γαπητοί φίλοι,

Σς καλωσορίζω στό προσωπικό μου ἱστολόγιο καί σς εχομαι καλή περιήγηση. Σ’ ατό θά βρετε κείμενα θεολογικο καί πνευματικο περιεχομένου, πως κείμενα ναφερόμενα στήν πίστη καί Παράδοση τς κκλησίας, ντιαιρετικά κείμενα, κείμενα πνευματικς οκοδομς, κείμενα ναφερόμενα σέ προβληματισμούς καί ναζητήσεις τς ποχς μας καί, γενικά, διάφορα στοιχεα πό τήν πίστη καί ζωή τς ρθόδοξης κκλησίας.

Εχομαι τά κείμενα ατά καί κάθε νάρτηση σ’ ατό τό ἱστολόγιο νά φανον χρήσιμα σέ σους νδιαφέρονται, νά προβληματίσουν θετικά, νά φυπνίσουν καί νά οκοδομήσουν πνευματικά.

ελογία καί Χάρις το Κυρίου νά εναι πάντοτε μαζί σας.

Μετά τιμς καί γάπης.

π. Σωτήριος θανασούλιας

φημέριος Μητροπολιτικο ερο Ναο γίου Βασιλείου Τριπόλεως.

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Η θρησκεία είναι νευροβιολογική ασθένεια η δε Ορθοδοξία η θεραπεία της (Μέρος Α)

Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΝΕΥΡΟΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑ
Η ΔΕ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ

ΠΡΩΤ.
ΙΩΑΝΝΟΥ Σ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ

(Πρώτη δημοσίευση
πό τήν ερά Μονή Κουτλουμουσίου, γίου ρους,
στόν τόμο «ρθοδοξία, λληνισμός, πορεία στήν 3η χιλιετηρίδα»,
1966, σελ. 67-87)

ΜΕΡΟΣ Α΄

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Τό κλειδί διά τήν κατανόησιν τς μεταβολς τς ρθοδόξου Καθολικς Παραδόσεως πό παρανόμου ες νόμιμον θρησκείαν καί κατόπιν ες πίσημον κκλησίαν, γκειται ες τό γεγονός, τι Ρωμαϊκή Ατοκρατορία διεπίστωσε, τι δέν εχε πέναντί της πλς μίαν πί πλέον μορφήν θρησκείας φιλοσοφίας, λλά μίαν καλς ργανωμένην ταιρείαν Νευρολογικν Κλινικν, α ποαι θεράπευον τήν νόσον τς θρησκείας καί τήν ναζητοσαν τήν εδαιμονίαν σθένειαν τς νθρωπότητος καί τσι παργον φυσιολογικούς πολίτας μέ νιδιοτελ γάπην, φιερωμένους ες τήν ριζικήν θεραπείαν τν προσωπικν τους καί τν κοινωνικν νοσημάτων. σχέσις πού νεπτύχθη μεταξύ κκλησίας καί Πολιτείας, το κριβς ντίστοιχος πρός τήν σχέσιν μεταξύ Κράτους καί συγχρόνου ατρικς. 

ΜΕΘΟΔΟΣ

μέθοδος ες τό πόβαθρον τς κθέσεως ατς εναι πλή. Ο συγγραφες τς Καινς Διαθήκης καί ο Πατέρες πισημαίνουν ντός τς στορίας τήν δικήν των μπειρίαν τς καθάρσεως καί το φωτισμο τς καρδίας καί το δοξασμος θεώσεως), τήν ποίαν ταυτίζουν μέ κείνην τν Προφητν λων τν αώνων, ρχίζοντες τουλάχιστον πό το βραάμ. Ατό ντιστοιχε μέ τήν πανάληψιν τς θεραπείας ες τήν ατρικήν πιστήμην, τς ποίας μέθοδος μεταδίδεται πό ατρο ες ατρόν. λλ’ ες ατήν τήν περίπτωσιν Χριστός, Κύριος τς Δόξης καί Μεγάλης Βουλς γγελος, εναι ατρός ποος προσωπικς θεραπεύει καί «τελειο» τούς ατρούς Του, τόσον ες τήν Παλαιάν σον ες τήν Καινήν Διαθήκην. Ατή στορική Παράδοσις καί διαδοχή θεραπείας καί τελειώσεως «ν τ Κυρί τς Δόξης» πρίν καί μετά τήν νσάρκωσίν Του, συνιστ τήν καρδίαν καί τόν πυρνα τς Βιβλικς καί τς Πατερικς Παραδόσεως.
Διαιρομεν τήν κθεσίν μας ες τά κόλουθα: 1) νόσος τς θρησκείας. 2) Α Σύνοδοι ς ταιρεαι Νευρολογικν Κλινικν. 3) Σύνοδοι καί Πολιτισμοί. 4) Συμπεράσματα. 5) πίμετρον.

Ι. Η ΝΟΣΟΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ

Ο Πατριάρχαι καί ο Προφται τς Παλαις Διαθήκης, ο πόστολοι καί ο Προφται τς Καινς Διαθήκης καί ο διάδοχοί των γνωρίζουν καλς τήν νόσον τς θρησκείας καί τόν ατρόν πού τήν θεραπεύει, δηλαδή τόν Κύριον (αχβέ) τς Δόξης. Ατός εναι ατρός τν ψυχν καί τν σωμάτων μν. θεράπευε τήν νόσον ατήν στούς φίλους καί πιστούς Του πρό τς νσαρκώσεώς Του καί συνεχίζει καί ς Θεάνθρωπος νά τήν θεραπεύει.
ν λόγ νόσος συνίσταται ες τό τι πάρχει βραχυκύκλωμα μεταξύ το πνεύματος ν τ καρδί το νθρώπου (δηλαδή τς κατά τούς Πατέρας νοερς νεργείας) καί το γκεφάλου. Ες τήν φυσιολογικήν της κατάστασιν νοερά νέργεια κινεται κυκλικς σάν στρόφαλος προσευχομένη ντός τς καρδίας. Ες τήν νοσοσαν κατάστασίν της νοερά νέργεια δέν στροφαλίζεται κυκλικς. λλά ξεδιπλωμένη καί ριζωμένη ες τήν καρδίαν κολάει στόν γκέφαλον καί δημιουργε βραχυκύκλωμα μεταξύ γκεφάλου καί καρδίας. τσι τά νοήματα το γκεφάλου, πού εναι λα πό τό περιβάλλον, γίνονται νοήματα τς νοερς νεργείας ριζωμένη πάντα στήν καρδίαν. τσι πάσχων γίνεται δολος το περιβάλλοντός του. ς κ τούτου συγχέει ρισμένα προερχόμενα κ το περιβάλλοντός του νοήματα μέ τόν θεόν τούς θεούς του. 
Μέ τόν ρον Θρησκεία ννοομεν κάθε «ταύτισιν» το κτίστου μέ τό κτιστόν καί μάλιστα κάθε «ταύτισιν παραστάσεων» το κτίστου μέ νοήματα καί ρήματα τς νθρωπίνης σκέψεως, πού εναι τό θεμέλιον τς λατρείας τν εδώλων. Τά νοήματα καί ρήματα ατά δύναται νά εναι πλς νοήματα καί ρήματα καί παραστάσεις καί μέ γάλματα καί εκόνας ντός καί κτός νομιζομένου θεοπνεύστου κειμένου. Μέ λλα λόγια καί ταύτισις τν περί Θεο νοημάτων καί ρημάτων τς γίας Γραφς μέ τό κτιστον νήκει καί ατή ες τόν κόσμον τς εδωλολατρίας καί εναι τό θεμέλιον λων τν μέχρι τοδε αρέσεων. 
Ες τήν θεραπευτικήν παράδοσιν τς Παλαις καί τς Καινς Διαθήκης χρησιμοποιονται κατάλληλα νοήματα καί ρήματα ς μέσα κατά τήν διάρκειαν τς καθάρσεως καί το φωτισμο τς καρδίας καί τά ποα καταργονται κατά τήν διάρκειαν το δοξασμο ταν ποκαλύπτεται ν τ σώματι το Χριστο πληροσα τά κτιστά πάντα περίγραπτος, κατάληπτος καί κτιστος δόξα το Θεο. Μετά τόν δοξασμόν τά νοήματα καί τά ρήματα τς νοερς ν τ καρδί προσευχς πανέρχονται. πό τόν δοξασμόν του πάσχων διαπιστώνει τι οδεμία μοιότης πάρχει μεταξύ κτιστο καί κτίστου καί τι Θεόν φράσαι δύνατον καί νοσαι δυνατώτερον. 
Τό θεμέλιον τν αρέσεων το Βατικανο καί τν Διαμαρτυρομένων εναι τό γεγονός τι κολουθον τόν Αγουστνον ποος ξέλαβε τήν ν λόγ ποκαλυφθεσαν δόξαν το Θεο ες τήν Παλαιάν καί τήν Καινήν Διαθήκην ς «κτιστήν», γενομένην καί πογενομένην μάλιστα. χι μόνον τοτο, λλά καί τό χειρότερον, ξέλαβε μεταξύ λλων καί τόν Μεγάλης Βουλς γγελον καί τήν δόξαν Του ς γινόμενα καί πογινόμενα κτίσματα τά ποα Θεός φέρνει κ το μηδενός ες τήν παρξιν διά νά ραθον καί νά κουσθον καί τά ποα πιστρέφει πάλιν ες τήν νυπαρξίαν μετά τήν τέλεσιν τς ποστολς τν. Μάλιστα τάς νοησίας ατάς ναπτύσει παραδείγματος χάριν ες τό βιβλίον το De Trinitate (Βιβλία Β΄ καί Γ΄). 
λλά διά νά χει κανείς ρθήν κατεύθυνσιν ες τήν θεραπείαν τς νοερς νεργείας πρέπει νά χει δηγόν τήν περαν θεουμένου στις μαρτυρε περί ρισμένων ξιωμάτων: τι μεταξύ α) το κτίστου Θεο καί τν κτίστων νεργειν Του καί β) τν κτισμάτων Του οδεμία μοιότης πάρχει καί τι «Θεόν φράσαι δύνατον, νοσαι δέ δυνατώτερον» (γιος Γρηγόριος Θεολόγος). Μόνον βάσει ατν τν ξιωμάτων δύναται κανείς νά ποφύγ τό κατάντημα νά ποκτήσ δηγόν τόν διάβολον μέσ δθεν θεολόγων πού στοχάζονται περί Θεο καί τν θείων.
Ες τήν φυσικήν κατάστασίν της νοερά νέργεια ρυθμίζει τά πάθη, δηλαδή τς πείνας, τς δίψας, το πνου, το νστίκτου τς ατοσυντηρήσεως (δηλαδή το φόβου θανάτου) στε νά εναι διάβλητα. Ες νοσοσαν κατάστασιν τά πάθη γίνονται διαβλητά. Ατά, ν συνδυασμ μέ τήν δέσποτον πλέον φαντασίαν, δημιουγον μαγικάς θρησκείας διά τήν χαλιναγώγισιν τν στοιχείων τς φύσεως καί τς πιπλέον σωτηρίας τς ψυχς κ τς λης ες κατάστασιν εδαιμονίας καί τς εδαιμονίας μέ σμα καί ψυχή.
πίστις, κατά τήν γίαν Γραφήν, εναι συνεργασία μέ τό γιον Πνεμα, τό ποον γκαινιάζει τήν θεραπείαν τς νόσου τς διοτελος γάπης ες τήν καρδίαν καί τήν μεταβάλλει ες γάπην, ποία «ο ζητε τά αυτς». θεραπεία ατή κορυφώνεται μέ τόν δοξασμόν (τήν θέωσιν) καί συνιστ τήν πεμπτουσίαν τς ρθοδόξου Καθολικς κκλησίας, ποία ντικατέστησε δι’ ατς τήν εδωλολατρίαν ς τόν πυρνα το λληνικο Πολιτισμο τς Ρωμαϊκς Ατοκρατορίας.
φείλομεν νά χωμεν σαφ εκόνα τν πλαισίων ντός τν ποίων καί κκλησία καί τό Κράτος εδον τήν συμβολήν τν θεουμένων ες τήν θεραπείαν τς νόσου τς θρησκείας πού διαστρέφει τήν νθρωπίνην προσωπικότητα διά μέσου τς ναζητήσεως τς εδαιμονίας ντεθεν καί πέραν το τάφου διά νά κατανοήσωμεν τόν λόγον, διά τόν ποον Ρωμαϊκή Ατοκρατορία νεσωμάτωσε τήν ρδόδοξον κκλησίαν ες τό διοικητικόν της δίκαιον. Οτε κκλησία, οτε τό Κράτος εδον τήν ποστολήν τς κκλησίας ς πλήν φεσιν μαρτιν τν πιστν διά τήν μετά θάνατον εσοδόν των ες τόν Παράδεισον. Τοτο θά σοδυνάμ μέ ατρικήν συγχώρησιν τν νόσων τν σθενν διά τήν μετά θάνατον θεραπείαν των. Καί κκλησία καί τό Κράτος γνώριζον καλς τι φεσις μαρτιν το μόνον ρχή τς θεραπείας τς ναζητούσης τήν εδαιμονίαν νόσου τς νθρωπότητος. θεραπεία ατή ρχιζεν μέ τήν κάθαρσιν τς καρδίας, φθανεν ες τήν ποκατάστασιν τς καρδίας ες τήν φυσικήν της κατάστασιν το φωτισμο καί τελειοποιετο λος νθρωπος ες τήν πέρ φύσιν κατάστασιν το δοξασμο, δηλαδή τς θεώσεως. Τό ποτέλεσμα τς θεραπείας καί τς τελειώσεως ταύτης δέν το μόνον κατάλληλος προετοιμασία διά τήν μετά τόν σωματικόν θάνατον ζωήν, λλά καί μεταμόρφωσις τς κοινωνίας δ καί τώρα πό συγκροτήματα γωϊστικν καί γωκεντρικν τόμων ες κοινωνίαν νθρώπων μέ νιδιοτελ γάπην, «τις ο ζητε τά αυτς». 

ΙΙ. ΑΙ ΣΥΝΟΔΟΙ ΩΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΙ ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΛΙΝΙΚΩΝ

1) Παράδεισος καί Κόλασις

καστος θά δ τήν ν Χριστ δόξαν το Θεο καί θά φθάσ ες τόν βαθμόν κενον τς τελειώσεως τόν ποον χει πιλέξει καί διά τόν ποον χει ργασθ. κολουθοντες τόν π. Παλον, τόν εαγγελιστήν ωάννην καί τήν δικήν των περαν ο Πατέρες ποστηρίζουν, τι θά σωθον κενοι πού βλέπουν τόν ναστάντα Χριστόν ν δόξ ες ατήν τήν ζωήν, ετε «δι’ σόπτρου ν ανίγματι» μέσ τν διαλείπτων ν τ καρδί προσευχν καί ψαλμν, ετε «πρόσωπον πρός πρόσωπον» μέσ το δοξασμο. κενοι πού δέν Τόν βλέπουν οτως ες τήν ζωήν ταύτην, θά δον τήν δόξαν Του ς αώνιον καί καταναλίσκον πρ καί σκότος ξώτερον ες τήν λλην ζωήν. κτιστος δόξα, τήν ποίαν χει Χριστός κατά φύσιν πό τόν Πατέρα, εναι Παράδεισος δι’ κείνους, τν ποίων γωκεντρική καί διοτελής γάπη χει θεραπευθ καί μεταμορφωθ ες νιδιοτελ γάπην. μως δία δόξα εναι τό κτιστον πρ τό αώνιον καί Κόλασις δι’ κείνους πού πέλεξαν νά μείνουν θεράπευτοι μέσα ες τήν διοτέλειάν των.
Δέν εναι ν προκειμέν σαφες μόνον Γραφή καί ο Πατέρες, λλά καί α ρθόδοξοι εκόνες τς Κρίσεως. Τό διον τό κπηγάζον κ το Χριστο χρυσόν φς τς δόξης, μέσα ες τό ποον περικλείονται ο φίλοι Του, γίνεται κόκκινον καθώς κυλ πρός τά κάτω, διά ν’ γκαλιάσ, ατή δία θεία γάπη, τούς «κατηραμένους», πού τήν βλέπουν ς δύναμιν κολαστικήν. Ατή εναι δόξα καί γάπη το Χριστο, πού καθαρίζει τά μαρτήματα λων, λλά δοξάζει τούς μέν καί κολάζει τούς δέ. λοι θά δηγηθον πό το γίου Πνεύματος «ες πσαν τήν λήθειαν», δηλαδή θά δουν τόν Χριστόν μετά τν φίλων Του ν δόξ, λλά λοι δέν θά δοξασθον. «Ος δικαίωσεν, τούτους καί δόξασεν», κατά τόν π. Παλον. παραβολή περί το πτωχο Λαζάρου ες τούς κόλπους το βραάμ καί το πλουσίου ες τόν τόπον τν βασάνων εναι σαφής. πλούσιος βλέπει, λλά δέν μετέχει (Λουκ. 16,19-31).
κκλησία δέν στέλνει κανένα ες τόν Παράδεισον ες τήν Κόλασιν, λλά προετοιμάζει τούς πιστούς διά τήν θέαν το Χριστο ν δόξ τήν ποίαν θά χουν λοι ο νθρωποι. Θεός γαπ τόν κολασμένον τόσον, σον καί τούς γίους. Θέλει τήν θεραπείαν λων, λλά λοι δέν δέχονται τήν θεραπείαν, πού Ατός προσφέρει. Ατό σημαίνει, τι φεσις μαρτιν δέν εναι ρκετή προετοιμασία διά νά δ κανείς τόν Χριστόν ν δόξ καί νά δοξασθ.
Εναι φανερόν τι Φραγκο-Λατινική Παράδοσις κατά τήν ποίαν ο σεσωσμένοι εναι κενοι ες τούς ποίους Χριστός δθεν κατήλαξε τόν Πατέρα Του δέν χει θέσιν ες τήν ρθόδοξον Παράδοσιν. ρμηνεύων τό Β΄ Κορ. 5,19, π.χ., γιος ωάννης Χρυσόστομος λέγει· «Καταλλάγητε τ Θε. Καί οκ επε, καταλάξατε αυτος τόν Θεόν, ο γάρ κενος στιν χθραίνων, λλ’ μες, Θεός γάρ οδέποτε χθραίνει». ντός τν ς νω πλαισίων κατενόησε τό Ρωμαϊκόν Κράτος τήν ν τ κόσμ τούτω θεραπευτικήν καί τελειωτικήν ποστολήν τς κκλησίας διά τό γενικόν φελος τς κοινωνίας. λλως δέν διαφέρουν κατ’ οσίαν μεταξύ τν α θρησκεαι, πού πόσχονται τήν μετά θάνατον κανοποίησιν, ντί τς ν τ κόσμ τούτ θεραπείας τς νόσου τς πιθυμίας δι’ εδαιμονίαν. 

2) δθεν προσπάθεια πομυθοποιήσεως τς γίας Γραφς

Τό δθεν ατό πρόβλημα πασχολε τούς Προτεστάντας καί Παπικούς, λλά καί φωτισμένους π’ ατούς ρθοδόξους δθεν εδικούς τς ρμηνείας τς Βίβλου. Μάλιστα τεντώνουν ψηλά τήν μύτιν μα τ κούσματι περί πατερικς ρμηνείας. Προέρχεται τό δθεν πρόβλημα πό τόν Νεο-Πλατωνικόν Αγουστνον καί τούς κολουθοντες ατόν, κυρίως πό τούς Καρλοβιγκίους Φράγκους. πίσκοπος ππνος ξέλαβε τήν κτιστον καί πανταχο παροσαν δόξαν το Θεο ς γινόμενον καί πογινόμενον κτίσμα. Δέν γνώριζε τι τήν βλέπει κανείς μέσ τς καταστάσεως δοξασμο. ς κ τούτου παρεδέχετο τήν διαίρεσιν το σύμπαντος τριορόφως μέ τόν Παράδεισον στόν ορανόν, τήν Κόλασιν πό τήν γν καί τήν πιφάνειαν τς γς ς τόπον δοκιμασίας.

3) Τό νοικτόν παράθυρον το Παύλου πρός τήν κκλησίαν[1].

Τά κεφάλαια 12 ως 15 τς Α΄ πρός Κορινθίους εναι μοναδικόν παράθυρον, μέσ το ποίου δύναται κανείς νά θεωρήσ τήν πραγματικότητα τς κκλησίας ς σώματος το Χριστο. Ο μετέχοντες ες τήν κκλησίαν ντάσσονται ες δύο μάδας ς πρός τόν βαθμόν τς θεραπείας καί τς τελειώσεως: τούς φωτισμένους καί τούς δοξασμένους. Τά μέλη το σώματος το Χριστο ναγράφονται σαφς ες τήν Α΄ Κορ. 12,28[2].
ρχίζει κανείς μέ τό νά γίν διώτης[3] στις λέγει «μήν» κατά τήν λογικήν λατρείαν ν ντιβολ πρός τήν νοεράν ν τ καρδί γενομένην λατρείαν. Ες ατό τό στάδιον σχολεται διώτης μέ τήν μετάβασίν του πό τήν κάθαρσιν τς καρδίας ες τόν φωτισμόν ατς πό τήν καθοδήγησιν κείνων πού εναι ναοί το γίου Πνεύματος καί μέλ το σώματος το Χριστο καί ποτελον τό «βασίλειον εράτευμα».
Ο βαθμίδες το φωτισμο ρχίζουν μέ τά «γένη γλωσσν», τό κατώτερον τν χαρισμάτων ες τήν 8ην θέσιν, καί φθάνουν μέχρι τό χάρισμα το «διδασκάλου» ες τήν 3ην θέσιν.
πί κεφαλς τς τοπικς κκλησίας εναι ο «προφται» (ες τήν 2αν θέσιν), ο ποοι λαβον τήν δίαν ποκάλυψιν μέ τούς ποστόλους (φ. 3,5) ες τήν 1ην θέσιν καί μαζί μέ ατούς ποτελον «τό θεμέλιον» τς κκλησίας (φ. 2, 20). Ο πόστολοι καί Προφται εναι τό θεμέλιον τς κκλησίας κατά παρόμοιον τρόπον πού ο ατροί εναι τό θεμέλιον τν νοσοκομείων.
Τά «γένη γλωσσν» εναι τό θεμέλιον, πάνω ες τό ποον οκοδομονται λα τά λλα χαρίσματα, πού ναστέλλονται προσωρινς μόνον κατά τήν διάρκειαν το δοξασμο (Α΄ Κορ. 13,8). ς πόστολος Παλος κατατάσσει τόν αυτόν του ες τήν κορυφήν το καταλόγου τν μελν, πού «θετο Θεός ν τ κκλησί». μως διατηρε κόμη «τά γένη γλωσσν», δηλαδή τό κατώτερον τν χαρισμάτων. Γράφει· «Εχαριστ τ Θε, πάντων μν μλλον γλώσσαις λαλ» (Α΄ Κορ. 14,18). Ατό σημαίνει, τι τά «γένη γλωσσν» νήκουν ες λα τά πίπεδα τν χαρισμάτων ντός του σώματος το Χριστο. Μέ τό «μή πάντες γλώσσαις λαλοσι;» Παλος ννοε τούς «διώτας», ο ποοι δέν ριθμονται μεταξύ τν ναν το γίου Πνεύματος καί μελν το σώματος το Χριστο (Α΄ Κορ. 12,28). 
φωτισμός καί δοξασμός τν μελν το σώματος το Χριστο δέν εναι βαθμοί αθεντίας προερχόμενοι πό νθρωπίνην πόδειξιν κλογήν. Εναι κ Θεο χαρίσματα πρός κείνους πού συνειργάσθησαν μέ φωτισμένους καί θεουμένους, διά νά τούς διαδεχθον ς θεραπευμένοι καί τελειοποιημένοι να διατηρήσουν οτω τήν ποστολικήν ατήν Παράδοσιν καί διαδοχήν πό γενεάν ες γενεάν. Τό τι Παλος καλε τά μέλη τν κατωτέρων βαθμίδων θεραπείας καί τελειότητος νά ναζητήσουν τά κρείττονα χαρίσματα σημαίνει σαφς, τι λοι φείλουν καί δύνανται νά γίνουν Προφται, δηλαδή νά φθάσουν ες τόν δοξασμόν. «Θέλω δέ πάντας μς λαλεν γλώσσαις, μλλον δέ να προφητεύητε» (Α΄ Κορ. 14,5). 

4) Νευρολογική Κλινική

κκλησία ες τήν περιγραφήν το Παύλου μοιάζει μέ ψυχιατρικήν κλινικήν. ντίληψίς του μως διά τήν νόσον τς νθρωπίνης προσωπικότητος εναι πολύ πιό διορατική π’ ,τι εναι σήμερον γνωστόν ες τήν σύγχρονον ατρικήν. Διά νά κατανοήσωμεν ατήν τήν πραγματικότητα, πρέπει νά δωμεν μέσ το Παύλου τήν Βιβλικήν κατανόησιν τς φυσιολογικς καί τς μή φυσιολογικς καταστάσεως το νθρώπου.
νοσν νθρωπος ποκαθίσταται ες τήν φυσιολογικήν του κατάστασιν, ταν δηγται «ες πσαν τήν λήθειαν» πό το Πνεύματος τς ληθείας, δηλαδή ες τήν θέαν το Χριστο ν τ δόξ το Πατρός Του (ω. 17). Ο νθρωποι πού δέν βλέπουν τήν δόξαν το Θεο δέν εναι φυσιολογικοί. «Πάντες μαρτον καί στερονται τς δόξης το Θεο» (Ρωμ. 3,23). Μέ λλα λόγια μόνος νθρωπος, πού γεννήθη ες τήν φυσιολογικήν Του κατάστασιν εναι Κύριος τς Δόξης ποος γεννηθείς σαρκί κ τς Θεοτόκου νέλαβε κουσίως τά διάβλητα πάθη (τ.. πεναν, δίψαν, κόπωσιν, πνον, φθοράν, θάνατον, φόβον θανάτου), παρ’ τι ς κατά φύσιν πηγή τς κτίστου «δόξης», καταργε τατα. λλη ψις το ν λόγ θέματος εναι, τι Θεός δέν ποκαλύπτει τήν δόξαν Του ες τόν καθένα, διότι δέν θέλει νά κολάσ τούς μή καταλλήλως προητοιμασμένους μέ νιδιοτελ γάπην. κπληξις τν Προφητν τς Π.Δ., τι δύναντο νά ζον κόμη, παρ’ τι εδον τόν Θεόν, καί παράκλησις το λαο πρός τόν Μωϋσ νά ζητήσ πό τόν Θεόν νά σταματήσ νά δείχν τήν δόξαν Του, τήν ποίαν δέν δύναντο νά ποφέρουν πλέον, εναι ν προκειμέν σαφς πιβεβαιωτικά.
κκλησία τν ποστόλων καί τν Πατέρων δέν σχολετο μέ τόν Θεόν μέσ στοχασμν καί φηρημένων σκέψεων περί Ατο. Καί τοτο, διότι Θεός παραμένει μυστήριον ες τήν λογικήν καί κείνων κόμη ες τούς ποίους ποκαλύπτει τήν ν Χριστ δόξαν καί βασιλείαν Του καί ο ποοι μετέχουν οτως ες τό μυστήριον το σταυρο μέσ το δοξασμο, δηλαδή τς θεώσεώς των. μόνη πασχόλησις τν Προφητν, ποστόλων καί Πατέρων το 1) θεραπεία τν «διωτν» (λαϊκν) μέσ τς καθάρσεως τς καρδίας των καί 2) μύησίς των α) ες τήν κατάστασιν ς μελν το σώματος το Χριστο καί ναν το γίου Πνεύματος μέσ το φωτισμο τς καρδίας, καί β) ες «τό τέλειον» (Α΄ Κορ. 13,12), δηλαδή ες τήν θέαν το Χριστο ν δόξ «πρόσωπον πρός πρόσωπον» (Α΄ Κορ. 13,12), μέσ το δοξασμο (Α΄ Κορ. 12,26, Ρωμ. 8,30) διά τήν διακονίαν τς νθρωπότητος (ω. 17). Τό «...ος δικαίωσεν, τούτους καί δόξασεν» (Ρωμ. 8,30) σημαίνει, τι φωτισμός καί δοξασμός συνδέονται μεταξύ των ες τήν ζωήν ατήν, λλά δέν ταυτίζονται.
ρρώστια τς νθρωπίνης προσωπικότητος συνίσταται ες τήν ξασθένησιν τς κοινωνίας τς καρδίας μέ τήν δόξαν το Θεο (Ρωμ. 3,23) καί τήν ποδούλωσίν της ες τόν κόσμον, διά το κατακλυσμο της πό τν ξηρτημένων πό τό περιβάλλον λογισμν (Ρωμ. 1,21-24, 2,5). Ες ατήν τήν κατάστασιν νθρωπος φαντάζεται τόν Θεόν κατά τήν εκόνα το νοσοντος αυτο του κόμη καί τν ζων (Ρωμ. 1, 22). Οτως σω νθρωπος φίσταται τόν πνευματικόν θάνατον, «φ’ (λόγ το ποίου) πάντες μαρτον» (Ρωμ. 5,12)[4]. Δηλαδή γάπη ποδουλώνεται ες τό νστικτον τς ατοσυντηρήσεως, τό ποον τήν παραμορφώνει καί τήν μεταμορφώνει ες γωκεντρικήν καί διοτελ νέργειαν, ποβαθμισμένην ες πλήν ναζήτησιν πιβιώσεως, σφαλείας καί ετυχίας. 
πτσις κάστου νθρώπου καί δουλεία του ες τήν κτίσιν συνίσταται ες τήν σύγχυσιν τς νεργείας το νθρωπίνου πνεύματος[5] μέ ατήν τς διανοίας, καθ’ ν σύγχυσιν, ο προερχόμενοι κ το περιβάλλοντος λογισμοί γίνονται λογισμοί το πνεύματος, μέ ποτέλεσμα νά ξασθεν κατά ποικίλους βαθμούς ν τ καρδί κοινωνία μέ τήν κτιστον νέργειαν καί βασιλείαν το Θεο. θεραπεία τς νόσου ταύτης ρχίζει μέ τήν κάθαρσιν το πνεύματός του πό λους τούς λογισμούς, καλούς καί κακούς, καί τόν περιορισμόν των ες τήν διάνοιαν. Συγχρόνως τό πνεμα (δηλαδή νοερά νέργεια) το νθρώπου λευθεροται πό τήν διάνοιαν καί πιστρέφει μέ τήν νοεράν εχήν ες τήν καρδίαν. Ες τήν φυσικήν του κατάστασιν τό πνεμα το νθρώπου νεργε σάν στρόβιλος ντός τς καρδίας, ν ες τήν πεπτωκυίαν του κατάστασιν ερίσκεται διάχυτον ες τόν γκέφαλον ταυτιζόμενον μέ τά νοήματα καί τά ρήματά του καί πόδουλος ες ατά.
τσι ντί νά βασιλεύει μετά το Θεο πί τς φύσεως, καθίσταται δολος ατς. Διά νά ποκατασταθ φυσιολογική λειτουργία τς νθρωπίνης προσωπικότητος μέσ τς περιτομς ταύτης τς καρδίας πό λους τούς λογισμούς (Ρωμ. 2,29), πρέπει νά λευθερωθ σω νθρωπος πό τήν δουλείαν ες ,τιδήποτε ν σχέσει πρός τό περιβάλλον του, λ.χ. ατοϊκανοποίησιν, πλοτον, διοκτησίαν, κόμη καί τούς γονες καί συγγενες του (Ματθ. 10,37, Λουκ. 14,26). σκοπός δέν εναι πόκτησις Στωϊκς παθείας διά τς καταργήσεως τς συμπαθείας, λλ’ παροχή τς δυνατότητος ες τήν καρδίαν νά δεχθ τάς προσευχάς καί τούς ψαλμούς, πού τό γιον Πνεμα μεταφέρει κε πό τήν διάνοιαν καί νεργοποιε διαλείπτως. τσι πί κεφαλς το νευρικο συστήματος γκέφαλος πασχολεται μέ τάς καθημερινάς δραστηριότητας καί τόν πνον, ν συγχρόνως τό πνεμα το νθρώπου προσεύχεται ν τ καρδί διαλείπτως. Δηλαδή γίνεται σάν πισκευασμένη δισκέτα πολογιστο ες τήν ποίαν κείμενα προσευχν μεταφέρονται πό τόν γκέφαλον καί πανέρχονται ες ατόν. μως ο οτω πνεύματι προσευχόμενοι διαλείπτως, προσεύχονται καί μεγαλοφώνως μέ τήν λογικήν προκειμένου νά συνεισφέρουν ες τήν κατήχησιν καί οκοδομήν τν διωτν καί πίστων. Ατό ννοε Παλος μέ τό «προσεύξομαι τ πνεύματι, προσεύξομαι τ νοΐ, ψαλ τ πνεύματι, ψαλ καί τ νοΐ» (Α΄ Κορ. 14,15).
Ατό εναι τό πλαίσιον τς ναφορς το ποστόλου Παύλου καί το εαγγελιστο ωάννου ες τό Παράκλητον Πνεμα τό ποον ντυγχάνει πέρ μν ν τ καρδί. Τό γιον Πνεμα καθ’ ατό ντυγχάνει πέρ λων τν νθρώπων «στεναγμος λαλήτοις» (Ρωμ. 4,26). λλ’ ερίσκει νταπόκρισιν ες κείνους, πού συνεργάζονται 1) ες τήν κάθαρσιν το πνεύματός των, δηλαδή το «σω νθρώπου» «τς νοερς νεργείας» πό λους τούς λογισμούς, καλούς καί κακούς, 2) ες τόν παναχωρισμόν το πνεύματος τούτου πό τήν λογικήν καί 3) ες τήν πάνοδον το πνεύματος ες τήν καρδίαν μαζί μέ προσευχάς καί ψαλμούς τς διανοίας. τσι θεραπεία τς νθρωπίνης προσωπικότητος εσέρχεται ες τό στάδιον το φωτισμο. Ατά προϋποθέτει Παλος ταν γράφει· «προσεύξομαι τ πνεύματι, προσεύξομαι δέ τ νοΐ, ψαλ τ πνεύματι, ψαλ δέ καί τ νοΐ» (Α΄ Κορ. 14,15).
Μόλις μς επεν Παλος, τι προσευχή πνεύματι περιλαμβάνει ψαλμούς τς Παλαις Διαθήκης. πομένως δέν μιλε διά καταλήπτους καί μεγαλοφώνους προσευχάς, φο ο ψαλμοί σαν γνωστοί ες λους.
Παλος μιλε διά τά «γένη γλωσσν», τά ποα συμπεριλαμβάνουν προσευχάς καί ψαλμούς το πνεύματος το νθρώπου ν τ καρδί καί τά ποα κούονται μόνον πό κείνους πού χουν τό διον χάρισμα. σοι διται δέν εχον κόμη τό χάρισμα ατό δέν δύναντο νά κούσουν τάς προσευχάς καί τούς ψαλμούς ν τ καρδί τν χόντων τό χάρισμα ατό τν «γλωσσν». Κορίνθιοι ες τήν κατάστασιν το φωτισμο εχον εσαγάγει τήν καινοτομίαν νά τελον κολουθίας νοερς ν τ καρδί παρόντων τν «διωτν», πού δέν εχον λάβει κόμη «τά γένη γλωσσν. τσι μως το δύνατον ες τούς διώτας νά οκοδομονται καί νά παντον μέ τό «μήν» τους ες τά κατάλληλα μέρη τς κολουθίας, διότι πλς δέν κουον τίποτε. 
Παλος δηλώνει σαφς, τι «οδείς κούει» (Α΄ Κορ. 14,2). «Εάν λθω πρός μς γλώσσαις λαλν, τί μς φελήσω, άν μή μν λαλήσω...;» (Α΄ Κορ. 14,6-7). Ο μή χοντες τό χάρισμα τν γλωσσν πρέπει νά κούσουν τήν «δύναμιν τς φωνς» τν προσευχν καί τν ψαλμν διά νά παντήσουν μέ τό δικόν των «μήν» (Α΄ Κορ. 14,11-16). «...άν δηλον σάλπιγξ φωνήν δ, τίς παρασκευάσεται ες πόλεμον; οτως καί μες διά τς γλώσσης, άν μή εσημον λόγον δτε, πς γνωσθήσεται τό λαλούμενον; σεσθε γάρ ες έρα λαλοντες. τοσατα ε τύχοι γένη φωνν εσιν ν κόσμ, καί οδέν φωνον» (Α΄ Κορ. 14,8-10). Δέν πρέπει ο φωτισμένοι νά περιορισθον ες τό «λαλεν γλώσσαις» μέ «δηλον φωνήν» παρουσί τν «διωτν» (Α΄ Κορ. 14,10-11). «Σύ μέν γάρ καλς εχαριστες, λλ’ τερος οκ οκοδομεται» (Α΄ Κορ. 14,17).
ταν Παλος λέγ «μείζων προφητεύων λαλν γλώσσαις, κτός ε μή διερμηνεύει, να κκλησία οκοδομήν λάβ» (Α΄ Κορ. 14,5), ννοε σαφς, τι κενος, ποος μιλε μόνον «γλώσσαις», πρέπει νά ποκτήσ τό χάρισμα νά «διερμηνεύ» τάς προσευχάς καί τούς ψαλμούς το πνεύματος ν τ καρδί, συγχρόνως ες προσευχάς καί ψαλμούς το νοός, διά νά παγγέλωνται καί μεγαλοφώνως πρός οκοδομήν τν διωτν. «Διό λαλν γλώσσ προσευχέσθω, να διερμηνεύ. άν γάρ προσεύχωμαι γλώσσ, τό πνεμά μου προσεύχεται, δέ νος μου καρπός στιν. Τί ον στιν; προσεύξομαι τ πνεύματι, προσεύξομαι δέ (συγχρόνως) καί τ νοΐ, ψαλ τ πνεύματι, ψαλ δέ καί (συγχρόνως) τ νοΐ. πεί άν ελογς ν πνεύματι, ναπληρν τόν τόπον το διώτου, πς ρε τό μήν πί τ σ εχαριστί, πειδή τί λέγεις οκ οδεν, σύ μέν καλς εχαριστες, λλ’ τερος οκ οκοδομεται. Εχαριστ τ Θε, πάντων μν μλλον γλώσσαις λαλ, λλ’ ν κκλησί θέλω πέντε λόγους τ νοΐ μου λαλσαι, να καί λλους κατηχήσω μυρίους λόγους ν γλώσσ» (Α΄ Κορ. 14,13- 19).
Παλος οδέποτε λέγει, τι ες διερμηνεύει κενα πού τερος λέγει «γλώσσαις». καστος διερμηνεύει ατά πού διος λέγει «γλώσσαις». Τοτο προϋποθέτουν καί τά λεχθέντα ες τό Α΄ Κορ. 14,27- 28· «ετε γλώσσ τις λαλε, κατά δύο τό πλεστον τρες καί νά μέρος καί ες διερμηνευέτω. άν δέ μή διερμηνευτής, σιγάτω ν κκλησί, αυτ λαλείτω καί τ Θε» Δηλαδή άν γλώσσ λαλν δέν εναι διερμηνευτής, τότε σιωπε ν κκλησί. μως λαλε αυτ καί τ Θε. λλαις λέξεσιν τό λαλεν γλώσσαις καθ’ αυτό γίνεται ν τ καρδί καί χι μεγαλοφώνως. Μέ τήν ντολήν ατήν Παλος στερε τούς χοντας μόνον «τά γένη γλωσσν» τς δυνάμεως νά πιβάλλουν τήν ν λόγ καινοτομίαν των μέσ τς πλειοψηφίας των.
Παλος μιλε σαφς διά προσευχάς καί ψαλμούς μή παγγελομένους μέ «τήν δύναμιν τς φωνς», λλ’ κουομένους ντός τς καρδίας. φωτισμός ατός τς καρδίας οδετερώνει τήν ποδούλωσιν ες τό νστικτον τς ατοσυντηρήσεως καί ρχίζει τήν μεταμόρφωσιν τς διοτελος γάπης ες νιδιοτελ γάπην. Ατό ποτελε τό χάρισμα τς νδιαθέτου πίστεως ες τόν σω νθρωπον, τό ποον εναι δικαίωσις, καταλλαγή, υοθεσία, ερήνη, λπίς καί ζωοποίησις. 
Α προσευχαί καί ο ψαλμοί διαλείπτως (Β΄ Θεσ. 5,17) νεργούμενοι νοερς ν τ καρδί (φ. 5,18-20), τ.. «τά γένη γλωσσν» (Α΄ Κορ. 12,10-28), μεταμορφώνουν τόν «διώτην» (λαϊκόν) ες ναόν το γίου Πνεύματος καί μέλος το σώματος το Χριστο καί το βασιλείου ερατεύματος. Ατή εναι ρχή τς πελευθερώσεως το πιστο πό τήν δουλείαν ες τό περιβάλλον, χι διά τς φυγς π’ ατό, λλά διά το λέγχου π’ ατο, χι διά τς διοτελος κμεταλλεύσεως, λλά διά τς νιδιοτελος γάπης. ντός τν πλαισίων τούτων « νόμος το Πνεύματος τς ζως ν Χριστ ησο λευθέρωσέ με πό το νόμου τς μαρτίας καί το θανάτου... Ε δέ τις Πνεμα Χριστο οκ χει, οτος οκ στιν ατο. Ε δέ Χριστός ν μν, τό μέν σμα νεκρόν δι’ μαρτίαν, τό δέ πνεμα ζωή διά δικαιοσύνην» (Ρωμ. 8,2,9, 10). 
Καθ’ ν χρόνον θεραπεία το φωτισμο αξάνει τήν τελειότητα τς γάπης, καί μάλιστα μέ τταν το διαβόλου, φωτισμένος λαμβάνει κ τν παριθμουμένων ες τό Α΄ Κορ. 12,28 νωτέρων χαρισμάτων ναλόγως, μέ κορύφωσιν τόν δοξασμόν. Παλος δηλώνει, τι «ε δοξάζεται ν μέλος, συγχαίρει πάντα τά μέλη» (Α΄ Κορ. 12,26), μέ σκοπόν νά ξηγήσ, διατί ο Προφται εναι δεύτεροι μετά τούς ποστόλους καί πρίν πό λα τά λλα μέλη το σώματος το Χριστο. πό το Πνεύματος μεταβίβασις κ τς διανοίας ες τήν καρδίαν προσευχν καί ψαλμν εναι δικαίωσις καί ζωοποίησις το σω νθρώπου καί θέα το Χριστο «δι’ σόπτρου ν ανίγματι» (Α΄ Κορ. 13,12). Δοξασμός εναι λευσις το «τελείου» (Α΄ Κορ. 13,10), δηλαδή θέα το Χριστο ν δόξ «πρόσωπον πρός πρόσωπον» (Α΄ Κορ. 13,12). ταν γράφ Παλος, «ρτι γιγνώσκω κ μέρους» (ατόθι), ναφέρεται ες τήν τρέχουσαν κατάστασιν το φωτισμο του τς δικαιώσεως. Μέ τήν πομένην φράσιν του· «τότε δέ πιγνώσομαι, καθώς καί πεγνώσθην» (ατόθι), Παλος λέγει, τι θά δοξασθ, πως εχεν δη δοξασθ. Ες τήν κατάστασιν το φωτισμο πιστός εναι «νήπιος» φο δοξασθ, πιστρέφει ες τόν φωτισμόν ς «νήρ» (Α΄ Κορ. 13,11).
Κατά τήν διάρκειαν το δοξασμο, πού εναι θέωσις καί ποκάλυψις, προσευχή ν τ καρδία («γλσσαι»), γνσις καί προφητεία, μαζί μέ τήν πίστιν καί τήν λπίδα, καταργονται, φο ντικαθίστανται πό τόν διον τόν Χριστόν ν τ κτίστ βασιλεί καί δόξ το Πατρός. Μόνον γάπη δέν κπίπτει (Α΄ Κορ. 13,8-11). Κατά τήν διάρκειαν το δοξασμο τά περί Θεο καί τά ν εχ πρός τόν Χριστόν νοήματα καί ρήματα καταργονται. Μετά τήν θέωσιν καί μέ τήν πιστροφήν ες τόν φωτισμόν, πιστρέφουν γνσις, προφητεία, γλσσαι, πίστις καί λπίς καί πανενώνονται μέ τήν γάπην, ποία δέν εχεν «κπέσει». Τά πό τν θεουμένων χρησιμοποιούμενα ες τήν διδασκαλίαν καί προσευχήν ρήματα καί νοήματα διά τήν καθοδήγησιν λλων μέχρι τόν δοξασμόν εναι θεόπνευστα, λλά μόνον ες τήν χρσιν καί πό τήν καθοδήγησιν φωτισμένων καί θεουμένων. Ο μή γνωρίζοντες, τι σκοπός ατν τν ρημάτων καί νοημάτων εναι κατάργησίς των κατά τήν διάρκειαν τς θεώσεως, βαδίζουν πί θεμελίων τς φαντασίας τν.
Ατή εναι θέα το ν δόξ ναστάντος Χριστο, τήν ποίαν εχεν Παλος καί διά τς ποίας Θεός θέτει ες τήν κεφαλήν (Α΄ Κορ. 12,28) καί τό θεμέλιον (φ. 2,20) τς κκλησίας τούς ποστόλους καί Προφήτας. Ατό τό «θεμέλιον», τό ποον περιλαμβάνει καί γυναίκας προφήτιδας (Πράξ. 2,17, 21,9, Α΄ Κορ. 11,5), ποτελε τό πλαίσιον τς δηλώσεως το Παύλου, τι ν Χριστ «οκ νι ρσεν καί θήλυ» (Γαλ. 3,28).
δοξασμός δέν εναι θαμα. Εναι τό τελικόν φυσικόν στάδιον τς μεταμορφώσεως τς διοτελος γάπης ες νιδιοτελ γάπην καί φιξις το νθρώπου ες τήν κατάστασιν διά τήν ποίαν δημιουργήθη. Καί Παλος καί ωάννης σαφς θεωρον τήν ν τ ζω ταύτ θέαν το Χριστο ν δόξ ναγκαίαν διά τήν τελείωσιν τς γάπης καί τς διακονίας πρός τήν κοινωνίαν (ω. 14,21-24, 16,22, 17,24, Α΄ Κορ. 13,10-13, φ. 3,3-6). Α μφανίσεις το ναστάντος Χριστο ν δόξ δέν σαν καί δέν εναι θαύματα, διά νά κθαμβώσουν τούς θεατάς καί νά τούς πείσουν νά πιστεύσουν ες τήν θεότητά Του. Θαμα δέν το νάστασις το Κυρίου τς Δόξης. Θαμα το Σταύρωσις καί Θάνατός Του. ναστάς Χριστός μφανίζεται μόνον διά τήν τελείωσιν τς γάπης, κόμη καί ες τήν περίπτωσιν το Παύλου, ποος εχε φθάσει τό κατφλι το δοξασμο (Γαλ. 1,14 ξ.), μή γνωρίζων, τι Κύριος τς Δόξης, τόν ποον πρόκειτο νά δ, εχε γεννηθε, σταυρωθε καί ναστηθε. Α μφανίσεις το ναστάντος Κυρίου τς Δόξης ες τό Α΄ Κορ. 15,1-11 εναι ο δοξασμοί μέ τούς ποίους Παλος λοκληρώνει τήν περί χαρισμάτων νάπτυξιν πού εχεν ρχίσει ες τό 12,1.
λοι ο μετέπειτα θεωθέντες ποτελον μέ τούς ποστόλους τό θεμέλιον τς κκλησίας, διότι «...τήν σην δωρεάν δωκεν ατος Θεός ς καί μν», λέγει Πέτρος (Πράξ. 11,17, 10,47). Δηλαδή δηγήθησαν, ς ο πόστολοι κατά τήν Πεντηκοστήν, ες «πσαν τήν λήθειαν», ποία εναι ναστάς καί ναληφθείς ν δόξ Χριστός, πιστρέψας σαρκί ν τας κτίστοις πυρίναις γλώσσαις το Πνεύματός Του, διά νά κατοικήσ ς νθρωπος μετά το Πατρός Του ν τος γενομένοις ναος το γίου Πνεύματος πιστος, ς κριβς πεσχέθη (ω. 14-17). Οτως, κκλησία τν ναν το γίου Πνεύματος Προφητν γινε τό Σμα το Χριστο, κατά το ποίου «πύλαι δου (θανάτου) ο κατισχύσουσιν».
Δοξασμός εναι μέθεξις χι μόνον τς ψυχς λλά καί το σώματος ες τήν θανασίαν καί φθαρσίαν διά τήν τελείωσιν τς γάπης. Δύναται νά εναι θέα μικρς μακρς διαρκείας. Μετά πό κάποιαν κστασιν ποπροσανατολισμο νεωστί θεωθείς βλέπει τά πάντα γύρω του διαβεβρωμένα μέ τήν δόξαν/βασιλείαν το Θεο, ποία, φο δέν εναι οτε φς, οτε σκότος, καί δέν μοιάζει μέ τίποτε τό κτιστόν, περβαίνει πάντα τά ρήματα καί νοήματα καί, παρ’ τι ποκαλυπτομένη, παραμένει μυστήριον διαπέραστον, νέκφραστον καί ς κ τούτου περίγραπτον. Κατά τήν διάρκειαν τς θέας τά πάθη, τά ποα εχον οδετεροποιηθε καί καταστε διάβλητα μέ τόν φωτισμόν, καταργονται. θεούμενος οτε τρώγει, οτε πίνει, οτε κοιμται, οτε κουράζεται καί δέν πηρεάζεται πό τήν ζέστην τό κρύο. Ατά τά φαινόμενα ες τούς βίους τν γίων, πρίν καί μετά τήν νσάρκωσιν το Κυρίου τς Δόξης, δέν εναι θαύματα, λλ’ ποκατάστασις τς γείας τς νοσούσης νθρωπίνης φύσεως. 
Ο Γεροντολόγοι[6] χουν ποδείξει τι τό γρας εναι ρρώστια καί ρευνον, μήπως καί διος θάνατος εναι ρρώστια. Θά δύναντο νά ποτελέσουν συμβολήν ες τήν ν λόγ ρευναν ο θεούμενοι καί τά λείψανά των. Τά σώματα κατοντάδων θεουμένων παραμένουν σχετικς κέραια πί αἰῶνας ες μίαν κατάστασιν μεταξύ φθορς καί φθαρσίας. πό τά παλαιότερα παραδείγματα εναι τό κέραιον σμα το γίου Σπυρίδωνος ες τήν νσον Κέρκυρα, το λαβόντος μέρος τό 325 ες τήν Α΄ Οκ. Σύνοδον. Μόνον ες τήν Μονήν τν Σπηλαίων ες τό Κίεβον πάρχουν 120 κέραια ερά λείψανα.
Ατό εναι τό πλαίσιον τν λεχθέντων πό το ποστόλου Παύλου, τι «καί κτίσις λευθερωθήσεται πό τς δουλείας τς φθορς ες τήν λευθερίαν τς δόξης τν τέκνων το Θεο» (Ρωμ. 8,21). πό τά συμφραζόμενα εναι φανερόν, τι «λευθερία τς δόξης» εναι δ λευθερία πό τήν φθοράν καί τήν θνητότητα. λλ’ κόμη καί κενοι, τν ποίων σω νθρωπος φθασεν ες τήν υοθεσίαν το φωτισμο, ς καί κενοι, τν ποίων καί τά σώματα εχον διά τς θεώσεως πρόγευσιν τς θανασίας καί τς φθαρσίας, περιμένουν «τήν υοθεσίαν, τήν πολύτρωσιν το σώματος μν» (Ρωμ. 8,23). «Ο νεκροί γερθήσονται φθαρτοι καί μες λλαγησόμεθα... Δε γάρ τό φθαρτόν τοτο νδύσασθαι φθαρσίαν καί τό θνητόν τοτο νδύσασθαι θανασίαν» (Α΄ Κορ. 15,53-54).
Ατά τά γνωρίζει κανείς χι πό στοχασμόν πάνω ες βιβλικά κείμενα, λλά πό τήν μπειρίαν το δοξασμο, τουτέστι πό «τήν λευθερίαν τς δόξης τν τέκνων το Θεο». μπειρία το δοξασμο καί χι μόνον βιβλικά κείμενα εναι τό θεμέλιον τς πίστεως τς κκλησίας ες τήν σωματικήν νάστασιν το βιολογικο μέρους τς νθρωπίνης προσωπικότητος. 

5) Τά ερά Λείψανα

πάρχουν δύο γενικά εδη γίων λειψάνων, ατά πού εωδιάζουν καί ατά πού καί σώζωνται λόκληρα σχεδόν λόκληρα. Φαίνεται τι τά πρτα νήκουν ες τούς γίους πού ερίσκοντο ες τήν καταστσιν φωτισμο ταν ξεδήμησαν καί τά δεύτερα ες γίους πού ερίσκονται ες κατάστασιν δοξασμο
πό μαρτυρίας Πατέρων προκύπτει τό γεγονός τι κτιστος δημιουργική, συνεκτική, προνοητική, καθαρτική, φωτιστική καί θεωτική νέργεια το Θεο εναι πλή, διαιρεται διαιρέτως καί πανταχο παροσα νεργε τά πάντα ν πσι. τσι θεούμενος ν γί Πεύματι ερισκόμενος βλέπει ς μέλος το Σώματος το Χριστο τόν Πατέρα ν τ νσαρκωθέντι Λόγ σωθεν. Ατν τά σώματα διατηρονται τοιουτοτρόπως φο νοερά νέργειά τους συνεχίζει νά στροφαλίζεται κυκλικς ντός της καρδίας τους ν κοινωνί μέ τήν θεωτικήν νέργειαν τς γίας Τριάδος. Πιθανόν θά μπορούσαμεν νά δομεν τόν στροφαλισμόν ατόν μέ μαγνητικό ξονικό τομογράφο.
Φαίνεται τι χουν δίκαιον κενοι πού πιστεύουν τι α μέλαναι παί ερίσκονται χι μόνον ες τό κέντρον τν Γαλαξίων δίνοντες ες ατάς τήν κυκλικήν τους κίνησιν, λλά καί ες μικροσκοπικά μεγέθη παντο ες τό σύμπαν καί νάμεσά μας καί μέσα μας. 

6) χι «κ το κόσμου», λλ’ «ν τ κόσμω»

Φραγκο-Λατινική διάκρισις μεταξύ πρακτικς (active) καί θεωρητικς (contemplative) ζως δέν πάρχει ντός το σώματος το Χριστο. Τό χάρισμα το γίου Πνεύματος τν διαλείπτων προσευχν καί ψαλμν, μέσ τν ποίων διώτης (λαϊκός) εσέρχεται ες τό βασίλειον εράτευμα, γενόμενος ναός το γίου Πνεύματος καί μέλος το σώματος το Χριστο, καθιστ τήν ν λόγ διάκρισιν δύνατον. κάθαρσις καί φωτισμός τς καρδίας καί θέωσις εναι πραγματικότης ντός τς ποίας κινεται κάθε πιστός καί παράδοσις ντός τς ποίας λειτουργε ναποσπάστως εδική ερωσύνη. ντιθέτως πρός τήν ν λόγ Λατινικήν διάκρισιν λα τά μέλη το σώματος το Χριστο ερίσκονται ες τήν θεωρίαν το φωτισμο βαδίζοντες πρός τήν θεωρίαν τς θεώσεως.
«...Οδείς ν πνεύματι Θεο λαλν λέγει, ΑΝΑΘΕΜΑ ΙΗΣΟΥΣ, καί οδείς δύναται επεν, ΚΥΡΙΟΣ ΙΗΣΟΥΣ, ε μή ν Πνεύματι γί» (Α΄ Κορ. 12,3). Ατή εναι βιβλική καί πατερική πνευματικότης καί δύναμις, ξ ατίας τς ποίας το δύνατον δι’ να πιστόν - ναόν το γίου Πνεύματος, παρ’ λα τά βασανιστήρια καί μαρτύρια, νά λυγίσ καί νά παρνηθ τόν Χριστόν. Τυχόν πάρνησις πλς πεδείκνυε, τι δέν το μέλος το σώματος το Χριστο. Ο Μάρτυρες καί ο Νεο-μάρτυρες σαν πόδειξις τς δυνάμεως το φωτισμο καί τς θεώσεως, δηλαδή το μυστηρίου το σταυρο, κατά τν δυνάμεων το σκότους ς καί τό κατ’ ξοχήν κήρυγμα λευθερίας. πρωταρχική ποστολή τν ναν το γίου Πνεύματος το νά ργάζωνται ες ποιοδήποτε πάγγελμα εχον ταχθ καί νά πιδιώκουν νά διαδώσουν τήν δικήν των θεραπείαν ες τούς λλους. Κατά κυριολεξίαν εργάζοντο ντός της κοινωνίας των, μέ μίαν εδικότητα μοίαν μέ κείνην τν ψυχιάτρων. Διέφερον, μως, π’ ατούς ες τό τι δέν πεδίωκον, σάν ατούς, τήν διανοητικήν σορροπίαν τν νοσούντων, μέ τήν προσαρμογήν των ες γενικς ποδεκτούς κανόνας φυσιολογικς σκέψεως καί συμπεριφορς. δικός των κανών γείας καί φυσιολογικς σκέψεως καί συμπεριφορς το δοξασμός. θεραπευτική δύναμίς των δέν το καί δέν εναι «κ το κόσμου τούτου». λλ’ ατοί, μως, εναι «ν τ κόσμ», ργαζόμενοι διά τήν θεραπείαν τς καρδίας τν νθρώπων καί, ς κ τούτου, διά τήν μεταμόρφωσιν το κόσμου. 

Δεῖτε τό Β΄ καί τελευταῖο Μέρος
στήν ἱστοσελίδα:





[1] Ἡ κάτωθι ἑρμηνεία τοῦ ἀποστόλου Παύλου βασίζεται εἰς τήν πατερικήν παράδοσιν, ἀλλά καθώς καί εἰς πληροφορίας πού ἐδόθησαν ἀπό τούς Ἑβραίους θεολόγους κατά τήν τήν διάρκειαν Διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ἑβραίων τόν Ὀκτώβριον 1979 εἰς τό Βουκουρέστι. Οἱ τελευταῖοι ἐσημείωσαν τό γεγονός ὅτι ἡ περιγραφή πού ἐδόθη περί τῆς τῆς πατερικῆς παραδόσεως περί φωτισμοῦ τῆς καρδίας καί τοῦ δοξασμοῦ ταυτίζεται μέ τήν παράδοσιν τῶν Χασιδίμ. Προφανῶς οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Φαρισαῖοι τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀνήκουν εἰς αὐτή τήν παράδοσιν.
[2] Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος συνοψίζει τήν Πατερικήν ἑρμηνευτικήν περί τῆς Α΄ Κορ. 12,27-28. «Ἵνα δέ καί τάς διαφοράς τῶν μελῶν καί τίνα ταῦτα καί τίνες εἰσίν ἀποδείξῃ, ἔφη ΄΄Ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ... γένη γλωσσῶν΄΄. Εἶδες τάς διαφοράς τῶν μελῶν τοῦ Χριστοῦ; Ἔμαθες τίνες εἰσί μέλη αὐτοῦ»; Βίβλος τῶν Ἠθικῶν στ΄· Πῶς ἑνοῦνται τῷ Χριστῷ καί Θεῷ καί ἕν γίνονται μετ’ αὐτοῦ πάντες οἱ Ἅγιοι.
[3] Πιστός μέ τό βάπτισμα τοῦ ὕδατος μή εἰσελθών ἀκόμη εἰς τήν κατάστασιν τοῦ φωτισμοῦ, δηλαδή εἰς τό βάπτισμα τοῦ Πνεύματος, καί ὡς ἐκ τούτου οὐχί ἀκόμη μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ «βασιλείου ἱερτεύματος». Διά τοῦτο καί λέγεται ἰδιώτης, ἀφοῦ ἰδιωτεύει.
[4] Διά τήν Πατερικήν ἑρμηνείαν τοῦ «ἐφ’ ὧ» εἰς τό χωρίον Ρωμ. 5,12 βλέπε J.S. Romanides, Original Sin According to Saint Paul», ἐν St. Vladimir’s Quartedly (μέ τήν παλαιάν ἀρίθμησιν τῆς ἐποχῆς τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόβσκυ πού κατήργησαν οἱ διάδοχοί του) Νew Υοrk, 1955, τόμος ΙV, τεύχη 1 καί 2, Τό Προπατορικόν Ἁμάρτημα, Ἀθῆναι 1957, 2α ἔκδοσις Δόμος Ἀθῆναι 1989, κεφ. 6
[5] Δηλαδή τήν κατά τούς Πατέρας νοεράν ἐνέργειαν τῆς ψυχῆς.
[6] Τά μέλη τοῦ νέου κλάδου ἰατρικῶν ἐρευνῶν περί τοῦ γήρατος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου