Διάγραμμα – Περίληψη
Θέματος Ζ' τοῦ Θεολογικοῦ Προγράμματος «Ὀρθοδοξία καί Ζωή»
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας,
περιόδου ΙΒ', ἔτους 2017-2018.
Μιά θεμελιώδης θεολογική διάκριση: Ἡ ἔλευση τοῦ Χριστοῦ
στόν κόσμο καί τό βαθύτερο νόημά της: Ὁ Χριστός ἦλθε, μεταξύ ἄλλων, γιά νά
ἀναιρέσει τίς ὀλέθριες συνέπειες τῆς ἀνθρώπινης πτώσεως. Κατά τήν Ὀρθόδοξη
Παράδοση, ὑπάρχει ριζική διαφορά μεταξύ προπτωτικοῦ καί μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ ἄνθρωπος, ὅπως συνήθως τόν γνωρίζουμε, δέν εἶναι αὐτός πού δημιούργησε ὁ
Θεός, ἀλλά ὁ παραμορφωμένος ἀπό τήν τραγωδία τῆς πτώσεως ἄνθρωπος. Γνωρίζουμε μόνο
μιά ἀλλοιωμένη καί παραποιημένη εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου. Γιά νά ἀνακαλύψουμε τήν
αὐθεντική, πρέπει νά ἀνατρέξουμε: α) στόν προπτωτικό ἄνθρωπο, πού διασώζει
ἀκέραιο τό «κατ’ εἰκόνα», καί β) στό ἀρχέτυπο αὐτῆς τῆς εἰκόνας, πού εἶναι ὁ
Χριστός. Ἡ διάκριση μεταξύ προπτωτικῆς καί μεταπτωτικῆς κατάστασης ἀποτελεῖ
«κλειδί» γιά τήν ὀρθή κατανόηση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἐπιστήμη, ἡ φιλοσοφία καί κάθε
ἄλλη ἀνθρώπινη αὐτοκατανόηση τήν ἀγνοοῦν, προϋποθέτωντας τήν τρέχουσα παραποιημένη
εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου, τήν ὁποία ἐκλαμβάνουν ὡς φυσιολογική, αὐθεντική καί ὑγειή.
Κατά συνέπειαν, ἄν καί ἀνακαλύπτουν πολλές καί πολύτιμες ἀλήθειες περί
ἀνθρώπου, α) δέν κατανοοῦν τόν ἄνθρωπο σέ βάθος, β) δέν μποροῦν νά τόν βοηθήσουν
οὐσιαστικά, γ) δέν μποροῦν νά τόν θεραπεύσουν πραγματικά, δ) δέν σώζουν (μέ τήν
Ὀρθόδοξη θεολογική ἔννοια).
Ὁ προπτωτικός ἄνθρωπος: Ἀπό τίς σχετικές βιβλικές ἀναφορές καί
ἀπό τίς πατερικές ἑρμηνεῖες τους προκύπτουν κάποια βασικά χαρακτηριστικά τοῦ
προπτωτικοῦ ἀνθρώπου ὅπως: α) Ζοῦσε ἐντός τοῦ Παραδείσου, ἀπολαμβάνοντας τήν
«ἀπέραντον ἡδονήν καί τήν ἀνέκφραστον εὐφροσύνην τῶν καθορώντων τό κάλλος τό
ἄρρητον» τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ. β) Εἶχε πραγματική κοινωνία μέ τόν Θεό, δηλ.
εἶχε αὐθεντικές θεοπτικές ἐμπειρίες. γ) Ἀκτινοβολοῦσε τό φῶς τοῦ Θεοῦ, δηλ. ὁ
«νοῦς» ἦταν ὅλος φῶς. δ) Ζοῦσε ἀμέριμνο βίο, ἀδιαλείπτου δοξολογικῆς καί
εὐχαριστιακῆς προσευχῆς. ε) Ἄν χρόνιζε σ’ αὐτή τήν κατάσταση, αὐτή θά γινόταν
«ἕξις» (συνήθεια, παγίωση, διαρκής παραμονή), ἡ δέ «ἕξις» θά ἦταν κατάσταση
«κατά χάριν» ἀθανασίας καί ἀφθαρσίας.
Ἡ τραγωδία τῆς πτώσεως: Ἡ πτώση εἶναι τό τραγικότερο γεγονός
τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας. Περιγράφεται στή Γένεση (κεφ γ'). Τό «ξύλον τῆς γνώσεως»
καί ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐξαγγελλία τῶν συνεπειῶν τῆς παραβάσεως: «θανάτῳ
ἀποθανεῖσθε» (Γεν. 2,17). Τά αἴτια τῆς πτώσεως: α) ἡ ἀπάτη τοῦ διαβόλου, β) ἡ
συγκατάθεση τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας. Ἡ οὐσία τῆς πτώσεως, τό «ἔσεσθε ὡς θεοί»
(Γεν. 3, 5): ὁ ἄνθρωπος πίστεψε ὅτι μπορεῖ νά γίνει «θεός», χωρίς τόν Θεό!
Οἱ συνέπειες τῆς πτώσεως: Ὁ μεταπτωτικός
ἄνθρωπος φέρει τίς συνέπειες τῆς πτώσεως, οἱ κυριότερες ἀπό τίς ὁποῖες εἶναι:
α) Ἡ ἀπώλεια τοῦ Παραδείσου: Ὁ Παράδεισος, ὡς: α)
τόπος καί β) κατάσταση. «Κατάσταση» Παραδείσου εἶναι ἡ κοινωνία μέ τόν Θεό (ἡ θεοπτία):
οἱ Πρωτόπλαστοι εἶχαν θεοπτικές ἐμπειρίες, ἄν καί σέ νηπιακή μορφή. Μέ αὐτές
ζοῦσαν καταστάσεις «ἀνεκφράστου εὐφροσύνης» καί «ἀπεράντου ἠδονῆς», τίς ὁποῖες
ἀπώλεσαν ἐντελῶς μέ τήν πτώση. Πτώση = ἔξοδος ἀπό τόν Παράδεισο. Ἔκτοτε, «φλογίνη
ρομφαία φυλάττει τήν πύλη τῆς Ἐδέμ». Ἀκριβῶς μετά τήν πτώση ὁ Ἀδάμ
συνειδητοποίησε τίς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας. Ὁ «ἀδαμιαῖος θρῆνος», ὡς φυσική
ἀντίδραση στήν ἔξοδο ἀπό τόν Παράδεισο.
β) Ἡ διακοπή τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό: Ἀπώλεια τοῦ Παραδείσου
σημαίνει καί διακοπή τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό, δηλ. παύση κάθε θεοπτικῆς
ἐμπειρίας. Ἡ κατάσταση αὐτή ὁδήγησε σύντομα στήν ἄγνοια τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος,
λησμονώντας τόν ἀληθινό Θεό, ἐπιδίδεται πλέον σέ μιά προσπάθεια ἀγωνιώδους
ἀναζήτησής Του, γιατί ἐκτός τοῦ Θεοῦ αἰσθάνεται «ἀνέστιος». Ὡστόσο, ὁ Θεός δέν
ἀνακαλύπτεται μέ ἀνθρώπινες προσπάθειες, ἀλλά γίνεται γνωστός μόνο ὅπου
ἀποκαλύπτεται ὁ Ἴδιος. Στήν προσπάθειά του αὐτή ὁ ἄνθρωπος «ἐλάτρευσε τήν κτίση
παρά τόν Κτίσαντα», κατασκευάζοντας θρησκεῖες μέ τή λογική καί τή φαντασία του.
Οἱ θρησκεῖες εἶναι ἀποτελέσματα αὐτῆς τῆς προσπάθειας τοῦ ἀνθρώπου νά ἀνακαλύψει
τόν Θεό. Ὅλες εἶναι προϊόντα τῆς λογικῆς ἤ τῆς φαντασίας του καί ὅλες ἔχουν στό
βάθος τους εἰδωλολατρικό χαρακτῆρα. Μάλιστα, ἐπειδή ὁ διάβολος ἐκμεταλλεύεται κάθε
ἀνθρώπινη ἀναζητήση, ὅλες οἱ θρησκεῖες ἔχουν καί δαιμονικό χαρακτῆρα: «πάντες οἱ θεοί τῶν ἐθνῶν δαιμόνια»
(Ψαλμ. 95,5) - ἡ εἰδωλολατρία εἶναι στό βάθος της δαιμονολατρία! Ἡ ἀπόπειρα
δικαίωσης τῶν θρησκειῶν ἀπό τό κίνημα τῆς Νέας Ἐποχῆς καί ἀπό ἄλλα συστήματα
εἶναι ἀσύμβαστη μέ τήν περί θρησκείας ἀντίληψη τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης.
γ) Ὁ σκοτασμός τοῦ νοός: Ἡ διακοπή τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό
ἔγινε ἐπειδή ἀσθένησε τό κατ’ ἐξοχήν γνωστικό ὄργανο τῆς θεοπτίας, δηλ. ὁ «νοῦς»,
ὁ πνευματικός ὀφθαλμός μέ τόν ὁποῖο ὁρᾶται ὁ Θεός. Ἡ ἁμαρτία (ὅπως καί κάθε
ἁμαρτία) ἄρχισε ἀπό τόν «νοῦ». Αὐτός ἦταν τό πρῶτο ὄργανο πού ἁμάρτησε (τό
«πταῖσαν καί πρωτοπαθῆσαν» τοῦ ἀνθρώπου), γι’ αὐτό εἶναι καί τό πρῶτο πού
ὑπέστη τίς συνέπειες τῆς πτώσεως. Ὄντως, μέ τήν πτώση «ἐσκοτίσθη» ὁ «νοῦς», ὁ
δέ σκοτασμός εἶναι ἡ ἀπώλεια τοῦ οἰκείου φωτός. Ὁ ἀνθρώπινος «νοῦς» ἀπό τή φύση
του εἶναι φῶς κτιστό, «κατ’ εἰκόνα» τοῦ θείου καί ἀκτίστου φωτός: Οἱ Πατέρες,
συνήθως, ταυτίζουν τό φῶς αὐτό μέ τό «κατ’ εἰκόνα», κατά τήν ἀσκητική Παράδοση
μάλιστα, τό κτιστό αὐτό φῶς τοῦ «νοός» εἶναι ὁρατό ἀπό τούς «κεκαθαρμένους τῇ
καρδίᾳ». Μέ τήν πτώση «ἠμαυρώθη» (ἀλλά δέν ἀπωλέσθη) τό «κατ’ εἰκόνα» («σκοτασμός
τοῦ νοός» καί «ἀμαύρωσις τοῦ κατ’ εἰκόνα» εἶναι ἐκφράσεις σχεδόν ταυτόσημες). Εἰδικότερα,
μετά τήν πτώση: α) ἀντικείμενο τοῦ «νοῦ» ἔπαψε πλέον νά εἶναι ἡ θέα ἤ μνήμη τοῦ
Θεοῦ, εἴτε διά τῆς ἀδιαλείπτου νοερᾶς προσευχῆς («δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι»),
εἴτε διά τῆς ἀμέσου θεοπτικῆς ἐμπειρίας («πρόσωπον πρός πρόσωπον»), καί
ἀντικείμενό του γίνεται ἡ θεωρία τῶν κτισμάτων, ὅπως καί τῆς λογικῆς (δηλ.
ταυτίζεται ὁ «νοῦς» μέ τόν «λόγο») καί β) ἡ ἐνέργεια τοῦ «νοῦ» παύει νά
λειτουργεῖ στόν οἰκεῖο της χῶρο, δηλ. στήν καρδία, καί λειτουργεῖ πλέον μέσῳ
τοῦ ἐγκεφάλου.
δ) Ἡ κυριαρχία τῆς ἁμαρτίας καί τῶν παθῶν: Ἡ πτώση ἦταν
ἀποτέλεσμα παρακοῆς, δηλ. παράβασης τῆς θείας ἐντολῆς. Ὁ Θεός ἔθεσε μιά
ἁπλούστατη ἐντολή: τήν ἀποχή ἀπό τούς καρπούς ἑνός δένδρου. Ἡ ἐντολή ἦταν
πραγματική ἐγγύηση τοῦ αὐτεξουσίου (τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας): μετά τήν ἐντολή
ὑπάρχει νόμος, ὑπάρχει παράβαση (ὡς δυνατότητα), ὑπάρχει διάκριση καλοῦ καί
κακοῦ. Ἡ παρακοή συνιστᾶ τήν ἁμαρτία καί εἶναι ἡ αἰτία τῆς κυριαρχίας τῆς ἁμαρτίας
στόν κόσμο: «Διά τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνός ἀνθρώπου ἁμαρτωλοί κατεστάθησαν οἱ
πολλοί» (Ρωμ. 5,19), «δι’ ἑνός ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τόν κόσμον εἰσῆλθε» (Ρωμ.
5,12). Μετά τήν πτώση «οὐκ ἐστιν δίκαιος οὐδέ εἷς ... πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα
ἠχρειώθησαν» (Ρωμ. 3, 11-12), «πάντες ἥμαρτον καί ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ
Θεοῦ» (Ρωμ. 3,23). Ἐπειδή, κατά κανόνα, οἱ ἁμαρτίες μεταβάλλονται σέ πάθη, μετά
τήν πτώση ἀλλοιώνονται ὅλες οἱ φυσικές σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου, μεταβαλλόμενες σέ
ἐμπαθεῖς, εἰσβάλλει δέ στόν κόσμο ὁ «ἑσμός» (τό σμῆνος) τῶν παθῶν. Ἔκτοτε, τά
πάθη παρεμβάλλονται ὡς «κάλυμμα» ἤ ὑψώνονται ὡς «μεσότοιχον φραγμοῦ» μεταξύ
Θεοῦ καί ἀνθρώπου. Ἡ ὅλη κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου μεταβάλλεται ριζικά: ἀντί ὁ
ἄνθρωπος νά ὁμοιάζει στόν Θεό, ὁμοιάζει πλέον στά ἄλογα ζῶα! «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὤν
οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ.
48,13). Στήν ἀνθρώπινη ζωή εἰσέρχεται δυνα μικά ἡ μέριμνα (ὁ ἀνθρωπινός βίος
γίνεται βίος μερίμνης), ὁ ἄνθρωπος διέπεται πλέον ὁλοκληρωτικά ἀπό τό ἔνστικτο
τῆς αὐτοσυντηρήσεως, δηλ. κυριαρχεῖ ὁ ἀγῶνας γιά ἐπιβίωση, πού εἶναι σέ ἔσχατη
ἀνάλυση μιά διαρκής πάλη ἐναντίον τῆς ἀπειλῆς τοῦ θανάτου. Ἡ ἁμαρτία
ἐπεκτείνεται καί ἀλλοιώνει πλήρως καί τίς κοινωνικές σχέσεις. Ἡ ἀνιδιοτελής καί
«οὐ ζητοῦσα τά ἑαυτῆς» (Α' Κορ. 13,5) ἀγάπη μεταβάλλεται σέ ἐμπαθῆ καί μέ
ἀπαίτηση ἀνταπόδοσης ἀγάπη καί οἱ ἄνθρωποι, στόν ἀγώνα τους γιά ἐπιβίωση, εἴτε
ἀλληλοεξοντώνονται, εἴτε συγκροτοῦν συμβατικές κοινωνίες, οἱ ὁποῖες ἐπιβιώνουν
μέ τήν ἀπειλή τῆς τιμωρίας τοῦ νόμου.
ε) Ἡ ὑποταγή στόν διάβολο: Ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος
ἁμάρτησε ἀκολουθώντας τήν προτροπή τοῦ διαβόλου ἀντί τῆς προτροπῆς τοῦ Θεοῦ, ὁ διάβολος
τόν θεωροῦσε πλέον κτῆμα καί περιουσία του. Ἡ πτώση ἐπέφερε τήν πλήρη ὑποταγή
καί αἰχμαλωσία τοῦ ἀνθρώπου στήν ἐξουσία τοῦ σατανᾶ. Ἔκτοτε ὁ διάβολος κυριάρχησε
στόν κόσμο. Ἔγινε ὁ «ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου» (Ἰω. 12, 31) ἤ «ὁ κοσμοκράτωρ τοῦ
αἰῶνος τούτου» (Ἐφ. 6,12) καί ἔκτοτε «ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Α'
Ἰω. 5,19). Ἀκόμη καί οἱ Δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐκρατοῦντο σέ κατάσταση
αἰχμαλωσίας μέχρι τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ἡ διά τοῦ Χριστοῦ καί διά τῶν
Μυστηρίων Του (εἰδικότερα διά τοῦ Βαπτίσματος) ἀπελευθέρωση ἐκ τῆς δουλείας τοῦ
διαβόλου: ἔκτοτε (μετά τό Βάπτισμα) ὁ διάβολος ἐνεργεῖ «ἔξωθεν» ἀντί «ἔσωθεν»,
ὡστόσο καί τότε «οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρός αἷμα καί σάρκα, ἀλλά πρός τάς
ἀρχάς, πρός τάς ἐξουσίας, πρός τούς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου,
πρός τά πνευματικά τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (Ἐφ. 6,12). Πῶς ἐνεργεῖ
(ὑποδουλώνει) ὁ διάβολος: α) Κρυπτόμενος (πείθων ὅτι δέν ὑπάρχει). β) Διά τῆς ἁμαρτίας.
γ) Διά τῶν ὀργάνων του (ἀνθρώπων). δ) Διά τῶν θρησκειῶν (ἀσυνείδητη λατρεία).
ε) Διά τῶν δαιμονικῶν ἔργων (ἀποκρυφισμοῦ, μαγείας, σατανισμοῦ - συνειδητή
λατρεία). στ) Δι’ ἐνεργειῶν πλάνης («ἐκ τῶν δεξιῶν»). ζ) Ἐμφανιζόμενος ὁ ἴδιος
«ἐν μετασχηματισμῷ».
στ) Ὁ θάνατος: Τό ὅπλο, μέ τό ὁποῖο κυριάρχησε ὁ διάβολος,
εἶναι ὁ θάνατος. Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε γιά νά εἶναι (χάριτι) ἀθάνατος, ὁ δέ θάνατος
εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν ἀποτέλεσμα τῆς πτώσεως, γιά τό ὁποῖο προειδοποίησε σαφῶς ὁ
Θεός. Αἰτία του δέν εἶναι ὁ Θεός («ὁ Θεός θάνατον οὐκ ἐποίησεν», Σ. Σολ. 1,13),
ἀλλά ὁ διάβολος εἶναι «ὁ ἔχων τό κράτος τοῦ θανάτου» (Ἑβρ. 2,14). «Κέντρον» τοῦ
θανάτου εἶναι ἁμαρτία («τό δέ κέντρον τοῦ θανάτου ἡ ἁμαρτία», Α' Κορ. 15,16), ὁ
δέ θάνατος εἶναι τό ἀποτέλεσμά της («τά γάρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος», Ρωμ.
6,23). Μέ τήν ἁμαρτία τοῦ ἑνός ἀπέθαναν «οἱ πολλοί» (=ὅλοι): «Τῷ τοῦ ἑνός
παραπτώματι οἱ πολλοί ἀπέθανον» (Ρωμ. 5,15), «δι᾿ ἑνός ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς
τόν κόσμον εἰσῆλθε καί διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος, καί οὕτως εἰς πάντας ἀνθρώπους
ὁ θάνατος διῆλθεν, ἐφ᾿ ᾧ πάντες ἥμαρτον» (5,12), «ἐβασίλευσεν ὁ θάνατος ἀπό Ἀδάμ
μέχρι Μωϋσέως καί ἐπί τούς μή ἁμαρτήσαντας ἐπί τῷ ὁμοιώματι τῆς παραβάσεως Ἀδάμ»
(5,14), «τῷ τοῦ ἑνός παραπτώματι ὁ θάνατος ἐβασίλευσε διά τοῦ ἑνός» (5,17), «ἐβασίλευσεν
ἡ ἁμαρτία ἐν τῷ θανάτῳ» (5,21). Οἱ δύο μορφές τοῦ θανάτου: ὁ «πρῶτος» (πνευματικός)
καί ὁ «δεύτερος» θάνατος (φυσικός). Κατά τήν πατερική Παράδοση, ὁ θάνατος (καί
τό κακό, γενικά) δέν εἶναι ὑπόστασις, ἀλλά στέρησις. Θάνατος εἶναι ἡ ἀποστασία
ἀπό τόν Θεό: «Ὅσον γάρ ἀφίστατο (ὁ Ἀδάμ) τῆς ζωῆς, τοσοῦτον προσήγγιζε τῷ θανάτῳ.
Ζωή γάρ ὁ Θεός. Στέρησις δέ τῆς ζωῆς θάνατος. Ὥστε ἑαυτῷ τόν θάνατον ὁ
Ἀδάμ διά τῆς ἀναχωρήσεως τοῦ Θεοῦ κατεσκεύασε» (Μ. Βασίλειος). Μέ τήν
πτώση εἰσέβαλλαν στόν κόσμο καί τά «παρεπόμενα» (ἤ οἱ προάγγελοι) τοῦ θανάτου, δηλ.
οἱ ἀσθένειες, οἱ θλίψεις καί, γενικά, κάθε μορφή κακοῦ.
ζ) Ἡ ὑποταγή τῆς κτίσεως στή φθορά: Ἡ πτώση εἶχε ὀλέθριες
συνέπειες ὄχι μόνο γιά τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο (ἀνθρωπολογικές), ἀλλά καί γιά ὁλόκληρο
τόν φυσικό κόσμο (κοσμολογικές συνέπειες). Ὁ ἄνθρωπος συμπαρέσυρε ὁλόκληρη τήν
κτίση στήν πτώση. Ἔκτοτε, ἡ κτίση ὑπετάγη στή φθορά. Ὁ κόσμος δημιουργήθηκε γιά
νά καταστεῖ (χάριτι) ἄφθαρτος, ἡ δέ φθορά εἶναι τό ἀντίστοιχο τοῦ θανάτου στήν
περίπτωση τῆς φύσεως. Ἔτσι, «τῇ ματαιότητι ἡ κτίσις ὑπετάγη, οὐχ ἑκοῦσα, ἀλλά
διά τόν ὑποτάξαντα» (Ρωμ. 8,20). Τώρα «πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζεικαί συνωδίνει»
(8,22) καί «ἀποκαραδοκεῖ» (8,19), ἐνῶ κάποτε «ἐλευθερωθήσεται ἀπό τῆς δουλείας
τῆς φθορᾶς εἰς τήν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ (8,21).
Τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ καί οἱ συνέπειες τῆς πτώσεως: Ἡ κατανόηση τοῦ
γεγονότος τῆς πτώσεως ἀποτελεῖ ἑρμηνευτικό «κλειδί» γιά τήν κατανόηση κατ’
ἀρχήν τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ἦλθε στόν κόσμο: α) Γιά νά ἀνοίξει τίς
πύλες τοῦ Παραδείσου: «Οὐκέτι φλογίνη ρομφαία φυλλάττει τήν πύλη τῆς Ἐδέμ». β)
Γιά νά ἀποκαταστήσει τήν κοινωνία μέ τόν Θεό: «ἐχθροί ὄντες κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ
διά τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ» (Ρωμ. 5,10). γ) Γιά νά φωτίσει τόν ἐσκοτισμένο ἀνθρώπινο
νοῦ: «ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοί οὐ μή περιπατήσῃ ἐν τῇ
σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἔξει τό φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰω. 8,12). δ) Γιά νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τήν
ἁμαρτία καί τά πάθη: εἶναι «ὁ αἵρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» καί ἦλθε «ἵνα ἡμᾶς
ἐλευθερώσῃ τῶν παθῶν», ε) Γιά νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τή δουλεία τοῦ διαβόλου: ἦλθε
«ἵνα λύσῃ τά ἔργα τοῦ διαβόλου» (Α' Ἰω. 3,8) καί νά λυτρώσει «ἐκ τῆς δουλείας
τοῦ ἀλλοτρίου». στ) Ἦλθε «ἵνα διά τοῦ θανάτου καταργήσῃ τόν τό κράτος ἔχοντα
τοῦ θανάτου, τοῦτ’ ἔστι τόν διάβολον» (Ἑβρ. 2,14), δηλ. γιά νά καταργήσει τόν
θάνατο: «ἔσχατος ἐχθρός καταργεῖται ὁ θάνατος» (Α' Κορ. 15,26). ζ). Ἦλθε, ὄχι
μόνο γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί «ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καί
σωτηρίας», δηλ. γιά νά ἀνακαινίσει ὁλόκληρη τήν κτίση: «ἰδού καινά ποιῶ πάντα
(Ἀποκ. 21,5). Ὡστόσο, τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ δέν ἐξαντλεῖται στήν ἀναίρεση τῶν
ἀποτελεσμάτων τῆς πτώσεως: Ἡ ἀπόρρητος ἕνωσις» θείας καί ἀνθρώπινης φύσεως στό
πρόσωπό Του ἀποτελεῖ προϋπόθεση καί θεμέλιο κάθε μορφῆς ἑνώσεως μέ τόν Θεό καί,
κατά συνέπειαν, προϋπόθεση καί θεμέλιο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ σύμπαντος
κόσμου. Γι’ αὐτό, κάποιοι Πατέρες διδάσκουν, ὅτι ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ
Θεοῦ θά γινόταν, ἀκόμη καί ἄν δέν εἶχε συμβεῖ ἡ ἀνθρώπινη πτώση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου