ΔΗΛΩΣΙΣ
ΣΤ΄
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΜΙΚΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
ΕΠΙ ΤΟΥ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ
ΜΕΤΑΞΥ
ΤΗΣ
ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
[ΠΕΡΙ
ΟΥΝΙΑΣ]
FREISING
(ΜΟΝΑΧΟΝ), 6-15 ΙΟΥΝΙΟΥ 1990
1. Ἡ ὁλομέλεια τῆς
Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς ὑπὸ τὴν συμπροεδρίαν τοῦ Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου
Αὐστραλίας Στυλιανοῦ καὶ τοῦ Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Edward Idris Cassidy, Προέδρου
τοῦ Ποντιφικοῦ Συμβουλίου διὰ τὴν προώθησιν τῆς Χριστιανικῆς Ἑνότητος,
συνῆλθεν ἀπὸ 6ης μέχρι 15ης Ἰουνίου 1990 ἐν Freising, ἐν τῷ οἴκῳ Kardinal -
Dopfner - Haus, ὅπου ἔτυχε τῆς γενναιοδώρου φιλοξενίας τοῦ Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου
Μονάχου καὶ Freising, Καρδιναλίου Freidrich Wetter.
2. Κατὰ τὸ ἔτος 1990, ἡ Διεθνὴς Μικτὴ Ἐπιτροπὴ
ἐπὶ τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξὺ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας συνεπλήρωσε, ἐν πνεύματι ἀδελφικῆς κατανοήσεως καὶ
συνεργασίας, δέκα ἔτη μεθοδικῆς καὶ γονίμου ἐργασίας.
3. Ἀπὸ δύο ἐτῶν ἤδη, ἡ
Ἐπιτροπὴ ἔκρινεν, ὅτι ὁ καιρὸς ἦλθεν νὰ ἀναλάβωμεν τὴν μελέτην τῶν θεολογικῶν
καὶ κανονικῶν συνεπειῶν τῆς μυστηριακῆς δομῆς τῆς Ἐκκλησίας καί, κυρίως, νὰ
ἐξετάσωμεν τὸ ζήτημα τῶν ἀμοιβαίων σχέσεων αὐθεντίας καὶ συνοδικότητος ἐν τῇ
Ἐκκλησίᾳ. Συγχρόνως ἔκρινεν ὅτι ἔπρεπεν ἐπίσης νὰ ἐξετάσῃ κατ’ ἄμεσον τρόπον τὰ
θεολογικὰ καὶ πρακτικὰ ζητήματα, τὰ ὁποῖα τίθενται διὰ τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν
ἐξ αἰτίας τῆς προελεύσεως καὶ σημερινῆς ὑπάρξεως τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν Ἐκκλησιῶν
βυζαντινοῦ ρυθμοῦ. Ἡ πρόθεσις αὕτη ἀνηγγέλθη κατὰ τὴν δ΄ Συνέλευσιν τῆς
ὁλομέλειας ἐν Μπάρι (1987) καὶ ἤρχισε νὰ ὑλοποιῆται κατὰ τὴν ἐν Βαλάμῳ
Συνέλευσιν (1988) διὰ τῆς συστάσεως Ὑποεπιτροπῆς, ἔχουσης ὡς ἔργον τὴν μελέτην
τοῦ θέματος τούτου καὶ τὴν ὑποβολὴν τῶν πορισμάτων τῆς μελέτης ταύτης εἰς τὴν
Ἐπιτροπήν. Αὕτη ἡ Ὑποεπιτροπὴ συνῆλθεν ἐν Βιέννῃ κατ’ Ἰανουάριον τοῦ 1990.
4. Οὐδεὶς ἤδυνατο νὰ
προβλέψῃ κατὰ τὴν σύστασιν τῆς Ὑποεπιτροπῆς ταύτης τὰς ἐξελίξεις, αἱ ὁποῖαι θὰ
ἐπήρχοντο ἐν Ἀνατολικῇ Εὐρώπῃ, καὶ τὴν ἀνάβλυσιν τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας
τὴν ὁποίαν αὕται συνεπέφερον.
Ἡ ἐπιστροφὴ τῆς
θρησκευτικῆς ἐλευθερίας εἰς ἐκτεταμένας περιοχάς, τόσον διὰ τοὺς Ὀρθοδόξους
ὅσον καὶ διὰ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, οἱ ὁποῖοι πάντες, ἐπὶ δεκαετίας, ὑπέφερον
τόσας διώξεις, ἀποτελεῖ ἀφορμὴν βαθείας εὐχαριστίας πρὸς τὸν Θεόν, δεικνύουσα
ἀκόμη μίαν φορὰν ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριος τῆς Ἱστορίας.
5. Τὸ πρόβλημα τῆς
προελεύσεως καὶ τῆς ὑπάρξεως τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν Ἐκκλησιῶν βυζαντινοῦ ρυθμοῦ ἀπασχολεῖ
τὰς Ἐκκλησίας ἡμῶν, Ρωμαιοκαθολικὴν καὶ Ὀρθόδοξον, ἤδη ἀπὸ τῆς ἐποχῆς πρὸ τῆς
ἐνάρξεως τοῦ Διαλόγου των καὶ ὑπῆρξε διαρκῶς παρὸν ἀπὸ τῶν ἀρχῶν τοῦ Διαλόγου
τούτου. Ὁ τρόπος καθ’ ὃν θὰ δυνηθοῦν νὰ ἀναζητήσουν ἀπὸ κοινοῦ τὴν λύσιν θὰ
ἀποτελέσῃ δοκιμὴν τῆς σταθερότητος τῶν θεολογικῶν βάσεων, αἱ ὁποῖαι ἤδη
ἐτέθησαν καὶ αἱ ὁποῖαι θὰ πρέπει ν’ ἀναπτυχθοῦν. Λόγῳ τῶν προσφάτων γεγονότων,
ὅλη ἡ Συνέλευσις τοῦ Freising ἀφιέρωσε τὸν χρόνον της εἰς τὴν μελέτην τῶν
ζητημάτων, τὰ ὁποῖα θέτουν ἡ προέλευσις, ἡ ὕπαρξις, καὶ ἡ ἀνάπτυξις τῶν
Ρωμαιοκαθολικῶν Ἐκκλησιῶν Βυζαντινοῦ ρυθμοῦ, ὀνομαζόμενων ἐπίσης Οὐνιτικῶν
Ἐκκλησιῶν.
6. Βάσει τῶν ἐν
πνεύματι ἀδελφότητος καὶ εἰλικρινείας συζητηθέντων, ἡ Μικτὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ
Διαλόγου ἐξέφρασε τὰς ἀκολούθους παρατηρήσεις:
α) Ἐπειδὴ εἰς
ὡρισμένας περιοχὰς ἐπικρατεῖ ἔντασις μεταξὺ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν Ἐκκλησιῶν
βυζαντινοῦ ρυθμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὸ πρόβλημα τῆς Οὐνίας καθίσταται
ἐπεῖγον καὶ πρέπει νὰ ἔχῃ τὴν προτεραιότητα ἔναντι ἄλλων ὑπὸ ἐξέτασιν θεμάτων
ἐν τῷ Διαλόγῳ.
β) Ὁ ὅρος «Οὐνία»
σημαίνει ἐδῶ τὴν προσπάθειαν νὰ ἐπιτευχθῇ ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας μὲ ἀπόσπασιν
κοινοτήτων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἢ ὀρθοδόξων πιστῶν, χωρὶς νὰ λαμβάνηται ὑπ’
ὄψιν ὅτι ἐκκλησιολογικῶς ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἀδελφὴ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία
παρέχει ἀφ’ ἑαυτῆς τὰ μέσα τῆς Χάριτος καὶ τῆς σωτηρίας. Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ καὶ
συμφώνως πρὸς τὸ κείμενον ποὺ κατήρτισεν ἡ Ὑποεπιτροπὴ τῆς Βιέννης,
ἀποῤῥίπτομεν τὴν Οὐνίαν ὡς μέθοδον ἀναζητήσεως τῆς ἑνότητος, διότι εἶναι
ἀντίθετος πρὸς τὴν κοινὴν παράδοσιν τῶν Ἐκκλησιῶν μας.
γ) Ἡ Οὐνία ὡς μέθοδος,
ὅπου ἐφηρμόσθη, ἀπέτυχε νὰ ὑπηρετήσῃ τὸν σκοπὸν τῆς προσεγγίσεως τῶν Ἐκκλησιῶν.
Ἀντιθέτως προεκάλεσε νέας διαιρέσεις. Ἡ οὑτωσὶ δημιουργηθεῖσα κατάστασις
ἐγένετο ἀφορμὴ συγκρούσεων καὶ δεινῶν, τὰ ὁποῖα ἐσφράγισαν τὴν συλλογικὴν
μνήμην καὶ συνείδησιν τῶν δύο Ἐκκλησιῶν. Ἀφ’ ἑτέρου, δι’ ἐκκλησιολογικοὺς
λόγους, ἐπαγιώθη ἡ πεποίθησις, ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ ἀναζητηθοῦν ἄλλοι τρόποι.
δ) Τώρα ποὺ αἱ
Ἐκκλησίαι μας συναντῶνται ἐπὶ τῆς ἐκκλησιολογικῆς βάσεως τῆς κοινωνίας μεταξὺ
ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν, θὰ ἦτο λυπηρὸν νὰ καταστραφῇ τὸ ἐπιτευχθὲν ἐν τῷ Διαλόγῳ
σπουδαῖον ἔργον διὰ τὴν ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν, μὲ ἐπιστροφὴν εἰς τὴν μέθοδον
τῆς Οὐνίας.
7. Πέραν ὅμως τῆς
θεολογικῆς καὶ ἱστορικῆς προσεγγίσεως, πρέπει νὰ ληφθοῦν πρακτικὰ μέτρα, ὥστε
νὰ ἀποφευχθοῦν ἐγκαίρως αἱ συνέπειαι τῆς ἐπικινδύνου ἐντάσεως ποὺ ἐπικρατεῖ εἰς
πολλὰς ὀρθοδόξους χώρας. Εἰς τοῦτο θὰ ἐβοήθουν τὰ ἑξῆς:
α) Ἡ θρησκευτικὴ
ἐλευθερία προσώπων καὶ κοινοτήτων δὲν ἀποτελεῖ μόνον δικαίωμα ποὺ πρέπει νὰ
γίνῃ πλήρως σεβαστόν, ἀλλά, διὰ Χριστιανοὺς ζῶντας κατὰ τὴν αὐτὴν θείαν ζωήν,
καὶ δωρεὰν τοῦ Πνεύματος πρὸς οἰκοδομὴν τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ μέχρι τῆς
πλήρους αὐξήσεως (πρβλ. Ἐφεσ. 4,16). Ἡ ἐλευθέρια αὕτη ἀποκλείει τελείως πᾶσαν
βίαν, ἄμεσον ἢ ἔμμεσον, φυσικὴν ἢ ἠθικήν. Ἀπαιτεῖ, ὅπως ὅλαι αἱ δωρεαὶ τοῦ
Πνεύματος, χορηγούμεναι πάντοτε πρὸς τὸ συμφέρον πάντων (Α΄ Κορ. 12,17),
ἀδελφικὴν συνεργασίαν τῶν ποιμένων ἐπὶ τῷ τέλει ὅπως θεραπευθοῦν αἱ πληγαὶ τοῦ
παρελθόντος καὶ ὅπως ὁδηγηθοῦν οἱ πιστοὶ πρὸς μίαν βαθεῖαν καὶ παραμόνιμον
καταλλαγήν, ἐπιτρέπουσαν αὐτοῖς νὰ ἀπαγγέλλουν ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ τὴν προσευχὴν
τὴν ὁποίαν ἐδίδαξεν εἰς τοὺς μαθητάς του ὁ Κύριος.
β) Ἑπομένως εἶναι
ἀναγκαῖον, ὅπως αἱ ἁρμόδιαι ἐκκλησιαστικαὶ ἀρχαὶ προσπαθήσουν, ἐν τῷ πνεύματι
τοῦ Διαλόγου καὶ λαμβάνουσαι ὑπ’ ὄψιν τὴν θέλησιν τῶν τοπικῶν κοινοτήτων, νὰ
ἐπιλύσουν συγκεκριμένα ἐπίμαχα ζητήματα.
γ) Πᾶσα προσπάθεια
ἀποβλέπουσα εἰς τὸ νὰ προσελκύσῃ τοὺς πιστοὺς μιᾶς Ἐκκλησίας εἰς τὴν ἄλλην,
τουθ’ ὅπερ καλεῖται κοινῶς «προσηλυτισμός», πρέπει ν’ ἀποκλεισθῇ ὡς διαστροφὴ
τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου.
Ἐξ ἄλλου θὰ ἦτο
ἀρνητικὴ μαρτυρία ἐνώπιον ἐκείνων ποὺ παρατηροῦν κατὰ τρόπον κριτικὸν τὴν ὑπὸ
τῶν Ἐκκλησιῶν χρῆσιν τῆς νέας ἐλευθερίας των καὶ εἶναι ἕτοιμοι νὰ ἐπισημάνουν
καὶ χρησιμοποιήσουν κάθε περίπτωσιν ἀνταγωνισμοῦ.
Τοῦτο σημαίνει, ὅτι ὁ
ποιμὴν μίας κοινότητος δὲν πρέπει νὰ ἐπεμβαίνῃ ἐν τῇ κοινότητι, ἡ ὁποία εἶναι
πεπιστευμένη εἰς ἄλλον ποιμένα, ἀλλὰ θὰ ἔπρεπε νὰ συσκέπτηται μὲ αὐτὸν τὸν
ἄλλον ποιμένα καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους ποιμένας, οὕτως ὥστε ὅλαι αἱ κοινότητες νὰ
προχωροῦν πρὸς τὸν αὐτὸν στόχον, ἐκεῖνον τῆς κοινῆς μαρτυρίας παρεχομένης εἰς
τὸν κόσμον ἐν ᾧ ζοῦν.
δ) Ὅταν καταλήγωμεν
εἰς διμερῆ συμφωνίαν, ἐγκρινομένην ὑπὸ ἑκατέρας τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν, εἶναι
ἀπαραίτητον νὰ τηρῆται αὕτη.
8. Πιστεύομεν, ὅτι ὁ
Διάλογος, ὁ ὁποῖος εἶναι τὸ ὀρθότερον μέσον διὰ νὰ προχωρήσωμεν πρὸς τὴν
ἑνότητα, ἀποτελεῖ ἐπίσης τὸν πλέον κατάλληλον τρόπον διὰ τὴν ἀντιμετώπισιν τῶν
προβλημάτων, καὶ ἰδιαιτέρως τοῦ προβλήματος τῆς Οὐνίας. Διὰ τοῦτο εἴμεθα ὑπὲρ
τῆς συνεχίσεως αὐτοῦ. Πρὸς τὸ παρὸν ἐπικεντρώνομεν τὸ ἐνδιαφέρον μας εἰς τὴν
μελέτην τοῦ ἰδιαιτέρου τούτου προβλήματος.
9. Πιστεύομεν, ὅτι διὰ
τὴν καλλιτέραν μελέτην τοῦ προβλήματος θὰ ἦτο χρήσιμος ἡ παρουσία τῶν
Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, αἱ ὁποῖαι δὲν συμμετέσχον εἰς τὴν παροῦσαν συνέλευσιν.
10. Πρὸς τὴν
κατεύθυνσιν ποὺ ἤνοιξεν ἡ σύσκεψις τῆς Βιέννης, ἡ μελέτη τοῦ ζητήματος τούτου
θὰ συνεχισθῇ, διότι τὸ ἐμπόδιον τοῦτο πρέπει νὰ ὑπερπηδηθῇ διὰ νὰ δυνηθῶμεν νὰ
συνεχίσωμεν τὴν περαιτέρω πορείαν μας πρὸς τὴν ἑνότητα.
Freising (Μόναχον), 15
Ἰουνίου 1990.
ΠΗΓΗ:
Πρωτ. Θεοδ. Ζήση,
Οὐνία. Ἡ καταδίκη καί ἡ ἀθώωση, Θεσ/νίκη 2002, σ. 75-80.
ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ:
Στή
θέση
αὐτή («Οἰκουμενική
Κίνησις») ἀναρτῶνται
πρός
ἐνημέρωσιν
τῶν
ἐνδιαφερομένων
ἐπίσημα
κείμενα, ἀναφερόμενα
στόν
Διάλογο
τῆς
Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας
μέ
διάφορες
Χριστιανικές
Ὁμολογίες, ἀκόμη
καί
ἄν
δέν
ἐκφράζουν
ἀκριβῶς
ἤ
ὀρθῶς
τό
φρόνημα
τῆς
Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου