γαπητοί φίλοι,

Σς καλωσορίζω στό προσωπικό μου ἱστολόγιο καί σς εχομαι καλή περιήγηση. Σ’ ατό θά βρετε κείμενα θεολογικο καί πνευματικο περιεχομένου, πως κείμενα ναφερόμενα στήν πίστη καί Παράδοση τς κκλησίας, ντιαιρετικά κείμενα, κείμενα πνευματικς οκοδομς, κείμενα ναφερόμενα σέ προβληματισμούς καί ναζητήσεις τς ποχς μας καί, γενικά, διάφορα στοιχεα πό τήν πίστη καί ζωή τς ρθόδοξης κκλησίας.

Εχομαι τά κείμενα ατά καί κάθε νάρτηση σ’ ατό τό ἱστολόγιο νά φανον χρήσιμα σέ σους νδιαφέρονται, νά προβληματίσουν θετικά, νά φυπνίσουν καί νά οκοδομήσουν πνευματικά.

ελογία καί Χάρις το Κυρίου νά εναι πάντοτε μαζί σας.

Μετά τιμς καί γάπης.

π. Σωτήριος θανασούλιας

φημέριος Μητροπολιτικο ερο Ναο γίου Βασιλείου Τριπόλεως.

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2017

Οι Βιβλικές εκφράσεις «κατ’ εικόνα» και «καθ’ ομοίωσιν»


Διάγραμμα – Περίληψη
Θέματος Δ' το Θεολογικο Προγράμματος «ρθοδοξία καί Ζωή»
τς ερς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας,
περιόδου ΙΒ', τους 2017-2018.

Ἡ «εἰκών» τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο: Ἡ κατ’ ἐξοχήν διαφορά τοῦ ἀνθρώπου ἀπό κάθε ἄλλο ὁρατό δημιούργημα ἔγκειται στήν «κατ’ εἰκόνα» καί «καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ δημιουργία του. Κατά τούς Πατέρες, τό «κατ’ εἰκόνα» δηλώνει κάποια δεδομένη, σχετική καί περιορισμένη βέβαια, ὁμοιότητα μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου: ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι «εἰκών» τοῦ Θεοῦ («εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου» εἶναι μόνο ὁ Υἱός καί Λόγος Του, Κολ. 1,15), ἀλλά «κατ’ εἰκόνα» ποίημά Του. Βασικά στοιχεῖα τοῦ «κατ’ εἰκόνα» εἶναι: α) τό «αὐτεξούσιον» καί β) τό «νοερόν». 

Τό «αὐτεξούσιον» (ἡ ἐλευθερία τῆς βουλήσεως) εἶναι οὐσιῶδες στοιχεῖο τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου (ὅταν ἀπουσιάζει, ὁ ἄνθρωπος παύει νά εἶναι ἄνθρωπος), σεβαστό ἀπόλυτα καί ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό, σέ ἀντίθεση μέ τήν ἀρχαία ἑλληνική μοιρολατρική ἀντίληψη καί μέ νεότερες ντετερμινιστικές θεωρήσεις τοῦ ἀνθρώπου. Τό «αὐτεξούσιον» εἶναι τό θεμέλιο κάθε ἠθικῆς πράξης, συνδεόμενο στενά μέ τό «λογικόν»: «πᾶν λογικόν καί αὐτεξούσιον» (Ἰω. Δαμασκηνός). Ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία δέν εἶναι, βέβαια, ἀπόλυτη: ὑπάρχουν τά «ἐφ’ ὑμῖν» (ὅσα μποροῦμε νά κάνουμε) καί τά «οὐκ ἐφ’ ὑμῖν» (ὅσα δέν μποροῦμε νά κάνουμε). Τό αὐτεξούσιον» ταυτίζεται μέ τά «ἐφ’ ὑμῖν». 
Τό «νοερόν» ἤ ὁ «νοῦς» εἶναι τό σπουδαιότερο («καθαρώτατον») «μέρος» ἤ «ἐνέργεια» («νοερά ἐνέργεια») τῆς ψυχῆς, τό ὁποῖο δέν ταυτίζεται μέ τό «λογικόν» ἤ τόν «λόγο» ἤ τή «λογική ἐνέργεια» τῆς ψυχῆς. Ὅμως, αὐτό συμβαίνει μόνο στόν προπτωτικό καί «κατά φύσιν» ἄνθρωπο, γιατί στόν μεταπτωτικό ὁ «νοῦς» ἔχει ταυτιστεῖ μέ τόν «λόγο» (λογική), ὥστε ὁ μεταπτωτικός ἄνθρωπος ἀγνοεῖ ἀκόμη καί τήν ὕπαρξή του. Κατά τούς Πατέρες, ὁ «νοῦς» εἶναι ἐνέργεια ὁπτική («ὥσπερ γάρ ὀφθαλμός ἐν σώματι, οὕτως ἐν ψυχῇ νοῦς»), διά τῆς ὁποίας ὁρᾶται ὁ Θεός. Ὁ «νοῦς» διαφέρει τοῦ «λόγου» καί ὡς πρός τό σωματικό ὄργανο, διά τοῦ ὁποίου ἐνεργεῖ: ὁ μέν «λόγος» ἐνεργεῖ διά τοῦ ἐγκεφάλου, ὁ δέ «νοῦς» ἐνεργεῖ διά τῆς «καρδίας». 
Ὡστόσο, ὑπάρχουν καί ἄλλα στοιχεῖα ἤ «τρόποι» τοῦ κατ’ εἰκόνα», ὅπως: α) Τό «λογικόν». β) Τό «ἀρχικόν», ἡ ἰδιότητα τοῦ ἀνθρώπου νά ἐξουσιάζει τόσο τό περιβάλλον (κατά μίμησιν τῆς παντοκρατορικῆς ἐξουσίας τοῦ Θεοῦ), ὅσο καί τό ἴδιον σῶμα («φύσει ἀρχικόν»). γ) Τό «συνάγειν πᾶσαν κτίσιν». Κατά τούς Πατέρες, ὁ ἄνθρωπος εἶναι «μικρός κόσμος» ἤ «μικρόκοσμος», μέ εὐρύτερη ἔννοια ἀπ’ αὐτήν πού ἔδιναν στίς ἐκφράσεις αὐτές οἱ ἀρχαῖοι. Στό ἐρώτημα, «τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος», οἱ Πατέρες ἀπαντοῦν, ὅτι εἶναι: α) ἀνόργανη ὕλη, β) «ζῶον» (ζωή), γ) «λόγος» (λογική καί ἐλεύθερη βούλησις) καί δ) «νοῦς». Μέ τά δύο πρῶτα στοιχεῖα ὁ ἄνθρωπος «κοινωνεῖ» μέ ὅλο τόν ὁρατό κόσμο (ἀνόργανα κτίσματα, φυτά, ζῶα) καί μέ τά δύο δεύτερα «κοινωνεῖ» μέ τούς «καθαρούς Νόες», δηλ. μέ τόν ἀγγελικό κόσμο. Μέ αὐτή τήν ἔννοια ὁ ἄνθρωπος εἶναι «μεθόριος»: ἵσταται μεταξύ γῆς καί οὐρανοῦ, ὁρατοῦ καί ἀοράτου κόσμου, καί συμπεριλαμβάνει ἐντός του ὁλόκληρη τή δημιουργία, ὁρατή καί ἀόρατη. Κάποιοι Πατέρες ὑποστηρίζουν ὅτι τό «κατ’ εἰκόνα» θεωρεῖται ἀκόμη καί στό ἀνθρώπινο σῶμα: «Θρηνῶ καί ὀδύρομαι, ὅταν ἐννοήσω τόν θάνατον, καί ἴδω ἐν τοῖς τάφοις κειμένην τήν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, πλασθεῖσαν ἡμῖν ὡραιότητα» (Νεκρώσιμος Ἀκολουθία). Ὅμως, ποιό σῶμα ἀποτελεῖ «ἀρχέτυπον» τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι ἀσώματος; Κατά τούς Πατέρες, τό «ἀρχέτυπον» αὐτό ἦταν τό μελλοντικό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό Σῶμα, πού ὁ Κύριος προσέλαβε ἀργότερα κατά τήν Ἐνανθρώπησή Του. Γενικά, κατά τούς Πατέρες, ὁ Χριστός εἶναι τό «ἀρχέτυπον» βάσει τοῦ ὁποίου δημιουργήθηκε ὁ ἄνθρωπος.
Ἡ ἔννοια τοῦ «καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ στόν ἄνθρωπο: Ἄν τό «κατ’ εἰκόνα» εἶναι μιά δεδομένη ὁμοιότητα τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό, τό «καθ’ ὁμοίωσιν» εἶναι ἡ δυνατότητα αὐτή ἡ ὁμοιότητα νά ἐπαυξηθεῖ καί ὁ ἄνθρωπος νά ὁμοιάσει περισσότερο στόν Θεό, μέσω τῆς μιμήσεώς Του καί μέσῳ τῆς καλλιέργειας τῶν ἀρετῶν. Ἄν τό «κατ’ εἰκόνα» εἶναι ἡ βάση καί ἡ ἀφετηρία τοῦ ἀνθρωπίνου προορισμοῦ (τῆς θέωσης), τό (ἐνεργοποιημένο) «καθ’ ὁμοίωσιν» εἶναι ἡ ἐπίτευξη αὐτοῦ τοῦ προορισμοῦ. Γι’ αὐτό στή θέση τῶν ἀρχαίων ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι «ζῶον λογικόν», οἱ Πατέρες ἀντιτάσσουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι «ζῶον θεούμενον». Ἄν τό «κατ’ εἰκόνα» εἶναι τό «κατά φύσιν», τό «καθ’ ὁμοίωσιν» (ἡ θέωσις) εἶναι τό «ὑπέρ φύσιν» τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ θέωσις εἶναι «ὑπέρ φύσιν» κατάστασις, ὁ δέ ἄνθρωπος εἶναι κεκλημένος νά ὑπερβεῖ τή φύση του. Τό «καθ’ ὁμοίωσιν» εἶναι «κλῆσις».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου