Διάγραμμα
– Περίληψη
Θέματος Δ΄
τοῦ Θεολογικοῦ Προγράμματος «Ὀρθοδοξία καί Ζωή»
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας,
περιόδου
Ζ΄, ἔτους 2012-2013.
Εἰσαγωγή:
Πάθη εἶναι: α) Οἱ ἐπαναλαμβανόμενες
ἁμαρτίες, πού ἔχουν γίνει «ἕξεις»
(συνήθειες), καί β) Οἱ ἰσχυρές συνδέσεις μέ πρόσωπα καί πράγματα τοῦ
κόσμου τούτου, μέ μορφή εἴτε θετική («φιλία ἄλογος»), εἴτε
ἀρνητική («μῖσος ἄκριτον»).
Τά πάθη δημιουργοῦν ἰσχυρές ἐξαρτήσεις ἀπό
πρόσωπα καί πράγματα καί οἱ ἐξαρτήσεις
αὐτές ἀτονίζουν τή σχέση μας μέ τόν Θεό: ὁ
ἄνθρωπος γίνεται δοῦλος τοῦ
περιβάλλοντος (πρβλ. «ὅτε ἦμεν νήπιοι, ὑπό τά στοιχεῖα
τοῦ κόσμου ἦμεν δεδουλωμένοι»,
Γαλ. 4,3). Εἶναι, ὅμως, ἡ
κατάσταση αὐτή φυσιολογική;
Τά πάθη ὡς
«παρά φύσιν» κατάσταση: Ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας
δέχεται ὁμόφωνα ὅτι ἡ
ἐμπαθής κατάσταση δέν εἶναι φυσιολογική. Τά
πάθη ἀποτελοῦν ἀσθένεια
καί νόσο τῆς ψυχῆς καί ὄχι
κατάσταση ὑγείας. Οἱ Πατέρες συνεχῶς
τονίζουν τόν «παρά φύσιν» χαρακτῆρα τῶν
παθῶν: Πάθος εἶναι ἡ
«ἐκ τοῦ κατά φύσιν εἰς τό παρά φύσιν ἑκούσιος
παρεκτροπή» (ἅγ. Ἰω. Δαμασκηνός). «Πάθος ἐστί κίνησις ψυχῆς
παρά φύσιν» (ἅγ. Μάξιμος Ὁμολογητής). Τό κακό καί
τά πάθη δέν ἀνήκουν στήν αὐθεντική φύση μας, ἀλλά
εἶναι «συμβεβηκότα, ἐπισυμβάντα καί ἐπεισελθόντα
τῇ φύσει, ἤ παρά φύσιν προσθήκη τῇ
ψυχῇ» (ἅγ. Ἰσαάκ ὁ Σῦρος).
Ἀντίθετα, φυσική κατάσταση εἶναι ἡ
ἀπάθεια καί οἱ ἀρετές.
Στόν φυσικό ἄνθρωπο οἱ ἀρετές
(πίστη, ἐλπίς, ἀγάπη, πραότητα, ἐγκράτεια,
ταπείνωση, χαρά, εἰρήνη κ.λπ.) ἐκδηλώνονται φυσικά καί
ἀβίαστα, χωρίς κόπο. Ὁ ἄνθρωπος
ἐπαναπαύεται σ’ αὐτές (αἰσθάνεται
ἀπόλυτα ἱκανοποιημένος). Ὅταν,
ὅμως, ἐμφανίζονται τά πάθη,
καταπνίγουν τίς ἀρετές καί ὁ ἄνθρωπος
ἀρχίζει νά λειτουργεῖ ἀρρωστημένα,
ὡς ἀσθενής. Τότε, ἀγνοώντας τήν κατάσταση
τῶν ἀρετῶν, πιστεύει ὅτι θά βρεῖ
ἐπανάπαυση στά πάθη, μέ ἀποτέλεσμα νά βυθίζεται
συνεχῶς στό κακό καί νά ἀσθενεῖ
ὅλο καί περισσότερο. Ἐπειδή τά πάθη ἔχουν
γίνει «δευτέρα φύσις», ἡ ἐπανάκτηση τῶν ἀρετῶν
καθίσταται πλέον ἔργο ἐπίπονο: κάθε ἀρετή εἶναι
«σταυρός» καί προϋποθέτει «στένωσιν» (κακοπάθεια, ἄσκηση).
Τά πάθη ὡς
«παράχρησις» φυσικῶν δυνάμεων: Ὡστόσο, τά πάθη δέν εἶναι
κάτι πού εἰσέρχεται στήν ψυχή μόνο ἀπ’ ἔξω.
Συνδέονται μέ φυσικές δυνάμεις τῆς ψυχῆς
καί εἶναι «παράχρησις» ἤ παρεκτροπή ἤ
διαστροφή αὐτῶν τῶν δυνάμεων. Γι’ αὐτό ἡ
Πατερική Παράδοση δέν ὁμιλεῖ γιά ἐκρίζωση, ἀλλά
γιά μεταμόρφωση τῶν παθῶν, γιά μεταστροφή τους
σέ ἀρετές, ἤ γιά ἀποκατάσταση
τῆς φυσικῆς λειτουργίας τῶν
ψυχικῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου.
Παράδειγμα, ὁ θυμός καί ἡ ἐπιθυμία:
ἀποκατάσταση τῆς φυσικῆς
λειτουργίας τῆς ἐπιθυμίας εἶναι ἡ
μεταστροφή της πρός τόν Θεό καί ἀποκατάσταση τῆς
φυσικῆς λειτουργίας τοῦ θυμοῦ
νά κατευθύνεται ἐναντίον τοῦ διαβόλου (πρβλ. «ὀργίζεσθε
καί μή ἁμαρτάνετε», Ψαλμ. 4,4).
Ὁ
ἔρωτας ὡς φυσική κατάσταση καί
ὡς πάθος: Χαρακτηριστικό παράδειγμα διαστροφῆς
μιᾶς φυσικῆς δυνάμεως σέ πάθος εἶναι
ὁ ἔρωτας. Ἡ ἀγάπη
ἤ ὁ ἔρωτας εἶναι φυσικό στοιχεῖο
τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀγάπη
εἶναι ἡ κορωνίδα τῶν ἀρετῶν.
Ἔχει δοθεῖ: α) γιά νά ἀγαπᾶμε
τόν Θεό («ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καί ἐξ
ὅλης τῆς ψυχῆς
καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος
καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας» μας) καί β)
μέσω τοῦ Θεοῦ νά ἀγαπᾶμε ὅλα τά κτίσματα (καί πρῶτα «τόν πλησίον ὡς
σεαυτόν», Λουκ. 10,27). Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό καλεῖται «θεῖος
ἔρωτας». Στήν αὐθεντική λειτουργία της
ἡ ἀγάπη εἶναι ἐντελῶς
ἀνιδιοτελής («οὐ ζητεῖ
τά ἑαυτῆς», Α' Κορ. 13,5) καί ἀπαθής. Στήν
διεστραμμένη λειτουργία της γίνεται ἐμπαθής: ζητεῖ
ἱκανοποίηση καί ἀνταπόδοση. Στή διεστραμμένη
λειτουργία της, ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό γίνεται ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό
μας καί διά τοῦ ἑαυτοῦ μας πρός τά κτίσματα (τά πράγματα τοῦ
κόσμου καί τό περιβάλλον). Ἡ «ἀγάπη»
αὐτή ἔχει ἔντονο τό στοιχεῖο τῆς
ἰδιοτέλειας. Δι’ αὐτῆς
ὁ ἄνθρωπος ἀπολυτοποιεῖ
τό σχετικό καί καθίσταται δοῦλος τοῦ
περιβάλλοντος. Ἔτσι ὑπάρχουν βαθμῖδες «ἀγάπης»,
δηλ. μορφές ἐκφυλισμοῦ τῆς
γνήσιας ἀγάπης. Ὁ «ἔρωτας»
(ἡ μεταξύ ἑτεροφύλων ἀγάπη)
εἶναι μία ἀπ’ αὐτές
τίς βαθμῖδες ἤ μορφές. Ἔχει τά στοιχεῖα
τῆς ἰδιοτέλειας καί τῆς ἐμπάθειας
(«ζητεῖ τά ἑαυτῆς»). Κέντρο τῆς σχέσης δέν εἶναι
τό ἀγαπώμενο πρόσωπο, ἀλλά τό ἐγώ,
πού ζητεῖ νά ἱκανοποιηθεῖ καί νά ἐπιβεβαιωθεῖ
μέσω τοῦ ἄλλου. Αὐτή ἡ
«ἀγάπη» συσκοτίζει τήν πραγματικότητα καί ἀποβαίνει
εἰς βάρος τῆς σχέσης. Ὡστόσο,
ὑπάρχει δυνατότητα ὑπέρβασης αὐτῆς
τῆς μορφῆς, ὅταν
ὁ ἔρωτας ἀποκαθαίρεται κατά τό ἐφικτό
ἀπό τά ἐμπαθῆ
καί ἰδιοτελῆ του στοιχεῖα.
Αὐτό ἐπιτυγχάνεται μόνο ἐντός τῆς
Ἐκκλησίας καί μέ τά πνευματικά μέσα πού αὐτή
διαθέτει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου