ΤΕΥΧΟΣ 14
ΤΡΙΠΟΛΙΣ ΜΑΪΟΣ 2001
Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ
Ἡ πολυσυζητημένη ἐπίσκεψη
Τήν
Παρασκευή καί τό Σάββατο 4 καί 5 Μαΐου
2001 Πάπας Ἰωάννης Παῦλος ὁ
Β' ἐπισκέφθηκε ἐπίσημα
τή χώρα μας. Ἡ ἐπίσκεψη
αὐτή, πού προκάλεσε ποικίλα
σχόλια καί ἀντιδράσεις,
ἔχει ἱστορική σημασία,
γιατί μετά τό Σχίσμα τοῦ 1054 οὐδέποτε
Πάπας εἶχε ἐπισκεφθεῖ
τόν τόπο μας. Ἐπανειλημμένες
ἐνέργειες τοῦ Παπισμοῦ
ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων στή διάρκεια
τῆς ἱστορίας τραυμάτισαν τίς
σχέσεις μεταξύ τῶν
Χριστιανῶν τῆς Ἀνατολῆς καί
τῆς Δύσεως, μέ ἀποτέλεσμα
ἡ προσέγγιση τῶν
δύο κόσμων νά θεωρεῖται
κάτι ἀκατόρθωτο. Δυστυχῶς πολλές
ἀπό αὐτές τίς ἐνέργειες δέν ἀνήκουν
στό παρελθόν, ἀλλά
συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
Μέ
τό θέμα τοῦ Παπισμοῦ
ἀσχοληθήκαμε στό
11ο τεῦχος τοῦ ἐντύπου
μας. Γιά νά μήν ἐξάγονται ὅμως αἰσιόδοξα
συμπεράσματα ἀπό
τήν ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα
καί τίς ἐνδεχομένως θετικές
χειρονομίες ἀπό τήν πλευρά του, θεωρήσαμε
σκόπιμο νά συμπληρώσουμε
ὅσα ἀναφέραμε ἐκεῖ
μέ ὀρισμένα ἐπιπλέον στοιχεῖα γιά
τά προβλήματα μεταξύ
Ὀρθοδοξίας καί
Παπισμοῦ.
Ὀρθοδοξία καί Παπισμός μετά τό Σχίσμα
Ἡ
Ὀρθοδοξία καί
ὁ Παπισμός δέν
εἶναι ἁπλῶς δύο χριστιανικά δόγματα
μέ διαφορές στίς
ἀντιλήψεις. Εἶναι δύο
διαφορετικοί καί συγκρουόμενοι κόσμοι,
δύο ἐντελῶς διαφορετικοί πολιτισμοί.
Τό «Σχίσμα τῶν ἐκκλησιῶν»
δέν ἔγινε ἐπειδή
μερικοί Χριστιανοί στή
Δύση ἀποφάσισαν ξαφνικά νά
ἀλλοιώσουν μερικά σημεῖα
τῆς πίστεως. Ἔγινε, ἐπειδή
ἕνας νέος λαός,
οἱ Φράγκοι, φορέας ἕνος
ἄλλου πολιτισμοῦ, βασισμένου
στήν ἀλλοίωση τῶν θεμελίων
τῆς χριστιανικῆς πίστης,
ἐπικράτησε προοδευτικά στή
Δύση, κατέλαβε τελικά
τόν ὡς τότε ὀρθόδοξο παπικό θρόνο,
δημιούργησε αὐτό
πού σήμερα ὀνομάζεται
Παπισμός καί ὁδήγησε στό Σχίσμα
τοῦ 1054.
Ἀπό
τή γέννησή του ὁ Φραγκολατινικός
πολιτισμός καλλιέργησε ἐντονότατο
μίσος γιά τούς
Χριστιανούς τῆς Ἀνατολῆς, τούς
ὁποίους χαρακτήριζε αὐθαίρετα
«αἱρετικούς», χωρίς
κἄν νά γνωρίζει τή
θεολογία τους, τήν παιδεία
τους, τόν πολιτισμό τους. Κατά
τούς πρώτους μάλιστα αἰῶνες
ἀντικείμενο μίσους
καί χλευασμοῦ ἦταν
ἀκόμη καί ὁ
ἑλληνικός πολιτισμός.
Ἔτσι τά πρῶτα
γραπτά κείμενα τῶν Φράγκων
ἀπό τόν 9ο μ.Χ. αἰῶνα ἦσαν
τά Contra errores Graecorum (Κατά
τῶν πλανῶν τῶν
Γραικῶν), μέ ἀποτέλεσμα
ὁ ὅρος «γραικός» νά
καταλήξει τελικά νά
σημαίνει στή Δύση
«αἱρετικός, κλέπτης,
ψεύτης, ἀγύρτης
καί ἀπατεών» (Ἰω. Ρωμανίδου, Ρωμηοσύνη,
Θεσ/νίκη 1975, σ. 47). Εἶναι χαρακτηριστικό
ὅτι ἔργο Contra errores Graecorum ἔγραψε
καί ὁ σημαντικότερος θεολόγος
τοῦ Παπισμοῦ Θωμᾶς
ὁ Ἀκινάτης τόν 13ο αἰῶνα.
Τό
μίσος αὐτό
ἐκδηλώθηκε καί μέ
συγκεκριμμένες πράξεις, μέ
ἀποκορύφωση τήν
κατάληψη τῆς Κων/λεως κατά
τή Δ' Σταυροφορία τό
1204. Τά στρατεύματα τῶν
Φράγκων, πού ἦλθαν
στήν Ἀνατολή μέ
«εὐλογία» τοῦ Πάπα
Ἰννοκεντίου τοῦ
Γ', γιά τρεῖς μέρες ἔσφαζαν καί λεηλατοῦσαν
ἀσταμάτητα τήν Πόλη
καί ὅσα συνέβησαν τότε
ξεπέρασαν κάθε φαντασία.
Ἀπό τή Δύση ἡ Φραγκοκρατία ἐπεκτάθηκε
στήν Ἀνατολή, χωρίς
εὐτυχῶς νά διατηρηθεῖ γιά
πάντα, ὅπως ἐκεῖ.
Ὅμως οἱ Ὀρθόδοξοι
πληθυσμοί διατηροῦσαν ἐπί
αἰῶνες στή μνήμη
τους τά δεινά ἐκείνης
τῆς περιόδου, ἐνῶ
ἀποτέλεσμα τῶν προσπαθειῶν
νά ἐπιβληθεῖ μέ
κάθε μέσο τό παπικό δόγμα
εἶναι ἡ ὕπαρξη μέχρι σήμερα
μεγάλου ποσοστοῦ ἑλλήνων
Ρωμαιοκαθολικῶν κυρίως στή
Σύρο καί στήν
Τῆνο. Ἡ αὐτοκρατορία δέχθηκε
καίριο πλῆγμα, μέ
ἀποτέλεσμα λίγο ἀργότερα
νά πέσει εὔκολα στά
χέρια τῶν Τούρκων
καί νά μεταβληθεῖ ριζικά
ἡ ροή τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας.
Ἡ
Φραγκοκρατία εἶχε σάν ἀποτέλεσμα ὁ Πάπας
νά θεωρεῖται πλέον
στή συνείδηση τοῦ
λαοῦ σάν προσωποποίηση τοῦ
κακοῦ καί πηγή κάθε συμφορᾶς γιά
τήν Ἐκκλησία καί
τό Ἔθνος. Τήν εἰκόνα
αὐτή ἐπιβεβαίωσε ἡ
χαρακτηριστική ἀδιαφορία γιά
τήν τύχη τῶν Χριστιανῶν τῆς
Ἀνατολῆς πρίν
τήν πτώση στούς Τούρκους.
Ὅταν οἱ Ὀρθόδοξοι
κατέφευγαν ἀπεγνωσμένα
στή Δύση γιά βοήθεια,
ὁ Πάπας ἀπαιτοῦσε τήν
πλήρη ὑποταγή τῆς
Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας,
μέ ἀποτέλεσμα τίς ἀποφάσεις
δύο ἑνωτικῶν Συνόδων
(τῆς Λυών τό 1274 καί τῆς
Φερράρας - Φλωρεντίας τό
1438-1439), ὅπου οἱ Ὀρθόδοξοι
ὑπέστησαν μεγάλες ταπεινώσεις.
Τίς ἀποφάσεις αὐτές
ἀπέρριψε ἀπό
τήν πρώτη στιγμή ὁ
λαός, ἐνῶ οἱ προσπάθειες λατινοφρόνων
αὐτοκρατόρων καί
πατριαρχῶν νά τίς ἐπιβάλλουν μέ τή
βία ὁδήγησαν ἑκατοντάδες
Ὀρθοδόξων σέ διωγμούς
καί μαρτύρια. Ἡ
ἐμπειρία τῆς
Φραγκοκρατίας εἶχε διαμορφώσει τήν
ἀντίληψη ὅτι ἡ
ὑποταγή στούς
Τούρκους ἦταν λιγότερο
ὀδηνηρή ἀπό
τήν ὑποταγή στούς
«χριστιανούς» τῆς Δύσεως.
Παρόμοιες
ἐνέργειες συνεχίστηκαν στά
νεώτερα χρόνια σέ
ἄλλους Ὀρθόδοξους
λαούς. Χαρακτηριστική περίπτωση
ἡ ἐξόντωση 800.000 Σέρβων στά
χρόνια τοῦ Β' Παγκοσμίου
Πολέμου ἀπό τούς Κροάτες Οὐστάσι.
Ἡ γενοκτονία αὐτή
ἔγινε μέ τή
στενή συνεργασία τοῦ
παπικοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ζάγκρεμπ
Καρδιναλίου Στέπινατς (βλ. καί
Μ. Ἀ. Ριβέλλι, Ὁ
Ἀρχιεπίσκοπος τῆς
Γενοκτονίας, ἐκδ. Προσκήνιο, 2000), ὁ
ὁποῖος καταδικάστηκε ἀργότερα
ὡς ἐγκληματίας πολέμου.
Καί ὅμως ἡ παπική «ἐκκλησία»
ποτέ δέν ἀναγνώρισε τή συμμετοχή
του στή γενοκτονία. Ἀντίθετα,
σέ μιά προκλητική τελετή
στό Ζάγκρεμπ τό 1998 ὁ
σημερινός Πάπας, πού ἐπισκέφθηκε
τή χώρα μας, ἁγιοποίησε
ἐπίσημα τόν Στέπινατς.
Ἀλλά καί πρόσφατα, ὅταν «οἱ
υἱοί καί οἱ θυγατέρες τῆς
Καθολικῆς Ἐκκλησίας» βομβάρδιζαν
τούς Ὀρθοδόξους Σέρβους, ὁ
Πάπας δέν ἔκανε
κάτι γιά νά
τούς ἐμποδίσει.
Ἡ Οὐνία
Θά
μποροῦσε νά ἰσχυρισθεῖ κανείς
ὅτι οἱ περισσότερες ἀπό
τίς ἐνέργειες αὐτές
ἀνήκουν στό μακρυνό
παρελθόν καί δέν ἔχουν καμία σχέση
μέ τό σήμερα. Αὐτό
θά εὐσταθοῦσε ἄν
ἡ στάση τοῦ Βατικανοῦ
εἶχε ἀλλάξει. Τό ὅτι
παραμένει στήν οὐσία
ἡ ἴδια, μαρτυρεῖ ἡ
ὕπαρξη τῆς Οὐνίας,
πού μετά τήν κατάρρευση τῶν
καθεστώτων τῶν πρώην
ἀνατολικῶν χωρῶν,
ἐνεργοποιήθηκε ἔντονα
καί ἀποτελεῖ τό
μεγαλύτερο πρόβλημα στίς
σχέσεις Ὀρθοδοξίας
καί Παπισμοῦ σήμερα.
Ἡ
Οὐνία εἶναι ἕνα σχῆμα πού
ἐπινοήθηκε ἀπό
τό Παπισμό μέ
σκοπό τόν ἐκλατινισμό καί
τήν ὑποταγή τῶν
Ὀρθοδόξων τῆς Ἀνατολῆς.
Σύμφωνα μέ τό
σχῆμα αὐτό ὁ Πάπας ἐπιτρέπει σέ πρώην
Ὀρθόδοξους πληθυσμούς νά
διατηροῦν ὅλα τά ἐξωτερικά τους στοιχεῖα
(λατρεία, γλώσσα, τελετουργικό,
ἔθιμα κ.τ.λ.), ἀρκεῖ
νά τόν μνημονεύουν καί
νά ἀναγνωρίζουν τήν
ἀνώτατη αὐθεντία
του. Μέ τή μορφή αὐτή
οἱ Οὐνίτες ἐντάσσονται ὁλοκληρωτικά
στό σῶμα τοῦ Παπισμοῦ.
Εἶναι Παπικοί πού
ἐμφανίζονται ἐξωτερικά
μέ τή μορφή Ὀρθοδόξων:
τελοῦν τή Θ. Λειτουργία ὅπως
ἀκριβῶς οἱ Ὀρθόδοξοι, καί οἱ
κληρικοί τους ἔχουν τό
ἴδιο ἀκριβῶς σχῆμα. Μέ τόν
τρόπο αὐτό δημιουργοῦν τεράστια
σύγχυση καί ἀποτελοῦν
ἀνέντιμη προσηλυτιστική μέθοδο
εἰς βάρος τῶν Ὀρθοδόξων.
Ἡ Οὐνία ἔχει ἐπιτυχημένα χαρακτηρισθεῖ
ὡς «δούρειος ἵππος»
τοῦ Παπισμοῦ.
Πνευματικός
πατέρας τῆς Οὐνίας
εἶναι ὁ Πάπας Ἰννοκέντιος ὁ Γ' (1198 - 1216) πού
προαναφέραμε καί πού
εἶναι ταυτόχρονα πνευματικός
πατέρας τῆς Ἱερᾶς
Ἐξέτασης καί τῆς
Δ' Σταυροφορίας (π. Γ. Μεταλληνοῦ, Οὐνία,
1992, σ.14). Σήμερα στήν Ἑλλάδα
δέν μποροῦμε νά
ἀντιληφθοῦμε τίς
διαστάσεις τοῦ προβλήματος,
γιατί οἱ Οὐνίτες πού ζοῦν
στή χώρα μας ἀποτελοῦν
μικρό ποσοστό. Ὅμως
στή Ρωσία καί σέ ἄλλες χῶρες δροῦν
ἑκατομμύρια Οὐνίτες,
δημιουργώντας τεράστια προβλήματα
μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων.
Βατικανό καί νέο ἑλληνικό κράτος
Τούς
λόγους αὐτούς
μέχρι πρίν λίγα
χρόνια ἀποδεχόταν ἀκόμη
καί ἡ Πολιτεία, μέ
ἀποτέλεσμα νά μήν
ἀναγνωρίζει τό
κράτος τοῦ Βατικανοῦ.
Ὅπως εἶναι γνωστό,
ὁ Πάπας ἐκτός ἀπό θρησκευτικός ἡγέτης
εἶναι καί πολιτικός,
εἶναι ὁ ἀρχηγός τοῦ κράτους τοῦ Βατικανοῦ.
Ἡ πρόσκληση τοῦ Πάπα
ἀπό τόν Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας
δικαιολογήθηκε μέ τόν
ἰσχυρισμό ὅτι
ἕνας ἀρχηγός κράτους, μέ τήν
ἰδιότητά του αὐτή,
καλεῖ ἕναν ἄλλο ἀρχηγό κράτους νά ἐπισκευθεῖ
ἐπίσημα τή χώρα
του. Ὅμως ἡ ἰδιότητα αὐτή
τοῦ Πάπα δημιουγεῖ ἕνα
ἀκόμη μεγάλο πρόβλημα
στίς σχέσεις Ὀρθοδοξίας
καί Παπισμοῦ, γιατί
οἱ ἱεροί κανόνες τῆς Ἐκκλησίας
δέν ἐπιτρέπουν σέ κληρικούς
ὁποιουδήποτε βαθμοῦ
νά ἀσκοῦν ταυτόχρονα καί
πολιτική ἐξουσία.
Τό
παπικό κράτος ἰδρύθηκε τυχαῖα τόν
8ο αἰῶνα, ὅταν ὁ Πιπίνος Βραχύς, πατέρας
τοῦ Καρλομάγνου, μετά
τίς ἐκκλήσεις τοῦ Πάπα
Στεφάνου Β' γιά βοήθεια,
ἀπελευθέρωσε τό
Δουκᾶτο τῆς Ρώμης καί τό
Ἐξαρχᾶτο τῆς Ραβέννας (754 καί
756) ἀπό τούς κατακτητές Λογγοβάρδους.
Ἀντί ὅμως νά τά
παραχωρήσει στό βυζαντινό
αὐτοκράτορα, στή δικαιοδοσία
τοῦ ὁποίου προηγουμένως ἀνῆκαν,
τά παραχώρησε ἀπ'
εὐθείας στόν παπικό
θρόνο, ὁ ὁποῖος βρέθηκε ξαφνικά
νά ἀσκεῖ τήν πολιτική ἐξουσία
στίς περιοχές αὐτές.
Τό σημερινό κράτος
τοῦ Βατικανοῦ ἀναγνωρίστηκε
ἐπίσημα τό 1929. Εἶναι
χαρακτηριστικό ὅτι ὁ τότε Πάπας Πίος ΙΑ' δικαιολόγησε
τήν πράξη αὐτή μέ τόν ἰσχυρισμό ὅτι
«ὁ ἐπί τῆς γῆς ἀντιπρόσωπος τοῦ
Θεοῦ δέν δύναται νά εἶναι
ὑπήκοος ἐπιγείου
κράτους», τή στιγμή
πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος,
ὡς ἄνθρωπος ἦταν ὑπήκοος
ἐπιγείου κράτους (τηροῦσε
τούς νόμους, πλήρωνε φόρους
κ.τ.λ.).
Ἡ
Ἑλληνική Πολιτεία
ἀναγνώρισε τό κράτος
τοῦ Βατικανοῦ τό
1980 ἐπί Πρωθυπουργοῦ Κων/νου Καραμανλῆ,
λίγο μετά τήν
ἔνταξη τῆς χώρας
μας στήν Ε.Ο.Κ. Ἀντιρρήσεις
γιά τήν ἐνέργεια αὐτή
ἐξέφρασε τόσο ἡ
Ἐκκλησία ὅσο
καί ἡ Θεολογική Σχολή
Ἀθηνῶν, ἡ ὁποία σέ Ὑπόμνημά της συνόψιζε τούς
λόγους γιά τούς
ὁποίους δέν ἔπρεπε
νά ἀναγνωριστεῖ τό
κράτος τοῦ Βατικανοῦ.
Οἱ κυριώτεροι ἀπό
αὐτούς ἦσαν: α) ἡ ἀναγνώριση
ἀπό τήν Πολιτεία τῆς
κοσμικῆς ἐξουσίας τοῦ πάπα,
σέ ἀντίθεση μέ τή
θέση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας,
β) ἡ ὑποτίμηση τῆς Ἐκκλησίας
μας, ἡ ὁποία ἀντιμετωπίζεται ὡς
Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου,
ἐνῶ ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ πάπα
διαλέγεται μέ τήν
Πολιτεία ὡς ἰσότιμος, καί γ) οἱ
ἀνθελληνικές ἐνέργειες
τοῦ Βατικανοῦ κατά
τή διάρκεια τῆς ἱστορίας,
σέ ἀντίθεση μέ τήν
προσφορά τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας
στό Ἔθνος.
Ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός ἀποτελεῖ Ἐκκλησία;
Ὁ
μακαριστός Σέρβος Γέροντας καί
γεραρός θεολόγος π. Ἰουστῖνος
Πόποβιτς διαπίστωσε ὅτι
στήν ἀνθρώπινη ἱστορία
σημειώθηκαν τρεῖς πτώσεις:
τοῦ Ἀδάμ, τοῦ Ἰούδα
καί τοῦ Πάπα. Δηλαδή: τοῦ
ἠπατημένου Πρωτοπλάστου,
τοῦ προδότη μαθητῆ
καί ἀχάριστου φίλου, καί
τοῦ ἀντιχρίστου, αἱρετικοῦ
καί σχισματικοῦ «ἐπισκόπου
Ρώμης». Γι' αὐτό
καί - μή κατανοώντας τίς
διαφοροποιήσεις μερικῶν ἱεραρχῶν
ἤ ἀπροβλημάτιστων θεολόγων
- πρέπει νά ἀπαντήσουμε
στά διακαῆ ἐρωτήματα
τοῦ Ὀρθοδόξου ποιμνίου: 1) Ἐάν
ὁ Πάπας μέ τό
ἀλάθητο, τό πρωτεῖο,
τό filioque, τό καθαρτήριο
πῦρ, τή σύγχυση μεταξύ οὐσίας
καί ἐνεργειῶν τοῦ
Θεοῦ εἶναι αἱρετικός,
πῶς μποροῦμε νά
τόν τιμήσουμε; 2) Φτάνει
ἡ ἐπίγεια (ἀριθμητική)
δύναμη τῶν πιστῶν
ὁπαδῶν καί ὁ ἐκκλησιαστικός ἰμπεριαλισμός,
πού μάλιστα ἰσοδυναμεῖ
μέ τόν πολιτικοοικονομικό τῶν
δυτικῶν κρατῶν, ὥστε
νά ἀναγνωρισθεῖ σάν
θρησκευτικός ἡγέτης ὁ ἑτερόδοξος διπλωμάτης καί
κοσμικός ἡγέτης; 3) Ἐπειδή
ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν
ὑφίστανται μυστήρια, ἅγια
λείψανα, ἄφθαρτος ἁγιασμός,
ἔχει ὁ Πάπας ἱερωσύνη, ἔχουν οἱ φραγκοπαπικοί
ἀποστολική διαδοχή;
4) Πῶς μπορεῖ νά
συνθεωροῦνται ἀπόγονοι
τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί
Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας
ὅσοι ἀλλοτριωμένοι μετήλλαξαν
τά δόγματα τῆς Ἀληθείας
καί τά κριτήρια τῆς
ἐν Χριστῷ ζωῆς
καί πολιτείας σέ
μιά σειρά νομικῶν
κανόνων καί σχολαστικῶν
εἰσηγήσεων;
Ὅσοι
νουνεχεῖς φιλοσοφήσουν καί
παρατηρήσουν τή διεθνῆ
βιβλιογραφία γιά τή γένεση τοῦ παπικοῦ
ἀλαθήτου καί τοῦ
πρωτείου ἐξουσίας, θά ἀντιληφθοῦν
τήν ἀρνητική ἀπάντηση
στά παραπάνω ἐρωτήματα.
Γιά ἐμᾶς τούς Ὀρθοδόξους, τόσο στήν
ἐπί ἁγίου Φωτίου Μεγάλη
Σύνοδο τοῦ 879/880 ὅσο
καί στή Σύνοδο τοῦ 1341 ἐπί
ἁγίου Γρηγορίου τοῦ
Παλαμᾶ, δηλαδή σέ
Συνόδους πού θεωροῦνται
Οἰκουμενικές (στήν
πρώτη, μάλιστα, παρευρίσκονταν
καί οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ ὀρθοδόξου
τότε Πάπα Ρώμης), καταδικάστηκαν οἱ
Φράγκοι ἐπίσκοποι
πού πρόσθεσαν στό Σύμβολο
τῆς Πίστεως τό ἀντιΓραφικό
filioque ἀποξενώνοντας τόν
Θεόν Λόγον καί τό
Ὁμοούσιον καί Παράκλητον
Πνεῦμα τῆς θεοπρεποῦς ὁμοτιμίας
καί ἀξίας, καί ἀποκηρύχθηκαν
ὅσοι ἀποδέχονταν τίς ἀπόψεις
τοῦ σχολαστικοῦ οὐνίτη
Βαρλαάμ τοῦ Καλαβροῦ, ὅτι
δηλ. οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ
καί τό Φῶς τῆς θεότητος εἶναι κτιστό.
Ὅλη ἡ παπική «θεολογία»
στηρίζεται στόν Ἄνσελμο
Καντερβουρίας καί στόν
Θωμᾶ Ἀκινάτη. Ὁ μέν πρῶτος εἰσήγαγε
τό δόγμα περί ἰκανοποιήσεως
τῆς θείας δικαιοσύνης, υἱοθετώντας
τό φεουδαλιστικό σύστημα
καί τήν ἱεραρχία, ὁπότε
ὁ Λόγος Χριστός καί
ὁ Θεός Πατήρ παρουσιάζονται
μέ τά ἰδιώματα τῶν ἐμπαθῶν
θνητῶν, θύματα ὁ ἕνας
τοῦ ἄλλου, μέ ἀνόητη
τή σταυρική θυσία
καί μή σωτηριολογική τήν
Ἀνάσταση· ὁ δέ
δεύτερος προσπάθησε νά
συνδυάσει τίς θεωρίες
τοῦ ἁγ. Αὐγουστίνου μέ
τήν ἀριστοτελική σκέψη,
ὥστε νά εἰσηγηθεῖ
ἕναν ἀπρόσιτο καί ἀπροσπέλαστο
Θεό, διδάσκοντας ὅτι
ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται σέ
κοινωνία μέ τίς «κτιστές» ἐνέργειες
τοῦ Θεοῦ (Θεία Χάρη, ἀγάπη, κτλ). Κατά τόν
Ἅγ. Γρηγόριο τόν
Παλαμᾶ καί τόν Ἅγ. Εἰρηναῖο ἐπίσκοπο Λυῶνος, οἱ
«ἐκτός τῆς Ἀληθείας» τίθενται αὐτομάτως
καί «ἐκτός Ἐκκλησίας». Εἰδεμή,
βλασφημοῦμε τήν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια,
ἰσχυριζόμενοι ὅτι
εἶναι μιά σειρά
χειροτονιῶν καί μία ἐνέργεια πού ἐπιδρᾶ
μαγικά στόν ἄνθρωπο ἀνεξάρτητα
ἀπό τήν ἐλεύθερη βούληση τοῦ
ἀνθρώπου καί τήν
εἰλικρινῆ μετοχή
του στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Γι' αὐτό οἱ παπικοί ἀλλοίωσαν
τό σημεῖο τοῦ
Τιμίου Σταυροῦ, «σταυρούμενοι»
μέ τήν κλειστή παλάμη,
ὅπου τό τέταρτο
δάκτυλο ἀντιπροσωπεύει
τήν Παναγία καί
τό πέμπτο τόν Πάπα
Ρώμης, πού νομιμοποιεῖται
αὐθαίρετα νά διεκδικεῖ
τόν ἀποκλειστικό ρόλο
τοῦ βικαρίου τοῦ
Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς, δηλαδή τοῦ
Ἀντιχίστου (τοῦ εἰς
τύπον Χριστοῦ, ἄν
καί κάλπικος) κατά τόν
Πατροκοσμᾶ. Γι' αὐτό
καί οἱ παπικοί ψευδεπίγραφοι
«ἀδελφοί Χριστιανοί»
δέν ἔπαψαν νά ὑποστηρίζουν
τή νοοτροπία τῆς
ἀνωτερότητός
τους ἔναντι τῶν Ὀρθοδόξων,
ἀφ' ἑνός μέν μέ τή διακήρυξη «Dominus Jesus» ἀπό
τήν Ἐπιτροπή γιά
τή διδασκαλία τῆς
πίστεως (6-8-2000) καί ἀφ'
ἑτέρου μέ τίς
παρατηρήσεις τοῦ Καρδιναλίου
J. Ratzinger γιά τήν ἔκφραση «Ἀδελφές
Ἐκκλησίες» (30-6-2000). Ἀπό
τότε (8ος αἰ. μ.Χ.) πού
οἱ Φράγκοι ἔδιωξαν βίαια
ἀπό τή Ρώμη καί τόν
δυτικό κόσμο τούς Ρωμαίους
- Ρωμηούς Πάπες καί διεκδίκησαν
μέ τίς θεολογικές αὐθαιρεσίες
τους τήν ὑποταγή ὅλων
τῶν λοιπῶν στή
μοναρχική ἐκκλησιαστική αὐθεντία
τοῦ πρώτου Πάπα καί
Βασιλέως, δηλ. τοῦ Ἀποστόλου
Πέτρου (παρά τό
γεγονός ὅτι ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν
Παῦλος διαφώνησε δίς
μέ τόν Ἀπόστολο Πέτρο, προκειμένου
νά διατηρηθεῖ ἀκέραια
ἠ ἀλήθεια τῆς Πίστεως),
δέν μποροῦν νά
ὁμολογοῦνται ὡς
Ἐκκλησία (καί
ποιά ἐκκλησία: αὐτή
πού ἀρέσκεται σέ Βάπτισμα
διά ραντισμοῦ, σέ
Εὐχέλαιο στούς ἑτοιμοθάνατους,
σέ ἄζυμη ὅστια - σάν
τό ἀντίδωρο - ἀντί
Θ. Κοινωνίας, στήν ὑποχρεωτική
ἀγαμία τῶν κληρικῶν καί
στόν ὑποχρεωτικό προσανατολισμό
ὅλων τῶν δυτικῶν
ναῶν πρός τή Δύση).
Γι' αὐτό
ὁ θρησκευτικός πλανητάρχης
δέν διαθέτει ἅγια
λείψανα μετά τό
Σχίσμα, οὔτε τόν
ἄφθαρτο ἁγιασμό
πού μοιράζονται καί
οἱ τελευταῖοι πιστοί
τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας:
ἴσως θά πρέπει
νά ἀρχίσει ἀπό ἐδῶ ὁ διάλογος, ἄν δηλ. ἀναρωτηθοῦμε
γιατί αὐτά δέν συναντῶνται πιά
καί στή Δύση, ὁπότε αὐτό τό «πιά» θά ἐξηγήσει γιατί κατά
τόν Ἅγ. Νικόδημο τόν
Ἁγιορείτη ὅσοι
Ρωμαιοκαθολικοί προστεθοῦν στήν
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
βαπτίζονται ὑποχρεωτικῶς
«εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός,
καί τοῦ Υἱοῦ, καί τοῦ Ἁγ. Πνεύματος» (κατά
τόν ΜΖ' Ἀποστολικό
Κανόνα). Τό οὐμανιστικό
εὐρωπαϊκό πάνθεο
ἀπέκτησε στό πρόσωπο
τοῦ Πάπα τόν Δία του μέ τό
δαιμονικό ἀλάθητο, ὅμως ὁ
ὀρθόδοξος λαός διασώζει
τή δυναμικότητα τῆς
γνήσιας πίστεως: Μόνη
κεφαλή ὁ Χριστός καί
μόνος ἀλάθητος.
Ὑπ'
αὐτήν τήν ἔννοια τά ἐρωτήματα
τοῦ Ἀρχιεπ. Ἀθηνῶν
Χρυσοστόμου τοῦ Α' γιά
τό κατά πόσον διεφθαρμένοι ἄνδρες,
ὅπως ὁρισμένοι Πάπες τῆς
ἱστορίας, μποροῦν νά
θεωροῦνται ἀλάθητοι,
καί τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπ.
Ἀθηνῶν Σεραφείμ γιά
τό ἄν ὁ Παπισμός εἶναι
Ἐκκλησία, προβάλλουν
περισσότερο ἐπίκαιρα
ἀπό ποτέ. Θά ἐπιθυμούσαμε ἡ
πρόσφατα διατυπωθεῖσα παπική
συγνώμη νά ἐκφρασθεῖ ἐμπράκτως
ἐπιτέλους, ἐάν δέν
ἀποτελεῖ εἴτε
διπλωματικό πρόσχημα γιά τή
διαίρεση τοῦ ὀρθοδόξου
κόσμου εἴτε συνειδησιακό
ἔλεγχο ἑνός
ἑτοιμοθάνατου ἡλικιωμένου.
Ἡ ὑψηλοφροσύνη γκρέμισε
τόν Ἑωσφόρο στό διαβολικό
βάραθρο, ἐνῶ
ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι
ὁ θεμέλιος λίθος τῆς
Ἐκκλησίας τοῦ
Χριστοῦ, ἧς ἡ ἀρχή «τριαδική συνοδική»,
καί ὄχι ὁλοκληρωτική παπική
ὅπως τοῦ Ποντίφηκος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου