Διάγραμμα – Περίληψη
Θέματος Γ' τοῦ Θεολογικοῦ Προγράμματος «Ὀρθοδοξία καί Ζωή»
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας,
περιόδου Ι', ἔτους 2015-2016.
Ἡ θρησκεία, ὡς ἀπόπειρα ὑπέρβασης τοῦ θανάτου: Ὁ ἄνθρωπος,
στήν προσπάθεια του νά ὑπερβεῖ τόν φόβο τοῦ
θανάτου, δέν κατασκευάζει μόνο μύθους, ἀλλά καί θρησκεῖες.
Θρησκεία εἶναι ἡ τιμή ἤ λατρεία πρός τό (ὑποτιθέμενο)
θεῖο. Κάθε θρησκεία ὑπόσχεται «λύση» στό
πρόβλημα τοῦ θανάτου, μεταθέτωντάς το, κατά κανόνα, σέ μιά ἄλλη
ζωή. Ἡ προσφερόμενη ἀπό τή θρησκεία «λύση»
εἶναι: «πεθαίνεις τώρα, γιά νά ζήσεις σέ μιά ἄλλη
ζωή», «στερεῖσαι τώρα, γιά νά ἀπολαύσεις σέ μιά ἄλλη
ζωή». Στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἡ ἄλλη
ζωή δέν εἶναι ἁπλή ὑπόσχεση, ἀλλά πραγματικότητα, ἡ
ὁποία ἀρχίζει ἀπό
τήν παροῦσα ζωή. Οἱ Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας διδάσκουν ὅτι, ἄν
ὁ ἄνθρωπος δέν ἀρχίσει ἀπό
τώρα νά ἀπολαμβάνει τά ἀγαθά τῆς
αἰώνιας ζωῆς, δέν θά τά ἀπολαύσει
οὔτε μετά θάνατον. Στόν πρωτόγονο ἄνθρωπο
ἡ θρησκεία συμπλέκεται ἄρηκτα μέ τόν μῦθο.
Οἱ ρίζες τῆς ἀνθρώπινης
θρησκευτικότητας εἶναι βαθύτατες, ὅπως καί τοῦ
μύθου. Ἡ ἐπιστήμη μαρτυρεῖ γιά τήν καθολικότητα
τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου, γεγονός
πού εἶχε ἐπισημάνει στήν ἀρχαιότητα ὁ
Ξενοφῶν (π.430-355 π.Χ.). Ἐπί πλέον, στή θρησκεία
ἐμφανίζονται ὅλα τά στοιχεῖα
τοῦ μύθου, ἰδιαίτερα δέ ἡ
ἀπολυτοποίηση τοῦ σχετικοῦ:
Ὅλες οἱ θρησκεῖες
εἶναι ἀπολυτοποιήσεις τοῦ σχετικοῦ,
ὅλες οἱ θρησκεῖες
θεοποιοῦν ἕνα μέρος τοῦ κτιστοῦ
κόσμου, ὅλες οἱ θρησκεῖες
ἔχουν εἰδωλολατρικό χαρακτῆρα,
ὅλες οἱ θρησκεῖες
(ἀνεξαιρέτως) εἶναι μορφές εἰδωλολατρίας.
Στή θρησκεία τό ἀπολυτοποιημένο σχετικό τοῦ μύθου, δέν πιστεύεται
ἁπλῶς, δέν προσδιορίζει τόν ἄνθρωπο ἁπλῶς,
ἀλλά καί λατρεύεται.
Σχέση Χριστιανισμοῦ καί θρησκείας: Στήν ἐποχή
μας τέθηκε ἔντονα τό ἐρώτημα ἄν
ὁ Χριστιανισμός εἶναι θρησκεία (π. Ἰω.
Ρωμανίδης, Γ. Πατρῶνος, Χρ. Γιανναρᾶς κ.ἄ.)
καί ἀμφισβητήθηκε ριζικά ἡ γνωστή ἀντίληψη
ὅτι ὁ Χριστιανισμός εἶναι μιά θρησκεία, πού
διαφέρει ἀπό τίς ἄλλες στό ὅτι
εἶναι «ἀληθής θρησκεία» (vera religio),
ἐνῶ κάθε ἄλλη εἶναι
«ψευδής θρησκεία» (falsa religio). Ὡστόσο, ἡ
ὀρθή ἀπάντηση ἐξαρτᾶται
ἀπό τό πῶς ἀκριβῶς
ὁρίζεται ἡ θρησκεία. Ἄν
θρησκεία εἶναι ἡ ταύτιση κτιστοῦ καί ἀκτίστου,
ἤ ἡ ταύτιση κτιστῶν περί Θεοῦ
νοημάτων καί ρημάτων μέ τήν ἴδια τήν ἄκτιστη
πραγματικότητα, ἄν ἡ θρησκεία εἶναι κίνηση ἐκ
τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό, ἄν εἶναι
σχέση μέ ὑποτιθέμενο (ἀνύπαρκτο) «θεό», τότε ὁ
Χριστιανισμός εἶναι κάτι ριζικά ἀντίθετο τῆς
θρησκείας. Ὁ (αὐθεντικός, Ὀρθόδοξος)
Χριστιανισμός εἶναι: α) ριζική διάκριση κτιστοῦ
καί ἀκτίστου, β) σχέση μέ τόν ἕνα καί ἀληθινό
Θεό, γ) κίνηση ἐκ τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο (ἤ
μᾶλλον ἀνταπόκριση στήν Ἀποκάλυψη
τοῦ Θεοῦ), δ) Ἐκκλησία (Σῶμα
κοινωνοῦντων μέ τόν Θεό ἐν Χριστῷ).
Ἄν ἡ σχέση Χριστιανισμοῦ καί θρησκείας
κατανοηθεῖ ἐσφαλμένα, ὁ Χριστιανισμός
κινδυνεύει νά ἀπογυμνωθεῖ ἀπό
οὐσιώδη στοιχεῖα του. Μεταξύ
Χριστιανισμοῦ καί θρησκειῶν ὑπάρχουν
κοινά στοιχεῖα (ἡ λατρεία, ἡ προσευχή κ.ἄ.),
τά ὁποῖα στίς θρησκεῖες ἀποτελοῦν
ἀπομιμίσεις τῶν ἀντίστοιχων
αὐθεντικῶν στοιχείων τοῦ
Χριστιανισμοῦ. Ἡ ἴδια εἶναι θρησκεία εἶναι
προϊόν πλάνης ἀπό τήν φυσική ἀνθρώπινη ἀναζήτηση
τοῦ Θεοῦ μετά τήν πτώση (ὁ ἄνθρωπος
ἐκ φύσεως ἀναζητᾶ
τόν Θεό, γιατί εἶναι πλασμένος νά βρίσκεται σέ κοινωνία μέ Αὐτόν).
Κατά τήν Ὀρθοδοξη Παράδοση, ὅλες οἱ
θρησκεῖες εἶναι προϊόντα τῆς ἀνθρώπινης
φαντασίας (ἀνθρώπινα κατασκευάσματα - προϊόντα πλάνης): «Τά εἴδωλα
τῶν ἐθνῶν ἀργύριον καί χρυσίον, ἔργα
χειρῶν ἀνθρώπων· στόμα ἔχουσι
καί οὐ λαλήσουσιν, ὀφθαλμούς ἔχουσι
καί οὐκ ὄψονται, ὦτα ἔχουσι
καί οὐκ ἐνωτισθήσονται, οὐδέ
γάρ ἐστι πνεῦμα ἐν
τῷ στόματι αὐτῶν.
Ὅμοιοι αὐτοῖς
γένοιντο οἱ ποιοῦντες
αὐτά καί πάντες οἱ
πεποιθότες ἐπ᾿ αὐτοῖς» (Ψαλμ. 134, 15-18). Ὅλες οἱ
ἐπί μέρους θρησκεῖες εἶναι
εἴδωλα, τό δέ θρησκευτικό φαινόμενο εἶναι
«νόσος». Στήν Παλαιά Διαθήκη ὑπάρχουν αὐστηρές
ἀπαγορεύσεις γιά τά εἴδωλα: «Ἐγώ
εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου ... οὐκ
ἔσονταί θεοί ἕτεροι πλήν ἐμοῦ
... οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον,
οὐδέ παντός ὁμοίωμα» (Ἐξ.
20, 2-4). Ὁ Χριστός ἔρχεται ὡς
ἐλευθερωτής «ἐκ τῆς
πλάνης τῶν εἰδώλων». Ἐπί πλέον, ἡ
Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἔχοντας σαφῆ
ἐπίγνωση τῆς ἐνέργειας
τοῦ διαβόλου στή φύση καί στήν ἱστορία, θεωρεῖ
ὅτι ὁ διάβολος ἐκμεταλλεύεται τή
φυσική τάση τοῦ ἀνθρώπου νά λατρεύει τόν Θεό καί κατοικεῖ
ἐντός τῶν εἰδώλων
γιά νά δέχεται τήν προσφερόμενη σ’ αὐτά λατρεία. Εἰδωλολατρία
σημαίνει σατανολατρία: «Πάντες οἱ θεοί τῶν
ἐθνῶν δαιμόνια» (Ψαλμ. 95, 5). Ἀπό
τή συγκριτική μελέτη τῶν θρησκείων διαπιστώνεται ἡ ὕπαρξη
σέ πρωτόγονες θρησκεῖες (π.χ. τῆς Ἀφρικῆς)
πλήθους κοινῶν στοιχείων μέ τόν σύγχρονο σατανισμό (λατρεῖες
βουντού, μακούμπα κ.ἄ.). Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί τό «νέφος Μαρτύρων» τῆς
Ἐκκλησίας ἔχυσε τό αἷμα
του, γιά νά μήν ἐκπέσει ἀπό τήν πίστη στόν
Χριστό, προσχωρώντας σέ κάποια θρησκεία καί λατρεύοντας εἴδωλα.
Ἀντίθετα, στήν ἐποχή μας ἐπικρατεῖ
μιά τάση δικαίωσης τῆς θρησκείας, καλλιεργούμενη συστηματικά ἀπό
τό κίνημα τῆς Νέας Ἐποχῆς:
Κατά τή Νέα Ἐποχή, α) κάθε θρησκεία ἀποτελεῖ
διαφορετικό «δρόμο», πού ὁδηγεῖ στόν ἴδιο Θεό, καί β) κάθε
θρησκεία κατέχει μέρος τῆς ἀλήθειας, ἡ δέ συνένωση τῶν
θρησκειῶν ὁδηγεῖ στό «πλήρωμα τῆς ἀληθείας».
Ἡ Νέα Ἐποχή εἶναι
ἀποκρυφυστικό καί ριζικά ἀντιχριστιανικό κίνημα.
Γιά μᾶς, ἐκτός τοῦ Χριστοῦ,
«οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ
οὐδενί ἡ σωτηρία· οὐδέ
γάρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον
ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν
ἀνθρώποις ἐν ᾧ
δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. 4,12).
Ἡ θρησκεία στή νεότερη ἐποχή: Ἡ
θρησκεία, ὡς ἀνθρώπινη δραστηριότητα καί ὡς μέρος τοῦ
ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ, ἐξελίσσεται
ὅσο ἐξελίσσεται ὁ ἴδιος
ὁ ἄνθρωπος. Ὁ πρωτόγονος ἄνθρωπος
λατρεύει συνήθως ὅ,τι τόν ἐντυπωσιάζει (π.χ. τά ἔντονα
φυσικά φαινόμενα). Ἀναπτύσσοντας τέχνη καί πολιτισμό, κατασκευάζει καί λατρεύει
καλαίσθητα ἀγάλματα ὑποτιθέμενων θεῶν.
Στήν ἐποχή τοῦ μύθου ἡ
περί Θεοῦ παράσταση εἶναι μυθολογική (ἐμπεριέχει
ὅλα τά στοιχεῖα τοῦ
μύθου). Στή συνέχεια ὁ ἄνθρωπος ἀνάγεται ἀπό
τήν παράσταση τῶν πολλῶν στήν παράσταση τοῦ
ἑνός Θεοῦ. Ὅσο
ἐξελίσσεται ἡ διαδικασία τῆς
«ἀπομύθευσης», οἱ προσωποποιήσεις τοῦ
μύθου γίνονται πιό ἐκλεπτυσμένες. Στήν ἐποχή τοῦ
δογματισμοῦ ἡ θρησκεία ἐμφανίζεται σάν ἕνα
ἀπολυτοποιημένο σύστημα ἐννοιῶν
περί Θεοῦ («δογματική»), καθώς καί σάν ἕνα
ἀπολυτοποιημένο σύστημα ἱεράρχησης ἀξιῶν
καί κανόνων συμπεριφορᾶς (ἠθική). Τά συστήματα αὐτά εἶναι
προϊόντα μερικῆς «ἀπομύθευσης» τοῦ μύθου. Ἡ
περί Θεοῦ παράσταση τοῦ δογματισμοῦ
εἶναι ἡ περί «ὑψίστου ὄντος»
ἤ περί «ὄντως ὄντος»
ἤ περί «ὑψίστου ἀγαθοῦ»
παράσταση (ὁ «θεός» τοῦ δογματισμοῦ
εἶναι ἡ κορυφή ἑνός συστήματος ἰδεῶν).
Στή νεότερη ἐποχή ἡ θρησκεία δέχθηκε ἐντονότατη
κριτική. Γενικά, θεωρήθηκε αὐταπάτη, χρήσιμη γιά
πρωτόγονες περιόδους τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, ἀλλά
ἄχρηστη γιά τόν ἄνθρωπο τοῦ
λόγου. Τό 1882 ὁ Friedrich Nietzsche (1844-1900) διακήρυξε μέ ἔμφαση
τόν «θάνατο τοῦ Θεοῦ». Στήν ἴδια γραμμή ἀκολούθησαν
τά ἔργα τῶν Ludwig Feuerbach (1804-1872)
«Ἡ οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ»
(1841) καί Sigmund Freud (1856-1939) «Τό μέλλον μιᾶς
αὐταπάτης» (1927), ἐνῶ
εἶναι γνωστή ἡ ρήση τῶν
Karl Marx (1818-1883) καί Βλαντιμίρ Λένιν (1870-1924) ὅτι
«ἡ θρησκεία εἶναι τό ὄπιο
τοῦ λαοῦ». Ἔκτοτε, ὁ «θάνατος τοῦ
Θεοῦ» (ἀθεΐα) ἀποτελεῖ σταθερό στοιχεῖο
τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ.
Ἡ θρησκεία στήν καλύτερη περίπτωση θεωρεῖται
(σεβαστή ὁπωσδήποτε) «ἰδιωτική ὑπόθεση».
Ἡ σύγχρονη ἀθεΐα
ἐμφανίζεται πρακτικά ὡς «ἐκκοσμίκευση»
(«ἐκκοσμίκευση» εἶναι ἡ
κατανόηση τοῦ κόσμου, ὡς νά μή ὑπῆρχε
Θεός ἤ τό νά ζεῖ ὁ
ἄνθρωπος, ὡς νά μή ὑπῆρχε
Θεός). Ὡστόσο, στίς μέρες μας ἡ θρησκεία ἐπανέρχεται
δυμαμικά μέ ἀκραῖες ἐκδηλώσεις (τρομοκρατία, τζιχάντ), ἀπό
χώρους, ὅμως, ἐκτός τοῦ
δυτικοῦ πολιτισμοῦ. Ἀπό
Ὀρθόδοξη ἄποψη, οὔτε
ἡ νεότερη κριτική στή θρησκεία ἐπηρεάζει
τήν οὐσία τῆς χριστιανικῆς
πίστης, οὔτε ἡ σύγχρονη ἔξαρση τοῦ
θρησκευτικοῦ φαινομένου μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ
θετικό γεγονός.
Ὀρθόδοξη πίστη καί μυθολογία: Ἡ
χαρακτηρίζουσα τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση σαφής διάκριση μεταξύ κτιστοῦ
καί ἀκτίστου ἀποκλείει κάθε οὐσιαστική
σχέση τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τόν μῦθο. Ἡ
διάκριση αὐτή εἶναι καθαρά ἐμπειρική, θεμελιωμένη
στήν ἱστορική ἐμπειρία τῆς
θεώσεως. Ὡστόσο, ὁ μῦθος
χρησιμοποιεῖται ἐνίοτε ὡς θεολογική «γλῶσσα»
ἤ παρατηρεῖται μυθολογική
προσέγγιση τοῦ Θεοῦ σέ ἐπιμέρους περιπτώσεις. Ὅπου, ὅμως,
τηρεῖται ἡ αὐθεντικότητα τῆς σχέσης, ἐκεῖ
ὑπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ κτιστῶν
περί Θεοῦ νοημάτων καί ρημάτων καί ἄκτιστης θείας
πραγματικότητας. Κάποιοι ὑπέθεσαν μιά βαθύτερη σχέση τοῦ
Χριστιανισμοῦ μέ τόν μῦθο καί ἐπιχείρησαν
τή βίαιη «ἀπομύθευσή» του. Ἡ μέθοδος τῆς
«ἀπομύθευσης» τῶν Γραφῶν
τοῦ Rudolf Bultmann (1884-1976) εἶναι,
ἴσως, ἡ ριζοσπαστικότερη
θεωρία, πού διατυπώθηκε μεταξύ τῶν θεολόγων τοῦ
δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἡ
«ἀπομύθευση» ἐκτόπισε οὐσιώδη
στοιχεῖα τῆς πίστεως, ὅπως ἡ
Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
Στίς ἀκραῖες μορφές της ἐξέλαβε ὡς
μυθολογική παράσταση καί τήν ἴδια τήν πραγματικότητα
τοῦ Θεοῦ, ὁδηγώντας στή λεγόμενη «θεολογία τοῦ
θανάτου τοῦ Θεοῦ»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου