ΕΚΘΕΣΙΣ
ΔΙΕΘΝΟΥΣ
ΜΙΚΤΗΣ ΥΠΟΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
ΔΙΑ ΤΗΝ
ΜΕΛΕΤΗΝ
ΤΩΝ ΜΕΤΑ
ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ
ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ
ΡΥΘΜΟΥ
ΚΑΙ ΤΩΝ
ΣΧΕΤΙΚΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΟΥΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΥ
ΒΙΕΝΝΗ,
26-31 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1990
Συμφώνως πρός τάς
ὁδηγίας, αἱ ὁποῖαι εἶχον δοθῇ ὑπό τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τοῦ
Θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν Ὀρθοδόξου καί Ρωμαιοκαθολικῆς, μία
Μικτή Ὑποεπιτροπή ἀνέλαβε νά μελετήσῃ τό θέμα τῶν μετά τῆς Ρώμης ἡνωμένων
Ἐκκλησιῶν ἀνατολικοῦ ρυθμοῦ καί τά σχετικά προβλήματα τῆς Οὐνίας καί τοῦ
προσηλυτισμοῦ.
Ἡ Ὑποεπιτροπή αὐτή
συνῆλθε εἰς πρώτην σύσκεψιν ἐν Βιέννῃ ἀπό 26ης ἕως 31ης Ἰανουαρίου, ὑπό τήν
κοινήν συμπροεδρίαν τοῦ Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας Στυλιανοῦ καί τοῦ Σεβ.
Ἀρχιεπισκόπου Edward Cassidy, προέδρου τοῦ Ποντιφικοῦ Συμβουλίου διά τήν
προώθησιν τῆς Ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν.
Συμμετέσχον τά
ἀκόλουθα μέλη:
α) ἀπό ὀρθοδόξου
πλευρᾶς, οἱ
Αἰδεσιμολογ.
Πρωτοπρεσβύτερος Vitaly Borovoi
Αἰδεσιμολογ. Πρωτοπρεσβύτερος
Pavel Ales
Καθηγητής Θεόδωρος
Ζήσης
β) ἀπό ρωμαιοκαθολικῆς
πλευρᾶς, οἱ
Θεοφ. Ἐπίσκοπος Alfons
Nossol
Ὁσιολογ. π. Jean
Corbon
Ὁσιολογ. π. Δημήτριος
Σαλάχας
Ὁσιολογ. π. Ernst Suttner
Ὁσιολογ. π. Ronald Roberson.
Δυστυχῶς μέλη τινά τῆς
Ὑποεπιτροπῆς δέν παρέστησαν: ἐκ τῆς ρωμαιοκαθολικῆς ἀντιπροσωπείας, ὁ Θεοφ. Ἐπίσκοπος
Alfred Pichler καί ὁ Ὁσιολογ. π. Long ἦσαν ἀπόντες· ἐκ τῆς ὀρθοδόξου
ἀντιπροσωπείας ἦσαν ἀπόντες οἱ Σεβ. Μητροπολίτης Πέτρας Γερμανός, Σεβ.
Μητροπολίτης Τρανσυλβανίας Ἀντώνιος καί ὁ Αἰδεσιμολ. π. Νικόλαος Lenczewsky, ἐκ
Βαρσοβίας.
Ὁ Σεβ. Ἀρχιεπίσκοπος
Σμολένκ καί Βιάσμας Κύριλλος ἐκωλύθη, λόγῳ ἐπειγόντων ἐκκλησιαστικῶν ὑποθέσεων,
νά παραστῇ καί ἐξεπροσωπήθη ὑπό τοῦ Αἰδεσιμολογ. Πρωτοπρεσβυτέρου Vitaly
Borovoi. Ὁ Ὁσιολογ. π. Ronald Roberson, τοῦ Ποντιφικοῦ Συμβουλίου διά τήν
προώθησιν τῆς Χριστιανικῆς Ἑνότητος, ἀντικατέστησε τόν Ὁσιολ. π. John F. Long,
ὁ ὁποῖος νοσηλεύεται διά σοβαράν ἀσθένειαν.
Ἡ σύσκεψις διεξήχθη ἐν
πνεύματι ἀδελφικῆς ἀγάπης καί ἐμπιστοσύνης, ἐχαρακτηρίσθη δέ ὑπό ἀτμοσφαίρας
προσευχῆς. Ἀμφότεραι αἱ ἀντιπροσωπεῖαι παρέστησαν εἰς λειτουργίαν τελεσθεῖσαν
ἐν τῷ ρωμαιοκαθολικῷ ἐνοριακῷ ναῷ τοῦ Α1-servorstadt, ἐν Βιέννῃ, τήν ἑσπέραν
τοῦ Σαββάτου, προεξάρχοντος τοῦ Σεβ. Καρδιναλίου Franz Konig, τέως Ἀρχιεπισκόπου
Βιέννης. Τήν πρωίαν τῆς Κυριακῆς αἱ ἀντιπροσωπεῖαι παρέστησαν εἰς πανηγυρικήν
λειτουργίαν τελεσθεῖσαν ἐν τῷ ἑλληνορθοδόξῳ ναῷ τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐν Βιέννῃ,
προεξάρχοντος τοῦ Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Στυλιανοῦ. Παρέστησαν οἱ Σεβ. Καρδινάλιος
Konig, Μητροπολίτης Αὐστρίας καί ἄλλαι ἐκκλησιαστικαί καί πολιτικαί ἀρχαί.
Λόγῳ βαρείας μορφῆς
γρίππης, ὁ νῦν Ἀρχιεπίσκοπος Βιέννης, Σεβ. Καρδινάλιος Hanz Herman Groer, δέν
ἠδυνήθη νά συμμετάσχῃ εἰς τάς ἀνωτέρω λατρευτικάς συνάξεις. Τήν Τρίτην, 31ην
Ἰανουαρίου, ἠδυνήθη ὅμως νά δεχθῇ ἐν τῇ κατοικίᾳ του τούς δύο συμπροέδρους τῆς
Ὑποεπιτροπῆς καί ἔσχε μετ’ αὐτῶν ἐγκάρδιον συνομιλίαν ἐπί τῆς συσκέψεως καί τοῦ
ἔργου τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος.
Κατά τήν σύσκεψιν αἱ
ἀντιπροσωπεῖαι συνεζήτησαν τό ἱστορικόν καί θεολογικόν ὑλικόν διά τό ὑπό
μελέτην θέμα καί παρουσίασαν τάς σχετικάς εἰσηγήσεις των. Συνεζητήθησαν κυρίως
αἱ πολιτικαί ἐξελίξεις εἰς τάς ἀνατολικάς χώρας, εἰς τάς ὁποίας ἐμπλέκεται καί
τό πρόβλημα τῆς Οὐνίας (Οὐκρανία. Ρουμανία, Πολωνία, Τσεχοσλοβακία).
Κατά παράκλησιν τοῦ
Ἀρχιεπισκόπου Στυλιανοῦ, ὁ πρόεδρος τοῦ Ποντιφικοῦ Συμβουλίου διά τήν
προώθησιν τῆς Χριστιανικῆς Ἑνότητος ἐνημέρωσε τούς συνέδρους ἐπί τῆς προσφάτου
ἐπισκέψεως ἀντιπροσωπείας τοῦ Πάπα Ἰωάννου Παύλου Β΄ εἰς τό Πατριαρχεῖον Μόσχας
πρός ἐξέτασιν τῆς καταστάσεως, ἡ ὁποία προέκυψε μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Καθολικῶν
εἰς τήν δυτικήν Οὐκρανίαν.
Ἡ ἐκ Ρώμης
ἀντιπροσωπεία εἶχεν ἐπί κεφαλῆς, ὡς πρόεδρον, τόν Σεβ. Καρδινάλιον Ἰωάννην
Βίλλεμπραντς· ἐνῷ ἡ ἀντιπροσωπεία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας εἶχεν ὡς πρόεδρον
τόν Σεβ. Μητροπολίτην Κιέβου καί Γαλικίας Φιλάρετον.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος
Cassidy ἐξήγησε τόν τρόπον, μέ τόν ὁποῖον διεξήχθη αὐτή ἡ συνάντησις. Δέν
κατέστη δυνατή ἡ προγραμματισθεῖσα ἀρχικῶς ἐπίσκεψις εἰς Λεόπολιν λόγῳ τῶν
περιστάσεων, ἀλλά ἐκπρόσωποι τῆς Καθολικῆς κοινότητος καί τῆς Ὀρθοδόξου
κοινότητος τῆς Οὐκρανίας μετέβησαν εἰς Μόσχαν, ἐπραγματοποίηθησαν δέ συσκέψεις
μεταξύ τῆς ἐκ Ρώμης ἀντιπροσωπείας καί τῶν Καθολικῶν ἐξ Οὐκρανίας, μεταξύ τοῦ
Πατριαρχείου Μόσχας καί τῶν Ὀρθοδόξων μελῶν αὐτῆς τῆς περιοχῆς· κατόπιν αἱ δύο
ἀντιπροσωπεῖαι συνήντησαν ἀλληδιαδόχως ἀμφοτέρας τάς ὁμάδας αὐτάς.
Κατά τήν σύσκεψιν
αὐτήν κατηρτίσθη κείμενον περί ἐξομαλύνσεως τῆς καταστάσεως μεταξύ
ἑλληνορρύθμων Καθολικῶν καί Ὀρθοδόξων ἐν δυτικῇ Οὐκρανίᾳ καί περί προλήψεως συγκρούσεων
μεταξύ τῶν δύο κοινοτήτων. Αἱ δύο Ἐκκλησίαι ἔχουν τήν στερράν πρόθεσιν νά
ἀναζητήσουν λύσιν ἐν πνεύματι χριστιανικῆς κατανοήσεως καί καταλλαγῆς. Ἔγιναν
προτάσεις δυνάμεναι νά διευκολύνουν τήν ἐξομάλυνσιν τῆς καταστάσεως τῆς
ἑλληνορρύθμου Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἐν Οὐκρανίᾳ, ἡ ὁποία θά ἠδύνατο νά ἔχῃ ἰδίαν
δομήν ἐντός τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας καί τό δικαίωμα ἀποκτήσεως τόπων
λατρείας.
Συγχρόνως
ὑπεγραμμίσθη, ὅτι τοῦτο θά ἔπρεπε νά γίνῃ ἐντός τῶν πλαισίων τῆς ἀναζητήσεως
τῆς ἑνότητος μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν Ὀρθοδόξου καί Ρωμαιοκαθολικῆς καί ὑπό τό φῶς
καί ἐν τῇ ἀγάπῃ τοῦ Εὐαγγελίου, ὡς ἁρμόζει εἰς δύο ἀδελφάς Ἐκκλησίας.
Εἰς τό κείμενον
περιελήφθησαν ὡρισμέναι πρακτικαί προτάσεις μέ στόχον τήν ἀναζήτησιν τρόπων
πρός ἐφαρμογήν τῶν ἀνωτέρω ἀποφάσεων. Ἡ βία καί ἡ ἐχθρότης ἀπεκλείσθησαν ὡς
ἀσυμβίβαστα πρός τό χριστιανικόν πνεῦμα.
Τό κείμενον τοῦτο
παραμένει αὐστηρῶς ἐμπιστευτικόν, ὡς μή ὑποβληθέν ἀκόμη εἰς τάς ἀρχάς τῶν δύο
Ἐκκλησιῶν πρός μελέτην καί ἐνδεχομένην ἔγκρισιν. Μόνον μετά τοιαύτην ἔγκρισιν
θά ἦτο δυνατή ἡ δημοσίευσίς του.
Ἐπί τῇ βάσει τῶν
συζητήσεων ἡ ἐν Βιέννῃ Ὑποεπιτροπή διά τήν Οὐνίαν κατά τήν τελευταίαν ἡμέραν
τῆς συσκέψεως ἐξέφρασεν ὁμοφώνως τήν συμφωνίαν της ὡς πρός τά ἀκόλουθα σημεῖα:
1) Ἡ Οὐνία δέν
θεωρεῖται πλέον πρότυπον ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν, διότι ἡ ἐκκλησιολογία ἐντός τῆς
ὁποίας ἀνεπτύχθη δέν ἐμπνέεται ἀπό τήν κοινήν παράδοσιν τῶν Ἐκκλησιῶν μας.
2) Διά τόν λόγον
τοῦτον, ἐν τῇ ἀναζητήσει τῆς ἑνότητος θά ἔπρεπε μᾶλλον νά θεωρῶμεν ὡς πρότυπόν
μας ἐκεῖνο τῆς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας, ἤτοι τό πρότυπον τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν
(ἰδίως ἐν τῇ ἐννοίᾳ τῆς εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας τῆς κοινωνίας).
3) Κατ’ οὐδένα τρόπον
θά ἔπρεπε νά υἱοθετηθῇ οἱονδήποτε εἶδος σωτηριολογικῆς ἀποκλειστικότητος καί νά
δοθῇ στενή ὁμολογιακή ἑρμηνεία εἰς τήν ἔκφρασιν «extra ecclesiam nulla salus»
(οὐδεμία σωτηρία ἐκτός Ἐκκλησίας). Τοιαύτη σωτηριολογική ἀποκλειστικότης
ἔρχεται εἰς ἀντίθεσιν πρός τήν ἐκκλησιολογίαν τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν.
4) Ἀπερρίφθη κάθε
εἶδος προσηλυτισμοῦ παραβιάζον τήν θρησκευτικήν ἐλευθερίαν τῆς συνειδήσεως καί
χρησιμοποιοῦν νόθα ἤ ἀθέμιτα μέσα.
5) Τό θεμιτόν τῶν
ἰδιαιτέρων μεταστροφῶν συμφώνως πρός τήν ἐλευθερίαν τῆς συνειδήσεως εἶναι πέραν
πάσης ἀμφισβητήσεως.
6) Ἡ χρῆσις
λειτουργικῶν ρυθμῶν καί ἀμφίων, τά ὁποῖα ἀνήκουν εἰς τήν παραδοσιακήν
κληρονομίαν μιᾶς ἐκ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν μας, ἐκ μέρους κοινοτήτων ἤ καί μελῶν τοῦ
κλήρου τῆς ἄλλης Ἐκκλησίας πρέπει νά ἀπορριφθῇ ἐξ ὁλοκλήρου, ἐάν τοῦτο γίνεται
πρός προσηλυτισμόν.
7) Ἐνῷ τά ὀρθόδοξα
μέλη τῆς Ὑποεπιτροπῆς ἐκτιμοῦν τούς λόγους διά τήν θέσιν τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν
μελῶν, συμφώνως πρός τήν ὁποίαν δέν θά ἔπρεπε νά ζητηθῇ ἡ ἀπ’ εὐθείας
συγχώνευσις τῶν ἐχουσῶν μακράν ἱστορίαν Ἐκκλησιῶν μέ ἄλλην Ἐκκλησίαν, ἔστω καί
ἄν ἡ προέλευσις αὐτῶν ἐπιδέχεται κριτικήν, ὀφείλουν ἐν τούτοις νά ὑπενθυμίσουν
τήν ἀπόφασιν τῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως τῆς Ρόδου, καθ’ ἥν «ἡ κατάργησις τῆς
Οὐνίας καί ἐνσωμάτωσις τῶν μελῶν τῶν Οὐνιτικῶν Ἐκκλησιῶν εἴτε εἰς τήν
λατινικήν Ρωμαιοκαθολικήν εἴτε εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, κατόπιν ἐλευθέρας
ἐκλογῆς» θά ἔδει νά ἀποτελέσῃ τήν λύσιν τοῦ προβλήματος. Εἰς τά πλαίσια αὐτά,
ἔχει μεγάλην σημασίαν ἡ ἀποφυγή οἱασδήποτε πράξεως, ἡ ὁποία θά ἠδύνατο νά
ἐπιδεινώσῃ τό πρόβλημα, ὡς π.χ. ἡ χειροτονία νέων ἐπισκόπων διά καταστάσεις, αἱ
ὁποῖαι δέν ἀπαιτοῦν ἐπείγουσαν ποιμαντικήν φροντίδα.
8) Εἰς οὐδεμίαν
περίπτωσιν θά ἔπρεπε νά χρησιμοποιηθοῦν βίαιοι μέθοδοι πρός ἐπίλυσιν οἱωνδήποτε
προβλημάτων μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν μας. Ἡ χρῆσις τῆς βίας κατά τήν διεκδίκησιν
αἰτημάτων εἶναι ἀντίθετος πρός τήν χριστιανικήν διδασκαλίαν καί πρέπει νά
καταδικάζεται ἀδιστάκτως. Ὅπου προέκυψαν προβλήματα ἤ πρόκειται νά ἀνακύψουν,
πρέπει αἱ ἐκκλησιαστικαί ἀρχαί νά προσπαθήσουν νά εὕρουν λύσιν, ὥστε νά
προληφθῇ ἡ χρῆσις τῆς βίας.
9) Αἱ ἱστορικῶς
διαφοροποιημέναι καταστάσεις ἀπαιτοῦν νά γίνῃ λεπτομερής μελέτη κάθε ἰδιαιτέρας
ἑνώσεως διά νά ἀποκλεισθοῦν αἱ ἁπλουστεύσεις καί ἐπιτευχθῇ μεγαλυτέρα
κατανόησις. Ὅπου ἐπῆλθεν ἀδικία, πρέπει νά ὑπερπηδηθῇ διά συγχωρήσεως.
Συμφώνως πρός ὅλα τά
κοινά μας κείμενα, τά ὁποῖα διαπραγματεύονται κυρίως θέματα ἐκκλησιολογίας καί
μυστηριολογίας, ἐνδείκνυται νά δοθῇ - μεταξύ τῶν ἄλλων πολυαρίθμων πρός
συζήτησιν θεμάτων - χρονολογική προτεραιότης εἰς τά ἐκκλησιολογικά θέματα τά
ὁποῖα σχετίζονται πρός τάς ἑνώσεις καί τόν προσηλυτισμόν.
Δεδομένης τῆς αὐξούσης
κατά τάς ἡμέρας μας εὐαισθησίας ἐπί ζητημάτων ἀναφερόμενων εἰς τήν ἐλευθερίαν
τῆς συνειδήσεως καί εἰς τά ἀνθρώπινα δικαιώματα, αἱ σχετικαί πλευραί τοῦ
ἀνατεθέντος ἡμῖν ἔργου πρέπει νά ἀντιμετωπισθοῦν ἀμέσως κατόπιν.
Μεριμνῶντες διά τήν
ἐπίλυσιν τῶν σχετικῶν πρός τήν ἐκκλησιολογίαν καί τήν ἐκκλησιαστικήν ἱστορίαν
ζητημάτων καί ἀναμένοντες τήν ἔλευσιν τοῦ Κυρίου, ὀφείλομεν νά ὁδηγώμεθα ὑπό
τῶν λόγων τοῦ Ἀποστόλου: «ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί
εἰσι» (Ἐφ. 5,16).
ΠΗΓΗ:
Πρωτ. Θεοδ. Ζήση,
Οὐνία. Ἡ καταδίκη καὶ ἡ ἀθώωση, Θεσ/νίκη 2002, σ. 68-74.
ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ:
Στή
θέση
αὐτή («Οἰκουμενική
Κίνησις») ἀναρτῶνται
πρός
ἐνημέρωσιν
τῶν
ἐνδιαφερομένων
ἐπίσημα
κείμενα, ἀναφερόμενα
στόν
Διάλογο
τῆς
Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας
μέ
διάφορες
Χριστιανικές
Ὁμολογίες, ἀκόμη
καί
ἄν
δέν
ἐκφράζουν
ἀκριβῶς
ἤ
ὀρθῶς
τό
φρόνημα
τῆς
Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου