ΔΗΛΩΣΙΣ
ΔΙΟΡΘΟΔΟΞΟΥ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
ΕΠΙ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΥ
ΔΙΑΛΟΓΟΥ
ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ
ΚΑΙ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
(ΠΕΡΙ
ΟΥΝΙΑΣ)
ΦΑΝΑΡΙΟΝ,
12 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1990
1. Οἱ ἐν τῷ Θεολογικῷ
Διαλόγῳ μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν Ὀρθοδόξου καὶ Ρωμαιοκαθολικῆς ἀντιπρόσωποι τῶν
Ἐκκλησιῶν Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ρωσσίας, Σερβίας,
Ρουμανίας, Γεωργίας, Ἑλλάδος, Πολωνίας, Τσεχοσλοβακίας καὶ Φιλλανδίας,
συνελθόντες ἐν Φαναρίῳ εἰς ἔκτακτον Σύσκεψιν, κατόπιν προσκλήσεως τῆς Αὐτοῦ
Θειοτάτης Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυρίου κυρίου Δημητρίου,
ἀνταποκριθέντος ἐν τῇ συντονιστικῇ εὐθύνῃ Αὐτοῦ, εἰς τὴν σχετικὴν παράκλησιν
τῶν μετασχόντων εἰς τὴν ἐν Freising Μικτὴν Ἐπιτροπὴν Ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων,
καὶ ὑπὸ τὴν προεδρίαν τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος κυρίου
Βαρθολομαίου, εἰδικῶς πρὸς τοῦτο παρακληθέντος, καὶ παρουσίᾳ τῶν μελῶν δύο
Συνοδικῶν ἐν Φαναρίῳ Ἐπιτροπῶν, τῆς ἐπὶ τῶν Διορθοδόξων Ζητημάτων καὶ τῆς ἐπὶ
τοῦ Διαλόγου μετὰ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, συνεσκέφθημεν ἐκτενῶς ἐπὶ
διήμερον (11-12 Δεκεμβρίου 1990) ἐπὶ τοῦ ὀξυτάτου καταστάντος προβλήματος τῆς
Οὐνίας εἰς τὰς διαφόρους χώρας τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης, πρὸς ἀκριβεστέραν
ἐκτίμησιν τῆς δημιουργηθείσης ἐκρύθμου καταστάσεως καὶ λῆψιν κοινῆς ἀποφάσεως
ὡς πρὸς τὴν στάσιν ἡμῶν ἔναντι τοῦ πρὸ δεκαετίας ἀρξαμένου Θεολογικοῦ Διαλόγου.
2. Ὑπὸ τῶν
ἀντιπροσώπων τῶν Ὀρθοδόξων ’Εκκλησιῶν, αἱ ὁποῖαι πλήττονται ἀμέσως ὑπὸ τῆς
Οὐνίας, κυρίως κατὰ τὰς ἡμέρας ταύτας, εἰς τὰς χώρας τῆς Κεντρικῆς καὶ Ἀνατολικῆς
Εὐρώπης, ἐξετέθησαν διὰ μακρῶν καταστάσεις καὶ γεγονότα εἰς βάρος τῶν
Ὀρθοδόξων διαδραματιζόμενα, τὰ ὁποῖα ὑπερβαίνουν πᾶσαν φαντασίαν, καὶ ἐπλήρωσαν
πικρίας καὶ ἀπογοητεύσεως πάντας τοὺς συνέδρους. Ὅλοι οἱ μετέχοντες τῆς
συσκέψεως συνεφώνησαν, ὅτι ἡ ἀναβίωσις τῆς Οὐνίας σήμερον συνοδεύεται ἀπὸ
κατάφωρον παραβίασιν τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καὶ τῆς θρησκευτικῆς
ἐλευθερίας. Τοῦτο ἐκφράζεται κυρίως διὰ χρήσεως ἀμέσου βίας ἐναντίον ἀτόμων,
διὰ τῆς καταχρήσεως νομοθετικῶν ρυθμίσεων, καθὼς καὶ δι’ ὑπόπτων χειρισμῶν τῶν
ὀργάνων τῆς κρατικῆς διοικήσεως.
3. Ἐγένετο ἀναφορὰ
ὡσαύτως εἰς τὰς μέχρι τοῦδε καταβληθείσας προσπαθείας δι’ εἰρηνικὴν καὶ δικαίαν
διευθέτησιν τῶν κατὰ τόπους σχετικῶν προβλημάτων, καθὼς καὶ εἰς τὰ συναφῆ
ἔντονα διαβήματα τόσον τῶν Προκαθημένων τῶν ἐν προκειμένῳ Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν
πρὸς τὸ Βατικανὸν καὶ πάντα ἁρμόδιον, ὅσον καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου
πρὸς τὸ Βατικανόν, ἅτινα πάντα δυστυχῶς οὐδὲν ἀπέφερον ἀποτέλεσμα εἰς βελτίωσιν
τῆς καταστάσεως.
4. Πάντες οἱ σύνεδροι
συνεφώνησαν ὅτι ὁ μεταξὺ Ὀρθοδόξου καὶ Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας διεξαγόμενος
Διάλογος θὰ ἔπρεπε νὰ καταστῇ ἀποτελεσματικὸς μηχανισμὸς πρὸς ἐπίλυσιν
προβλημάτων ἀνακυπτόντων μεταξὺ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν λόγῳ τῆς ἀναβιώσεως τῆς
Οὐνίας. Τὸ πρόβλημα αὐτὸ ἀνατρέπει κατὰ τὸν πλέον ἐπικίνδυνον τρόπον τοὺς
σκοποὺς τοῦ Διαλόγου. Εἶναι φανερὸν ὅτι, χωρὶς τὴν ἐπίλυσιν τοῦ προβλήματος
τούτου, ὅλαι αἱ προσπάθειαι Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν πρὸς προώθησιν τῶν
μεταξὺ αὐτῶν σχέσεων καὶ ἐπίτευξιν τῶν σκοπῶν τοῦ Διαλόγου θὰ ἀποβοῦν μάταιαι.
Διὰ τοῦτο οἱ σύνεδροι φρονοῦν ὅτι τὸ θέμα τῆς Οὐνίας πρέπει νὰ εἶναι τὸ
μοναδικὸν θέμα τοῦ Διαλόγου σήμερον. Εἰς τὸν Διάλογον αὐτὸν ἀμφότεραι αἱ πλευραὶ
καλοῦνται νὰ ἐπεξεργασθοῦν ἀπὸ κοινοῦ πλαίσιον ἀρχῶν πρὸς ῥύθμισιν τῶν σχέσεων
μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Οὐνιτῶν καί, ἀπ’ αὐτῆς τῆς βάσεως, νὰ συμβάλουν ὥστε νὰ
ἐξαλειφθοῦν αἱ βιαιότητες εἰς τὰς συγκεκριμένας περιοχάς. Ὑπ’ αὐτὰς τὰς
προυποθέσεις ὁ Διάλογος θὰ βοηθήσῃ Ὀρθοδόξους καὶ Ρωμαιοκαθολικοὺς πρὸς
ἐξεύρεσιν τρόπου ὄχι μόνον προσωρινῆς εἰρηνεύσεως, ἀλλὰ δικαίας, ριζικῆς καὶ
τελικῆς ἐπιλύσεως τοῦ προβλήματος.
5. Κατόπιν τῆς
δημιουργηθείσης καὶ ἐν πολλοῖς συνεχιζομένης ἐκρύθμου καταστάσεως εἰς τὰς
σχέσεις Ὀρθοδόξων καὶ Οὐνιτῶν, ἀσφαλῶς οὐδεμία θὰ ἐδικαιολογεῖτο αἰσιοδοξία διὰ
περαιτέρω συνέχισιν τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου, ἐὰν δὲν ὑπῆχεν ὡς μοναδικὸν ἐν
προκειμένῳ θετικὸν σημεῖον ἡ κοινὴ Δήλωσις τῆς ἐν Freising συνελθούσης Μικτῆς
Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τοῦ Διαλόγου, διὰ τῆς ὁποίας, χωρὶς νὰ παραθεωρῆται ἡ
θρησκευτικὴ ἐλευθερία τῶν Οὐνιτῶν, ἀπεῤῥίφθη ὁμοφώνως ἡ μέθοδος τῆς Οὐνίας, ὡς
τελείως ἀπάδουσα εἰς τὴν Ἐκκλησιολογίαν τῆς κοινωνίας καὶ εἰς τὸ φρόνημα
ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν, ἰδίᾳ μάλιστα ὅταν αὕται εὑρίσκωνται ἐν Διαλόγῳ.
6. Ἡ κοινὴ αὕτη
Δήλωσις ἀποῤῥίψεως τῆς Οὐνίας ὡς μεθόδου ἐν Freising, δέον νὰ ἀποτελέσῃ τὴν
ἀφετηρίαν καὶ βάσιν διὰ τὰς περαιτέρω ἐπὶ τοῦ θέματος συζητήσεις ἐν τῷ πλαισίῳ
τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου.
7. Ἐφ’ ὅσον τὸ μεῖζον
τοῦτο θέμα ἤθελε διευθετηθῇ δικαίως καὶ χριστιανοπρεπῶς, ὁ Θεολογικὸς Διάλογος
θὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπεκταθῇ ἀπερισπάστως, ἐφ’ ὅλων πλέον τῶν ὑπὸ τῆς
ὀργανικῆς ἀναπτύξεως αὐτοῦ προβλεπομένων θεμάτων.
8. Πρὸς ἐξομάλυνσιν
τῶν σχέσεων μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Οὐνιτῶν ἐθεωρήθη χρήσιμον νὰ ἐκτιμῶνται
ἐτησίως αἱ σχέσεις Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν, ἐν τῷ πλαισίῳ τῆς
Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς τοῦ Διαλόγου, συμπεριλαμβανομένης τῆς καταστάσεως εἰς τὰς
περιοχὰς τῶν συγκρούσεων.
ΠΗΓΗ:
Πρωτ. Θεοδ. Ζήση,
Οὐνία. Ἡ καταδίκη καὶ ἡ ἀθώωση, Θεσ/νίκη 2002, σ. 81-84.
ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ:
Στή
θέση
αὐτή («Οἰκουμενική
Κίνησις») ἀναρτῶνται
πρός
ἐνημέρωσιν
τῶν
ἐνδιαφερομένων
ἐπίσημα
κείμενα, ἀναφερόμενα
στόν
Διάλογο
τῆς
Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας
μέ
διάφορες
Χριστιανικές
Ὁμολογίες, ἀκόμη
καί
ἄν
δέν
ἐκφράζουν
ἀκριβῶς
ἤ
ὀρθῶς
τό
φρόνημα
τῆς
Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου