντός τῶν κόλπων τῆς
Ἐκκλησίας. Αὐτοί ἐμφανίσθησαν, ὅταν εἰσῆλθον εἰς τόν κλῆρον μή φωτισμένοι καί
δοξασμένοι, δηλαδή στοχασταί. Ἀπό τούς θεουμένους Προφήτας, Ἀποστόλους καί Πατέρας
γνωρίζομεν ὅτι 1) «Θεόν φράσαι ἀδύνατον καί νοῆσαι ἀδυνατώτερον», 2) «οὐδεμία
ὁμοιότης ὑπάρχει μεταξύ τῶν κτισμάτων καί τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ», καί 3) «...ἅπαν,
ὅ θεωρεῖται καί λέγεται ἐν τῇ παναγίᾳ καί ὁμοφυεῖ καί ὁμοουσίῳ Τριάδι, ἤ κοινόν
ἐστι πάντων, ἤ ἑνός καί μόνου τῶν τριῶν». Μόνον στήν Ἑλλάδα ὑπάχουν ἐκεῖνοι πού
δέν γνωρίζουν ὅτι τά τρία ἀξιώματα αὐτά ἀποκλείουν τήν μεταφυσικήν ὀντολογίαν
καί τόν βάσει αὐτῆς στοχασμόν.
2. Ὁ κ. Μαρτζέλος δέν
ἀντιμετωπίζει τόν Μ. Βασίλειον καί τόν Γρηγόριον Νύσσης ὡς ἐμπειρικούς
ἐπιστήμονας, οἱ ὁποῖοι εἶδαν μέσῳ τῆς κοινῆς ἀκτίστου δόξης τῶν περιχωρουσῶν ἀλλήλαις
ὑποστάσεων τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐν τῷ ἐνσαρκωθέντι Κυρίῳ τῆς Δόξης. Ἐν ἀντιθέσει
πρός τούς θεουμένους αὐτούς Πατέρας, ὁ Εὐνόμιος ἀνοήτως κάμνει τόν
θρησκευόμενον φιλόσοφον εἰς πράγματα πού δέν εἶδε τουλάχιστον «δι’ ἐσόπτρου ἐν
αἰνίγματι». Ἐκτός τούτου ὁ κ. Μαρτζέλος καί οἱ συνάδελφοί του κ.κ. Ματσούκας
καί Τσελεγγίδης, κατήργησαν τήν ἀνωτέρω διάκρισιν μεταξύ τῶν «κοινῶν» καί τῶν
περιχωρούντων ἀλλήλοις «ἀκοινωνήτων» τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἔτσι κατέρριψαν τά
θεμέλια τῆς διαμάχης τῶν Πατέρων κατά τῶν αἱρετικῶν πού κατεδικάθησαν ἀπό τάς
Οἰκουμενικάς Συνόδους Α΄ μέχρι Η΄.
3. Ὁ κ. Μαρτζέλος ὄχι
μόνον χρησιμοποιεῖ συχνά τόν ὅρον ὀντολογία, ἀλλά καί τιτλοφορεῖ τό Κεφάλαιο Β΄
«Ὁ Ὀντολογικός Χαρακτήρ τῶν Θείων Ἐνεργειῶν»! Ἄν εἶναι δυνατόν! Ἐκτός Ἑλλάδος
σημαίνει σχεδόν πάντοτε τήν μεταφυσικήν. Χρησιμοποιεῖ τόν ὅρον «ὀντολογική
θεώρησι», πού δέν ὑπάρχει εἰς τούς Πατέρας[4].
4. Μάλιστα εἶναι ἐξ ἴσου πρόβλημα ἐάν δύναται τό σύστημα τοῦ Εὐνομίου νά χαρακτηρισθῇ ὡς «ὀντολογική θεώρησις», ἐφ’ ὅσον πράγματι ἡ «ἀνωτάτω καί κυριωτάτη πρώτη οὐσία» εἶναι ἡ ἴδια ἡ βούλησίς της, πού δέν δεσμεύεται οὔτε ἀπό τήν «παρεπομένην ἐνέργειάν της», μέσῳ τῆς ὁποίας παράγει τήν δευτέραν οὐσίαν κ.τ.λ. «Πάντα γάρ ὅσα ἠθέλησεν, ἐποίησεν. Οὐ γάρ ἐπιδέεταί τινος πρός τήν ὧν βούλεται σύστασιν, ἀλλ’ ἅμα τε βούλεται, καί γέγονε, ὅπερ ἠθέλησεν»[5]. Ὡς καθαρά βούλησις ἡ πρώτη ἐν λόγῳ οὐσία δέν δεσμεύεται οὔτε ἀπό τήν παρεπομένην ἐνέργειάν της, οὔτε ἀπό τό προσφυές ὄνομά της. Ἑπομένως τό σύστημα τοῦ Εὐνομίου δέν εἶναι ὀντολογικό-μεταφυσική, οὔτε Ἀριστοτελική, οὔτε Πλατωνική, οὔτε κἄν Νεο-Πλατωνική. Εἶναι ἁπλῶς μία εἰδωλολατρία τριθεϊκή, τῆς ὁποίας τό ὕψιστον ὄν, δηλαδή ἡ πρώτη οὐσία του, εἶναι αὐτή αὕτη ἡ κατά πάντα ἀδέσμευτος βούλησίς του. Δέν ἔχει τίποτε ἐκτός καί ἐντός ἑαυτῆς, πού καθορίζει τά ἀποτελέσματα τῆς βουλήσεώς του. Διά τοῦτο δέν ἔχει ἀνάγκην ἀκτίστου ἐνεργείας διά νά κάμνῃ ὅ,τι θέλει. Ἔτσι ἡ ἀδέσμευτος βούλησις, πού εἶναι ἡ οὐσία τῆς «ἀνωτάτω καί κυριωτάτης οὐσίας», βούλεται τήν ὕπαρξιν τῆς παρεπομένης ἐνεργείας της καί τό προσφυές ὄνομά της καί ἔγινε ἀμέσως τό θέλημά της. «Πάντα γάρ ὅσα ἠθέλησεν, ἐποίησεν. Οὐ γάρ ἐπιδέεταί τινος πρός τήν ὧν βούλεται σύστασιν, ἀλλ’ ἅμα τε βούλεται, καί γέγονε, ὅπερ ἠθέλησεν»[6].
Β΄. Ἡ βασική θέσις τοῦ κ. Μαρτζέλου
5. Ὁ κ. Μαρτζέλος
προβληματίζεται μέ τό κατά πόσον ὁ Μέγας Βασίλειος κατενόησε τήν διδασκαλίαν
τοῦ Εὐνομίου περί οὐσίας καί ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Ο Μ. Βασίλειος κατηγορεῖ τόν
Εὐνόμιον ὅτι ταυτίζει τήν θείαν ἄκτιστον ἐνέργειαν μέ τήν ἄκτιστον θείαν οὐσίαν
ὡς ἑξῆς· «Πῶς οὖν οὐ καταγέλαστον, τό δημιουργικόν οὐσίαν εἶναι λέγειν; ἤ τό
προνοητικόν πάλιν οὐσίαν; ἤ τό προγνωστικόν πάλιν ὡσαύτως; καί ἁπαξαπλῶς πᾶσαν
ἐνέργειαν, οὐσίαν τίθεσθαι»[7]; Ἀφοῦ τό 1983 ὁ κ.
Μαρτζέλος παραθέτει αὐτό τοῦτο τό κείμενον εἰς τήν ὑποσημείωσιν 4 τῆς σελίδος
93-94 καί τό 1984/93 στήν ὑποσημείωσιν 2 στήν σελίδα 83, παρατηρεῖ· «Καίτοι
ὅμως ὁ Εὐνόμιος σαφῶς τονίζει τήν διάκρισιν μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργειῶν τοῦ
Θεοῦ, ὁ Μ. Βασίλειος τόν κατηγορεῖ ὅτι οὐσιαστικῶς ταυτίζει οὐσίαν καί
ἐνέργειαν εἰς τόν Θεόν»[8]. Τό «οὐσιαστικῶς» δέν
ὑπάρχει εἰς τόν Μ. Βασίλειον.
6. Ὁ κ. Μαρτζέλος
ὑποστηρίζει ὅτι ἀσφαλῶς ὁ Μ. Βασίλειος γνωρίζει τήν διάκρισιν πού κάμνει ὁ
Εὐνόμιος μεταξύ τῆς «οὐσίας καί τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ» καί ὑπόσχεται ὅτι θά
ἐξηγήσῃ τό φαινόμενον αὐτό εἰς τό τέταρτον κεφάλαιον. Ἐκεῖ διατείνεται τό 1983
εἰς τήν σ. 95 καί τό 1984/93 εἰς τήν σ. 84 ὅτι «Ὁ Υἱός... ΄΄ἐγεννήθη΄΄ καί
΄΄ἐκτίσθη΄΄ κατ’ ἄμεσον τρόπον διά τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Πατρός ... ἡ
αἰτιώδης σχέσις μεταξύ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ προσδιορίζεται κατά τόν Εὐνόμιον
μόνον ὑπό τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Πατρός, εἰς τήν ὁποίαν ὀφείλει τήν ὕπαρξίν
του». Δηλαδή, κατά τόν κ. Μαρτζέλον ὁ Εὐνόμιος εἶναι ἁπλῶς ὀπαδός τοῦ Ἀρείου.
Ἀλλά ἀντιθέτως, ὅπως εἶχα περιγράψει τήν διδασκαλίαν τοῦ Εὐνομίου εἰς τήν «Δογματικήν»
μου τό 1973 καί εἰς τό βιβλίον μου «Franks, Romans, Feudalism and Doctrine» τό
1981 καί ὅπως θά ἴδωμεν πάλιν, ἡ ἐνέργεια, καί ὄχι αἱ κατά τόν κ. Μαρτζέλον
ἐνέργειαι, τῆς «ἀνωτάτω καί κυριωτάτης οὐσίας» διά τῆς ὁποίας κτίζει τήν
δευτέραν οὐσίαν, δηλαδή τόν Λόγον, εἶναι «παρεπομένη» καί ἀποτέλεσμα κτιστόν τῆς
βουλήσεώς της, πού εἶναι αὐτή αὕτη ἡ οὐσία της. Διά λόγους πού θά ἴδωμεν
παρακάτω ὁ κ. Μαρτζέλος δέν ἔχει ὑπ’ ὄψιν του τά κείμενα βάσει τῶν ὁποίων ὁ
Εὐνόμιος μᾶς ἀποκαλύπει τήν σαφεστέραν διδασκαλίαν καί ὁρολογίαν του καί βάσει
τῶν ὁποίων περιγράφω τήν διδασκαλίαν του.
7. Ἀργότερα ἀνεκάλυψεν
ὁ κ. Μαρτζέλος τά ἰδικά μου γραφόμενα περί Εὐνομίου καί παραπέμπει εἰς αὐτά εἰς
τήν ἔκδοσίν του τοῦ 1984/93, σ. 78. Εἰς τήν σ. 81 ἀπορρίπτει τήν περιγραφήν μου
αὐτήν καί ἐμμένει εἰς τήν ἀρχικήν του θέσιν. Οὔτε εἰς τήν φάσιν αὐτήν τῆς
ἐργασίας του δέν εἶχε τοὐλάχιστον τήν περιέργειαν νά μέ ἐρωτήσῃ εἰς ποῖα χωρία
θεμελειώνω τήν περιγραφήν μου τῆς διδασκαλίας τοῦ Εὐνομίου. Ἐπειδή δέν εὑρῆκε
τά χωρία, εἰς τά ὁποῖα θεμελειώνω τήν ἰδικήν μου περιγραφήν τῆς διδασκαλίας τοῦ
Εὐνομίου, καταλήγει εἰς τήν ὑπόθεσιν ὅτι δουλεύω μάλιστα συλλογιστικῶς.
8. α) Ὅπως θά ἴδωμεν
ἀπό κείμενα τοῦ Εὐνομίου, ἡ «ἀνωτάτω καί κυριωτάτη οὐσία» ἔχει μίαν «παρεπομένην
ἐνέργειαν», καί ὄχι «ἐνεργείας», ὅπως διαβάζει κατ’ ἐπανάληψιν τά περιορισμένα
κείμενα τοῦ Εὐνομίου πού γνωρίζει ὁ κ. Μαρτζέλος. Ἡ δέ «παρεπομένη ἐνέργεια»
αὐτή δέν εἶναι ἄκτιστος, ἀλλά κτιστή. Ὁ κ. Μαρτζέλος εἶχε βρεῖ ἕνα μόνον χωρίον
τοῦ Γρηγορίου Νύσσης ὅπου γίνεται μνεία τοῦ ὅρου «παρεπομένη ἐνέργεια», σ. 90
καί ὑποσημ. 6 τό 1983 καί σ. 81 ὑποσημ. 5 τό 1984/93, παρ’ ὅτι ὁ ὅρος αὐτός
εἶναι τό βασικό κλειδί τοῦ περί ἐνεργείας συστήματος τοῦ Εὐνομίου.
β) Ὁ κ. Μαρτζέλος ἔχει
ὑπ’ ὄψιν του τήν διδασκαλίαν τοῦ Εὐνομίου περί Θεοῦ καί «ἐνεργειῶν» του ἀπό τό
ἔργον αὐτοῦ «Ἀπολογία» καί ἀπό τήν ἀνασκευήν του εἰς τό ἔργον τοῦ Μεγάλου
Βασιλείου «Ἀνατρεπτικός τῆς Ἀπολογίας τοῦ δυσσεβοῦς Εὐνομίου». Ὁ Εὐνόμιος,
ὅμως, κυκλοφοροῦσε τό ἔργον του εἰς στενούς κύκλους. Ὅμως ὁ Μέγας Βασίλειος τό
ἀνεκάλυψε καί ὄχι μόνον τό ἀνεσκεύασε δημοσίως, ἀλλά καί τό ἐγελοιοποίησεν.
Ἀλλά τό ἔργον αὐτό τοῦ Εὐνομίου δέν ἦτο ἡ πλήρης διδασκαλία του. Εἰς ἀπάντησιν
τοῦ Βασιλείου ὁ Εὐνόμιος ἔγραψε τό ἔργον του «Ἀπολογία ὑπέρ ἀπολογίας» πάλιν
διά ἐκλεκτούς φίλους καί ὀπαδούς του. Μάλιστα τό ἐδημοσίευσε μετά τόν θάνατον
τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Εἰς τό σημεῖον αὐτό ὁ Γρηγόριος Νύσσης ἀνέλαβε νά τό
ἀνασκευάσῃ εἰς τό ἔργον του «Ἀντιρρητικός πρός Εὐνόμιον». Τό ἐν λόγῳ ἔργον τοῦ
Εὐνομίου δέν σῴζεται, σῴζονται ὅμως πολλά εἰς τόν «Ἀντιρρητικόν πρός Εὐνόμιον».
Ἐν συνέχειᾳ ὁ Εὐνόμιος ἐξέδωσε τό ἔργον του «Ἔκθεσις Πίστεως», τοῦ ὁποίου πολλά
σῴζονται εἰς τόν «Ἀντιρρητικόν πρός τήν Εὐνομίου Ἔκθεσιν» τοῦ Γρηγορίου Νύσσης.
γ) Παραδόξως ὁ κ.
Μαρτζέλος παραπέμπει εἰς περίπου 27 κείμενα τοῦ Εὐνομίου ἀπό τά ὀγκώδη κατ’
αὐτοῦ ἔργα τοῦ Γρηγορίου Νύσσης. Μόνον τρία ἀπ’ αὐτά τά κείμενα τοῦ Εὐνομίου[9] ἀναφέρονται εἰς τήν
διδασκαλίαν του περί Θεοῦ, ἐνῶ τά ὑπόλοιπα περίπου 25 κείμενα ἀναφέρονται εἰς
τήν διδασκαλίαν τοῦ Εὐνομίου περί τῶν ὀνόματων τοῦ Θεοῦ. Ὁ Εὐνόμιος δέν εἶχε
ἀποκαλύψει ἀκόμη ὅλην τήν διδασκαλίαν του περί τῶν τριῶν θεϊκῶν οὐσιῶν του καί
τῶν ὀνομάτων τους εἰς τό ἔργον «Ἀπολογία», πού ἀνεσκεύασεν ὁ Μ. Βασίλειος. Μή
ἔχων, παρά τά τρία ἀνωτέρω κείμενα τοῦ Εὐνομίου ὁ κ. Μαρτζέλος οὔτε κἄν
ἀναφέρεται εἰς τήν περί «τῆς ἀνωτάτω καί κυριωτάτης οὐσίας» καί «τῆς
παρεπομένης ἐνεργείας καί τοῦ προσφυοῦς ὀνόματός της» διδασκαλίαν τοῦ Εὐνομίου.
Τοῦτο σημαίνει ἁπλούστατα ὅτι, ὄχι μόνον δέν ἔχει ὁλοκληρωμένην εἰκόνα τῆς περί
«Θεοῦ» καί «τῆς ἐνεργείας του» διδασκαλίας τοῦ Εὐνομίου, ἀλλά ἡ εἰκόνα, πού
ἔχει κατασκευάσει, εἶναι ἐντελῶς πλανεμένη. Μέ ἄλλα λόγια ἐδούλεψε μέ μόνον τά
περί Θεοῦ καί τῶν «θείων» ἐνεργειῶν κείμενα τοῦ Εὐνομίου, μέ τά ὁποῖα
ἀσχολεῖται ὁ Μέγας Βασίλειος. Μή ἔχων ὑπ’ ὄψιν του τά περί Θεοῦ καί «τῆς
περεπομένης ἐνεργείας του» κείμενα τοῦ Εὐνομίου, ὡς σῴζονται εἰς τά ἐν λόγῳ
ἔργα τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, ὁ κ. Μαρτζέλος δέν εἶχε τά μέσα διά νά ἔχῃ ἀκριβῆ
εἰκόνα τῆς διδασκαλίας τοῦ Εὐνομίου. Ὑπεύθυνος διά τήν κατάστασιν αὐτήν εἶναι ὁ
σύμβουλος καθηγητής του, πού θά ἔπρεπε νά ἐπιμείνῃ νά χρησιμοποιήσῃ καί τά περί
Θεοῦ καί ἐνεργείας κείμενα τοῦ Εὐνομίου εἰς τά κατ’ αὐτοῦ συγράμματα τοῦ
Γρηγορίου Νύσσης. Διά τοῦτο, ὅπως θά ἴδωμεν, δέν κατάλαβε τί εἶναι ἡ ἐν λόγῳ
παρεπομένη ἐνέργεια κατά τόν Εὐνόμιον, ἀφοῦ καί τήν ἐξέλαβεν ὡς ἄκτιστον. Τό
ὅτι εἶναι κτιστή φαίνεται μάλιστα ἀπό τό ἴδιο τό ρῆμα «παρέπομαι», πού σημαίνει
«ἀκολουθῶ ἀπό δίπλα» ἤ «ἀπό κοντά», ἤ «ὥς τι παρεπόμενον», εἴτε «ὥς τι κατ’
ἀνάγκην ἀποτέλεσμα», εἴτε «ὥς τι συμβεβηκός». Κατά τόν Εὐνόμιον «ἡ περεπομένη
αὐτή ἐνέργεια» δέν εἶναι κατά τήν φύσιν της οὔτε ἄναρχος, οὔτε ἀτελεύτητος,
διότι ἁπλούστατα εἶναι κτίσμα τῆς ἀκτίστου βουλήσεως, δηλαδή τῆς ἀκτίστου
οὐσίας.
δ) Ἔτσι ἡ πρωτοτυπία τοῦ κ. Μαρτζέλου καί τοῦ συμβούλου καθηγητοῦ του, συνίσταται εἰς τό ὅτι ἴσως εἶναι οἱ πρῶτοι πού ἰσχυρίσθησαν ὅτι δύναται κάτι πού δέν εἶναι «ἄναρχον» νά εἶναι καί συγχρόνως ἄκτιστον. Ἀλλά διά τόν Εὐνόμιον, ἡ ἐν λόγῳ «παρεπομένη ἐνέργεια» τῆς «ἀνωτάτω καί κυριωτάτης οὐσίας» δέν εἶναι ἄναρχος ἁπλούστατα διότι εἶναι «κτιστή». Εἰς τήν σ. 90-92 τό 1983 καί τήν σ. 79-81 τό 1984/ 93 ὁ κ. Μαρτζέλος βαπτίζει τήν ἐνέργειαν αὐτήν «ἄκτιστον» καί ἀγωνίζεται μέ σοφιστίες, νά καλύψῃ τήν ἀδυναμίαν του νά τεκμηριώση μέ χωρία τοῦ Εὐνομίου καί τῶν ἀντιπάλων του, πῶς εἶναι δυνατόν μία ἐνέργεια, πού δέν εἶναι ἄναρχος, νά εἶναι συγχρόνως καί ἄκτιστος. Μάλιστα καλεῖ ἤδη τό 1983 σ. 90 εἰς ἐπικουρίαν του τόν Γρηγόριον Νύσσης, ὁ ὁποῖος γράφει ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι κατά τόν Εὐνόμιον «δύναμίς τις οὐσιώδης καθ’ ἑαυτήν ὑφεστῶσα καί τό δοκοῦν ἐργαζομένη δι’ αὐτεξουσίου κινήματος». Ἀλλά πάντως τό χωρίον αὐτό δέν εἶναι τοῦ Εὐνομίου. Εἶναι μέρος κολοβωμένου ἐρωτήματος, πού ὁλοκληρώνεται τό 1984/93 σ. 81, ὑποσημ. 5. Μέ τό κείμενόν του αὐτό ὁ Γρηγόριος Νύσσης χλευάζει τήν «παρεπομένην ἐνέργειαν» τοῦ Θεοῦ τοῦ Εὐνομίου. Εἶναι ἡ μόνη φορά πού ὁ τεχνικός καί βασικός ὅρος κλειδί τοῦ συστήματος τοῦ Εὐνομίου, δηλαδή «παρεπομένη ἐνέργεια», κάμνει τήν ἐμφάνισίν του εἰς τό βιβλίον αὐτό τοῦ κ. Μαρτζέλου.
Γ΄. Ἱστορικά τινα
9. Ἐρώτησα μίαν ἡμέραν
τόν τότε ὑποψήφιον κ. Μαρτζέλον ἄν εὕρε ἀκόμη θέμα διά τήν διδακτορικήν του
διατριβήν, πού ἐπρόκειτο νά ἐπιβλέψῃ ὁ συνάδελφός μου κ. Ἰωάννης Καλογήρου. Μοῦ
ἀπήντησε· «Ναί, Κύριε Καθηγητά! Οὐσία καί Ἐνέργειαι κατά τόν Μέγαν Βασίλειον».
«Μπράβο;!» τοῦ εἶπα ἐρωτηματικά. «Ἀφοῦ ἔγραψαν διά τό θέμα αὐτό οἱ Krivocheine,
Florovsky, Meyendorff, Staniloae, Χρήστου, ἡ ταπεινότης μου, κλπ. βρῆκες κάτι
καινούργιο»; Ἀπήντησε· «Ναί, Κύριε Καθηγητά, ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος δέν ἔχει
δίκαιον, πού κατηγορεῖ τόν Εὐνόμιον ὅτι ταυτίζει οὐσίαν καί ἐνέργειαν εἰς τόν
Θεόν». Τοῦ εὐχήθηκα καλήν ἐπιτυχίαν καί ἔκτοτε δέν ἤκουσα τίποτε περί τῆς
διατριβῆς, μέχρις ὅτου διενεμήθηκε διά τήν κρίσιν.
10. Μοῦ ἔκαμεν ὅμως
ἀρκετήν ἐντύπωσιν, ὅτι οὔτε ὁ κ. Μαρτζέλος, οὔτε ὁ σύμβουλος καθηγητής του κ. Ἰωάννης
Καλογήρου μέ συνεβουλεύθησαν ποτέ ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ τῆς ἐν λόγῳ διατριβῆς,
παρ’ ὅτι ἤμουν καθηγητής τῆς συγγενεστέρας ἕδρας. Τοῦτο, μάλιστα, καθ’ ὅσον
θίγεται ἡ ἱκανότης τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί τοῦ
Γρηγορίου Νύσσης νά καταλάβουν τόν αἱρετικόν ἀντίπαλόν τους Εὐνόμιον. Ἀντιθέτως
προβάλλεται ἡ ἱκανότης τοῦ κ. Μαρτζέλου καί τοῦ κ. Καλογήρου νά κατανοήσουν
καλύτερα τόν Εὐνόμιον μετά 1600 χρόνια ἀπό τότε πού οἱ τρεῖς μεγαλύτεροι
Πατέρες τόν ἐπολέμησαν. Σύμφωνα μέ τόν ἰσχύοντα σήμερον νόμον περί διατριβῶν θά
ἤμουν αὐτομάτως μέλος τῆς ἁρμοδίας ἐπιτροπῆς, ὡς καθηγητής τοῦ συγγενεστέρου
μαθήματος, διά τήν ἐπίβλεψιν τῆς ἐν λόγῳ διατριβῆς. Πάντως ὑπέθεσα ὅτι ὁ
ὑποφήφιος θά εἶχε πιστεύσει ὅτι ἀνεκάλυψε κάτι παρόμοιον μέ αὐτό πού εἶχα
ἐπισημάνει πρίν ἀπό χρόνια καί ἐδημοσίευσα τό 1959, δηλαδή ὅτι εἰς τούς
Σαμοσατιανούς, Ἀρειανούς καί Νεστοριανούς ὑπάρχει ἡ ἰδία φιλοσοφική διάκρισις
μεταξύ τῆς θείας οὐσίας καί τῆς ἀκτίστου θείας ἐνεργείας, εἰς τήν ὁποίαν
ἐθεμελίωσαν τάς αἱρέσεις τους, δηλαδή ὅτι «τό κατ’ οὐσίαν» σημαίνει τό «κατ’
ἀνάγκην»[10]. Ἀλλά οὔτε ὁ
ὑποψήφιος, οὔτε ὁ κ. Καλογήρου μοῦ ἐζήτησαν ποτέ τήν γνώμην μου ἤ κάποιαν
πληροφορίαν διά τό ἐν λόγῳ θέμα.
11. Ὅταν διενημήθη ἡ ἐν
λόγῳ διατριβή τό 1983, διά τήν κρίσιν, εἶδα ὄχι τήν συνήθη μορφήν διατριβῆς πού
ἐπιδέχεται διορθώσεις καί μεταβολάς κατά τάς συστάσεις τῶν ἐκλεκτόρων, ἀλλά
τυπωμένον βιβλίον μέ ἔτος ἐκδόσεως 1983 καί μέ ἐκδότην τό University Studio, Κων.
Μελενίκου 13/ 15, (031) 20 9837. Ἐπίσης εἰς τήν βιβλιογραφίαν του ὑπῆρχαν μόνον
αἱ ἐργασίαι μου «Theodore of Mopsuestia’s Christology and some Suggestions for
a Fresh Approach»[11] καί «Τό Προπατορικόν
Ἁμάρτημα». Ὄχι μόνον ἔλλειπε ἡ «Δογματική» μου καί τό εἰρημένον «Franks,
Romans, Feudalism and Doctrine», εἰς τά ὁποῖα ἔργα ἀσχολοῦμαι μέ τόν Εὐνόμιον,
ἀλλά καί τό ἔργον μου «Notes on the Palamite Controversy and Related Topics» μέ
65 σελίδες ἀνατροπή τῶν περί Παλαμισμοῦ λαθῶν τοῦ J. Meyendorff. Τό περίεργον
τούτου εἶναι ὅτι ὁ κ. Μαρτζέλος μνημονεύει εἰς τήν βιβλιογραφίαν του ἕνα περί
Παλαμισμοῦ ἔργον τοῦ D. Stiernon καί ἕνα τῆς D. Wendebourg. Αὐτοί ὅμως
περιέγραψαν, ὁ πρῶτος τήν ἐργασίαν μου «Notes on the Palamite Controversy» εἰς τά
Γαλλικά καί ἡ δευτέρα τήν «Δογματικήν» μου εἰς τά Γερμανικά. Ἀπό τήν ἔλλειψιν
αὐτήν καί ἀπό τήν ἐμφάνισιν τῆς διατριβῆς, ὡς τυπωμένο βιβλίο, κατάλαβα ὅτι ὁ
σύμβουλος καθηγητής του καί ὁ ἴδιος εἶχαν ἐκ τῶν προτέρων ἐξασφαλίσει τήν ψῆφον
τῆς πλειοψηφίας τῶν ἐκλεκτόρων. Συνήθως οἱ ὑποψήφιοι βάζουν εἰς τήν
βιβλιογραφίαν τους βιβλία τῶν ἐκλεκτόρων πού δέν ἔχουν πολύ σχέσιν μέ τό θέμα
τους. Ἐδῶ ὅμως ὁ κ. Μαρτζέλος δέν ἔβαλε ἔργα μου πού ἀσχολοῦνται εἰδικά μέ τό
θέμα τῆς διατριβῆς του.
12. Πάντως ἐθεώρησα
ἀρκετά παράδοξον τό ὅτι ὁ συνάδελφος κ. Καλογήρου καί ἡ πλειοψηφία τῶν
ἐκλεκτόρων συναδέλφων μου καί ὁ κ. Μαρτζέλος ἐπίστευαν ὅτι ἦτο δυνατόν ὁ Μ.
Βασίλειος καί ὁ Γρηγόριος ὁ Νύσσης, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ τελευταῖος ἦτο ἡ καρδιά τῆς
Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, νά μήν εἶχαν κατανοήσει πλήρως τόν ζῶντα καί γράψαντα
στά χρόνια τους Εὐνόμιον, ἀλλά τόν κατενόησαν καλύτερα ὁ κ. Γ. Μαρτζέλος καί ὁ
σύμβουλος καθηγητής του. Αὐτό ἴσως ἦτο δυνατόν, ἀλλά πολύ ὀλίγον πιθανόν. Εἰς τήν
προκειμένην περίπτωσιν δέν ἔγινε τέτοιο πρᾶγμα. Πάντως ἐψήφισα τήν ἐν λόγῳ
διατριβήν ἔχων ὑπ’ ὄψιν ὅτι, «Ἡ ἔγκρισις τῆς Διδακτορικῆς Διατριβῆς ὑπό τοῦ Τμήματος
Θεολογίας τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δέν ὑποδηλοῖ ἀποδοχήν
τῶν γνωμῶν τοῦ συγγραφέως» (νόμος 5343, ἀρθρ. 202, παρ. 2.)
13) Ἐν συνέχειᾳ διένειμα
εἰς τούς φοιτητάς μου, πού ἦσαν φοιτηταί καί τοῦ κ. Καλογήρου, τό παρακάτω
κείμενον τοῦ Εὐνομίου ἀπό τόν «Ἀντιρρητικόν» τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, Migne, P.G.
45, 297 A,B,C[12].καί τούς ἔκαμα μάθημα
ἐπάνω εἰς αὐτό. Ἀφοῦ οὔτε ὁ ὑποψήφιος, οὔτε ὁ σύμβουλος καθηγητής του μοῦ
ἐζήτησαν καμμίαν βοήθειαν ἤ γνώμην ἐπάνω εἰς τό θέμα τῆς διατριβῆς, ἐθεώρησα τόν
τρόπον αὐτόν ὡς τόν κατάλληλον νά ἀπαντήσω μέ ἀξιοπρέπειαν εἰς αὐτήν τήν
σκηνοθεσίαν. Ἐπίστευσα ὅτι μέ τό κείμενον αὐτό εἰς τά χέρια του ὁ κ. Μαρτζέλος
θά ἐβελτίωνε τήν ἀντίληψίν του διά τήν ἱκανότητα τῶν ἀδελφῶν Μ. Βασιλείου καί
Γρηγορίου Νύσσης νά καταλάβουν κατά ἄριστον τρόπον τόν Εὐνόμιον καί θά
ἐβελτίωνε τήν διατριβήν του.
14) Ἐπίσης ἤλπιζα νά πάψουν νά νομίζουν οἱ κ. Μαρτζέλος καί Καλογήρου ὅτι οἱ ξένοι, σάν τόν J.N.D. Kelly, εἰς τόν ὁποῖον ἐστηρίχθησαν, καταλαβαίνουν πραγματικά τάς διαμάχας μεταξύ Πατέρων καί αἱρετικῶν της ἐποχῆς τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Οὔτε οἱ Παπικοί, οὔτε οἱ Προτεστάνται, ἀλλά οὔτε σχεδόν ὅλοι πού κάμνουν τούς σημερινούς ὀρθοδόξους θεολόγους, ἔχουν ἀκόμη καταλάβει ὅτι δι’ ὅλους τούς Πατέρας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὁ Λόγος τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι ὁ Ἰαχβέ, δηλαδή ὁ Κύριος τῆς Δόξης τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Εἰς αὐτό, δηλαδή ὅτι ὁ Λόγος εἶναι ὁ Ἰαχβέ τῶν Προφητῶν, συμφωνοῦν καί οἱ Ἀρειανοί καί οἱ Πατέρες καί ὁ Εὐνόμιος ὁ ἴδιος καί οἱ ἀδελφοί Μ. Βασίλειος καί Γρηγόριος Νύσσης. Αὐτό εἶναι καί ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ τῶν διαμαχῶν μεταξύ αἱρετικῶν καί Ὀρθοδόξων. Ἐπίσης εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν Κλειδί τῶν διαφορῶν μεταξύ Αὐγουστίνου καί τῶν ὑπολοίπων Πατέρων Δύσεως καί Ἀνατολῆς, καί μεταξύ Φράγκο-Λατίνων καί τῶν Πατέρων. Οἱ σημερινοί Παπικοί καί Προτεστάνται ταυτίζουν τόν ἑαυτόν τους οὐσιαστικῶς μέ τόν Αὐγουστῖνον, εἰς τό ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι ὁ Ἰαχβέ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τούς ἀκολουθοῦν σχεδόν ὅλοι οἱ σημερινοί «δῆθεν» «ὀρθόδοξοι» «θεολόγοι» «βιβλικοί» καί «δογματικοί».
Δ΄. Ἡ Νέα ἔκδοσις τοῦ 1984/93
15. α) Διά λόγους
εὐνοήτους ἐπῆρα μετάθεσιν ἀπό τό Τμῆμα Θεολογίας εἰς τό Τμῆμα Ποιμαντικῆς. Κατά
τό ἀκαδημαϊκόν ἔτος 1983-1984 ἔλλειπα ἀπό τήν Ἑλλάδα μέ ἐκπαιδευτικήν ἄδειαν.
Ὅταν διέκοψα τήν ἄδειάν μου διά νά παραστῶ εἰς συνεδρίαν τοῦ Τμήματος Ποιμαντικῆς,
διεπίστωσα παρόμοιον συνωμοτικόν περιβάλλον καί παραιτήθηκα ἀπό τό Πανεπιστήμιον.
β) Δέν ἐπῆρα εἴδησιν ὅτι ὁ κ. Μαρτζέλος εἶχε κάμει νέαν ἔκδοσιν τῆς διατριβῆς του τό 1984. Τό ἔμαθα μόλις τήν 5-2-95. Ἦτο φυσικόν νά πιστεύσω ὅτι διώρθωσε τήν νέαν αὐτήν ἔκδοσιν. Ὅταν ἔλαβα τό βιβλίον δανεικό ἀπό συνάδελφον, εἶδα ὅτι τώρα εἰς τήν ἰδικήν του σ. 78 ὑποσ. 1 παραπέμπει εἰς τά ἔργα μου 1) «Δογματική», σ. 292 κ.ἑ., 2) «Κριτική Θεώρησις τῶν ἐφαρμογῶν τῆς Θεολογίας», σ. 425 καί 3) «Franks, Romans, Feudalism and Doctrine», σ. 77. Τό ὅτι δέν ἐδιάβασε τό τελευταῖον βιβλίον σωστά, φαίνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ περίληψίς μου τῆς διδασκαλίας τοῦ Εὐνομίου δέν εὑρίσκεται εἰς τήν σ. 77, ἀλλά εἰς τάς σ. 87-88, εἰς τάς ὁποίας δέν παραπέμπει. Καί οὔτε κατάλαβε τάς σ. 292 κ.ἑ. τῆς Δογματικῆς μου. Ἐκεῖ περιγράφω πῶς ἡ δευτέρα οὐσία, δηλαδή ὁ Λόγος, τῆς Τριάδος τοῦ Εὐνομίου, δέν εἶναι ἔργον τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Πατρός, ὅπως εἰς τόν Ἄρειον, ἀλλά ἔργον τῆς κτιστῆς ἀκολουθούσης, «παρεπομένης», ἐνεργείας τῆς πρώτης οὐσίας. Οὔτε εἰς τό στάδιον αὐτό μοῦ ἐζήτησε εἰς ποῖα χωρία θεμελειώνω τήν περιγραφήν μου τῆς διδασκαλίας τοῦ Εὐνομίου. Ἔτσι συνέχισε νά ὑποστηρίζῃ ὅτι ὁ Εὐνόμιος ἀκολουθεῖ τόν Ἄρειον. Πάντως ἐθεώρησα τήν ἐκ μέρους τῶν κ.κ. Μαρτζέλου καί Καλογήρου ἔλλειψιν στοιχειώδους περιεργείας νά μάθουν, πῶς τέλος πάντων ἔφθασα εἰς τήν ἐν λόγῳ περιγραφήν μου, κάπως παράδοξον.
Ε΄. Τά δύο κείμεναθεμέλια τοῦ Γ. Μαρτζέλου πού τυγχάνουν νά εἶναι εἰς τό βιβλίον μου «Τό Προπατορικόν Ἁμάρτημα»[13]
16. α) Τό 1957 καί
πάλιν τό 1987 εἶχα ἐπικαλεσθεῖ τόν Μέγαν Βασίλειον διαμαρτυρόμενον κατά τοῦ
Εὐνομίου ὅτι, «Πῶς οὖν οὐ καταγέλαστον, τό δημιουργικόν οὐσίαν εἶναι λέγειν; ἤ
τό προνοητικόν πάλιν οὐσίαν; ἤ τό προγνωστικόν πάλιν ὡσαύτως; καί ἁπαξαπλῶς
πᾶσαν ἐνέργειαν, οὐσίαν τίθεσθαι»[14];
β) Ὁ κ. Μαρτζέλος
ἀποκαλύπτει μόλις εἰς τήν σ. 93 (ὑποσημ. 4) εἰς τήν ἔκδοσιν τοῦ 1983 ἤ εἰς τήν
σ. 83 ὑποσημ. 2 εἰς τήν ἔκδοσιν τοῦ 1984/93 τά λεγόμενα αὐτά τοῦ Μ. Βασιλείου. Εἰς
τό σημεῖον αὐτό ἔχει πλέον, ὡς φαίνεται, τήν πεποίθησιν ὅτι ὁ ἀναγνώστης θά ἔχῃ
τώρα πιστεύσῃ εἰς τήν μέχρι τοῦδε ἑρμηνείαν του, ὅτι ὁ Εὐνόμιος δέν ταυτίζει
τήν θείαν οὐσίαν μέ τήν ἄκτιστον θείαν ἐνέργειαν, ὅπως τόν κατηγορεῖ ὁ Μ.
Βασίλειος.
17. α) Ὁ Εὐνόμιος εἶχε
ὑπ’ ὄψιν του τήν διδασκαλίαν καί τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν Ἀρειανῶν περί τῆς διακρίσεως
μεταξύ τῆς θείας οὐσίας καί τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας. Ἀλλά ἐχάραξε νέαν γραμμήν εἰς
τό θέμα. Ἐταύτισε τήν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ μέ τήν βούλησιν τοῦ Θεοῦ καί διακρίνει
ἀπό αὐτήν τήν ἐνέργειαν τοῦ Θεοῦ πού ἀκολουθεῖ τήν βούλησίν του. Διά τοῦτο τήν «ἐνέργειαν
ἡγεῖσθαι τήν βούλησιν». Αὐτά κατέγραψε ὁ Εὐνόμιος εἰς τό ἔργον του «Ἀπολογία»,
πού κυκλοφοροῦσε μυστικῶς μεταξύ τῶν ὀπαδῶν του, οἱ ὁποῖοι ἐλέγοντο Ἀνόμοιοι
καί δέν ἐδέχοντο καμμίαν ὁμοιότητα μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ. Δηλαδή,
συμφωνοῦσαν μέ τούς Ὀρθοδόξους φαινομενικῶς εἰς τήν διάκρισιν μεταξύ θείας
οὐσίας καί θείων ἐνεργειῶν καί εἰς τήν ἀνομοιότητα ἀκτίστου καί κτιστοῦ, διά νά
τούς ἀνατρέψουν ἀπό μέσα. Αὐτό τό ἔργον τοῦ Εὐνομίου εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖον
περιῆλθεν εἰς τά χέρια τοῦ Μ. Βασιλείου καί ἀπό τοῦτο κατάλαβε τόν κίνδυνον, τό
ὁποῖον διέτρεχον οἱ πιστοί. Ἀφοῦ καί ὁ κ. Μαρτζέλος δέν συνέλαβε τά κρυπτόμενα
μέσα εἰς τά κείμενα τοῦ Εὐνομίου καί ἔτσι εὑρίσκει περίεργον τήν καταγγελίαν
τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὅτι ὁ Εὐνόμιος ταυτίζει οὐσίαν καί ἐνέργειαν εἰς τόν
Θεόν! Ἀλλά ἐν ἀντιθέσει πρός τούς Ὀρθοδόξους ὁ Εὐνόμιος ὑποστηρίζει ὅτι ἡ
διακρινομένη ἀπό τήν θείαν οὐσίαν ἐνέργεια τῆς «ἀνωτάτω καί κυριωτάτης οὐσίας»
εἶναι «παρεπομένη» καί κτιστή.
β) Ἰδού τό κείμενον
τοῦ Εὐνομίου πού ἐπαγίδευσε τόν κ. Μαρτζέλον· «Οὗτοι μερισμόν ἤ κίνησίν τινα
τήν οὐσίαν ἡγουμένους, ἅπερ ἐπινοεῖν ἀναγκαῖον τούς ὑπαγομένους τοῖς Ἕλλησι
σοφίσμασιν, ἑνούντων τῇ οὐσίᾳ τήν ἐνέργειαν, καί διά τοῦθ’ ἅμα μέν τῷ Θεῷ τόν
κόσμον ἀποφαινομένων, οὐδέν δέ μᾶλλον ἐκ τούτου τήν ἀτοπίαν διαφευγόντων...Ἡμεῖς
δέ κατά τά μικρῷ πρόσθεν ρηθέντα τήν ἐνέργειαν ἐκ τῶν ἔργων κρίνοντες, οὐκ
ἀσφαλές οἰόμεθα δεῖν ἑνοῦν τῇ οὐσίᾳ, τήν μέν ἄναρχον ἁπλῆν τε καί ἀτελεύτητον
εἰδότες, τήν δέ ἐνέργειαν οὐκ ἄναρχον. Ἤ γάρ ἄν ἦν καί τό ἔργον ἄναρχον, οὔτ’
ἀτελεύτητον, ἐπεί μηδέν οἷόν τε παυσαμένων τῶν ἔργων ἄπαυστον εἶναι τήν
ἐνέργειαν. Λίαν γάρ μειριακῶδες, καί φρενός νηπίας, ἀγέννητον καί ἀτελεύτητον
λέγειν τήν ἐνέργειαν ταὐτόν τῇ οὐσίᾳ τιθεμένους μηδενός τῶν ἔργων ἀγεννήτως
γίνεσθαι δυναμένου, μητ’ ἀτελευτήτως. Ἐκ γάρ τούτων συμβαίνει δυοῖν θάτερον, ἤ
τήν ἐνέργειαν ἄπρακτον εἶναι τοῦ Θεοῦ, ἤ τό ἔργον ἀγέννητον. Εἰ δ’ ἑκάτερον
τούτων ὁμολογουμένως ἄτοπον, ἀληθές τό λειπόμενον, ἀρχομένων τε τῶν ἔργων, μή
ἄναρχον εἶναι τήν ἐνέργειαν, παυομένων τε, μή ἄπαυστον. Οὐ χρή τοίνυν
πειθομένοις γνώμαις ἑτέρων ἀνεξετάστοις ἑνοῦν τῇ οὐσίᾳ τήν ἐνέργειαν,
ἀληθεστάτην δέ καί Θεῷ πρεπωδεστάτην ἐνέργειαν ἡγεῖσθαι τήν βούλησιν, ἀρκοῦσαν
πρός τε τό εἶναι καί σώζεσθαι τά πάντα, μαρτυρούσης καί προφητικῆς φωνῆς. Πάντα
γάρ ὅσα ἠθέλησεν, ἐποίησεν. Οὐ γάρ ἐπιδέεταί τινος πρός τήν ὧν βούλεται
σύστασιν, ἀλλ’ ἅμα τε βούλεται, καί γέγονε, ὅπερ ἠθέλησεν»[15].
γ) Εἰς τό κείμενον
αὐτό μόνον ἡ βούλησις τοῦ ἀγεννήτου εἶναι ἄκτιστος, ἀφοῦ αὐτή ταυτίζεται μέ τήν
ἄκτιστον θείαν οὐσίαν, ὅπως φαίνεται ἀπό τό κείμενον αὐτό. Διά τοῦτο, ὅπως θά ἴδωμεν,
προηγεῖται ἡ ἄκτιστος οὐσία/βούλησις καί παρέπεται ἡ ἐνέργεια καί διά τοῦτο ὁ
Εὐνόμιος τήν ὀνομάζει «παρεπομένην». Ὁ τεχνικός ὅρος αὐτός, δηλαδή «παρεπομένη
ἐνέργεια», ἐμφανίζεται, ὅπως ἐσημειώσαμεν, μίαν μόνον φοράν εἰς τό βιβλίον τοῦ
κ. Μαρτζέλου εἰς χωρίον τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, τό ὁποῖον δέν κατάλαβε, ὅπως θά
ἴδωμεν στήν παραγ. 28. Τό παράδοξον εἶναι ὅτι διά τόν Εὐνόμιον δέν ὑπάρχει «ἐνέργεια»
τῆς Τριθεΐας του πού νά μή εἶναι «παρεπομένη». Ὁ κ. Μαρτζέλος δέν ἐδιάβασε κἄν
τά σχετικά κείμενα τοῦ Εὐνομίου εἰς τόν Γρηγόριον Νύσσης καί διά τοῦτο δέν
κατάλαβε τό ἁπλοῦν τοῦτο γεγονός πού εἶναι βασικόν κλειδί τοῦ θρησκευτικοῦ
συστήματος τοῦ Εὐνομίου.
δ) Ὁ κ. Μαρτζέλος
πιστεύει ὅτι εἰς τό κείμενον αὐτό τῆς Ἀπολογίας τοῦ Εὐνομίου ἡ διακρινομένη ἀπό
τήν θείαν οὐσίαν ἐνέργεια εἶναι ἄκτιστος. Ἀλλά κατά τούς Πατέρες «ἡ ἄκτιστος
ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀΐδιος παρά τό γεγονός ὅτι δέν εἶναι ἀγέννητος καί
ἄναρχος καί πάντοτε ἀτελεύτητος». (Καί ὁ Λόγος εἶναι ἀΐδιος παρά τό γεγονός,
ὅτι δέν εἶναι ἀγέννητος καί ἄναρχος, ἀφοῦ εἶναι γεννητός καί συνάναρχος τῷ
Πατρί). «...Ἡ πρόγνωσις δέ τοῦ Θεοῦ, ἀρχήν οὐκ ἔχουσα, μετά τό γενέσθαι περί ὧν
προέγνω τέλος ἔχει. Ὥστε οὐ τό τέλος ἔχον ἀνάγκη καί ἀρχήν ἔχειν»[16]. Ταῦτα κατά τόν Μέγαν
Βασίλειον. Ἀλλά εἰς τό ἐν λόγῳ χωρίον τοῦ Εὐνομίου ἡ ἐνέργεια τοῦ ἰδικοῦ του Θεοῦ
δέν εἶναι ἀΐδιος, ἀλλά ἔχει ἀρχήν.
ε) Ὁ κ. Μαρτζέλος
κάμνει τήν σχετικήν ἑρμηνείαν τοῦ μόλις προμνημονευθέντος εἰς τήν παράγραφον
17β χωρίου τοῦ Εὐνομίου εἰς τήν σ. 92 τό 1983 ἤ εἰς τήν σ. 79-81 τό 1984/93,
δηλαδή 2 ἤ 3 σελίδες πρίν ἀναφέρει τήν ἀνωτέρω καταγγελίαν (166.α) τοῦ Μ.
Βασιλείου. Ἐν τῷ μεταξύ εἶχεν ἀνακαλύψει τά ἰδικά μου περί Εὐνομίου καί τό
γεγονός, ὅτι περιγράφω τήν διακρινομένην ἀπό τήν θείαν οὐσίαν ἐνέργειαν ὡς
κτιστήν. Εἶχε ἤδη εἰς τό βιβλίον του χωρίον ὅπου φαντάζεται ὅτι ὁ Γρηγόριος
Νύσσης τοῦ παρέχει βοήθειαν κατά τῆς ἰδικῆς μου ἑρμηνείας τοῦ Εὐνομίου. Θά
ἐπανέλθωμεν παρακάτω εἰς τήν παρ. 28.
18. Εἰς τήν Εἰσαγωγήν
καί εἰς τά Κεφάλαια Α΄ καί Β΄ τοῦ ἔργου μου τό Προπατορικόν Ἁμάρτημα
(1957/1989) καί εἰς τήν Δογματικήν μου σελ. 292 κ.ἑ. ἐξηγῶ πῶς οἱ ταυτίζοντες
τήν ἄκτιστον οὐσίαν τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἄκτιστον ἐνέργειαν Αὐτοῦ εἶναι ὑποχρεωμένοι
νά δεχθοῦν ἤ εἶδος πανθεϊσμοῦ ἤ νά ἐκλάβουν τήν ἐν τῷ κόσμῳ καί τοῖς ἀνθρώποις
ἐνέργειαν καί χάριν τοῦ Θεοῦ, ὡς κτιστήν. Τήν τελευταίαν αὐτήν ἐπιλογήν ἀκριβῶς
κάμνουν οἱ Εὐνόμιος, Αὐγουστῖνος καί Θωμᾶς Ἀκινάτης. Αὐτό ἀκριβῶς ἔκαμαν σχεδόν
ὅλοι οἱ Φραγκο-Λατῖνοι, Παπικοί καί Προτεστάνται, μέ τήν διαφοράν ὅτι μεταξύ
τῶν τελευταίων πολλοί ἀπέρριψαν τήν κτιστήν θείαν χάριν καί ἔμειναν μέ τήν
ἄκτιστον βούλησιν τοῦ Θεοῦ καί τόν ἀπόλυτον προορισμόν. Ὁ Μέγας Βασίλειος καί ὁ
ἀδελφός του Γρηγόριος Νύσσης πολεμοῦν τόν Εὐνόμιον ἀκριβῶς μέσα εἰς τά πλαίσια
αὐτά. Ἐπίσης μέσα εἰς τά ἴδια πλαίσια ὁ Ὀρθόδοξος Ἡσυχασμός ἤ Παλαμισμός ἐπολέμησε
τόν Φραγκο-Λατινικόν Σχολαστικισμόν.
19. Ἀφοῦ ὁ Εὐνόμιος
ἐταύτισε τήν ἄκτιστον θείαν βούλησιν μέ τήν ἄκτιστον θείαν οὐσίαν ἦτο
ὑποχρεωμένος ὡς Χριστιανός (;) ἐπίσκοπος, πού πιστεύει εἰς τό δόγμα τῆς ἐκ τοῦ
μηδενός δημιουργίας, νά διακρίνῃ τήν ἐν τῷ Θεῷ ἄκτιστον θείαν οὐσίαν ἀπό τήν
κτιστήν ἐνέργειαν τοῦ Θεοῦ, διά τῆς ὁποίας κτίζει τόν κτιστόν Λόγον κ.τ.λ.,
ὅπως ἀκριβῶς περιγράφουν ὁ Μέγας Βασίλειος καί ὁ Γρηγόριος Νύσσης καί ὅπως
φαίνεται σαφῶς ἀπό τά αὐτούσια κείμενα τοῦ Εὐνομίου πού παραθέτουν.
20. Μετά τόν θάνατον τοῦ Μ. Βασιλείου ὁ ἀδελφός του Γρηγόριος ὁ Νύσσης συνέχισε τόν ἀγῶνα κατά τῶν θρησκευτικῶν στοχασμῶν τοῦ Εὐνομίου, ὁ ὁποῖος εἶχε γράψει τήν «Ἀπολογίαν ὑπέρ Ἀπολογίας» του καί τήν κυκλοφοροῦσε μόνον μεταξύ τῶν ὀπαδῶν του καί μετά τόν θάνατον τοῦ Βασιλείου δημοσίως. Ὁ Γρηγόριος Νύσσης ἀνεσκεύασε τό ἔργον τοῦτο τοῦ Εὐνομίου εἰς τρία στάδια. Ὁ Εὐνόμιος ἀπήντησε μέ τό ἔργον του «Ἔκθεσις Πίστεως», εἰς τήν ὁποίαν ἀπήντησεν ὁ Γρηγόριος Νύσσης μέ τό ἔργον του «Ἀντιρρητικόν εἰς τήν Εὐνομίου Ἔκθεσιν». Εἰς αὐτά ἔχομε πληρεστέραν εἰκόνα τῆς διδασκαλίας τοῦ Εὐνομίου. Ἀλλά ἀπό τά ἔργα αὐτά ὁ κ. Μαρτζέλος γνωρίζει μόνον δύο περί Θεοῦ κείμενα τοῦ Εὐνομίου, Migne, P.G., 45, 325C, πού ἤδη ἐμνημονεύσαμεν, καί τό Migne, 45, P.G., 297BC. Ἀλλά ἡ πληρεστέρα εἰκών αὐτή ἀνατρέπει πλήρως τήν περιγραφήν τῆς διδασκαλίας τοῦ Εὐνομίου περί θείας οὐσίας καί «ἐνεργειῶν» πού κάμνει ὁ κ. Μαρτζέλος. Ἐπί τῶν κειμένων τοῦ Εὐνομίου ἐπικρατεῖ ἡ παραδοσιακή ἑρμηνεία τῶν Πατέρων Μ. Βασιλείου, Γρηγορίου Νύσσης, Γρηγορίου Θεολόγου καί Γρηγορίου Παλαμᾶ καί ὄχι τοῦ κ. Μαρτζελου.
ΣΤ΄. Σύνοψις τῆς διδασκαλίας τοῦ Εὐνομίου
21. Παραθέτω τήν
σύνοψιν τῆς διδασκαλίας του, πού κάμνει ὁ ἴδιος ὁ Εὐνόμιος ἀπό τήν Δογματικήν
μου σ. 294 κ.ἑ. καί ὅπου παραθέτω τά τοῦ Εὐνομίου καί τά κατ’ αὐτοῦ τῶν Πατέρων
εἰς τάς ὑποσημειώσεις 80 μέχρι 106. Ἔβαλα μόνον τούς ἀριθμούς καί ὄχι τά χωρία
διά νά μάθουν οἱ ἀρχαῖοι Νέο-Ἕλληνες νά διαβάζουν τούς ἰδίους τούς Πατέρας καί
νά μή κλέβουν Πατερικά χωρία ἀπό βιβλία ἄλλων. Αὐτό κάμνουν ξένοι ἐδῶ καί πολλά
χρόνια. Παραθέτουν βιβλιογραφίαν καί κατά τήν κρίσιν τους ὑποσημειώσεις. Ἀφοῦ
εἶναι εἰδικός ὁ γράψας δέν εἶναι ὑποχρεωμένος νά ἀποδείξῃ μέ χωρία κάθε τι πού
γράφει. Ὁ διαφωνῶν ὑποδεικνύει κανένα λάθος καί ὁ συγγραφεύς τόν εὐχαριστεῖ.
Ἔτσι ὁ ἀναγνώστης εἶναι ὁ ὑποχρεωμένος νά διαβάσῃ τήν βιβλιογραφίαν καί νά ψάξῃ
διά τυχόν λάθη. Ὑποτίθεται ὅτι οἱ εἰδήμονες γνωρίζουν τήν βιβλιογραφίαν. Ἀλλά ὁ
κ. Μαρτζέλος, πού θά ἔπρεπε νά εἶχε μελετήσῃ τήν Δογματικήν μου, πού δέν ὑπῆρχε
ἀκόμη ὅταν ἐξετάσθηκε ἐπί πτυχίῳ, θά ἔπρεπε νά μέ παρακαλέσῃ ὡς ὑποψήφιος νά
τοῦ παραδώσω τά σχετικά κείμενα. Τό σπουδαιότερον ἀπ’ αὐτά εἶναι τό ἑξῆς,
δηλαδή τό κείμενον πού εἶχα διανείμει εἰς τούς φοιτητάς μου καί ἐπάνω εἰς τό
ὁποῖον εἶχα κάμει μάθημα,
22. Κείμενον συνοψίζον
τήν διδασκαλίαν τοῦ Εὐνομίου ἀπό τήν «Ἀπολογίαν ὑπέρ Ἀπολογίας» του ἀπό τόν «Ἀντιρρητικόν»
τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, Κεφ. ιγ΄, Μνήμη τῶν δογματικῶς αὐτῷ εἰρημένων καί κατά
διαίρεσιν πρός τά εἰρημένα μάχη, 151-154.
«Πᾶς ὁ τῶν καθ’ ἡμᾶς
δογμάτων συμπληροῦται λόγος ἔκ τε τῆς Α ἀνωτάτω καί κυριωτάτης οὐσίας καί ἐκ
τῆς δι’ ἐκείνην μέν οὔσης μετ’ ἐκείνην δέ πάντων τῶν ἄλλων πρωτευούσης καί
τρίτης γε τῆς μηδεμιᾷ μέν τούτων συνταττομένης, ἀλλά τῇ μέν διά τήν αἰτίαν, τῇ
δέ διά ἐνέργειαν καθ’ ἥν γέγονεν ὑποταττομένης, συμπεριλαμβανομένων δηλαδή πρός
τήν τοῦ παντός λόγου συμπλήρωσιν καί τῶν ταῖς οὐσίαις παρεπομένων ἐνεργειῶν καί
τῶν ταύταις προσφυῶν ὀνομάτων. Πάλιν δ’ αὖ ἑκάστης τούτων οὐσίας εἰλικρινῶς
ἁπλῆς καί πάντῃ μιᾶς οὔσης τε καί νοουμένης κατά τήν ἰδίαν ἀξίαν, συμπεριγραφομένων
δέ τοῖς ἔργοις τῶν ἐνεργειῶν, καί τῶν ἔργων ταῖς τῶν ἐργασμένων ἐνεργείαις
παραμετρουμένων· ἀνάγκη Β δήπου πᾶσα καί τάς ἑκάστῃ τῶν οὐσιῶν ἑπομένας ἐνεργείας
ἐλλάττους τέ καί μείζους εἶναι, καί τάς μέν πρώτην τάς δέ δευτέραν ἐπέχειν
τάξιν, συνόλως τε εἰπεῖν πρός τοσαύτην ἐξικνεῖσθαι διαφοράν, πρός ὁπόσην ἄν
ἐξικνῆται τά ἔργα· ἐπεί μηδέ θεμιτόν τήν αὐτήν ἐνέργειαν εἰπεῖν, καθ’ ἥν τούς
ἀγγέλους ἐποίησεν ἤ τόν ἄνθρωπον, ἀλλ’ ὅσῳ τά ἔργα τῶν ἔργων πρεσβύτερα καί
τιμιώτερα, τοσούτω καί τήν ἐνέργειαν τῆς ἐνεργείας ἀναβεβηκέναι φαίη ἄν τις
εὐσεβῶς διανοούμενος, ἅτε δή τῶν αὐτῶν ἐνεργειῶν τήν ταυτότητα τῶν ἔργων
ἀποτελουσῶν, καί τῶν παρηλλαγμένων ἔργων παρηλλαγμένας τάς ἐνεργείας
ἐμφαινόντων. Οὕτω δέ τούτων ἐχόντων καί τῇ πρός ἄλλα σχέσει τόν εἱρμόν C ἀπαράβατον
διατηρούντων, προσήκει δήπου τούς κατά τήν συμφυῆ τοῖς πράγμασι τάξιν τήν
ἐξέτασιν ποιουμένους καί μή φέρειν ὁμοῦ πάντα καί συγχεῖν βιαζομένους, εἰ μέν
περί ταῖς οὐσίαις κινοῖτό τις ἀμφισβήτησις, ἐκ τῶν πρώτων καί προσεχῶν ταῖς
οὐσίαις ἐνεργειῶν ποιεῖσθαι τῶν δεικνυμένων τήν πίστιν καί τῶν ἀμφισβητουμένων
τήν διάλυσιν, τήν δέ ἐπί ταῖς ἐνεργείαις ἀμφιβολίαν δαλύειν ἐκ τῶν οὐσιῶν, ἁρμοδιωτέραν
τε μή καί τοῖς πᾶσιν ἀνυσιμωτέραν ἡγεῖσθαι τήν ἀπό τῶν πρώτων ἐπί τά δεύτερα
κάθοδον» (Migne, P.G., 45, 297)[17].
23. Ὁ κ. Μαρτζέλος
παραπέμπει δύο φοράς εἰς τό ὡς ἄνω χωρίον Migne, P.G., 45, 297Β (σ. 93 καί 142
τό 1983 ἤ σ. 83 καί 127 τό 1984/93), μίαν φορά εἰς τό 297C (σ. 142 τό 1983 ἤ σ.
127 τό 1984/93). Ἀλλά δέν παραπέμπει οὔτε μίαν φοράν εἰς τό 297Α οὔτε τό 1983
καί οὔτε τό 1984/93 παρ’ ὅτι εἶναι τό κλειδί τῆς Τριθεΐας τοῦ Εὐνομίου. Ἀλλά
παρ’ ὅτι ὁ κ. Μαρτζέλος παραπέμπει εἰς τό 297Β καί εἰς τό 297C οὔτε κἄν τά
διάβασε μέ προσοχήν, καί ἴσως καθόλου μάλιστα. Μᾶλλον τά ἐδανείσθηκε ἀπό
παραπομπάς κάποιου βιβλίου. Πάντως τό ἐλλεῖπον 297Α εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν κλειδί
πού τό 297Β καί τό 297C ὁλοκληρώνουν ὡς σύνοψιν τῆς διδασκαλίας του κατά τήν
μαρτυρίαν αὐτοῦ τούτου τοῦ Εὐνομιου. Ἐδῶ φαίνεται σαφῶς πλέον ἡ Τριθεΐα τοῦ
Εὐνομίου, τήν ὁποίαν ὁ κ. Μαρτζέλος βαπτίζει Τριαδολογίαν. Τονίζω πάλιν ὅτι
αὐτό εἶναι τό κείμενον πού ἐμοίρασα εἰς τούς φοιτητάς μου καί ἐπάνω είς τό
ὁποῖον ἔκαμα μάθημα. Τοῦτο σημαίνει ἁπλούστατα ὅτι δέν ἐπρόσεξε τήν εἴδησιν τοῦ
Εὐνομίου εἰς τό 297Α ὅτι προσφέρει εἰς τόν ἀναγνώστην αὐτήν τήν περίληψιν τῆς διδασκαλίας
του: «Πᾶς ὁ τῶν καθ’ ἡμᾶς δογμάτων συμπληροῦται λόγος ἔκ τε τῆς ἀνωτάτω καί
κυριωτάτης οὐσίας καί ἐκ τῆς δι’ ἐκείνην μέν οὔσης μετ’ ἐκείνην δέ πάντων τῶν
ἄλλων πρωτευούσης καί τρίτης γε τῆς μηδεμιᾷ μέν τούτων συνταττομένης, ἀλλά τῇ
μέν διά τήν αἰτίαν, τῇ δέ διά ἐνέργειαν, καθ’ ἥν γέγονεν ὑποταττομένης,
συμπεριλαμβανομένων δηλαδή πρός τήν τοῦ παντός λόγου συμπλήρωσιν καί τῶν ταῖς
οὐσίαις παρεπομένων ἐνεργειῶν καί τῶν ταύταις προσφυῶν ὀνομάτων. Πάλιν δ’ αὖ
ἑκάστης τούτων οὐσίας εἰλικρινῶς ἁπλῆς καί πάντῃ μιᾶς οὔσης τε καί νοουμένης
κατά τήν ἰδίαν ἀξίαν, συμπεριγραφομένων δέ τοῖς ἔργοις τῶν ἐνεργειῶν, καί τῶν
ἔργων ταῖς τῶν ἐργασμένων ἐνεργείαις παραμετρουμένων».
24. Αὐτό τό τμῆμα
κλειδί τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ Εὐνομίου «ἐγλίστρησε» ἀπό τά χέρια τοῦ κ.
Μαρτζέλου. Διά τοῦτο φαίνεται ὅτι δέν ἐπρόσεξε ὅτι εἰς τό σύστημα τοῦ Εὐνομίου
ἡ κάθε μία τῶν τριῶν οὐσιῶν ἔχει τήν «παρεπομένην» ἐνέργειάν της καί «τό
προσφυές ὄνομά της». Ὁ Εὐνόμιος δέν ξεχωρίζει ἐδῶ τήν παρεπομένην ἐνέργειαν καί
τό προσφυές ὄνομα «τῆς ἀνωτάτω καί κυριωτάτης οὐσίας» ἀπό τάς παρεπομένας
ἐνεργείας καί τά προσφυῆ ὀνόματα τῶν ἑτέρων δύο οὐσιῶν ὥστε ἡ μία νά εἶναι
ἄκτιστος καί αἱ ἄλλαι κτισταί. Τοὐνταντίον τάς ἐντάσσει ὅλας εἰς τήν ἰδίαν
ὁμάδα «τῶν ταῖς οὐσίαις παρεπομένων ἐνεργειῶν καί τῶν ταύταις προσφυῶν
ὀνομάτων». Δηλαδή καί ἡ πρώτη τῶν τριῶν οὐσιῶν ἔχει κατά τόν Εὐνόμιον τήν «παρεπομένην
ἐνέργειάν» της καί «τό προσφυές ὄνομά» της, ὅπως καί αἱ ἄλλαι δύο οὐσίαι, μέ
τήν διαφοράν, ὅτι ἡ τρίτη οὐσία ἔχει τόσας παρεπομένας ἐνεργείας καί τόσα
προσφυῆ ὀνόματα ὅσα εἶναι τά κτίσματα. Ἔτσι ἡ ἐνέργεια καί τῆς πρώτης οὐσίας
εἶναι κτιστή, ὅπως κτιστόν εἶναι καί τό ὄνομά της. Τό μόνον ἄκτιστον διά τόν
Εὐνόμιον εἶναι ἡ πρώτη οὐσία καί ἡ ταυτιζομένη μετ’ αὐτῆς βούλησίς της. Ἐπειδή,
ὅμως, εἰς τούς Πατέρας ἡ θεία βούλησις εἶναι θεία ἐνέργεια, πού δέν ταυτίζεται
μέ τήν θείαν οὐσίαν, ὁ Εὐνόμιος ἑπομένως, ἐξ ἐπόψεως Ὀρθοδόξου, σαφῶς ταυτίζει
τήν θείαν οὐσίαν μέ τάς κατ’ Ὀρθοδόξους ἀκτίστους θείας ἐνεργείας, ὅπως ἀκριβῶς
τόν καταγγέλλει ὁ Μέγας Βασίλειος. Ἔτσι εἴχαμε θεμελειώσει τήν περιγραφήν τῆς διδασκαλίας
τοῦ Εὐνομίου ἐπάνω εἰς τά κείμενά του, ὡς ἑρμηνεύονται ἀπό τούς Πατέρας, πού
τόν πολέμησαν, καί ὄχι βάσει τῶν στοχασμῶν τύπου Kelly καί Μαρτζέλου. Ἀφοῦ ὁ
Εὐνόμιος διεκδικοῦσε τήν θέσιν Ὀρθοδόξου ἐπισκόπου, κρίνεται μέ Ὀρδόδοξα
κριτήρια, καί ὄχι μέ τά ἰδικά του.
25. Ὁ Γρηγόριος ὁ
Νύσσης ἀναλύει καί ἀνατρέπει τήν σύνοψιν αὐτήν τῆς «Ἀπολογίας Ὑπέρ Ἀπολογίας»
τοῦ Εὐνομίου βῆμα πρός βῆμα μέχρι τό κεφ. 31 καί ἐν συνεχείᾳ ἐκθέτει
συστηματικά καί ἀνατρέπει ἄλλας θέσεις τοῦ Εὐνομίου εἰς αὐτόν τόν Λόγον Α΄ τοῦ «Α΄
Ἀντιρρητικοῦ» του, πού ἐκυκλοφόρησε τό 379. Μετά ἐδημοσίευσε τόν Λόγον Β΄ τοῦ
ἰδίου ἔργου τό 380 καί μετά τόν Λόγον Γ΄ εἰς ἀπάντησιν νέας ἐπιθέσεως τοῦ
Εὐνομίου κατά τοῦ Μ. Βασιλείου. Εἰς τήν δημοσίευσιν τῆς «Ἐκθέσεως Πίστεως» τοῦ
Εὐνομίου ἀπήντησε ὁ Γρηγόριος Νύσσης μέ τόν «Λόγον Ἀντιρρητικόν πρός τήν
Εὐνομίου Ἔκθεσιν».
26. Εἰς αὐτά τά κείμενα
ὁ Εὐνόμιος διδάσκει ὅτι: 1) Ὅλαι αἱ ἐνέργειαι τῆς ἰδικῆς του Τριάδος θεϊκῶν
οὐσιῶν εἶναι κτισταί καί παρεπόμεναι ταῖς τρισίν οὐσίαις μετά τῶν αὐταῖς
προσφυῶν ὀνομάτων. 2) Ἀκόμη καί ἡ παρεπομένη ἐνέργεια τῆς «ἀνωτάτω καί τῆς
κυριωτάτης οὐσίας», μαζί μέ τό προσφυές ὄνομά της, πού κτίζει καί ὀνομάζει τήν
δευτέραν οὐσίαν, εἶναι κτιστή. 3) Ἡ παρεπομένη ἐνέργεια τῆς δευτέρας αὐτῆς
οὐσίας, μαζί μέ τό προσφυές ὄνομά της, πού κτίζει καί ὀνομάζει τήν τρίτην
οὐσίαν, εἶναι κτιστή. 4) Αἱ παρεπόμεναι ἐνέργειαι τῆς τρίτης αὐτῆς οὐσίας, μαζί
μέ τά προσφυῆ ὀνόματά της, πού κτίζουν καί ὀνομάζουν τά ὑπόλοιπα κτίσματα πάντα,
εἶναι κτισταί. 5) Ἑκάστη ἐνέργεια ἐκ τῶν ἐνεργειῶν τῆς τρίτης αὐτῆς οὐσίας,
μαζί μέ τό προσφυές ὄνομά της, πού κτίζει καί ὀνομάζει καί συντηρεῖ
συγκεκριμμένο γένος ἤ εἶδος, εἶναι κτιστή. 6) Ἡ τρίτη αὐτή οὐσία ἔχει ὅσας
εἰδικάς κτιστάς ἐνεργείας καί ὀνόματα διά κάθε κτιστόν γένος καί εἶδος πού
ὑπάρχουν. 7) Ἀντιστρόφως κάθε γένος καί κάθε εἶδος μαρτυρεῖ τήν ὕπαρξιν μέσα του
μιᾶς ἐκ τῶν ἀναρριθμήτων παρεπομένων ἐνεργειῶν καί ὀνομάτων τῆς τρίτης αὐτῆς
οὐσίας. 8) Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ ὕπαρξις τόσων ἀνωτέρων καί κατωτέρων εἰδῶν καί
γενῶν μέ τά ὀνόματά τους.
27. Ἡ θέσις τοῦ κ.
Μαρτζέλου ὅτι ὁ Εὐνόμιος συμφωνεῖ μέ τόν Ἄρειον, ὅτι ὁ Θεός κτίζει κατά τήν
ἄκτιστον βούλησιν καί ἐνέργειάν Του τόν κτιστόν ὑποστατικόν του Λόγον, δέν
εἶναι ὀρθή. Ἔτσι ἡ ἐνέργεια καί τό προσφυές ὄνομα τῆς δευτέρας οὐσίας εἶναι
κιστή καί αἱ ἐνέργειαι τῆς τρίτης οὐσίας κατά τόν Εὐνόμιον εἶναι παρεπόμεναι
καί κτισταί. Ἀλλά καί ἡ ἐνέργεια καί τό προσφυές ὄνομα «τῆς ἀνωτάτης καί
κυριωτάτης οὐσίας» εἶναι παρεπομένη καί κτιστή, ὅπως εἴδαμε εἰς τό 297Α τμῆμα
τῆς ἀνωτέρω περιλήψεως πού κάμνει ὁ ἴδιος ὁ Εὐνόμιος.
28. α) Ἀφοῦ τελικῶς ὁ
κ. Μαρτζέλος ἀνεκάλυψε τά ἰδικά μου γραφόμενα περί Εὐνομίου, εἶδε ὅτι περιγράφω
τήν κατ’ αὐτόν διακρινομένην ἀπό τήν θείαν οὐσίαν ἐνέργειαν ὡς κτιστήν. Θά
ἔπρεπε νά ψάξῃ διά χωρίον τοῦ Εὐνομίου διά νά ἀποδείξῃ ὅτι κάμνω λάθος. Ἀφοῦ
ὅμως δέν ἔψαξε διά ἐπιπρόσθετα χωρία τοῦ Εὐνομίου εἰς τά ἔργα τοῦ Γρηγορίου
Νύσσης, παρέμεινεν εὐχαριστημένος μέ τά τρία χωρία περί Θεοῦ καί ἐνεργειῶν πού
ἤδη εἶχε ἀπό τόν Γρηγόριον Νύσσης. Δέν ὑποψιάσθηκε κἄν ὅτι θά ἔπρεπε νά διαβάσῃ
τό ἀνωτέρῳ κείμενον Migne, P.G., 45, 294BC, εἰς τό ὁποῖον παραπέμπει. Ἄν εἶχε
μελετήσῃ τό 294Β καί τό 294C θά εἶχε ἀνακαλύψῃ καί τό 294Α. Ἀλλά ὅμως εἶχε τό
δεύτερον χωρίον τοῦ Γρηγορίου Νύσσης περί τῆς παρεπομένης κατά Εὐνόμιον ἐνεργείας
Migne, P.G., 45, 325C εἰς τήν ἔκδοσιν τοῦ 1983 σ. 90. Ἔτσι φαντάσθηκε ὅτι ἤδη
εἶχε τήν βοήθειαν πού χρειάζεται κατά τῆς ἰδικῆς μου ἑρμηνείας τοῦ Εὐνομίου ἀπό
τό χωρίον αὐτό τοῦ Γρηγορίου Νύσσης. Ἔτσι εἰς τήν ἔκδοσίν του τοῦ 1984/93
προσθέτει εἰς τήν σ. 81-82 κάποιαν ἰδικήν του προσπάθειαν νά ἑρμηνεύσῃ διατί
ὑποστηρίζω ὅτι διά τόν Εὐνόμιον ἡ ἐνέργεια διά τῆς ὁποίας ὁ «Πατήρ» κτίζει τόν «Λόγον»
εἶναι κτιστή. Πλέκει ὑποθετικούς λόγους διατί συμπεραίνω τοιαῦτα εἰς τά
δημοσιεύματά μου τό 1973 καί τό 1981, δηλαδή ὅτι ἡ ἐνέργεια διά τῆς ὁποίας ὁ
Θεός τοῦ Εὐνομίου κτίζει τόν Λόγον εἶναι κτιστή. Διά νά προδιαθέσῃ τόν
ἀναγνώστην νά συμφωνήση μαζί του κατά τῆς ἰδικῆς μου ἑρμηνείας, ἀσχολεῖται
πρῶτον μέ τό ἐν λόγῳ χωρίον τοῦ Γρηγορίου Νύσσης πού μεταφέρει ἀπό τήν σ. 90
τρεῖς παραγράφους πίσω εἰς τήν σελίδα πού θά ἦταν 92 ἀλλά πού τώρα τό 1984/93
εἶναι σ. 81 καί ὑποσημ. 5.
β) Εἰς τήν ἔκδοσιν τοῦ
1983 ὁ κ. Μαρτζέλος εἶχε γράψει ὅτι, «Ὡς παρατηρεῖ ὁ Γρηγόριος Νύσσης, ἡ
ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι κατά τόν Εὐνόμιον ΄΄δύναμίς τις οὐσιώδης καθ’ ἑαυτήν
ὑφεστῶσα καί τό δοκοῦν ἐργαζομένη δι’ αὐτεξουσίου κινήματος΄΄». Ἀλλά τό 1984/93
ὁ κ. Μαρτζέλος αὐξάνει τό μέγεθος τοῦ ἐν λόγῳ χωρίου διά νά τό ἐνδυναμώσῃ
περισότερον ἐναντίον τῆς ἰδικῆς μου ἑρμηνείας τοῦ Εὐνομίου. Ἀλλά ὁ κ. Μαρτζέλος
δέν κατάλαβε ὅτι εἰς τό χωρίον αὐτό ὁ Γρηγόριος Νύσσης, ἀστειευόμενος εἰς βάρος
τοῦ Εὐνομίου, ἐρωτᾷ· «Τίς τοίνυν ἡ ἐνέργεια ἡ τῷ Θεῷ μέν τῶν ὅλων παρεπομένη,
πρό δέ τοῦ Μονογενοῦς νοουμένη καί περιγράφουσα τήν οὐσίαν; Δύναμίς τις
οὐσιώδης καθ’ ἑαυτήν ὑφεστῶσα καί τό δοκοῦν ἐργαζομένη δι’ αὐτεξουσίου
κινήματος»[18]. Ἀλλά παρεπομένη τῷ Θεῷ
ἐνέργεια σημαίνει, ὅπως εἴδαμεν, ἐνέργεια πού ἀκολουθεῖ τόν Θεόν ὡσάν
ὑπασπιστής πού ἐκτελεῖ τήν βούλησιν τοῦ ἀποστολέα του κατά τό δοκοῦν
αὐτεξουσίως καί ὄχι φυσική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού νομίζει ὁ κ. Μαρτζέλος.
Μάλιστα ἐπιμένει ὅτι εἰς τό χωρίον αὐτό ὁ Γρηγόριος συμφωνεῖ μέ τήν ἰδικήν του
θέσιν ὅτι ἡ «παρεπομένη» ἐνέργεια αὐτή εἶναι ἡ κατά τόν Ἄρειον ἄκτιστος καί «οὐσιώδης»
ἐνέργεια διά τῆς ὁποίας ὁ Πατήρ κτίζει τόν κτιστόν του Λόγον. Ὁ Καππαδόκης
συμπατριώτης μου μιλᾶ ἐδῶ Ρωμαίϊκα καί κάμνει «ψιλό γαζί»! Δηλαδή ἡ παρεπομένη
ἐν λόγῳ ἐνέργεια εἶναι δῆθεν «καθ’ ἑαυτήν ὑφεστῶσα καί τό δοκοῦν ἐργαζομένη δι’
αὐτεξουσίου κινήματος», δηλαδή σάν ρομπότ «καθ’ ἑαυτήν ὑφεστῶσα», πού ἀποστέλει
ἡ «ἀνωτάτω καί κυριωτάτη οὐσία» διά νά ἐπιτελέσῃ ἔργον τῆς βουλήσεώς της.
Ἀντιθέτως πρός τήν ἐκ μέρους τοῦ κ. Μαρτζέλου λανθασμένην κατανόησιν τοῦ
ἀστείου τοῦ Γρηγορίου Νύσσης εἰς βάρος τοῦ Εὐνομίου, οἱ Ἀρειανοί ὑπεστήριζον
ὅτι ὁ Θεός κτίζει τόν Λόγον, ὄχι κατά φύσιν, ἀλλά κατά βούλησιν. Οὐδέποτε θά
ἐδέχετο ὁ Ἄρειος τόν ὅρον «δύναμις οὐσιώδης» τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ «δύναμις οὐσιώδης»
σημαίνει δι’αὐτόν κατ’ ἀνάγκην δύναμις ἤ ἐνέργεια καί ὄχι κατά βούλησιν δύναμις
ἤ ἐνέργεια.
29. Ἐπανερχόμεθα εἰς
τό κείμενον τοῦ Εὐνομίου μέ τό ὁποῖον ὁ κ. Μαρτζέλος προσεπάθησε νά ἀποδείξῃ
τάς θέσεις του. Ἰδού πάλιν τό κείμενον· «Οὗτοι μερισμόν ἤ κίνησίν τινα τήν
οὐσίαν ἡγουμένους, ἅπερ ἐπινοεῖν ἀναγκαῖον τούς ὑπαγομένους τοῖς Ἕλλησι
σοφίσμασιν, ἑνούντων τῇ οὐσίᾳ τήν ἐνέργειαν, καί διά τοῦθ’ ἅμα μέν τῷ Θεῷ τόν
κόσμον ἀποφαινομένων, οὐδέν δέ μᾶλλον ἐκ τούτου τήν ἀτοπίαν διαφευγόντων ... Ἡμεῖς
δέ κατά τά μικρῷ πρόσθεν ρηθέντα τήν ἐνέργειαν ἐκ τῶν ἔργων κρίνοντες, οὐκ
ἀσφαλές οἰόμεθα δεῖν ἑνοῦν τῇ οὐσίᾳ, τήν μέν ἄναρχον ἁπλῆν τε καί ἀτελεύτητον
εἰδότες, τήν δέ ἐνέργειαν οὐκ ἄναρχον. Ἤ γάρ ἄν ἦν καί τό ἔργον ἄναρχον, οὔτ’
ἀτελεύτητον, ἐπεί μηδέ οἶόν τε παυσαμένων τῶν ἔργων ἄπαυστον εἶναι τήν
ἐνέργειαν. Λίαν γάρ μειριακιῶδες, καί φρενός νηπίας, ἀγέννητον καί ἀτελεύτητον
λέγειν τήν ἐνέργειαν ταὐτόν τῇ οὐσίᾳ τιθεμένους μηδενός τῶν ἔργων ἀγεννήτως
γίνεσθαι δυναμένου, μητ’ ἀτελευτήτως. Ἐκ γάρ τούτων συμβαίνει δυοῖν θάτερον, ἤ
τήν ἐνέργειαν ἄπρακτον εἶναι τοῦ Θεοῦ, ἤ τό ἔργον ἀγέννητον. Εἰ δ’ ἑκάτερον
τούτων ὁμολογουμένως ἄτοπον, ἀληθές τό λειπόμενον, ἀρχομένων τε τῶν ἔργων, μή
ἄναρχον εἶναι τήν ἐνέργειαν, παυομένων τε, μή ἄπαυστον. Οὐ χρή τοίνυν
πειθομένοις γνώμαις ἑτέρων ἀνεξετάστοις ἑνοῦν τῇ οὐσίᾳ τήν ἐνέργειαν,
ἀληθεστάτην δέ καί Θεῷ πρεπωδεστάτην ἐνέργειαν ἡγεῖσθαι τήν βούλησιν, ἀρκοῦσαν
πρός τε τό εἶναι καί σώζεσθαι τά πάντα, μαρτυρούσης καί προφητικῆς φωνῆς. Πάντα
γάρ ὅσα ἠθέλησε, ἐποίησεν. Οὐ γάρ ἐπιδέεταί τινος πρός τήν ὧν βούλεται
σύστασιν, ἀλλ’ ἅμα τέ βούλεται, καί γέγονε, ὅπερ ἠθέλησεν»[19].
30. Εἰς τό κείμενον
αὐτό ἡ βούλησις τοῦ Θεοῦ προπορεύεται τῆς ἐνεργείας καί ἡ ἐνέργεια ἕπεται,
δηλαδή ἀκολουθεῖ τήν βούλησιν. Διά τοῦτο ὁ Εὐνόμιος περιγράφει τήν ἐνέργειαν
τῆς «ἀνωτάτω καί κυριωτάτης οὐσίας», πού κτίζει τήν «δευτέραν οὐσίαν», ὡς «παρεπομένην».
Ἀλλά ὁ Εὐνόμιος κάμνει τοῦτο σαφῶς διά πρώτην φοράν εἰς τό ἔργον του «Ἀπολογία
ὑπέρ Ἀπολογίας» πού εἶναι ἐνσωματωμένον εἰς τό ἔργον τοῦ Γρηγορίου Νύσσης «Ἀντιρρητικός
πρός Εὐνόμιον». Ἀλλά ὁ κ. Μαρτζέλος δέν ὑπεβλήθη εἰς τόν κόπον νά προσοικειωθῇ
μέ τά χωρία τοῦ Εὐνομίου περί τῶν τριῶν θείων οὐσιῶν καί τῶν παρεπομένων
ἐνεργειῶν τους εἰς αὐτό τό ἔργον τοῦ Γρηγορίου Νύσσης. Διά τοῦτο δέν κατάλαβε
τό ἀνωτέρω χωρίον τοῦ Εὐνομίου ἀπό τό ἔργον του «Ἀπολογία». Ἀφοῦ ἐδιάβασε τήν «Ἀπολογίαν»
τοῦ Εὐνομίου ἔπρεπε ὁ κ. Μαρτζέλος νά ρίξῃ μιά ματιά καί εἰς τό ἔργον του «Ἀπολογία
ὑπέρ Ἀπολογίας», ὄχι μόνον διά τά θέματα περί θείων ὀνομάτων, ἀλλά κυρίως διά
τά θέματα περί τῶν τριῶν θείων οὐσιῶν καί τῶν παρεπομένων ἐνεργειῶν καί
προσφυῶν ὀνομάτων των.
31. α. Ὁ κ. Μαρτζέλος
γνωρίζει τόν Εὐνόμιον σχεδόν ἀποκλειστικῶς ὡς ἐμφανίζεται εἰς τό ἔργον του «Ἀπολογία»
καί εἰς τόν Μ. Βασίλειον. Ἀλλά ὁ κ. Μαρτζέλος δέν ὑποψιάσθηκε τό μέγεθος τῶν
ἐπιπροσθέτων πληροφοριῶν περί τῆς διδασκαλίας του πού παρέχει ὁ Εὐνόμιος εἰς τό
ἔργον του «Ἀπολογία ὑπέρ Ἀπολογίας», πού δέν εἶχε ὑπ’ ὄψιν του ὁ Μ. Βασίλειος.
Ἀλλά ἀπό τό ἀπολεσθέν τοῦτο ἔργον τοῦ Εὐνομίου σώζονται τά οὐσιαστικά καί τά
κύρια κείμενά του εἰς τό ἔργον «Ἀντιρρητικός πρός Εὐνόμιον» τοῦ Γρηγορίου
Νύσσης. Τό παράδοξον εἶναι ὅτι ὅ,τι ἰσχύει διά τήν ἄγνοιαν τοῦ κ. Μαρτζέλου διά
τά κατά τόν Εὐνόμιον θέματα περί τῶν «τριῶν» θείων «οὐσιῶν» καί «τῶν
παρεπομένων ἐνεργειῶν τους», ἰσχύει καί διά τά «παρεπόμενα», μετά τῶν ἐν λόγῳ
ἐνεργειῶν, «προσφυῆ ὀνόματα». Τοῦτο φαίνεται σαφῶς εἰς τό Κεφάλαιόν του Δ΄ «Ἡ διάκρισις
Οὐσίας - Ἐνεργειῶν καί τά ὀνόματα τοῦ Θεοῦ», Α΄. «Προέλευσις τῶν θείων
ὀνομάτων», 1. «Ἡ περί ἐπινοίας καί καταγωγῆς τῶν ὀνομάτων ἀντίληψις τοῦ
Εὐνομίου» (1983, σ. 165-174, 1984/1993, σ. 148-158). Ἐδῶ ὁ κ. Μαρτζελος
παραπέμπει εἰς 25 κείμενα τοῦ Εὐνομίου εἰς τό ἐν λόγῳ ἔργον τοῦ Γρηγορίου
Νύσσης πού ἀσχολοῦνται μέ τό θέμα περί θείων ὀνομάτων. Παρά ταῦτα δέν
χρησιμοποιεῖ τό κείμενον τοῦ Εὐνομίου ὅπου συνοψίζει ὅλην τήν διδασκαλίαν του
πού παραθέσαμεν ἀνωτέρω εἰς τήν παράγραφον 22. Διά τοῦτο ἀγνοεῖ αὐτό τοῦτο τό
γεγονός ὅτι διά τόν Εὐνόμιον τό σχετικόν «προσφυές ὄνομα» τῆς ἑκάστης τῶν
πρώτων δύο παρεπομένων ἐνεργειῶν εἶναι καί αὐτό «παρεπόμενον» μαζί μέ τήν
ἐνέργειάν του. Ἐπίσης ἀγνοεῖ ὅτι καί τά ἀναρίθμητα «προσφυῆ ὀνόματα», πού συνοδεύουν
τάς ἀναριθμήτους παρεπομένας ἐνεργείας τῆς τρίτης θείας οὐσίας εἶναι μαζί τους
καί αὐτά «παρεπόμενα». Οὔτε μίαν φοράν δίδει τήν ἐλαχίστην ἐντύπωσιν ὁ κ.
Μαρτζέλος ὅτι ἐδιάβασε ἔστω μίαν φοράν ἐπί τροχάδην τά σωζόμενα κείμενα τοῦ
Εὐνομίου, ὅπου περιγράφονται τά τοιαῦτα[20].
β. Εἰς τήν σ. 172
ὑποσημ. 1 τοῦ 1983 ἤ εἰς τήν σ. 156 ὑποσημ. 2 τοῦ 1984/93 παραπέμπει καί εἰς τά
ἰδικά μου γραφόμενα διά τήν διδασκαλίαν τοῦ Εὐνομίου περί ὀνομάτων[21]. Ἀλλά δέν ἀναφέρει τό
πῶς περιγράφω τήν πρό τοῦ κτιστοῦ κόσμου ὕπαρξιν τῶν ὀνομάτων μέσα εἰς τόν
Θεόν. Μέσα εἰς Ὀρθόδοξα πλαίσια θά ἐθεωροῦντο «ἄκτιστα». Ἐδῶ δέν παραθέτω
κείμενα, ἀλλά παραπέμπω εἰς τόν «Ἀντιρρητικόν πρός Εὐνόμιον» Β΄, Migne, P.G.,
45 909-1122, εἰδικά 973 καί ἑξῆς. Ὁ σκοπός μου εἰς τήν παράγραφον αὐτήν δέν ἦτο
νά ἀσχοληθῶ εἰδικά μέ τόν Εὐνόμιον, ἀλλά διά νά τόν χρησιμοποιήσω ὡς εἰσαγωγήν
εἰς τήν διδασκαλίαν τῶν Πατέρων περί γλωσσῶν καί θεοπνευστίας, ὅπως τήν
ἀναπτύσσει ὁ Γρηγόριος Νύσσης. Ἀλλά δέν εἶχα παραπέμψει ἐδῶ εἰς τόν «Ἀντιρρητικόν
πρός Εὐνόμιον» Α, Migne, P.G., 45, 297Α, ὅπου, ὅπως εἴδαμεν, ὁ Εὐνόμιος συνδέει
καί σχεδόν ταυτίζει τήν γέννησιν τῶν θεϊκῶν ὀνομάτων μέ τήν γέννησιν τῶν
παρεπομένων ἐνεργειῶν τῶν τριῶν ἀρχικῶν οὐσιῶν. Ἄν εἶχα παραπέμψῃ εἰς αὐτό τό
ἐν λόγῳ κείμενον, πιθανόν νά εἶχε ἐντοπίσῃ τήν σχέσιν τοῦ χωρίου τούτου μέ τά
κατά τόν Εὐνόμιον ὀνόματα τοῦ Θεοῦ καί τῶν κτισμάτων του. Παραδόξως ὅμως ὁ κ.
Μαρτζέλος παραπέμπει εἰς τό ἐν λόγῳ χωρίον Migne, P.G., 45, 297Β, μίαν φοράν
εἰς τό κεφ. Β΄. Α. 1. «Ἡ εὐνομιανή ἀντίληψις περί διακρίσεως οὐσίας καί
ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ» καί εἰς τό 297C δύο φοράς εἰς κεφ. Γ΄. 2. α. «Ἡ διά τῶν
ἐνεργειῶν θεολογική μέθοδος τοῦ Εὐνομίου». Ἀλλά, ὅπως μόλις εἴδαμεν, δέν
παραπέμπει εἰς τό Migne, P.G., 45, 297Α οὔτε μίαν φοράν εἰς τό κεφ. Δ΄ «Ἡ διάκρισις
Οὐσίας - Ἐνεργειῶν καί τά ὀνόματα τοῦ Θεοῦ», Α΄. «Προέλευσις τῶν θείων
ὀνομάτων», 1. «Ἡ περί ἐπινοίας καί καταγωγῆς τῶν ὀνομάτων ἀντίληψις τοῦ
Εὐνομίου». Ἀφοῦ δέν ἐχρησιμοποίησε τό κείμενον αὐτό, ὡς αὐτό τοῦτο τό θεμέλιον
τοῦ κεφαλαίου τούτου καί ὁλοκλήρου τῆς διατριβῆς του, καί ἀφοῦ οὔτε κἄν
παραπέμπει εἰς αὐτό τουλάχιστον εἰς τό κεφ. Δ΄, τίθεται αὐτομάτως τό ἐρώτημα:
Ἐμελέτησε ὁ κ. Μαρτζέλος τά ἐν λόγῳ σωζόμενα κείμενα τοῦ ἔργου τοῦ Εὐνομίου «Ἀπολογία
ὑπέρ Ἀπολογίας» κατ’ εὐθεῖαν ἀπό τά ἔργα τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, ἤ τά ἐπῆρε ἀπό
τούς V. Lossky, J. Danielou, I. Theil, A. Schindler εἰς τούς ὁποίους
παραπέμπει;
32. Ἀκριβῶς μέ χωρία τοῦ Εὐνομίου προσεπάθησαν καί ὁ Γρηγορᾶς καί ὁ Ἀκίνδυνος νά ἀποδείξουν ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς εἶναι ὀπαδός τῆς αἱρέσεως τοῦ Εὐνομίου, δηλαδή ὅτι συμφωνεῖ μέ τόν Εὐνόμιον ὅτι διακρίνονται μεταξύ τῶν ἡ ἄκτιστος θεία οὐσία καί αἱ ἄκτιστοι θεῖαι ἐνέργειαι. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὅμως, ἀπέδειξεν ὅτι εἰς τά κείμενα τοῦ Εὐνομίου ἡ ἐν λόγῳ διακρινομένη ἀπό τήν θείαν οὐσίαν ἐνέργεια εἶναι κτιστή[22] καί ὄχι ἄκτιστος, ὅπως ὑποστηρίζουν οἱ Γρηγορᾶς, Ἀκίνδυνος καί κ. Μαρτζέλος.
ΙΙ. ΤΑ ΚΟΙΝΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΚΟΙΝΩΝΗΤΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ[23]
33. Ὁλόκληρον τό
διδακτικόν προσωπικόν τοῦ Τμήματος Θεολογίας τοῦ Α.Π.Θ. κατήργησε τό δόγμα περί
τῶν κοινῶν καί τῶν ἀκοινωνήτων της Ἁγίας Τριάδος. Δηλαδή ἀνέτρεψαν, ἀσφαλῶς ἐν
ἀγνοίᾳ τους, τήν διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἐν τῷ ἐνσαρκωθέντι Κυρίῳ τῆς Δόξης
ὑπό τῶν θεουμένων θεοπτίαν ὅτι «...ἅπαν, ὅ θεωρεῖται καί λέγεται ἐν τῇ παναγίᾳ
καί ὁμοφυεῖ καί ὁμοουσίῳ Τριάδι, ἤ κοινόν ἐστι πάντων, ἤ ἑνός καί μόνου τῶν
τριῶν». Τό ἐξ ἐμπειρίας τῆς θεώσεως τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Πατέρων δόγμα
τοῦτο εἶναι τό «ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ» θεμέλιον ὅλων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Μάλιστα τήν τελικήν μορφήν τῆς ὁρολογίας περί αὐτῶν τῶν κοινῶν καί τῶν ἀκοινωνήτων
τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐτελειοποίησαν κυρίως οἱ Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος ὁ
Θεολόγος καί Γρηγόριος Νύσσης, βάσει τῆς διακρίσεως μεταξύ τῆς μιᾶς οὐσίας καί
τῶν τριῶν ὑποστάσεων τῆς Ἁγίας Τριάδος, πού ἀπετέλεσε τό θεμέλιον τοῦ Συμβόλου
τῆς Πίστεως τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τῶν ἀποφάσεων τῶν ἑπομένων Οἰκουμενικῶν
Συνόδων καί κυρίως τῆς Η΄[24].
34. Ἀφορμή τῆς
Εἰσηγήσεως ταύτης εἶναι τό ὅτι τό ὄνομά μου καί ἀ λ λ ο ι ω μ έ ν ο ν κείμενον
τῆς Δογματικῆς μου ἀπετέλεσαν θέμα συζητήσεως καί ἀρνητικῆς κριτικῆς εἰς Γ.Σ.
τοῦ Τμήματος Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ.
35. Οἱ καθηγηταί κ.κ.
Ν. Ματσούκας, Γ. Μαρτζέλος καί Δ. Τσελεγγίδης κατέθεσαν Εἰσηγητικήν Ἔκθεσιν εἰς
τά πρακτικά τῆς Γ.Σ. τῆς 14 Μαΐου 1992 τοῦ Τμήματος Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς
Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ, ὅπου μεταξύ ἄλλων μνημονεύουν τό ὄνομά μου εἰς τήν σ. 8 καί
παραθέτουν «ἐντός εἰσαγωγικῶν» γραφόμενά μου, παραπέμποντες εἰς τήν σ. 286 τῆς
Δογματικῆς μου. Παραθέτουν ἀπ’ ἐκεῖ δύο προτάσεις μου εἰς τήν σ. 9 τῆς ἐν λόγῳ
Εἰσηγητικῆς Ἐκθέσεώς τους, ἀλλά ἀπιστεύτως ἠλλοιωμένας. Θεωρῶ ἀπαράδεκτον καί
ἀδιανόητον τήν αὐθαιρεσίαν μέ τήν ὁποίαν χρησιμοποιοῦνται αἱ ἐν λόγῳ δύο
προτάσεις μου ἀπό τάς ὁποίας λείπει τό πρῶτον μέρος τῆς πρώτης προτάσεως καί τό
τελευταῖον μέρος τῆς δευτέρας προτάσεως.
36) Ἀλλά οἱ ἴδιοι
καθηγηταί κ.κ. Ν. Ματσούκας, Γ. Μαρτζέλος καί Δ. Τσελεγγίδης κατέθεσαν ἐκ νέου
Εἰσηγητικήν Ἔκθεσιν εἰς τά πρακτικά τῆς Γ.Σ. ἀρ. 188 τῆς 10ης Νοεμβρίου 1994
τοῦ ἐν λόγῳ Τμήματος Θεολογίας, εἰς τήν ὁποίαν μεταξύ ἄλλων πάλιν μνημονεύουν
τό ὄνομά μου εἰς τάς σ. 2-3 κατά τήν κρίσιν τῆς ὑποψηφιότητος τοῦ ἰδίου
προσώπου, πού εἶχε κριθῆ ἀνωτέρω. Εἰς τήν Γ.Σ. αὐτήν τό κρινόμενον πρόσωπον
ἀναφέρει τό πλῆρες κείμενόν μου εἰς τάς κρινομένας ἐργασίας του, πού εἶχε
παραχαραχθεῖ εἰς τήν ἀνωτέρω Γ.Σ. τῆς 14 Μαΐου 1992[25]. Παρά ταῦτα οἱ τρεῖς
εἰσηγηταί καί ὁλόκληρον τό ἐκλεκτορικόν σῶμα ἐνέμειναν εἰς τάς ἰδίας ἀπόψεις των
ἔναντι τοῦ ἐν λόγῳ κειμένου μου.
37. Πάντως εἰς τά
πρακτικά τῆς 14 Μαΐου 1992 ἡ ἐν λόγῳ Εἰσήγησις τῶν εἰρημένων τριῶν καθηγητῶν
ἀναμειγνύει, ἐντός εἰσαγωγικῶν μάλιστα, λόγια πού δέν εἶναι ἰδικά μου, μέ
ἀλλοιωμένας δύο προτάσεις μου. Παραδόξως ἐξαφανίζονται τό πρῶτον μέρος τῆς
πρώτης προτάσεώς μου καί τό δεύτερον μέρος τῆς δευτέρας προτάσεώς μου. Ἰδού αἱ
ἐν λόγῳ δύο πλήρεις προτάσεις μου διά νά φανῇ σαφῶς ἡ ἐν προκειμένῳ ἀλλοίωσις.
Τά ὑπογραμμισμένα δύο τεμάχια τῶν δύο προτάσεων εἰς τήν μέσην ἐντός εἰσαγωγικῶν
<< >> εἶναι τά δύο τεμάχια πού χησιμοποιοῦν οἱ εἰσηγηταί. Ἰδού τό
θέαμα τῆς διπλῆς ἀλλοιώσεως τῶν ἑξῆς δύο προτάσεών μου.
38. Γράφω· «Ἡ
διαφοροποίησις τῶν τριῶν προσώπων συνίσταται εἰς τόν τρόπον ὑπάρξεως αὐτῶν,
οὐδόλως εἰς τήν οὐσίαν καί εἰς τάς ἐνεργείας αὐτῶν, αἱ ὁποῖαι ἄνευ οὐδεμιᾶς ἐλλαττώσεως
ἤ ἀλλοιώσεως ἤ παραλλαγῆς <<ὑπάρχουν αἰωνίως καί ἐκ τοῦ Πατρός διά τοῦ
Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ἀλλά δέν ἔχουν ὕπαρξιν διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Πνεύματι. Δηλαδή
ὁ Πατήρ εἶναι ἡ αἰτία τῆς ὑπάρξεως τῶν ὑποστάσεων τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ἀλλά ὄχι τῆς οὐσίας καί τῶν ἐνεργειῶν αὐτῶν>> τάς ὁποίας
κοινωνεῖ αὐταῖς ἄνευ ἐνδιαμέσου τινός μεταξύ τοῦ γεννᾶν καί τοῦ γεννᾶσθαι καί
τοῦ ἐκπορεύειν καί ἐκπορεύεσθαι».
39. Ἀπό τά ἀνωτέρω
κείμενα φαίνεται σαφῶς πῶς ἀπεκόπησαν αἱ δύο ἄκραι τῶν ὡς ἄνω δύο προτάσεών μου
καί πῶς ἐχρησιμοποιήθησαν τά δύο μεσαῖα ἀπομείναντα τεμάχια προφανῶς διά νά
ἐξυπηρετήσουν τόν σκοπόν πού γνωρίζουν οἱ ἀλλοιώσαντες. Ὅμως χωρίς τά δύο
ἐλλείποντα ἄκρα ἤ τεμάχιά των αἱ δύο προτάσεις ἀποβαίνουν ἀκατανόητοι.
40. Ἐνῶ εἰς τό πρῶτο
μέρος τῆς πρώτης προτάσεώς μου εἶχα ἀναφερθῇ εἰς τήν διαφοροποίησιν, δηλαδή εἰς
τά ἀκοινώνητα, τῶν τριῶν προσώπων, καί ὄχι μόνον εἰς τάς θείας ἐνεργείας, ἀλλά
καί εἰς τήν θείαν οὐσίαν, ἡ ἐν λόγῳ εἰσήγησις μέ ἐμφανίζει γράφοντα ὅτι «...οἱ ἐνέργειες
τῶν προσώπων τῆς Ἁγ. Τριάδος (παραλείπουν τήν θείαν οὐσίαν) ὑπάρχουν αἰωνίως
καί ἀϊδίως ἐκ τοῦ Πατρός διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ἀλλά δέν ἔχουν ὕπαρξιν
διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Πνεύματι. Δηλαδή ὁ Πατήρ εἶναι ἡ αἰτία τῆς ὑπάρξεως τῶν
ὑποστάσεων τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά οὐχί τῆς οὐσίας καί τῶν
ἐνεργειῶν αὐτῶν...».
41. Οἱ εἰσηγηταί
ἀντικατέστησαν τό πρῶτον μέρος τῆς πρώτης προτάσεώς μου μέ λόγια, πού δέν εἶναι
ἰδικά μου ὡς ἑξῆς· «...οἱ ἐνέργειες τῶν προσώπων τῆς Ἁγ. Τριάδος» καί
συνεχίζουν μέ ἰδικά μου λόγια ὡς ἄνω μέχρι τήν φράσιν μου «ἀλλά οὐχί τῆς οὐσίας
καί τῶν ἐνεργειῶν αὐτῶν...». Οἱ εἰσηγηταί διακόπουν ἐδῶ τήν δευτέραν πρότασίν
μου καί ἔτσι διαστρέφουν τελείως τό νόημα τῆς ἰδικῆς μου συνεχείας. Ἀντιθέτως
ἐπιβάλλουν τούς ἰδικούς τους ἀσχέτους μέ τά γραφόμενά μου βλακώδεις στοχασμούς
τους. Γράφουν οἱ εἰσηγηταί τά ἑξῆς· «Στό σημεῖον αὐτό, ὅπως γίνεται σαφές,
ὑπάρχουν δύο σημαντικές καί γλωσσικές ἀντιφάσεις πού καταλήγουν σέ δογματικά σφάλματα.
Ἐνῶ δηλ. ἡ ὑποψηφία ὑποστηρίζει σωστά ὅτι οἱ ἐνέργειες τῶν προσώπων τῆς Ἁγ.
Τριάδος ΄΄ὑπάρχουν ... διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι΄΄, τονίζει ἐσφαλμένα ὅτι
΄΄δέν ἔχουν ὕπαρξιν διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Πνεύματι΄΄. Μέ τήν ἐπεξήγηση πού δίνει στή
συνέχεια μπλέκει ἀκόμα περισσότερο τά πράγματα: Ἐνῶ δηλ. γράφει σωστά ὅτι οἱ
ἐνέργειες τῶν προσώπων τῆς Ἁγ. Τριάδος ΄΄ὑπάρχουν ... ἐκ τοῦ Πατρός΄΄ (σ. 2)
διευκρινίζει ἐσφαλμένα ὅτι ὁ Πατήρ δέν ΄΄εἶναι ἡ αἰτία τῆς ὑπάρξεως ... τῶν ἐνεργειῶν
τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματος΄΄ (σ. 3)». Καί συνεχίζουν οἱ εἰσηγηταί· «Πῶς εἶναι
δυνατόν οἱ ἐνέργειες τῶν προσώπων τῆς Ἁγ. Τριάδος νά πηγάζουν ΄΄ἐκ τοῦ Πατρός΄΄
καί ὁ Πατέρας νά μήν εἶναι ἡ αἰτία τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματος;
Πῶς εἶναι δυνατόν, ὁ Πατέρας νά εἶναι ἡ αἰτία τῆς ὑπάρξεως τῶν ὑποστάσεων τοῦ
Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, ἀλλά ΄΄ὄχι τῆς οὐσίας καί τῶν ἐνεργειῶν αὐτῶν΄΄, ὅπως
ἐσφαλμένα γράφει ἡ ὑποψηφία; Εἶναι ποτέ δυνατόν, οἱ ὑποστάσεις τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ
Ἁγ. Πνεύματος, πού προέρχονται ἀπό τόν Πατέρα νά εἶναι χωρίς οὐσία καί χωρίς
ἐνέργειες; Πέρα ὅμως ἀπό τή λογική ἀπάντηση, πού μποροῦν νά ἔχουν τά ἐρωτήματα
αὐτά, ὑπάρχει καί ἡ θεολογική ἀπάντηση, μέ βάση τή δογματική διδασκαλία τῶν
Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδιαίτερα τῶν Καππαδοκῶν. Σύμφωνα μ’ αὐτήν ὁ Πατέρας
δέν εἶναι ἡ αἰτία τῆς ὑπάρξεως μόνον τῶν ὑποστάσεων τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματος,
ἀλλά - σέ ἀντίθεση μέ ὅσα γράφει ἡ ὑποψηφία - καί τῆς οὐσίας καί τῶν ἐνεργειῶν
τους».
42. Ἀλλά ἡ πρότασίς
μου, πού ἀλλοιώθηκε εἰς τήν ὡς ἄνω παράγραφον 39 μέ τήν ἀποκοπήν τοῦ δευτέρου
μέρους, συνεχίζει ὡς ἑξῆς· «...τάς ὁποίας κοινωνεῖ αὐταῖς ἄνευ ἐνδαμέσου τινός
μεταξύ τοῦ γεννᾶν καί τοῦ γεννᾶσθαι καί τοῦ ἐκπορεύειν καί ἐκπορεύεσθαι».
Δηλαδή οἱ θεολογικῶς ἐλλειπεῖς ἀποκόψαντες τό τελευταῖο μέρος αὐτό τῆς
προτάσεως αὐτῆς δέν κατάλαβαν ὅτι ὁ Πατήρ δέν εἶναι ἡ αἰτία τῆς ὑπάρξεως τῆς
οὐσίας καί τῶν ἐνεργειῶν Του μέσα στά δύο ἕτερα θεῖα πρόσωπα, ἀλλά «κοινωνεῖ»
τήν οὐσίαν Του καί τάς φυσικάς ἐνεργείας της εἰς τόν Υἱόν καί εἰς τό Ἅγιον
Πνεῦμα, ὅπως γράφει ἡ συνέχεια τοῦ κειμένου μου. Διά τοῦτο οἱ Πατέρες
συγκαταλέγουν τήν θείαν οὐσίαν καί τάς θείας ἐνεργείας εἰς τά κοινά, καί ὄχι
εἰς τά ἀκοινώνητα, τῆς Ἁγίας Τριάδος. Δηλαδή ὁ Πατήρ δέν εἶναι, ὅπως
ὑποστηρίζουν οἱ εἰσηγηταί, ἡ αἰτία τῆς ὑπάρξεως τῆς ὑπαρχούσης Ἰδικῆς Του
οὐσίας καί τῶν Ἰδικῶν Του φυσικῶν ἐνεργειῶν εἰς τόν Υἱόν καί τό Ἅγιον Πνεῦμα,
ἀλλά εἶναι ὁ κοινωνῶν μετ’ Αὐτῶν συναϊδίως τῆς αὐτῆς οὐσίας Του καί τῶν
ἀκτίστων ἐνεργειῶν Του.
43. Μοῦ κάμνει
ἐντύπωσιν ὅτι παρ’ ὅτι παρουσιάζω ἀρκετά κείμενα τῶν Πατέρων εἰς τήν Δογματικήν
μου ἐπάνω εἰς τά ἀκοινώνητα καί τά κοινά της Ἁγίας Τριάδος, ὅμως ἡ ἐν λόγῳ
εἰσήγησις ἀλλοίωσε μόνον αὐτό τό κείμενον. Ἀφοῦ τό Τμῆμα Θεολογίας συνεφώνησε μέ
τά γραφόμενα εἰς τήν ὡς ἄνω παρ. 9 ἀπό τήν ἐν λόγῳ εἰσήγησιν, εἰς τήν
πραγματικότητα ἀλλοίωσε ὁλόκληρον τήν πατερικήν παράδοσιν περί τῶν κοινῶν καί
τῶν ἀκοινωνήτων της Ἁγίας Τριάδος καί ἔτσι ἐπεκύρωσε τό Filioque τῶν Φράγκων
καί ἀνακήρυξεν ἔτσι καί τό ἀλάθητον τῶν Φραγκο-Λατίνων Παπῶν καί τήν Ψευδο-Οικουμενικήν
Σύνοδόν των τῆς Φερράρας - Φλωρεντίας (1438-1442).
44) Δηλαδή, τά
γραφόμενα αὐτά εἶναι σαφῶς αἱρετικά ἀφοῦ καταργοῦνται τά κοινά τῆς Ἁγίας
Τριάδος καί ταυτίζονται μέ τά ἀκοινώνητα. Τά κοινά δέν ἔχουν αἰτίαν ἤ τρόπον
ὑπάρξεώς τους ἀπό τόν Πατέρα, ἀλλά εἶναι τά κοινά πού ἔχουν ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον
Πνεῦμα συναϊδίως ἀπό τόν Πατέρα, ἀλλά καί μέ τόν Πατέρα. Πῶς δύναται νά ἔχει
τρόπον καί αἰτίαν ὑπάρξεως τό «ὁμοούσιον» τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ
τόν Πατέρα; Πῶς δέν σημαίνει τό ὁμοούσιον τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ
τόν Πατέρα ὅτι ἡ ἐν λόγῳ Θεία οὐσία συμπεριλαμβάνει τάς ἀκτίστους φυσικάς
ἐνεργείας της, παρ’ ὅτι δέν ταυτίζονται μέ αὐτήν; Τά ἀνωτέρω γραφόμενα τῶν εἰσηγητῶν
θά ἴσχυαν μόνον ἄν ἦσαν οἱ γράψαντες καί οἱ ψηφίσαντες αὐτά ὁμοιουσιανοί πρό
τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἄν εἶχαν ἐπιμείνει εἰς τά γραφόμενά τους αὐτά καί
μετά τήν Β΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον, τότε κατ’ οὐσίαν καί κατ’ ἐνέργειαν ἀπέρριψαν
τό ὁμοούσιον εἰς τό Σύμβολον τῆς Πίστεως καί τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Μέσα εἰς
τά πλαίσια τῆς διακρίσεως μεταξύ 1) τῆς μιᾶς οὐσίας καί τῶν ἐνεργειῶν της, καί
2) τῶν τριῶν ὑποστάσεων, δηλαδή μεταξύ τῶν α) κοινῶν καί β) ἀκοινωνήτων, τά ἐν
λόγῳ γραφόμενα εἶναι αἱρετικά.
45. Συνήντησα ἐπανάληψιν
τῆς ἰδίας ἐπιθέσεως κατά τῶν ἀλλοιωμένων γραφομένων μου (σ. 286 τῆς Δογματικῆς
μου) εἰς τήν σ. 65 εἰς τά πρακτικά τῆς ἐν λόγῳ συνεδρίας ἀπό τόν κ. Μαρτζέλον.
Ἐδῶ ἐπικαλεῖται εἰς βοήθειαν χωρίον τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ καί ἄλλο
τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου. Εἰς τήν ἐποχήν τοῦ Ἀθανασίου ἐπικρατοῦσε ἀκόμη ἡ
ταύτισις τῶν ὅρων οὐσίας καί ὑποστάσεως καί διά τοῦτο πολλοί Ὀρδόδοξοι
Ὁμοιουσιανοί οὔτε ἤθελαν νά ἀκούσουν διά τό ὁμοούσιον. Εἰς τό Σύμβολον τῆς
Νικαίας ὁ Λόγος εἶναι ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός. Ὅταν ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος
υἱοθέτησε τήν διάκρισιν μία οὐσία καί τρεῖς ὑποστάσεις, γίνεται ὀρθόν πλέον νά
ὑποστηρίζῃ κανείς ὅτι ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα ἔχουν ὡς τήν αἰτίαν τῆς ὑπάρξεώς των,
ὄχι τήν οὐσίαν τοῦ Πατρός, ἀλλά τήν ὑπόστασιν τοῦ Πατρός. Ἀλλά διά νά κάμῃ τήν
ἑρμηνείαν του, ὅπως φαντάζεται ὁ κ. Μαρτζέλος τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος, πάλιν
καταργεῖ τήν διάκρισιν μεταξύ τῶν κοινῶν καί τῶν ἀκοινωνήτων τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἐπικαλεῖται τό Σύμβολον τῆς Νικαίας καί τόν Μέγα Ἀθανάσιον. Ἡ ὁρολογία τους
εἶναι κατά πάντα ὀρθή καί ὀρθόδοξος. Ἀλλά μέ τήν ἐπικράτησιν τῆς διακρίσεως μεταξύ
τῆς μιᾶς θείας οὐσίας καί τῶν τριῶν ὑποστάσεων ἐπεκράτησε καί ἡ τελική μορφή
τῆς διακρίσεως μεταξύ τῶν κοινῶν καί τῶν ἀκοινωνήτων της Ἁγίας Τριάδος. Ὁ κ.
Μαρτζέλος ὑποστηρίζει ὅτι καί ὁ Δαμασκηνός διδάσκει εἰς τό χωρίον πού παραθέτει
ἀπό τό Migne, P.G., 94, 824ΑΒ ὅτι ὁ Πατήρ εἶναι ἡ αἰτία τῆς οὐσίας καί τῶν
ἐνεργειῶν τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μέ ἄλλα λόγια δέν καταλαβαίνει ὅτι
ἀφοῦ ὁ Δαμασκηνός ἔζησε ἀρκετούς αἰῶνες μετά τήν Β΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον
θεολογεῖ μέσα εἰς τά πλαίσια τῆς τελικῆς αὐτῆς διακρίσεως μεταξύ τῶν κοινῶν καί
τῶν ἀκοινωνήτων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Διά τοῦτο δέν κατανοεῖ ὁ κ. Μαρτζέλος τά
σχετικά μέ αὐτό τό θέμα κείμενα τῶν Πατέρων. Ποῦ γράφει ὁ Δαμασκηνός ρητῶς μέ
λέξεις ἑλληνικές ὅτι ὁ Πατήρ εἶναι ἡ αἰτία τῆς ὑπάρξεως τῆς ἰδικῆς του οὐσίας
καί ἐνεργείας μέσα εἰς τόν Υἱόν καί εἰς τό Ἅγιον Πνεῦμα; Ποῦ τέλος πάντων
ἀνήκει τό φαινόμενον αὐτό; Εἶναι κοινόν ἤ ἀκοινώνητον; Ἀλλά τά ἀκοινωνήτως
περιχωροῦντα ἀλλήλοις πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἡ μεταξύ Των κοινωνία
οὐσίας καί ἐνεργειῶν δέν ἔχουν καμμίαν σχέσιν μέ τήν «λογικήν» καθηγητῶν
πανεπιστημίων, ἀλλά μόνον μέ τήν ἐμπειρίαν τοῦ δοξασμοῦ τῶν θεουμένων. Μόνον «ὅ
ὑπ’ αὐτῶν θεωρεῖται καί λέγεται ἐν τῇ παναγίᾳ καί ὁμοφυεῖ καί ὁμοουσίῳ Τριάδι»
εἶναι ἡ διδασκαλία καί τό δόγμα τῶν Ὀρθοδόξων, ὄχι ὁ στοχασμός τοῦ ἑνός καί τοῦ
ἄλλου. Ποιός μεταξύ τῶν θεουμένων γράφει ὅτι ὁ Πατήρ εἶναι ἡ αἰτία τῆς ὑπάρξεως
τῆς ἰδικῆς Του οὐσίας καί τῶν ἰδικῶν Του ἐνεργειῶν εἰς τόν Υἱόν καί εἰς τό
Ἅγιον Πνεῦμα;
46. «Ἐπεί γάρ καί
ἅπαν, ὅ θεωρεῖται καί λέγεται ἐν τῇ παναγίᾳ καί ὁμοφυεῖ καί ὁμοουσίῳ Τριάδι, ἤ
κοινόν ἐστι πάντων, ἤ ἑνός καί μόνου τῶν τριῶν», σημαίνει ὅτι ὁ διαφωνῶν μέ τόν
ὁρισμόν αὐτόν τοῦ Μεγάλου Φωτίου περί τῶν κοινῶν καί τῶν ἀκοινωνήτων της Ἁγίας
Τριάδος ἀπορρίπτει τήν περί Ἁγίας Τριάδος καί ἐνσαρκώσεως παράδοσιν τῶν Προφητῶν,
Ἀποστόλων, Πατέρων καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί εἶναι ἑπομένως αἱρετικός.
47. Ἔχω τόν φόβον ὅτι
οἱ εἰσηγηταί ἀλλοίωσαν τά ἐν λόγῳ γραφόμενά μου ὄχι ἀπό τόσον καλήν πρόθεσιν.
Δηλαδή φοβοῦμαι ὅτι τό ἔκαμαν διά νά ἀποκρούσουν ἐπιστημονικόν ἀντίλογον.
Ἐνδεικτικόν εἶναι ὅτι δέν ἔδωσαν σημασίαν εἰς τό κείμενόν μου πού εἶχαν ἀλλοιώσει
εἰς τήν Γ.Σ. τῆς 14 Μαΐου 1992, ὅταν ἡ ὑποψηφία ἀποκατέστησε τό πλῆρες κείμενόν
μου εἰς τήν Γ.Σ. τῆς 10 Νοεμβρίου 1994. Ἀλλά τό χειρότερον εἶναι τό γεγονός ὅτι
οἱ εἰσηγηταί δέν κατάλαβαν τό «ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ» τοῦ δόγματος περί Ἁγίας
Τριάδος πού εἶναι τό ὅτι ὁ αἴτιος Πατήρ καί ὁ αἰτιατός Του Υἱός καί τό αἰτιατόν
Του Πνεῦμα εἶναι ἀκοινώνητα ὑποστατικῶς καί ὅτι ἔχουν ὡς τά κοινά Τους τήν
θείαν οὐσίαν Τους καί τάς φυσικάς ἐνεργείας της, δηλαδή τό ΟΜΟΟΥΣΙΟΝ. Ἑπομένως,
ἀφοῦ ὁλόκληρον τό διδακτικόν προσωπικόν τοῦ Τμήματος Θεολογίας συνεφώνησεν καί
συνεχίζει ἀκόμη νά συμφωνῇ μέ τούς εἰσηγητάς εἰς τό σημεῖον αὐτό, βλέπε
Πρακτικά Γ.Σ. τῆς 26ης Νοεμβρίου 1998, δηλαδή 1) ὅτι ὁ Πατήρ εἶναι δῆθεν ἡ
αἰτία τῆς ὑπάρξεως τῆς ἤδη ὑπαρχούσης οὐσίας Του καί τῶν ἤδη ὑπαρχουσῶν
ἐνεργειῶν της εἰς τόν Λόγον καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, καί 2) ὅτι ἐφ’ ὅσον τοῦτο
συγχαίει τά κοινά καί τά ἀκοινώνητα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τότε διά τά δύο ταῦτα
τόσον οὐσιαστικά καί αἱρετικά σφάλματα πρέπει ἤ νά καταργηθῇ τό ἐν λόγῳ Τμῆμα
Θεολογίας ἤ νά ἀντικατασταθῇ τό διδακτικόν του προσωπικόν μέ γνωρίζοντας τήν
οὐσίαν τῆς Ὀρθοδοξίας, δηλαδή μέ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν νά διακρίνουν τά
κοινά καί τά ἀκοινώνητα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
48. Ἀπό ὅλους τους Πατέρας ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ Μ. Βασίλειος καί ὁ Γρηγόριος Νύσσης ἀνέπτυξαν ἴσως περισσότερον ἀπό τούς ἄλλους τήν διδασκαλίαν περί τῶν κοινῶν καί τῶν ἀκοινωνήτων εἰς τήν Ἁγίαν Τριάδα, βάσει τῆς διακρίσεως μεταξύ τῆς μιᾶς οὐσίας καί τῶν τριῶν ὑποστάσεων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἀφοῦ παραθέτω εἰς τήν Δογματικήν μου πατερικά κείμενα διά τό δόγμα περί τῶν κοινῶν καί τῶν ἀκοινωνήτων, κυρίως ἀπό τήν σ. 268 μέχρι τήν σ. 366, δέν δικαιολογεῖται μέ κανένα τρόπον τό αἶσχος, πού ἐμφανίζει τό ἐν λόγῳ Τμῆμα ἐπάνω εἰς τήν καρδιά τοῦ δόγματος τῆς Ἁγίας Τριάδος, πού εἶναι αὐτά τά ἀκοινώνητα καί τά κοινά Της. Ὁ Μέγας Φώτιος ἔκαμε «ρεζίλι» τό Filioque τῶν ἀγραμμάτων καί βαρβάρων Φράγκων βάσει τοῦ δόγματος τούτου, πού εἶναι ἡ καρδιά τῆς Ὀρδοδοξίας[26].
ΙΙΙ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ
49. Εἴδαμεν πῶς ὁ κ.
Μαρτζέλος δέν κατάλαβε οὔτε τόν Μ. Βασίλειον, οὔτε τόν Γρηγόριον Νύσσης, οὔτε
τόν Εὐνόμιον, ἀλλά οὔτε τά γραφόμενά μου διά τόν Εὐνόμιον. Ἐπί πλέον ὁ κ. Γ.
Μαρτζέλος καί οἱ δύο συνάδελφοί του κ. Ν. Ματσούκας καί Δ. Τσελεγγίδης δέν
κατάλαβαν τά γραφόμενά μου εἰς τό κείμενόν μου, πού ἀλλοίωσαν εἰς τήν
Εἰσηγητικήν τους Ἔκθεσιν πού κατέθεσαν καί ἀνέγνωσαν κατά τήν Γενικήν
Συνέλευσιν ἀριθμ. 155 τοῦ Τμήματος Θεολογίας τῆς 14ης Μαΐου 1992. Τό παράδοξον
εἶναι ὅτι καί μετά τή δημοσίευσι τοῦ ἄρθρου μου αὐτοῦ, οἱ ἐν λόγῳ κ.κ.
Καθηγηταί ἐμμένουν εἰς τάς πλανεμένας θέσεις τους, Γενική Συνέλευσι 238, τοῦ
Τμήματος Θεολογίας τῆς 26ης Νοεμβρίου 1998. Οἱ εἰδικοί καθηγηταί Πανεπιστημίου
πού ἀσχολοῦνται μέ τήν εἰδικότητα τῆς Δογματικῆς καί τῆς Ἱστορίας τῶν Δογμάτων
εἶναι ὑποχρεωμένοι νά γνωρίζουν τά εἰδικά βιβλία τοῦ κλάδου τους, τουλάχιστον
τά Ὀρθόδοξα. Ἄν οἱ κ. Μαρτζέλος, Ματσούκας καί Δ. Τσελεγγίδης εἶχαν ἔστω
ἐπιτροχάδην ἀναγνώσῃ τά πατερικά κείμενα πού παραθέτω διά τό δόγμα περί τῶν
κοινῶν καί τῶν ἀκοινωνήτων της Ἁγίας Τριάδος εἰς τήν Δογματικήν μου, θά εἶχαν
ἀποφύγῃ τάς ἀνοησίας πού ἔγραψαν εἰς τήν ἐν λόγῳ Εἰσηγητικήν τους Ἔκθεσιν. Εἰς
τήν Ἀμερικήν ὁ μόνιμος καθηγητής χάνει τήν μονιμότητά του ἄν ἀποδειχθῇ ὅτι δέν
κατέχει τάς πηγάς καί τά γραφόμενα τῆς εἰδικότητός του.
50. Διά τούς Πατέρας
τό Ἅγιον Πνεῦμα ὡδήγησεν τούς Ἀποστόλους εἰς πᾶσαν τήν Ἀλήθειαν τήν ἡμέραν τῆς
Πεντηκοστῆς, ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἔγινε τό Σῶμα τοῦ Κυρίου τῆς Δόξης. Δοξασμοί,
δηλαδή θεώσεις, ἔγιναν εἰς τούς Προφήτας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐν τῷ Αὐτῷ Κυρίω
τῆς Δόξης καί εἰς τούς Ἀποστόλους ἐν τῷ Αὐτῷ Ἐνσαρκωθέντι πλέον Κυρίῳ τῆς
Δόξης. Ἡ θέωσις τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦτο καταργουμένη. Τό μένον ἐν
δόξῃ ἐγκαινιάσθη διά 1) τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Κυρίου (Ἰαχβέ) τῆς Δόξης, 2) τῆς
Σταυρικῆς Του Θυσίας, 3) τῆς εἰς Ἅδου Καθόδου Του, 4) τῆς Ἀναλήψεώς Του καί 5)
ἐτελειώθη τήν Πεντηκοστήν, ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἔγινε τό Σῶμα Του. Ἔκτοτε κάθε
δοξασμός πιστοῦ εἶναι εἴσοδος εἰς πᾶσαν τήν Ἀλήθειαν, πού εἶναι ὁ Ἔνσαρκος
Ἀναληφθείς καί ἐπιστραφείς Λόγος, γενομένης τῆς Ἐκκλησίας τό Σῶμά Του. Δηλαδή,
ἔκτοτε ἡ ἀνθρωπίνη φύσις τοῦ Κυρίου τῆς Δόξης διαιρεῖται ὅπως ἡ ἄκτιστος
ἐνέργειά Του ἀδιαιρέτως ἐν τοῖς φωτιζομένοις καί δοξασμένοις μέλεσί Του καί δι’
αὐτῶν ὁδηγεῖ καί ἄλλους εἰς τήν αὐτήν πᾶσαν Ἀλήθειαν, ὅπως ἀκριβῶς προσεύχεται
ὁ σεσαρκωμένος Ἰαχβέ εἰς τό Ἰωάννου 17.
51. Ἡ ἐξέλιξις τῆς
δογματικῆς ὁρολογίας τῆς Ἐκκλησίας ἔγινε καί γίνεται μόνον ἔναντι συγκεκριμένης
αἱρέσεως, ὄχι ἀπό στοχαζομένους καί ψάχνοντας διά κάποιαν φιλοσοφικήν ἤ
κοινωνικήν βαθυτέραν κατανόησιν τῶν δογμάτων τῆς πίστεως. Δέν προστίθεται
τίποτε εἰς τήν τελικήν ἀποκάλυψιν τῆς Πάσης Ἀληθείας τήν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς,
παρά μόνον νέα μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ μέσῳ τῆς καθάρσεως καί τοῦ φωτισμοῦ
τῆς καρδίας των καί τοῦ δοξασμοῦ των. Ἔτσι κάθε μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ,
πού φθάνει εἰς τόν δοξασμόν τῆς Πεντηκοστῆς, διαπιστώνει μόνος του τά τρία
θεμελιώδη ἀξιώματα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, δηλαδή ὅτι 1) «Θεόν φράσαι ἀδύνατον
καί νοῆσαι ἀδυνατώτερον», ὅτι 2) οὐδεμία ὁμοιότης ὑπάρχει μεταξύ κτιστοῦ καί
ἀκτίστου καί ὅτι 3) «...ἅπαν, ὅ θεωρεῖται καί λέγεται ἐν τῇ παναγίᾳ καί ὁμοφυεῖ
καί ὁμοουσίῳ Τριάδι, ἤ κοινόν ἐστι πάντων, ἤ ἑνός καί μόνου τῶν τριῶν». Τά περί
Θεοῦ ρήματα καί νοήματα χρησιμεύουν εἰς τήν προσευχήν καί εἰς τήν διδασκαλίαν
διά νά φθάσῃ κανείς εἰς τόν φωτισμόν, ἀλλά καταργοῦνται μαζί μέ τάς «προφητείας»,
«γλώσσας», καί «γνώσεις» (Α΄ Κορ. 13,8) κατά τήν διάρκειαν τῆς θεώσεως, ἐνῶ «ἡ
ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει» (αὐτόθι) καί ἐν ᾗ «θεωρεῖται» «τό τέλειον» (Α΄ Κορ. 13,
9) «πρόσωπον πρός πρόσωπον (Α΄ Κορ. 13,12)». Κατά μίαν διαρκῆ θέαν τῆς δόξης
τοῦ Χριστοῦ ὁ θεούμενος κοινωνεῖ καί συνομιλεῖ μέ τό περιβάλλον του, ἀφοῦ ἡ
κατάστασις αὐτή δέν ἔχει καμμίαν σχέσιν μέ τάς δαιμονικάς ἐκστάσεις τύπου Νεο-Πλατωνικῶν
καί Φραγκο-Λατίνων μοναχῶν τῆς παραδόσεως τοῦ Αὐγουστίνου. Μέ τήν λῆξιν τῆς
θεώσεως τά περί Θεοῦ ρήματα καί νοήματα ἐπανέρχονται μέ τήν νοεράν προσευχήν,
διά τήν διδασκαλίαν καί διά τήν καθημερινήν συνενόησιν μέ τό περιβάλλον. Καί
διά τοῦτο ἐπίσης ἀπατῶνται καί εὑρίσκονται εἰς πλάνην οἱ νομίζοντες ὅτι τά περί
Θεοῦ ρήματα καί νοήματά τους ἔχουν μεταφυσικήν ἤ ὀντολογικήν ἤ προσωπολογικήν
μονιμότητα, ἀφοῦ καί τά ὀρθοδοξως ἀποδιδόμενα εἰς Θεόν ὀνόματα δέν εἶναι
ἄκτιστα.
52. Ἀλλά ἀπατῶνται καί
εὑρίσκονται εἰς πλάνην καί οἱ ἀποδεχόμενοι ὁποιαδήποτε μορφήν τοῦ παπικοῦ
δόγματος ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ὁδηγεῖ ἤ κάποιαν ἐκκλησίαν ἤ κάποιαν ὁμάδα
στοχαζομένων δῆθεν θεολόγων βαθμηδόν «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν», ὡσάν νά μή εἶχαν
πλήρως φθάσῃ εἰς «πᾶσαν τήν Ἀλήθειαν» οἱ μαθηταί τοῦ Χριστοῦ τήν ἡμέραν τῆς
Πεντηκοστῆς καί οἱ μαθηταί τῶν μαθητῶν τους μέχρι σήμερα κατά τούς δοξασμούς τους.
53. Τό κύριον ἔργον
τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ θεραπεία τοῦ κέντρου τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος, τῆς
ὁποίας ἡ νόσος εὑρίσκεται εἰς τήν καρδίαν, δηλαδή εἰς τό πνεῦμα της, πού εἰς τήν
νέαν ἰατρικήν γλῶσσαν θά ἠδύνατο νά λέγεται ἡ νευροβιολογική νόσος τῆς καρδίας,
πού παράγει τάς φαντασιώσεις καί τάς δεισιδαιμονίας τῶν μή Ὀρθοδόξως
θρησκευομένων καί τῶν κατά κόσμον ἀρχηγῶν τους, ὄχι μόνον τῶν εἰδωλολατρῶν καί
ἀλλοθρήσκων, ἀλλά καί τῶν αἱρετικῶν καί τῶν τυπικῶς Ὀρθοδόξων. Τό ἔργον τῆς
Ἐκκλησίας εἶναι θεραπευτικόν, ἡ κάθαρσις καί ὁ φωτισμός τῆς καρδίας, δηλαδή τῆς
θεραπείας τῆς νευροβιολογικῆς νόσου της, καί ἡ θέωσις μαζί μέ τάς κοινωνικάς προεκτάσεις
της. «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται».
54. Μόνον ἀπό τήν
ἐμπειρίαν τοῦ ἐν Χριστῷ δοξασμοῦ τῶν Ἀποστόλων, Προφητῶν καί Πατέρων γνωρίζομεν
ὅτι ἐν τῷ Θεῷ ὑπάρχουν μόνον τά κοινά τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος καί τά ἀκοινώνητα μεταξύ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Τά ἀκοινώνητα κατέχουν τά κοινά ὁμοουσίως καί τά ἀκοινώνητα μή
ταυτιζόμενα περιχωροῦν ἀλλήλοις. Ὅλα τά περί Θεοῦ Ὀρθοδόξως λεγόμενα ἀνήκουν ἤ εἰς
τά κοινά ἤ εἰς τά ἀκοινώνητα.
55. Ἐξ αἰτίας τῆς
νοσούσης νοερᾶς ἐνεργείας ἔχομεν εἰκόνα περί Θεοῦ κατά τάς ἐπιθυμίας τῶν
διαβλητῶν μας παθῶν πού ἐμφωλεύουν εἰς τήν καρδίαν. Ἄλλα εἶναι ἑπομένως τά θεόπνευτα
γραφόμενα τῶν θεουμένων, καί ἄλλα εἶναι τά δῆθεν θεολογικά συγγράμματα τῶν μή
θεουμένων. Οἱ θεούμενοι μᾶς ἔδωσαν ἀπό τήν ἐμπειρίαν τῆς θεώσεώς τους τήν
διάκρισιν μεταξύ τῶν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι κοινῶν καί ἀκοινωνήτων καί τά ἀξιώματα
ὅτι οὐδεμία ὁμοιότης ὑπάρχει μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τῶν δημιουργημάτων Του καί διά
τοῦτο «Θεόν φράσαι ἀδύνατον καί νοῆσαι ἀδυνατώτερον». Ἐντός τῶν πλαισίων τῶν
ἀξιωμάτων αὐτῶν ἀποκλείονται αἱ πλάναι καί αἱ αἱρέσεις τῆς μεταφυσικο-οντολογίας,
τῆς πνευματολογίας καί τοῦ προσωπισμοῦ.
56. Αἱ τρεῖς
Αὐτοκρατορίαι τῆς Τσαρικῆς Ρωσίας, τῆς Μεγάλης Βρεταννίας καί τῆς Φράτζιας
ἵδρυσαν τόν Νέον Ἑλληνισμόν καί τήν Δυτικοποιημένην Ὀρθοδοξίαν του μέσῳ τῶν
Μασώνων πρακτόρων τους ὄπισθεν τοῦ Ἀδαμαντίου Κοραῆ. Ἵδρυσαν τάς Θεολογικάς
Σχολάς τοῦ ΚΠΑ[27] καί τῆς Χάλκης διά νά
μεταμορφώσουν τήν θεραπευτικήν Ὀρθοδοξίαν τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν
Πατέρων, πού διεσώζετο κυρίως εἰς τόν μοναχισμόν, εἰς ὁμοίωμα τῆς μεταφυσικῆς
Τσαρικῆς Ὀρθοδοξίας. Παρ’ ὅτι εἰς τήν Ἑλλάδα ἄρχισε πρό ἐτῶν ἡ ἐπανάστασις κατά
τῆς προδοσίας αὐτῆς, ὑπῆρχαν καί ὑπάρχουν ἀκόμη ἐκεῖνοι πού συνεχίζουν νά
ἀπορρίπτουν τήν θεραπευτικήν Ὀρθοδοξίαν. Ἐξακολουθοῦν νά γράφουν συνταγάς
φαρμάκων ἤ πνευματολογίας[28] ἤ
οντολογικο-μεταφυσικῆς[29] ἤ προσωπισμοῦ[30]. Διά τοῦτο μάλιστα
προωθοῦνται οἱ «ὀρθόδοξοι» ἡγέται τῶν ρευμάτων αὐτῶν ἀπό τό Βατικανό καί τό ΠΣΕ[31]. Ἔχουν εἰδικούς μέ
τήν εὐθύνη νά παρακολουθοῦν τούς Ὀρθοδόξους ἡγέτας καί θεολόγους διά νά
δημιουργήσουν φωτοστεφάνους γύρω ἀπ’ αὐτούς, πού τούς συμφέρει, διά νά
ἐπιβάλλουν μέσῳ αὐτῶν τήν ποικιλίαν καί τήν περιεκτικότητα πού χαρακτηρίζει τάς
ἰδικάς τούς παραδόσεις. Δέν ἔχουν σκοπόν τόν ἀφανισμόν τῆς θεραπευτικῆς
Ὀρθοδοξίας καί νά τήν μεταβάλλουν εἰς μίαν ἐκ πολλῶν θέσεων τῆς Ὀρθοδοξίας.
57. Ὄπισθεν τῆς
ἐξελίξεως αὐτῆς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εὑρίσκεται ἡ κάποτε ἡνωμένη θρησκευτικῶς
τάξις τῶν Φραγκο-Λατίνων βασιλέων καί εὐγενῶν τῆς Εὐρώπης, πού εἶχε διαιρεθεῖ
σέ Παπικούς καί Προτεστάντες. Μετά ἀπό συνεχῆ θρησκευτικόν πόλεμον πέντε αἰώνων
ἀπεφάσισαν νά συμφιλιωθοῦν καί νά βροῦν τρόπους νά ξαναενωθοῦν. Διά νά
ἐπιτύχουν τήν ἕνωσιν ἀναγκάζονται νά υἱοθετήσουν τήν περιεκτικότητα θεολογιῶν,
δογμάτων καί παραδόσεων. Δέν τούς ἐνδιαφέρει τό γεγονός ὅτι ὅλοι ἔχομεν τήν
ἰδίαν νόσον καί ἔχομεν τήν ἀνάγκην τῆς ἰδίας θεραπείας. Τούς ἐνδιαφέρει μόνον ἡ
ἕνωσις καί ἡ «μυστηριακή» κοινωνία. Τό ἐρώτημα εἶναι εἰς τί διαφέρουν
οὐσιαστικῶς ἀπ’ αὐτούς οἱ Ὀρθόδοξοι ἐκεῖνοι, πού δέν συνδέουν πλέον τήν ἰδικήν
τους θεολογίαν μέ τήν θεραπείαν τῆς καθάρσεως καί τοῦ φωτισμοῦ τῆς καρδίας καί
τῆς θεώσεως;
58. Ἡ συνταγή πού
ὁδηγεῖ εἰς τήν θεραπείαν τῆς νευρο-βιολογικῆς νόσου τῆς καρδίας, τ.ἔ. τῆς
νοερᾶς ἐνεργείας τῆς ψυχῆς, διά τῆς καθάρσεως καί τοῦ φωτισμοῦ της καί τοῦ
δοξασμοῦ εἶναι ἡ μόνη ἀποτελεσματική. Ὅποια συνταγή ἀπομακρύνει τόν ἄνθρωπον
ἀπό τήν θεραπείαν αὐτήν εἶναι κομπογιανίτικη. Ἡ συνταγή Αὐτοῦ Τούτου τοῦ Κυρίου
τῆς Δόξης εἶναι σαφεστάτη· «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν
ὄψονται». Καί τό ὅτι ἡ θεραπεία αὐτή τῆς καθάρσεως καί τοῦ φωτισμοῦ τῆς καρδίας
καί τοῦ δοξασμοῦ γίνεται ἐντεῦθεν τοῦ τάφου εἶναι ἡ συμπαγής παράδοσις τῶν Ἀποστόλων
καί τῶν Πατέρων (Α΄ Κορ. 12,26)[32]. Ὅπως κάθε ἀσθένεια ὀφείλει
νά ἔχει τήν θεραπείαν της διά νά ἰατρευθῇ, ἔτσι καί ἡ νόσος τῆς θρησκείας, πού
ἑδρεύει εἰς τήν καρδίαν, θεραπεύεται ἀπό τήν καθαρκτικήν, φωτιστικήν καί
δοξαστικήν ἄκτιστον ἐνέργειαν τοῦ Κυρίου τῆς Δόξης, τοῦ ἰατροῦ τῶν σωμάτων καί
τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
59. Μόνον ἐντός τῶν
πλαισίων αὐτῶν τῆς ἰατρικῆς καί τῆς θεραπευτικῆς γίνονται κατανοητά τά κείμενα
τοῦ ἀποστόλου Παύλου· «Ὥστε ὅς ἄν ἐσθίῃ τόν ἄρτον ἤ πίνῃ τό ποτήριον τοῦ Κυρίου
ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου· δοκιμαζέτω δέ
ἄνθρωπος ἑαυτόν, καί οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καί ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω· ὁ
γάρ ἐσθίων καί πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καί πίνει, μή διακρίνων τό σῶμα
τοῦ Κυρίου. διά τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοί ἀσθενεῖς καί ἄρρωστοι καί κοιμῶνται
ἱκανοί» (Α΄ Κορ. 11,28-30). Μέ ἄλλα λόγια πρέπει κανείς νά δοκιμάσῃ τόν ἑαυτόν
του ἄν εἶναι εἰς τήν κατάστασιν φωτισμοῦ, καί ἑπομένως μέλος τοῦ σώματος τοῦ
Χριστοῦ καί ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέ τουλάχιστον τά «γένη γλωσσῶν», δηλαδή
τήν νοεράν προσευχήν. Ἄλλως «ἐσθίει τόν ἄρτον καί πίνει τό ποτήριον τοῦ Κυρίου
ἀναξίως» (Α΄ Κορ. 11,27). Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει εὑρίσκεται μεταξύ ἤ τῶν «ἀσθενῶν»
ἤ τῶν «ἀρρώστων» ἤ τῶν πνευματικῶς «κοιμωμένων (νεκρῶν)» (Α΄ Κορ. 11,30),
δηλαδή μή μετέχων εἰς τήν πρώτην ἀνάστασιν τοῦ ἔσω ἀνθρώπου. Ὁ τοιοῦτος μετέχει
εἰς τήν Θείαν Εὐχαριστίαν οὐχί ἀξίως, ἀλλά εἰς κατάκριμα. Δέν πρέπει κανείς νά
χρησιμοποιεῖ τόν δεῖπνον τῆς ἀγάπης (πού τότε συνόδευε κάθε εὐχαριστιακήν
σύναξιν) ὡς εὐκαιρίαν νά τρώῃ καί νά πίνῃ. Τοῦτο κάμνει κανείς εἰς τό σπίτι του
(Α΄ Κορ. 11,21-22,34). «Εἰ δέ ἑαυτούς διεκρίνομεν (δηλαδή διά τῆς νοερᾶς
προσευχῆς), οὐκ ἐκρινόμεθα, κρινόμενοι δέ ὑπό τοῦ Κυρίου παιδευόμεθα, ἵνα μή
σύν τῷ κόσμῳ κατακριθῶμεν» (Α΄ Κορ. 11,31-32). Εἰς τόν φωτισμόν καί εἰς τόν
δοξασμόν κρινόμενοι οἱ φωτισθέντες καί οἱ θεωθέντες, ἐκπαιδεύονται ἐντός τοῦ
πνεύματός των ἀπό τόν ἴδιον τόν Χριστόν. Τήν θεραπείαν αὐτήν περιγράφει ἐν συνεχείᾳ
ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἰς τήν Α΄ Κορ. 12-15,11.
[1] Τό ἄρθρον τοῦτο
ἐδημοσιεύθη διά πρώτην φοράν τό 1996 εἰς τό ἐπιστημονικόν Περιοδικόν ΘΕΟΛΟΓΙΑ,
τόμ. 67, Ἰανουάριος 1996, τεῦχ. 1, σελ. 663-695. Δημοσιεύεται ἐκ δευτέρου ἐδῶ
[στό Ἰ. Ρωμανίδου, Δογματική καί
Συμβολική Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. Α΄, ἔκδ.
Πουρναρᾶς, Θεσ/νίκη 19994, σελ. 253-291], μέ μερικάς προσθῆκας ἐπί
τοῦ ἰδίου θέματος, διά τήν σοβαρότητα τοῦ προβλήματος ἐξ αἰτίας τῆς ἀλλοιώσεως
τοῦ Ὀρθοδόξου Τριαδολογικοῦ Δόγματος ἀπό τούς ἰδίους Εἰσηγητάς καί Καθηγητάς
τοῦ Θεολογικοῦ Τμήματος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ.
[2] ΑΠΘ = Ἀριστοτέλειον
Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης.
[3] Θεσσαλονίκη 1983,
ἔκδοσις University Studio: 1984 ΑΠΘ,
Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς, 1993, Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη.
[4] Οἱ Λουθηρανοί εἰς τόν
διάλογον μέ τούς Ὀρθοδόξους ἔχουν δεχθῇ ὅτι ἡ θεολογική μέθοδος τῶν Πατέρων
ἐκπηγάζει ἤ ἀπό τήν προσωπικήν τους ἐμπειρίαν τοῦ ἐν τῷ Λόγῳ φωτισμοῦ καί τοῦ
δοξασμοῦ τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων ἤ ἀπό τό γεγονός, ὅτι
ἀκολουθοῦν πιστά τούς ἐν λόγῳ θεουμένους. Ὡς ἐκ τούτου οἱ διαλεγόμενοι μαζί μας
Λουθηρανοί ἀπορρίπτουν μαζί μέ τούς Πατέρες καί τήν analogia entis
καί τήν analogia fidei τοῦ Αὐγουστίνου καί
τῆς Φραγκο-Λατινικῆς παραδόσεως. Μέ ἄλλα λόγια ἔχουν ἀπορρίψει τήν ὀντολογικήν
/ μεταφυσικήν / φιλοσοφικήν μέθοδον τοῦ θεολογεῖν. Δηλαδή ἐδέχθησαν τά δύο
ἀξιώματα: 1) «Θεόν φράσαι ἀδύνατον καί νοῆσαι
ἀδυνατώτερον», καί 2) «οὐδεμία
ὁμοιότης ὑπάρχει μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου». Μάλιστα βάσει αὐτῶν τῶν
προῦποθέσεων δέχονται τήν κατ’ ἀρχήν θεοπνευστίαν τῶν Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων. Τώρα ἐξετάζομεν κατά πόσον δέχονται τάς σωτηριολογικάς προϋποθέσεις
τῶν ἐν λόγῳ Συνόδων καί ἐν συνεχείᾳ θά πρέπῃ νά ἐξετάσωμεν τό τρίτον ἀξίωμα ὅτι
«...ἅπαν, ὅ θεωρεῖται καί λέγεται ἐν τῇ
παναγίᾳ καί ὁμοφυεῖ καί ὁμοουσίῳ Τριάδι, ἤ κοινόν ἐστι πάντων, ἤ ἑνός καί μόνου
τῶν τριῶν».
[5]
Migne, P.G.,
30, 860.
[6]
Migne, P.G.,
30, 860.
[7]
Ἀνατρεπτικός
τοῦ
Ἀπολογητικοῦ
τοῦ
δυσσεβοῦς
Εὐνομίου, Λόγος
Α΄, Migne, P.G.,
29, 528. Ἰδέ τό ἔργον μου, Τό Προπατορικόν Ἁμάρτημα, Ἀθῆναι 1957, σελ. 51, ὑποσημ. 1: 1989,
σελ. 48, ὑποσημ. 4.
[8] Αὐτόθι, σελ. 93.
[9] Migne,
P.G., 45, 917BC,
45,325BC καί 45,297BC.
[10] «Highlights ih the Debate over Theodore of Mopsuestia’s
Christology and some Suggestions of a Fresh Approach», The
Greek Orthodox Theological Review 5 (1959-60), σ. 140-185. Ἡ
ἀνακάλυψις
αὐτή
ἀποτελεῖ
ἕνα
ἀπό
τά
θεμέλια
τῆς
Δογματικῆς
μου, πού
τήν
καθιστᾶ
συγχρόνως
εἶδος
στενωτέρου
συνδυασμοῦ
τῆς
Δογματικῆς
μέ
τήν
Ἱστορίαν
τῶν
Δογμάτων
καί
τήν
Συμβολικήν, ἀφοῦ
περιγράφει
μέρος
τῆς
ἐξελίξεως
τῆς
Πατερικῆς
ὁρολογίας
ἔνατι
τῶν
αἱρέσεων
καί
μέσῳ
τῆς
Ὀρθοδόξου
Συνοδικῆς
Παραδόσεως. Ἀλλά
ἐπίσης
ὅμως
εἶχα
ἀναλύσει
εἰς
τήν
Δογματικήν
μου, σ. 289-305, πῶς
ὁ
Εὐνόμιος
ἔκαμνε
τήν
διαφοροποίησιν
τῆς
διδασκαλίας
του
ἀπ’ αὐτήν
τῶν
Ἀρειανῶν
καί
τήν
ὁποίαν
περιέγραψα
καί
εἰς
τό
κεφάλαιον
περί
Filioque εἰς τόν
βιβλίον
μου
Franks, Romans,
Feudalism and Doctrine, Brookline 1981, σ. 77 καί 87-88.
[11]
The Greek
Orthodox Theological Review 5 (1959-60), σ. 140-185.
[12] Χρήστου, Ε.Π.Ε., 91, σελ. 82-84.
[13] Εἶναι πιθανόν ὅτι
ἐκεῖ τά εἶδε διά πρώτη φορά.
[14] Ἀνατρεπτικός τοῦ Ἀπολογητικοῦ
τοῦ δυσσεβοῦς Εὐνομίου, Λόγος Α΄, Migne, P.G.,
29, 528. Ἴδε τό ἔργον μου, Τό
Προπατορικόν Ἁμάρτημα, Ἀθῆναι 1957, σελ. 51, ὑποσημ. 1: 1989, σελ. 48,
ὑποσημ. 4.
[15] P.G.,
30, 857-830. Διά τό ἐν λόγῳ κείμενον ἰδέ τό ἔργον μου, Τό Προπατορικόν Ἁμάρτημα, Ἀθῆναι 1957, σελ. 47, ὑποσημ. 1: 1989,
σελ. 44, ὑποσημ. 1.
[16] Ρωμανίδου Ἰ., Τό Προπατορικόν Ἁμάρτημα, 1957, σελ. 47,
ὑποσημ. 3: 1989, σελ. 4, ὑποσημ. 1 καί 2, Μ. Βασιλείου, Migne,
P.G.,
29, 680.
[17] Migne,
P.G., 45,297A,B,C.
Χρήστου, Ε.Π.Ε., 91, σελ. 82-84
[18]
Migne, P.G., 45, 325C.
[19]
Migne, P.G., 30,860.
[20]
Ἰδέ
τάς
ἀνωτέρω
παραγράφους 22-28.
[21] «Highlights ih the Debate over Theodore of Mopsuestia’s
Christology and some Suggestions of a Fresh Approach», The Greek Orthodox Theological
Review 5 (1959-60), σ. 177.
[22] Ἰδέ Γρηγορίου Παλαμᾶ Συγγράμμτατα,
Παναγιώτου Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1988, τόμος Δ΄, σελ.
40,41,79,80,81,96,98,184,213,214, 270 ἑ., 306-313, 354 ἑ., 364 ἑ., 377 ἑ.
[23] Ἰ.Σ. Ρωμανίδου, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τῆς
Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 286-400.
[24] Ἰδέ ἱστορικήν
περιγραφήν τῆς ἐξελίξεως εἰς τά ἔργα μου Δογματική
καί Συμβολική Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1973
καί τό κεφ. Filioqe εἰς
τά
βιβλία
Franks, Romans,
Feudalism and Doctrine, Brookline 1981, σ. 60-95, Augustin, Les Dossiers H - L’ Homme, 1988, σ. 197-217.
[25] Βλ. ἐν Γρηγόριος Παλαμᾶς, τ. 750, Θεσσαλονίκη
1993, σελ. 624-625 καί ἐν Πρακτικά τοῦ
Θεολογικοῦ Συνεδρίου, «Ὁ Ἐπουράνιος Πατήρ», Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 282-283.
[26] Ἰδέ εἰς τό βιβλίον μου
Franks, Romans, Feudalism and Doctrine, σ. 86 ὅπου μετέφρασα
σχετικά κείμενα ἀπό τήν ἐπιστολήν τοῦ «Μ. Φωτίου, πρός τούς τῆς Ἀνατολῆς
Ἀρχιερατικούς Θρόνους» καί κυρίως ἀπό τό ἔργον του «Περί τῆς τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος Μυσταγωγίας», Migne, P.G.,
102, 279-400.
[27] ΚΠΑ = Καποδιστριακόν
Πανεπιστήμιον Ἀθηνῶν.
[28] Ἡ παπική αἵρεσις ὅτι
τό Ἅγιον Πνεῦμα ὁδηγεῖ τήν ἐκκλησίαν εἰς βαθυτέραν κατανόησιν τῆς ἀποκαλύψεως.
[29] Ὅτι τά κτίσματα εἶναι
δῆθεν ἀντίγραφα τῶν δῆθεν ἀρχετύπων τῆς θείας οὐσίας καί πού ἀποτελοῦν τά
θεμέλια τοῦ δαιμονικοῦ μυστικισμοῦ τοῦ Φραγκο-Λατινικοῦ μοναχισμοῦ πού
κατήργησαν πολλοί Διαμαρτυρόμενοι.
[30] Ἡ αἵρεσις τοῦ
Αὐγουστίνου ὅτι μέσῳ τῆς προσωπικότητος τοῦ ἀνθρώπου δύναταί τις νά ἐξιχνιάσῃ
ὁμοιότητες μεταξύ τῆς λειτουργίας τῆς ἀνθρωπίνης λογικῆς καί τῶν προσώπων τῆς
Ἁγίας Τριάδος μέ σκοπόν νά ἀποκτήσῃ κανείς κάποιαν γνῶσιν τῆς θείας οὐσίας καί
τῆς Ἁγίας Τριάδος.
[31] ΠΣΕ = Παγκόσμιον
Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν.
[32] Διά λεπτομερῆ ἀνάπτυξιν
ἰδέ J.S. Romanides,
«Church Synods and
Civilization», Θεολογία,
τόμ. 63,3, 1992.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου