ΤΕΥΧΟΣ 26 ΤΡΙΠΟΛΙΣ ΜΑΪΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2003
Η
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ
ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΙΤΡΙΑΔΙΚΕΣ
ΑΙΡΕΣΕΙΣ
Ἡ διδασκαλία γιά τήν Ἁγία Τριάδα ὡς θεμέλιο τῆς χριστιανικῆς πίστης
Πολλοί
πιστεύουν ὅτι θεμέλιο τῆς
χριστιανικῆς πίστης καί βασική
προϋπόθεση γιά νά
εἶναι κάποιος Χριστιανός
εἶναι ἡ πίστη ὅτι ὑπάρχει ὁ Θεός
καί ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἕνας. Εἶναι, βέβαια,
αὐτονόητο, ὅτι κανείς
δέν μπορεῖ νά
εἶναι Χριστιανός ἤ
νά θεωρεῖται μέλος
τῆς Ἐκκλησίας ἄν
δέν πιστεύει ὅτι
ὑπάρχει ὁ Θεός
ἤ ἄν πιστεύει ὅτι
ὑπάρχουν καί ἄλλοι
πού εἶναι ἤ μποροῦν νά
γίνουν ὅμοιοι κατά
φύσιν μέ τόν
ἕνα Θεό στόν
ὁποῖο πιστεύουμε. Ὅμως,
μιά τόσο γενική διατύπωση
(ἡ ὕπαρξη τοῦ ἑνός
Θεοῦ) γίνεται ἀποδεκτή
καί ἐκτός τῆς χριστιανικῆς πίστεως,
ἀκόμη καί ἀπό
ἄλλες θρησκεῖες (π.χ. ἀπό
τό Ἰσλάμ) ἤ ἀπ' ὅσους προσεγγίζουν φιλοσοφικά
τό πρόβλημα τοῦ Θεοῦ.
Γι' αὐτό,
σύμφωνα μέ τήν
Ὀρθόδοξη Παράδοση, θεμέλιο
τῆς πίστης μας εἶναι μιά
ἄλλη ἀντίληψη, ἡ ἀντίληψη
ὅτι ὁ Θεός πού πιστεύουμε εἶναι
ἡ Ἁγία Τριάδα, ὁ
Πατήρ, Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ
πίστη στήν Ἁγία
Τριάδα μᾶς διαφοροποιεῖ ἀπό
κάθε ἄλλον πού δέχεται
τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ
καί μᾶς χαρακτηρίζει ὡς
Χριστιανούς. Δέν πιστεύουμε γενικά
καί ἀόριστα στήν ὕπαρξη
τοῦ Θεοῦ. Πιστεύουμε εἰδικά
καί συγκεκριμένα στόν
Πατέρα, τόν Υἱό
καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Δέν
πιστεύουμε σέ κάποιον
Θεό πού δέν γνωρίζουμε, ἀλλά
στόν Θεό πού γνωρίζουμε. Στόν
Θεό πού ἐμφανίστηκε ἀρχικά
στόν Ἀβραάμ, τόν Ἰσαάκ καί τόν Ἰακώβ καί στούς λοιπούς Δικαίους
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης,
πού ἦλθε μετέπειτα καί
ἔζησε ἀνάμεσά
μας («ἐπί τῆς γῆς ὤφθη καί τῆς
ἀνθρώποις συνανεστράφη»), ἐμφανίζεται
ἀπό τότε στούς «καθαρούς
τῇ καρδίᾳ» (δηλ. στούς
Ἁγίους) μέσα στήν
Ἐκκλησία καί
θά ἐμφανιστεῖ «ἐν
δόξῃ» στό τέλος τοῦ κόσμου
γιά νά κρίνει «ζῶντας καί
νεκρούς».
Ἀπό
αὐτές ἀκριβῶς τίς ἐμφανίσεις γνωρίζουμε ὅτι
ὁ Θεός εἶναι ἡ Ἁγία Τριάς. Ἡ
διδασκαλία γιά τήν Ἁγία Τριάδα δηλ. μᾶς
ἀποκαλύφθηκε ἀπό
τόν ἴδιο τόν Θεό
καί δέν εἶναι μιά ἀλήθεια
στήν ὁποία ἔφθασε ὁ ἄνθρωπος
μέ τίς δικές του δυνάμεις.
Στήν ἀποδοχή τῆς
ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ,
ἀντίθετα, μπορεῖ κάποιος
νά φθάσει καί μέ
τίς δικές του δυνάμεις,
παρατηρώντας τή φύση
ἤ ἀκόμη καί μέ
τή χρήση νοητικῶν συλλογισμῶν.
Π.χ. κάθε πράγμα κατασκευάζεται
ἀπό κάποιον, ἄρα ὑπάρχει
κάποιος πού ἔχει
κατασκευάσει τά πάντα,
δηλ. ὁ Θεός (κοσμολογική «ἀπόδειξη»
τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ).
Στήν διδασκαλία γιά
τήν Ἁγία Τριάδα, ὅμως,
δέν μπορεῖ νά
φτάσει ποτέ μέ
αὐτό τόν τρόπο. Γιατί αὐτή
ὑπερβαίνει κατά
πολύ τήν ἀνθρώπινη νόηση, βρίσκεται
ἔξω ἀπό τά ὄριά της καί ἀποτελεῖ
σκάνδαλο γιά τή
λογική, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος συνήθως συγχέει
τό παράλογο (αὐτό
πού ἔρχεται σέ ἀντίθεση
μέ τή λογική) μέ
τό ὑπέρλογο (αὐτό
πού βρίσκεται ἔξω ἀπό
τά ὄρια τῆς λογικῆς,
τό ἀκατανόητο). Ὁ
Ὀρθόδοξος πιστός, γνωρίζοντας
τά ὅριά του, τήν ἀποδέχεται
ὅπως ἀκριβῶς εἶναι, ὅπως ἀποκαλύφθηκε
ἀπό τόν Θεό, καί δέν ἐπιχειρεῖ οὔτε
νά τήν κατανοήσει, οὔτε
νά τήν ἑρμηνεύσει.
Οἱ ἀντιτριαδικές αἱρέσεις καί οἱ ἀντιλήψεις τους
Σύμφωνα,
λοιπόν, μέ τήν διδασκαλία τῆς
Ἁγίας Γραφῆς καί
τῶν Πατέρων τῆς
Ἐκκλησίας, ὁ
Θεός στόν Ὁποῖο πιστεύουμε εἶναι
ἕνας, μέ τρία
ὅμως «πρόσωπα» ἤ
«ὑποστάσεις». Αὐτά
εἶναι ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Τά
πρόσωπα διακρίνονται μέν,
ἀλλά εἶναι καί τόσο
στενά ἑνωμένα ὥστε δέν πρόκειται
γιά τρεῖς Θεούς, ἀλλά
γιά ἕναν. Τήν ἀλήθεια
αὐτή πολλοί δυσκολεύτηκαν
νά ἀποδεχθοῦν ἀπό
τούς πρώτους ἤδη χριστιανικούς
αἰῶνες, λόγῳ
φιλοσοφικῶν ἤ ἄλλων προϋποθέσεων ἤ
λόγῳ τῆς ἀνθρώπινης ἀλαζονείας,
πού ἐπιχειροῦσε νά
ὑποτάξει στή στενή
λογική τά θεῖα καί ἀκατανόητα μυστήρια.
Αὐτοί πίστευαν ὅτι ἔτσι
ἀποφεύγουμε δῆθεν τόν
κίνδυνο νά δεχθοῦμε
τρεῖς Θεούς καί
διασώζουμε τήν πίστη
στόν ἕνα Θεό. Ἐμφανίστηκαν,
λοιπόν, οἱ πρῶτες ἀντιτριαδικές αἱρέσεις,
ὅπως ὁ Μοναρχιανισμός, ὁ
Ἀρειανισμός, ἡ
Πνευματομαχία κ.ἄ., πού εἴτε
δέχονταν ὅτι τά
τρία πρόσωπα δέν ὑπάρχουν
στήν πραγματικότητα καί
εἶναι ἁπλές μορφές μέ
τίς ὁποῖες ἐμφανίζεται ὁ ἕνας
Θεός, εἴτε δέχονταν ὅτι ἀληθινός
Θεός εἶναι μόνο ὁ
Πατήρ καί τά ἄλλα δύο πρόσωπα
εἶναι δημιουργήματα τοῦ
Θεοῦ. Ἡ πιό γνωστή ἀπό
αὐτές, ὁ Ἀρειανισμός (ἡ
αἵρεση τοῦ Πρεσβυτέρου
τῆς Ἀλεξανδρείας Ἀρείου),
δίδασκε ὅτι ὁ
Υἱός, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς
Ἁγίας Τριάδος, δέν
εἶναι Θεός, ἀλλά
ἁπλό δημιούργημα τοῦ
Θεοῦ.
Ἡ
Ἐκκλησία τότε,
ἀντέδρασε ἔντονα μέ
τήν διδασκαλία τῶν
ἁγίων Πατέρων καί
μέ τόν θεσμό τῶν
Οἰκουμενικῶν Συνόδων,
μέ ἀποτέλεσμα νά διαφυλάξει
ἀνόθευτο τό περιεχόμενο
τῆς διδασκαλίας τοῦ
Χριστοῦ. Ἡ διδασκαλία καί
τά ἐπιχειρήματα τῶν
ἁγίων Πατέρων τοῦ
δ' μ.Χ. αἰῶνος (Μεγ. Ἀθανασίου,
Μεγ. Βασιλείου, Γρηγορίου τοῦ
Θεολόγου, Γρηγορίου Νύσσης
κ.ἄ.) ἦταν τόσο σαφή
καί πειστικά, ὥστε
οἱ αἱρέσεις αὐτές
ἀποδυναμώθηκαν καί
ἐξαφανίσθηκαν. Ἀπό
τότε κανείς σχεδόν
δέν διανοήθηκε νά
ἀρνηθεῖ ὅτι
τά πρόσωπα τοῦ Υἱοῦ
καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔχουν
τήν ἴδια ἀκριβῶς θεία φύση μέ τόν Πατέρα, δηλ. νά
ἀμφισβητήσει τήν
διδασκαλία γιά τήν Ἁγία Τριάδα.
Κάτι
τέτοιο, ὅμως, συνέβη
μετά ἀπό πολλούς αἰῶνες
στήν ἐποχή μας, ὅπου ἐμφανίστηκαν
νέες ἀντιτριαδικές αἱρέσεις,
προερχόμενες κυρίως ἀπό
τήν Ἀμερική καί
ἀπό κύκλους στούς ὁποίους
ἡ διδασκαλία τῶν
Πατέρων εἶναι παντελῶς
ἄγνωστη. Τέτοιες εἶναι
κάποιες ὁμάδες
Πεντηκοστιανῶν (π.χ. ἡ Κοινωνία
Μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, τό
Χριστιανικό Κέντρο Σταυροδρόμι), καθώς
καί ἡ αἵρεση τῶν Μαρτύρων
τοῦ Ἰεχωβᾶ. Ἡ αἵρεση αὐτή,
πού εἶναι ἡ πιό γνωστή ἴσως
στή χώρα μας, ἀπορρίπτει
τήν πίστη στόν Τριαδικό
Θεό καί δέχεται ὅτι «ὁ
Σατανᾶς εἶναι ὁ πρωτουργός τοῦ
δόγματος τῆς Τριάδος»
(Ἔστω ὁ Θεός ἀληθής, 1946, σ. 80, Σκοπιά, 1948, σ. 309). Εἶναι
χαρακτηριστικό ὅτι στήν Ἀγγλική
ἔκδοση τοῦ Ζ' τόμου
τῶν Γραφικῶν Μελετῶν
τῆς αἵρεσης (ἔκδ. 1918, σ. 64) ὁ
ἱδρυτής τῆς ἑταιρείας τῶν
Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ
Κάρολος Ρῶσσελ εἰκονίζεται
δίπλα στόν ἀπόστολο
Παῦλο, στόν εὐαγγελιστή
Ἰωάννη, ἀλλά
καί στόν Ἄρειο (!), ἔνδειξη γιά
τό μέ ποιούς θέλει
νά συγγενεύει ἰδεολογικά
ἡ αἵρεση (μέ τόν
Ἄρειο καί τούς
σύν αὐτῷ), ἀλλά καί μέ ποιῶν τό κῦρος παραλληλίζουν τό
δικό τους κῦρος οἱ
ἡγέτες της (μέ αὐτό
τῶν ἀποστόλων Παύλου καί
Ἰωάννου). Ἡ αἵρεση
δέν ἀποδέχεται ὅτι ὁ
Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ
εἶναι «κατ' οὐσίαν»
Υἱός, δηλ. ὁμοούσιος
μέ τόν Πατέρα. Πιστεύει
ὅτι ὁ Υἱός εἶναι «τό πρῶτο
δημιούργημα τοῦ Θεοῦ»
(Σκοπιά, 1916, σ. 289). Ὁ Υἱός
εἶναι «ἡ πρώτη
καί μόνη ἄμεσος δημιουργία τοῦ
Θεοῦ, πᾶσα δέ ἡ λοιπή τοῦ
Θεοῦ δημιουργία ἐπετελέσθη
μετά ταῦτα δι' αὐτοῦ»
(Ἰ. Ρόδεφορδ, Ἡ κιθάρα
τοῦ Θεοῦ, 1921, σ. 163)· εἶναι «τό
ὄργανον τό ὑπό
τοῦ Θεοῦ χρησιμοποιηθέν ἐν
τῇ δημιουργία τῶν
πάντων» (Ἰ. Ρόδεφορδ,
Καταλλαγή, 1928, σ. 113). Γιά τό
Ἅγιο Πνεῦμα οἱ
Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ
δέν δέχονται ὅτι ἀποτελεῖ
ἰδιαίτερο πρόσωπο καί
πιστεύουν ὅτι εἶναι «ἡ ἀόρατος
ἐνεργός δύναμις τοῦ Ἰεχωβᾶ»
(Ἔστω ὁ Θεός ἀληθής, 1946, σ. 87 κ.ἄ.). Οἱ
αἱρετικές αὐτές
ἀντιλήψεις βασίζονται σέ
παρερμηνεῖες, ἀλλά πολλές φορές
καί σέ ἀλλοιώσεις τοῦ κειμένου
τῆς Ἁγ. Γραφῆς.
Ἡ Ἁγία Γραφή περί Ἁγίας Τριάδος
Ἡ
Ἁγ. Γραφή κάνει
λόγο περί Θεοῦ,
τόν Ὁποῖο ὀνομάζει Πατέρα, κάνει
ὅμως λόγο καί
γιά ἄλλα δύο πρόσωπα:
α) γιά τόν Υἱό ἤ Λόγο τοῦ Θεοῦ
καί β) γιά τό
Ἅγιο Πνεῦμα ἤ
τόν Παράκλητο. Προσεκτική
ἐξέταση τῶν χωρίων
πού ἀναφέρονται στά δύο
τελευταῖα πρόσωπα ἀποδεικνύει
ὅτι αὐτά ἔχουν τίς ἴδιες
ἀκριβῶς ἐνέργειες καί ἰδιότητες
μέ τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ
Πατρός, πού σημαίνει
ὅτι ἔχουν καί τήν
ἴδια ἀκριβῶς φύση. Πέραν τούτου
καθένα ἀπό τά πρόσωπα αὐτά
σαφῶς χαρακτηρίζεται στήν
Ἁγ. Γραφή «Θεός»,
ὅπως θά δοῦμε
στή συνέχεια. Ἔτσι ἡ
Ἁγ. Γραφή ἀναφέρεται
ἀδιαμφισβήτητα στήν
διδασκαλία γιά τήν Ἁγ. Τριάδα.
Ἡ
διδασκαλία αὐτή ὑπάρχει ἤδη στήν
Παλαιά Διαθήκη, ὄχι
ὅμως μέ σαφή
καί κατηγορηματικό τρόπο.
Ἐκεῖνο πού θέλει
κυρίως νά δείξει ἡ Π. Διαθήκη σέ
ἀνθρώπους τόσο ἀρχαίας
ἐποχῆς πού ἔρρεπαν πρός τόν
πολυθεϊσμό καί τήν εἰδωλολατρία, εἶναι
ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἕνας. Παρέχει ὅμως
ἰσχυρές ἐνδείξεις ὅτι ὁ
ἕνας αὐτός
Θεός εἶναι Τριαδικός, ὑπάρχει
σέ τρία πρόσωπα. Ἔτσι στό
βιβλίο τῆς Γενέσεως ὁ
Θεός ὁμιλεῖ γιά τόν Ἑαυτό Του σέ πληθυντικό
ἀριθμό: «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον
κατ' εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ' ὁμοίωσιν»
(1, 26), «Ἰδού Ἀδάμ γέγονεν ὡς εἷς
ἐξ ἡμῶν» (3, 22) κ.λ.π. Στούς Ψαλμούς
ὁ Κύριος (ὁ Θεός
Πατήρ) κάνει λόγο γιά
ἕναν ἄλλο Κύριο (τόν
Υἱό), ὁ Ὁποῖος κάθεται στά δεξιά
Του: «Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ
μου· κάθου ἐκ δεξιῶν μου» (109, 1). Ὁ
δεύτερος αὐτός
Κύριος ταυτίζεται μέ
τό πρόσωπο γιά τό
Ὁποῖο κάνει λόγο ὁ
44 Ψαλμός, τό Ὁποῖο χαρακτηρίζεται «Θεός»
καί ἔχει «θρόνον»: «Ὁ
θρόνος σου, ὁ Θεός,
εἰς τόν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος»
(44, 7). Προσεκτική ἐξέταση τοῦ 109 Ψαλμοῦ
πείθει ὅτι στόν στ. 7 γίνεται
λόγος γιά ἕναν
τρῖτο Κύριο (τό Ἅγ.
Πνεῦμα): «Κύριος ἐκ
δεξιῶν σου συνέθλασεν ἐν
ἡμέρα ὀργῆς αὐτοῦ βασιλεῖς». Πρόκειται
γιά τό Πνεῦμα πού ἐμφανίζεται
κατά τήν δημιουργία τοῦ
κόσμου («καί Πνεῦμα
Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω
τοῦ ὕδατος»: Γεν. 1, 2) καί τό
Ὁποῖο ὁ δίκαιος Ἰώβ (33, 4) θεωρεῖ
δημιουργό του («Πνεῦμα θεῖον
τό ποιῆσάν με»). Στόν Πατριάρχη
Ἀβραάμ «ὁ Κύριος» ἐμφανίζεται
μέ τή μορφή, ὄχι
ἑνός, ἀλλά τριῶν ἀνδρῶν (Γεν. 18, 1 ἑξ.). Ὅλα
αὐτά σημαίνουν ὅτι
τουλάχιστον οἱ Προφῆτες
καί οἱ Ἅγιοι τῆς Π. Διαθήκης
ἐγνώριζαν καλῶς τήν
διδασκαλία γιά τήν Ἁγ. Τριάδα.
Τά
ἀσαφῆ καί σκιώδη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης,
γίνονται σαφῆ καί
συγκεκριμένα στήν Καινή.
Ἐδῶ τά τρία πρόσωπα κατονομάζονται: εἶναι
ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Τοποθετοῦνται
στό ἴδιο ἐπίπεδο (συνδέονται μέ
τόν σύνδεσμο καί, πού
συνδέει ὅμοια πράγματα) καί
στό ὄνομά τους βαπτιζόμεθα: «Πορευθέντες
μαθητεύσατε πάντα τά
ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς
εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός
καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», εἶπε
ὁ Κύριος στούς Ἀποστόλους
(Ματθ. 28, 19). Ὁ ἀπ. Παῦλος ἐπικαλεῖται
τήν εὐλογία τῆς Ἁγ. Τριάδος στούς
Κορινθίους: «Ἡ χάρις
τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί
ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ
καί ἡ κοινωνία τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος μετά
πάντων ὑμῶν»
(Β' Κορ. 13, 13).
Στήν
περίοδο τῆς Καινῆς
Διαθήκης ἦλθε στή γῆ
καί σαρκώθηκε τό
δεύτερο πρόσωπο τῆς
Ἁγ. Τριάδος, ὁ
Υἱός. Σέ ὁρισμένες, ὅμως, περιπτώσεις
ἐμφανίζονται καί τά
ἄλλα δύο πρόσωπα,
ὅπως στή Βάπτιση
τοῦ Χριστοῦ, ὅπου
ὁ Πατήρ ἐμφανίζεται «ἐν εἴδει»
φωνῆς ἀπό τόν οὐρανό, πού μαρτυρεῖ γιά
τήν ἰδιότητα τοῦ Υἱοῦ,
καί τό Ἅγ. Πνεῦμα «ἐν
εἴδει» περιστερᾶς. Κάτι
ἀνάλογο συμβαίνει καί
στή Μεταμόρφωση, μέ
τήν διαφορά ὅτι
ἐδῶ τό Ἅγ. Πνεῦμα ἐμφανίζεται
«ἐν εἴδει» φωτεινῆς νεφέλης.
Τό
δεύτερο πρόσωπο τῆς
Ἁγ. Τριάδος σαφῶς
χαρακτηρίζεται «Θεός»: «Ἐν
ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καί ὁ
Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν, καί Θεός
ἦν ὁ Λόγος» (Ἰω. 1, 1). Χαρακτηρίζεται
μάλιστα «ἀληθινός
Θεός» («οὗτός
ἐστιν ὁ ἀληθινός
Θεός καί ζωή αἰώνιος»: Α' Ἰω. 5, 20), καί
«μεγάλος Θεός» («προσδεχόμενοι
τήν μακαρίαν ἐλπίδα
καί ἐπιφάνειαν τῆς δόξης
τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί
σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»: Τίτ.
2, 13). Ὁ ἀπ. Θωμᾶς ἀποκαλεῖ
τόν Ἰησοῦ «Κύριο» καί «Θεό»
(«ὁ Κύριός μου καί ὁ
Θεός μου»: Ἰω. 20, 28) καί
στήν Ἀποκάλυψη τό Ἀρνίον
(ὁ Χριστός) ἀποκαλεῖται
«Κύριος Κυρίων καί
Βασιλεύς Βασιλέων» (17, 14 καί
19, 16). Ὁ Υἱός δέν εἶναι δημιούργημα, οὔτε
«ὄργανον» γιά τήν
δημιουργία, οὔτε «ἀρχιεργάτης» τοῦ
Θεοῦ, εἶναι ὁ δημιουργός τοῦ
κόσμου. Γι' αὐτό
ἡ Κ. Διαθήκη τόν
χαρακτηριστικό στίχο 25 τοῦ 101 Ψαλμοῦ,
πού ἀναφέρεται στήν δημιουργία
(«κατ' ἀρχάς σύ, Κύριε, τήν γῆν
ἐθεμελίωσας, καί
ἔργα τῶν χειρῶν
σού εἰσιν οἱ οὐρανοί»),
τόν ἀποδίδει στόν Υἱό
καί ὄχι στόν Πατέρα
(Ἑβρ. 1, 8-10). Πρέπει νά
σημειώσουμε ὅτι ὁρισμένα
χωρία τῆς Ἁγ. Γραφῆς πού
ἐμφανίζουν κάποια κατωτερότητα
τοῦ Υἱοῦ (τοῦ Χριστοῦ) ἔναντι
τοῦ Πατρός (ὅπως
τό Ἰω. 14, 28: «ὁ Πατήρ
μου μείζων μου ἐστι») ἀναφέρονται
στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ
Χριστοῦ (στήν «Οἰκονομία» κατά
τούς Πατέρες), ἀφοῦ
ὁ Χριστός ὡς
Θεός εἶναι ἴσος μέ τόν
Πατέρα, ἀλλά ὡς ἄνθρωπος εἶναι, βέβαια,
κατώτερος ἀπ' Αὐτόν.
Τό
Ἅγιο Πνεῦμα, τό
τρῖτο πρόσωπο τῆς
Ἁγ. Τριάδος, ἀποκαλεῖται
στήν Καινή Διαθήκη
«Κύριος» («ὁ δέ
Κύριος τό Πνεῦμά
ἐστιν»: Β' Κορ. 3, 17) καί «Θεός».
Ὁ Ἀνανίας, πού εἶπε
ψέματα στό Ἅγ.
Πνεῦμα, εἶπε ψέματα
στόν Θεό: «Ἀνανία, διατί ἐπλήρωσεν
ὁ σατανάς τήν
καρδίαν σου ψεύσαθαί
σε, τό Πνεῦμα τό Ἅγιον; ... οὐκ ἐψεύσω
ἀνθρώποις, ἀλλά
τῷ Θεῷ» (Πραξ. 5, 3-4). Οἱ πιστοί
εἶναι ναός καί
κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ,
ἐπειδή ἔχουν μέσα τους τό
Ἁγ. Πνεῦμα: «Οὐκ
οἴδατε ὅτι ναός
Θεοῦ ἐστε καί τό
Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ
οἰκεῖ ἐν ὑμῖν»; (Α' Κορ. 3, 16), «ἐν ᾧ
καί ὑμεῖς συνοικοδομεῖσθε εἰς
κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ
ἐν Πνεύματι» (Ἐφ.
2, 22). Τό Ἅγ. Πνεῦμα δέν
εἶναι ἀπρόσωπη δύναμη ἤ
ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ,
ἀλλά ἰδιαίτερο πρόσωπο, ἀφοῦ
ἔχει ἐνέργειες καί ἰδιότητες
συγκεκριμένου προσώπου, δηλ. ὁμιλεῖ
στήν Ἐκκλησία (Ἀποκ.
2, 7), διδάσκει καί ὑπενθυμίζει
(Ἰω. 14, 26), δίνει ἐντολές
(Πράξ. 10,19 κ.ἄ.), ἔχει
γνώμη (Πράξ. 15, 28), τοποθετεῖ
Ἐπισκόπους (Πράξ. 8, 29), λυπᾶται
(Ἐφ. 4, 30), ὀργίζεται
(Ἠσ. 63, 10) κ.λ.π. Δέν θά
ἐπεκταθοῦμε, ὅμως,
περισσότερο σ' αὐτό
τό σημεῖο, ἀφοῦ
γιά τά πρόσωπα τοῦ Υἱοῦ
καί τοῦ Ἁγ. Πνεύματος πρόκειται
νά ἀφιερώσουμε ἰδιαίτερα
τεύχη τοῦ ἐντύπου
μας στόν μέλλον.
Ἡ Ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τήν Ἁγία Τριάδα
Τήν
διδασκαλία τῆς Ἁγ. Γραφῆς γιά
τήν Ἁγ. Τριάδα ἀνέπτυξαν
οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας,
καί διευκρίνισαν ὁρισμένα
ἐπιμέρους σημεῖα της, ἑρμηνεύοντας
τήν Ἁγ. Γραφή μέ
βάση καί τήν
προσωπική τους θεοπτική ἐμπειρία.
Στή συνέχεια ἡ Ἐκκλησία
τήν ἐπικύρωσε ἐπίσημα
μέ τίς δύο πρῶτες Οἰκουμενικές
Συνόδους της.
Σύμφωνα
μέ τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία ὁ
Θεός εἶναι ἕνας, ἀλλά
ἐμφανίζεται ὡς Πατήρ,
Υἱός καί Ἅγ. Πνεῦμα. Οἱ
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας
δανείστηκαν τούς ὅρους
τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας
«οὐσία», «φύσις», «πρόσωπον»
καί «ὑπόστασις» προκειμένου νά
μιλήσουν γιά τήν
Ἁγ. Τριάδα, ἀφοῦ
πρῶτα τούς ἐπεξεργάστηκαν
καί τούς προσάρμοσαν κατάλληλα.
Ἡ γνώση τῆς ἱστορίας καί τοῦ
περιεχομένου αὐτῶν
τῶν ὅρων συμβάλλει, βέβαια,
στήν μερική κατανόηση
τῆς αὐτῆς τῆς διδασκαλίας, δέν
ὁδηγεῖ ὅμως σέ πλήρη
κατανόηση τοῦ δόγματος
τῆς Ἁγ. Τριάδος, τό
ὁποῖο παραμένει καί
θά παραμένει πάντοτε
ἄγνωστο καί ἀκατανόητο
μυστήριο, ὄχι μόνο
γιά τούς ἀνθρώπους, ἀλλά
καί γιά τούς ἀγγέλους. Πέρα ἀπ'
ὅσα ἤδη ἀναφέρουν ἡ Ἁγ.
Γραφή καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας
τίποτε δέν μποροῦμε
νά ποῦμε ἤ νά γνωρίζουμε περί
Ἁγ. Τριάδος.
Ὁ
Θεός, λοιπόν, εἶναι
μία «φύσις» ἤ «οὐσία»
καί τρεῖς «ὑποστάσεις» ἤ «πρόσωπα».
Τά «πρόσωπα» αὐτά
ἔχουν τά πάντα
κοινά, δηλ. τήν «φύση»
ἤ «οὐσία», τήν «θεότητα»,
τήν «θέληση» (δέν θέλει
ἄλλα ὁ Πατήρ, ἄλλα ὁ Υἱός καί ἄλλα τό Ἁγ.
Πνεῦμα, οὔτε συζητοῦν
μεταξύ τους διαφωνόντας) καί
τήν «ἐνέργεια» (ἐνεργοῦν
μέ μία κοινή «ἐνέργεια»,
ἡ ὁποία πηγάζει ἀπό
τήν μία καί κοινή τους «φύση»).
Δέν ἔχουν ὅμως κοινές
κάποιες ἰδιότητες
ἤ ἰδιώματα ἀπό
τά ὁποῖα διακρίνονται οἱ
ὑποστάσεις (τά «ὑποστατικά
ἰδιώματα»). Αὐτά
εἶναι τοῦ Πατρός
τό «ἀγέννητον», τοῦ Υἱοῦ
τό «γεννητόν» καί
τοῦ Ἁγ. Πνεύματος τό
«ἐκπορευτόν». Δηλ. ὁ
Πατήρ εἶναι «ἀγέννητος»,
«γεννᾶ» τόν Υἱό ἀϊδίως («πρό πάντων
τῶν αἰώνων», σύμφωνα μέ
τήν ἔκφραση τοῦ Συμβόλου
τῆς Πίστεως) καί «ἐκπορεύει»
τό Ἁγ. Πνεῦμα ἀϊδίως,
ὁ Υἱός «γεννᾶται» ἀπό
τόν Πατέρα ἀϊδίως
καί τό Ἅγ. Πνεῦμα «ἐκπορεύεται»
μόνο ἀπό τόν Πατέρα («ἐκ
τοῦ Πατρός» καί
ὄχι «καί ἐκ
τοῦ Υἱοῦ», ὅπως ἰσχυρίστηκαν ἀργότερα
οἱ Παπικοί, εἰσάγοντας
τήν αἵρεση τοῦ filoque) ἀϊδίως.
Ἡ «ἀγεννησία», ἡ
«γέννησις» καί ἡ
«ἐκπόρευσις» εἶναι τρόποι
ὑπάρξεως τῶν τριῶν
προσώπων, ἐνῶ
τό πρόσωπο τοῦ Πατρός
εἶναι τό μόνο
«αἴτιο» τῆς ὑπάρξεως
τῶν ἄλλων δύο προσώπων.
Τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ «γέννησις» καί ἡ
«ἐκπόρευσις» δέν γνωρίζουμε.
Τό μόνο πού γνωρίζουμε
εἶναι ὅτι ἡ «γέννησις» δέν ἔχει
καμία σχέση μέ τήν ἀνθρώπινη γέννηση καί
ἡ «ἐκπόρευσις» δέν ἔχει
καμία σχέση μέ ὁποιαδήποτε ἀνθρώπινη
κατάσταση.
Ἄν
ἔστω καί ἕνα
σημεῖο τῆς παραπάνω διδασκαλίας
ἀλλοιωθεῖ, τότε
δέν καταρρέει μόνο
ἡ διδασκαλία γιά
τήν Ἁγ. Τριάδα, ἀλλά
καί ὁλόκληρη ἡ χριστιανική
πίστη. Γι' αὐτό
οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας
δέν δίσταζαν νά χαρακτηρίσουν
ἀθέους ὅσους π.χ. δέν πίστευαν
ὅτι ὁ Υἱός εἶναι Θεός. Ὅποιος
δέν πιστεύει στόν
Υἰό, δέν πιστεύει καί
στόν Πατέρα, γιατί
μόνο μέσῳ τοῦ Υἱοῦ γνωρίζουμε τόν
Πατέρα. Ὅποιος βλέπει τόν
Υἱό, βλέπει μέσα σ' Αὐτόν
καί τόν Πατέρα (Ἰω.
14, 9), ἀλλά καί τό Ἁγ. Πνεῦμα. Ἡ
ἀλλοίωση τῆς διδασκαλίας
γιά τήν Ἁγ. Τριάδα ἔχει
τεράστιες συνέπειες καί
στόν τρόπο ζωῆς τοῦ
ἀνθρώπου, ἀφοῦ
μέσα στήν Ἐκκλησία
πίστη καί ζωή
συνδέονται στενά καί
τό ἕνα ἐπηρεάζει τό ἄλλο:
Πιστεύουμε ὅπως ζοῦμε
καί ζοῦμε ὅπως πιστεύουμε. Γι' αὐτό
ἡ Ἐκλησία θεωρεῖ τήν
αἵρεση ἀπώλεια
καί πνευματικό θάνατο
τοῦ ἀνθρώπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου